Η ανάλυση της κεραμικής, που συνιστά και τον κύριο όγκο των ανασκαφικών ευρημάτων, από τον Scott Gallimore (κεραμική της ρωμαϊκής περιόδου) και την Sarah James (κεραμική της ελληνιστικής περιόδου), εμπλέκει καταγραφή όλων των οστράκων ανά κατηγορία (λεπτή, αδρή, μαγειρική), καταλογράφηση, σχεδίαση και συντήρηση επιλεγμένων οστράκων ή και ολόκληρων σκευών, καθώς και πετρογραφική ανάλυση διαφορετικών τύπων. Χρονολογικά, η κεραμική καλύπτει ένα φάσμα χιλιετίας, από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. έως τις αρχές του 7ου αι. μ.Χ., αν και η πλειονότητά της χρονολογείται στους ρωμαϊκούς χρόνους (1ος αι. π.Χ. – 7ος αι. μ.Χ.). Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι τοπικές παραγωγές διαφόρων τύπων και από διαφορετικές περιόδους.
Παραδείγματα των τοπικών κεραμικών προϊόντων αλλά και των άλλων, αντιπροσωπευτικών δειγμάτων της κεραμικής που απαντά στο πλάτωμα της Σικυώνας αποτελούν τον κορμό της κεραμικής συλλογής αναφοράς που καταρτίστηκε από τους Scott Gallimore, Sarah James, Alice Ognier και Χρύσα Βαρελά. Για κάθε όστρακο υπάρχει η απαραίτητη περιγραφή και τεκμηρίωση (βιβλιογραφική, φωτογραφική και σχεδιαστική), έτσι ώστε να αποτελέσει χρήσιμο οδηγό για όποιον ενδιαφέρεται για την κεραμική της Σικυώνας.
Από τα 710 νομίσματα που βρέθηκαν από την αρχή των ανασκαφών μας (το 2013), η νομισματολόγος μας Ειρήνη Μαραθάκη έχει μέχρι σήμερα εξετάσει τα 629, εκ των οποίων αναγνώρισε τα 581 (τα 48 είναι τόσο δυσδιάκριτα που δεν μπόρεσαν να ταυτιστούν με ασφάλεια). Τα 303 εξ' αυτών, δηλαδή περισσότερα από τα μισά, χρονολογούνται στους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους (4ος – 7ος αι.), και από αυτά ένας μεγάλος αριθμός είναι του 4ου αι. μ.Χ. και σχετίζεται με την εμπορική δραστηριότητα που αναγνωρίσαμε γύρω από τις εργαστηριακές εγκαταστάσεις στα ΝΑ της αγοράς. Η μέση-ύστερη ελληνιστική περίοδος (2ος – πρώιμος 1ος αι. π.Χ.) εκπροσωπείται με 142 νομίσματα, πολλά εκ των οποίων προέρχονται από τη Δυτική Στοά της αγοράς και τις εμπορικές δραστηριότητες που λάμβαναν χώρα εκεί. Με ελάχιστες εξαιρέσεις πρόκειται για Σικυώνια χάλκινα νομίσματα. Οι Σικυώνιες κοπές υπερισχύουν συντριπτικά και μεταξύ των 60 νομισμάτων των ύστερων κλασικών και πρώιμων ελληνιστικών χρόνων (ύστερος 4ος – 3ος αι. π.Χ.) που βρήκαμε σε βαθύτερους ορίζοντες. Ανάμεσά τους υπάρχουν και λίγα Μακεδονικά νομίσματα (Κασσάνδρου και Αντιγόνου Γονατά), καθώς και κοπές γειτονικών πόλεων, κυρίως της Κορίνθου και ελάχιστα από την Πελλήνη, τον Φλιούντα και το Άργος. Σαράντα-τρία νομίσματα χρονολογούνται στη μέση ρωμαϊκή περίοδο (2ος – 3ος αι. μ.Χ.), κυρίως στον 2ο αι., και πολλά εξ’ αυτών βρέθηκαν στην περιοχή των κεραμικών εργαστηρίων στα ΝΑ της αγοράς. Η πρώιμη ρωμαϊκή περίοδος (ύστερος 1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.), τόσο σημαντική σε άλλες πόλεις (όπως στη γειτονική Κόρινθο), εκπροσωπείται μόνο με 20 νομίσματα, μόλις 3,4% του συνόλου των αναγνωρισμένων νομισμάτων. Την ίδια εικόνα μας μεταφέρει και η μελέτη της κεραμικής. Φαίνεται ότι κατά την περίοδο των Ιουλιο-Κλαυδίων και των Φλαβίων, που ήταν και η περίοδος αναγέννησης της Κορίνθου, η δραστηριότητα στο αστικό κέντρο της Σικυώνας ήταν πολύ περιορισμένη.
Η ανάλυση του αρχαιοβοτανικού υλικού, από την Εύη Μαργαρίτη, περιλαμβάνει μικροσκοπική εξέταση δειγμάτων που ανακτήθηκαν είτε με το κοσκίνισμα των χωμάτων είτε με την μέθοδο της επίπλευσης, και προέρχονται από διάφορα στρώματα, κυρίως από περιβάλλοντα χρήσης και καταστροφής αλλά και από στρώματα επιχώσεων.
Η εξέταση του ζωοαρχαιολογικού υλικού, από την Ευτυχία Γιαννούλη, ανέδειξε ενδιαφέρουσες διαφορές ως προς την υφή, το χρώμα και τη συνοχή των οστών. Π.χ. τα εύθραυστα οστά που βρέθηκαν στην περιοχή των εργαστηρίων και στην τομή της ΝΑ Στοάς είναι, κατά κανόνα, πολύ εξαρθρωμένα και μαρτυρούν προχωρημένο στάδιο αποσύνθεσης. Συνάδουν με την εικόνα που αποκομίσαμε εξετάζοντας τη στρωματογραφία και το κεραμικό υλικό αυτής της περιοχής, ότι δηλαδή έχουμε να κάνουμε με αλλεπάλληλες τεχνητές επιχώσεις κατά τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Αντίθετα, το ζωοαρχαιολογικό υλικό που ανακτήθηκε από το πηγάδι της Δυτικής Στοάς της αγοράς, ένα ως επί το πλείστον ομοιογενές σύνολο ως προς τα χαρακτηριστικά διατήρησής του, βρέθηκε ανακατεμμένο με μεγάλες ποσότητες στάχτης και λίπους, συχνά στερεοποιημένες στην επιφάνεια των οστών. Εδώ έχουμε να κάνουμε με δευτερογενή απόρριψη καταλοίπων γευμάτων που πιθανόν να λάμβαναν χώρα σε καταστήματα της Δυτικής Στοάς, κάτι που η εξέταση του κεραμικού υλικού φαίνεται να ενισχύει.