»
Έρευνα Αρχαίας Σικυώνας

Δυτική στοά

Ανασκαφική περίοδος 2024


Η Δυτική Στοά μετά την ολοκλήρωση της φετινής ανασκαφής.

Στην περιοχή της Δυτικής Στοάς, το βόρειο τμήμα της οποίας είχαμε ανασκάψει σε προηγούμενες περιόδους, αποκαλύψαμε το υπόλοιπο τμήμα της, εμβαδού περίπου 900 μ2. Το τμήμα αυτό ήταν έντονα διαταραγμένο κυρίως λόγω παλαιών, σποραδικών και πρόχειρων ανασκαφικών παρεμβάσεων, έτσι ώστε πριν τη φετινή ανασκαφή ο χώρος να παρουσιάζει μια εικόνα σύγχυσης. Η θεμελίωση του στυλοβάτη είχε κατά μεγάλο μέρος της αποκαλυφθεί ήδη από τη δεκαετία του 1930, ενώ από την ανασκαφή μας στη βόρεια και αδιατάρακτη πλευρά της Στοάς είχαμε διαπιστώσει ότι αυτή είχε αποδομηθεί ήδη από τους ρωμαϊκούς χρόνους. Επειδή το υπόλοιπο τμήμα της Στοάς ήταν αναμοχλευμένο και δεν επέτρεπε στρωματογραφική προσέγγιση, κατά την ανασκαφή του χρησιμοποιήσαμε μηχανικό εκσκαφέα ώστε η χειρωνακτική αφαίρεση του χώματος να περιοριστεί στο επίπεδο πάνω από τη σωζόμενη θεμελίωση, σε μικρούς χώρους όπου δεν ήταν ασφαλής η χρήση του εκσκαφέα καθώς και σε συγκεκριμένες διερευνητικές τομές.

Προκειμένου να έχουμε ένα στοιχειώδη χωρικό έλεγχο των ευρημάτων χωρίσαμε την περιοχή σε τέσσερις ανασκαφικές ενότητες (Τομές 19.1-4). Από στρωματογραφικής άποψης δεν υπήρχε διαφοροποίηση ανάμεσα στις τέσσερις ενότητες, όπου παρατηρήθηκαν τρία διακριτά αργιλικά στρώματα, το ανώτερο, επιφανειακό σκούρου καστανού χρώματος και το κατώτερο, ένα συμπαγές, σκούρο κόκκινο χώμα πάνω ακριβώς από το φυσικό πέτρωμα. Στη δυτική πλευρά του σκάμματος (Τομές 19.1 και 19.4) παρατηρήθηκε επίσης, κάτω από το επιφανειακό στρώμα, ένα στρώμα με πολλές πέτρες και χαλίκι, που πιθανολογούμε ότι προέρχονται από την κατάρρευση του Τοίχου 3003 κατασκευασμένου με αργούς λίθους και κονίαμα. Κεραμική βρέθηκε διάσπαρτη στους χώρους που ανασκάφησαν, κυρίως στα δύο ανώτερα στρώματα χωρίς προφανείς συγκεντρώσεις, ενώ τα θραύσματα κεραμιδιών ήταν λίγα και πολύ φθαρμένα.


Κάτοψη της Δυτικής Στοάς (Τομή 19).

Η κεραμική που βρέθηκε ήταν ανάμεικτη με τα πρωϊμότερα όστρακα να χρονολογούνται στα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια και τα υστερότερα στον 7ο αι. μ.Χ., ενώ στο επιφανειακό στρώμα βρέθηκαν και τέχνεργα του 20ου αιώνα. Προφανώς πρόκειται για έντονα διαταραγμένα στρώματα, που προέκυψαν από ανθρώπινες επεμβάσεις (ήδη από την αρχαιότητα) σε συνδυασμό με τη διάβρωση του εδάφους. Χαρακτηριστικό είναι το στρώμα 6502, ένα από τα ανώτερα στρώματα του βόρειου τμήματος της Τομής 19.2, όπου βρέθηκαν και προϊόντα κεραμικού εργαστηρίου του α’ μισού του 7ου αι. μ.Χ., παρόμοια με αυτά που είχαμε βρει στον ανατολικότερο κλίβανο των κεραμικών εργαστηρίων στα ΝΑ της αγοράς. Τα φετινά παραδείγματα, από συγκεκριμένους τύπους χυτρών, πρόχων και λύχνων, δεν μπορούν βέβαια να προέρχονται από εκείνο τον κλίβανο δεδομένης της μεγάλης απόστασης μεταξύ τους (περίπου 270 μ), αλλά από κάποιο κλίβανο εγκατεστημένο στην περιβάλλουσα περιοχή της Δυτικής Στοάς, αποτυχημένα προϊόντα του οποίου απορρίφθηκαν στο στρώμα 6502. Δυστυχώς η φετινή ανασκαφή δεν απέδωσε αδιάσειστα στοιχεία για την χρονολόγηση ανέγερσης της Δυτικής Στοάς και η απόδοσή της στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους εξακολουθεί να βασίζεται σε τυπολογικά χαρακτηριστικά και σε τοπογραφικά δεδομένα.


Η θεμελίωση της καμπύλης εξέδρας στο κέντρο της Στοάς.

Το μεγάλο κέρδος της φετινής ανασκαφής ήταν ασφαλώς η αποκάλυψη των καταλοίπων της στοάς καθόλο το μήκος της, κάτι που μας επέτρεψε να κάνουμε παρατηρήσεις για την αρχιτεκτονική της και τον βαθμό διατήρησής της. Το μήκος της στοάς, που έχει κατεύθυνση Β-Ν και ανατολικό προσανατολισμό, ανέρχεται σε 43,23 μ. Η πρόσοψη της στοάς σώζεται σε επίπεδο θεμελίωσης, που αποτελείται από δύο σειρές εφαπτόμενων λιθοπλίνθων, μέσου μήκους 1-1,20 μ και πλάτους 0,8 μ. Η πρόσοψη παρουσιάζει δύο, ελαφρώς προεξέχουσες πτέρυγες (κατά 1,2 μ) στα άκρα της, καθεμιά μήκους 6,9 μ. Οι πτέρυγες επίσης σώζονται σε επίπεδο θεμελίωσης αλλά με μια σειρά λιθοπλίνθων, πλάτους 0,8-0,9 μ. Ο υπολογισμός του πλάτους της στοάς δεν είναι τόσο προφανής, καθώς δεν είμαστε απολύτως βέβαιοι για τη δυτική της πλευρά. Εάν δεχθούμε ότι ο Τοίχος 3066, που διακρίνεται κάτω από τον μεταγενέστερο τοίχο 3003 σε μήκος 17 μ, είναι ο πίσω τοίχος της στοάς, τότε το πλάτος της ανέρχεται σε 21,3 μ.

Σε αυτήν την περίπτωση, η στοά χωρίζεται κατά πλάτος σε τρία μέρη, με δύο τοίχους κατεύθυνσης Β-Ν. Ο ανατολικός τοίχος (αρ. 4503), μήκους 42 μ και μέσου πλάτους 0,7 μ, είναι κτισμένος με λιθοπλίνθους μέσου μήκους 1 – 1,2 μ και πλάτους 0,7 μ. Ο τοίχος σώζεται ως επί το πλείστον σε επίπεδο θεμελίωσης εκτός από το κεντρικό τμήμα του όπου σώζεται στο επίπεδο του δαπέδου της στοάς. Ο δυτικός τοίχος (αρ. 4502) σώζεται σε μήκος 24,9 μ, και είναι κατασκευασμένος με λιθοπλίνθους πλάτους 0,4-0,6 μ. Το ανατολικό τμήμα της στοάς, πλάτους 6 μ, έφερε κιονοστοιχία στην πρόσοψη, πιθανώς δωρικού ρυθμού. Διάφοροι εγκάρσιοι τοίχοι χώριζαν το κεντρικό και δυτικό τμήμα της στοάς σε δωμάτια διαφόρων μεγεθών, από μόλις 4,8 μ2 για το Δωμάτιο 8 έως 74 μ2 για το Δωμάτιο 3 (το δωμάτιο με το πηγάδι). Οι εγκάρσιοι αυτοί τοίχοι είναι κατά βάση λεπτότεροι από τον ανατολικό (αρ. 4503) και δυτικό τοίχο (αρ. 4502), με μέσο πλάτος 0,4 μ, και οι επαφές τους φανερώνουν ότι κτίστηκαν μετά τον ανατολικό και δυτικό τοίχο. Αναγνωρίστηκαν 12 δωμάτια, εκ των οποίων αυτό που βρίσκεται στο κέντρο του συγκροτήματος (Δωμάτιο 7) φέρει τη θεμελίωση καμπύλης εξέδρας, μήκους 10 μ και πλάτους 2-2,2 μ. Η θεμελίωση (αρ. 6506) αποτελείται από τρεις σειρές εφαπτόμενων λίθων ενώ ένας λίθος (αρ. 6508) συνδέει το κέντρο της καμπύλης με τον Τοίχο 4502 στα δυτικά. Μια εύλογη υπόθεση είναι ότι η θεμελίωση έφερε καμπύλο βάθρο αγαλματικού συμπλέγματος. Ακριβώς νότια του δωματίου με την εξέδρα, η ανασκαφή στο Δωμάτιο 12 αποκάλυψε σε μήκος 8,30 μ ένα σαφώς ορισμένο στρώμα από αργούς λίθους (αρ. 6529) κατεύθυνσης ΒΔ-ΝΑ, πλάτους περίπου 1,5 μ και πάχους 15 εκ, προγενέστερο των τοίχων της Στοάς που το έκοψαν. Τη συνέχεια αυτού του στρώματος προς δυσμάς είχαμε εντοπίσει σε τομή ακριβώς δυτικά της Στοάς αλλά χωρίς να μπορέσουμε να καθορίσουμε τη χρήση του ή τη χρονολόγησή του. Μικρή δοκιμαστική τομή που ανοίξαμε φέτος ακριβώς νότια αυτής της στρώσης (Context 6530), εντός του Δωματίου 12, δεν απέφερε διαγνωστικά ευρήματα. Τα χαρακτηριστικά αυτού του στρώματος και η γραμμική του πορεία προσιδιάζουν σε ατραπό, αρχαιότερη της επανίδρυσης της πόλης από τον Δημήτριο Πολιορκητή.


Η τρίγλυφος-μετόπη.

Στη νότια πλευρά της στοάς δεν εντοπίστηκαν εγκάρσιοι τοίχοι να διαγράφουν δωμάτια όπως στη βόρεια πλευρά ενώ ακόμα και ο νότιος τοίχος της στοάς (αρ. 6524) σώζει μόνο τρεις λίθους του. Mικρές δοκιμαστικές τομές που ανοίξαμε ακριβώς δυτικά του σωζόμενου τμήματος του Τοίχου 6524 (Contexts 6523, 6527) δεν αποκάλυψαν τη συνέχεια του τοίχου κάτι που δηλώνει την έκταση της λιθοθηρίας και τον βαθμό της αποδόμησης του μνημείου.

Κοντά στο νότιο όριο του σκάμματος εντοπίστηκε τμήμα τοίχου (αρ. 6522), διαφορετικής κατασκευής και διαφορετικού προσανατολισμού, η χρήση του οποίου δεν έχει διευκρινιστεί. Στην ίδια περιοχή, κατά την απομάκρυνση των χωμάτων, αποκαλύφθησαν δύο αρχιτεκτονικά μέλη από ασβεστόλιθο που φαίνεται να προέρχονται από το ίδιο μνημείο. Το ένα είναι μια λιθόπλινθος και το άλλο μια τρίγλυφος-μετόπη (AF_NW013) που εδράζεται σε χαμηλότερο επίπεδο από το επίπεδο θεμελίωσης της Δυτικής Στοάς. Πὠς τα δύο μέλη βρέθηκαν εδώ και τι σχέση μπορεί να έχουν με τη Δυτική Στοά μένει να διευκρινιστεί αλλά με βάση τα χαρακτηριστικά της τριγλύφου-μετόπης είναι πιθανόν να χρονολογείται σε προ-ελληνιστική εποχή.