»
Έρευνα Αρχαίας Σικυώνας

Συγκρότημα κεραμικών εργαστηρίων

Ανασκαφική περίοδος 2017


Ορθοφωτογραφία του πρώτου σκάμματος με τους αριθμούς των αρχιτεκτονικών δομών.

Στο πρώτο σκάμμα, επικεντρωθήκαμε στον βόρειο και τον νότιο τομέα επεκτείνοντας το σκάμμα κατά 3 μέτρα προς βορρά και ανοίγοντας νέα τομή 7 x 11 μ στη νοτιοανατολική του γωνία. Στη βόρεια πλευρά του σκάμματος, τα ανώτερα στρώματα (Contexts 618 και 620 πάχους περίπου 1,30 μ) περιείχαν μεγάλες ποσότητες κεραμιδιών και ανάμεικτης κεραμικής μαζί με οστά και άλλα διάσπαρτα υλικά που υποδεικνύουν ότι πρόκειται για επίχωση του πρώιμου 7ου αι. μ.Χ. Με την αφαίρεσή τους αποκαλύφθηκε η συνέχιση των παράλληλων Τοίχων 556 και 538 προς βορρά. Τα υποκείμενα στρώματα (Contexts 623, 625, 633), πάχους περίπου 0,50 μ, περιείχαν παρόμοιο ανάμεικτο υλικό που επίσης χρονολογείται στους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Το δάπεδο του δωματίου, που συμβατικά αποκαλούμε «βορειοδυτικό», έχει εν πολλοίς καταστραφεί (με πιθανή εξαίρεση τη ΒΔ γωνία του, που σώζει μικρή, κονιαμένη επιφάνεια) από λάκκο απόρριψης που ανοίχτηκε στους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους (Context 632). Επί του παρόντος δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το εάν έχουμε να κάνουμε με μία τεράστια επίχωση του 6ου-7ου αι. μ.Χ. ή για διαδοχικά μπαζώματα κατά τη διάρκεια αυτών των αιώνων. Η μελλοντική εξέταση των 11 νομισμάτων, εκ των οποίων ένα βρέθηκε στο επιφανειακό στρώμα (Context 618 – αρ. κατ. 13), τρία στο στρώμα 620 (αρ. κατ. 41, 42 και 44), τέσσερα στο στρώμα 623 (αρ. κατ. 28-31), ένα στο στρώμα 625 (αρ. κατ. 38) και ακόμα δύο στο στρώμα 633 (αρ. κατ. 53-54), ίσως αποσαφηνίσει την κατάσταση. Με την αφαίρεση του στρώματος 633 αποκαλύφθηκε ο Τοίχος 635, κατεύθυνσης Α-Δ, κτισμένος με αργούς λίθους. Ο τοίχος αυτός, πρόχειρα κατασκευασμένος, δεν συμπλέκεται ούτε με τον δυτικό (Τοίχος 556) ούτε με τον ανατολικό τοίχο (Τοίχος 538) του δωματίου, και είναι πιθανόν να κατασκευάστηκε για να συγκρατήσει την παχειά επίχωση των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων.


Το «βορειοδυτικό δωμάτιο» μετά το πέρας της ανασκαφής (από τα ΒΑ).


H βόρεια πλευρά του σκάμματος μετά το πέρας της ανασκαφής (από τα ανατολικά).


Οι υπόλοιποι τοίχοι που ορίζουν τον χώρο είναι επιμελέστερα κατασκευασμένοι. Ο ανατολικός τοίχος του δωματίου (Τοίχος 538) παρουσιάζει τον ίδιο τρόπο δόμησης με τον νότιο τοίχο (Τοίχος 539) με τον οποίο συμπλέκεται και άρα οι δύο ανήκουν στην ίδια οικοδομική φάση. Η επιφάνεια και των δύο τοίχων καλύπτεται από κιτρινόφαιο κονίαμα που διακρίνεται επίσης στη θεμελίωσή τους αναμεμειγμένο με θραύσματα κεραμίδων. Αντίθετα, ο δυτικός τοίχος του δωματίου (Τοίχος 556) διαφέρει ως προς τη δόμησή του, με λίθινους ορθοστάτες να βαίνουν σε τοιχοβάτη αποτελούμενο ως επί το πλείστον από λιθοπλίνθους σε δεύτερη χρήση, και απλώς εφάπτεται με τον Τοίχο 539, που σημαίνει ότι δεν είναι σύγχρονός του. Στο γέμισμα της ρηχής τάφρου θεμελίωσης, πλάτους 0,14-0,28 μ, που αναγνωρίσαμε στην εσωτερική πλευρά του τοίχου (Context 636), βρέθηκε αρκετή διαγνωστική κεραμική που χρονολογείται στο τρίτο τέταρτο του 1ου αι. μ.Χ., και που αποτελεί το terminus post quem για την κατασκευή του τοίχου. Οι ορθοστάτες λείπουν στο βορειότερο αποκαλυμμένο άκρο του τοίχου όπου και αναγνωρίστηκε τάφρος παραβίασης με λίγη διαγνωστική κεραμική που χρονολογείται έως τον 4ο αι. μ.Χ. (Context 626).

Η ανασκαφή ανατολικά του Τοίχου 538 και της κατασκευής 580 που είχαμε αποκαλύψει το 2015 έφερε στο φως αλλεπάλληλα στρώματα και αρχιτεκτονικές δομές. Στη βόρεια πλευρά της τομής η αφαίρεση των ανώτερων στρωμάτων (Contexts 618-619), πάχους περίπου 1,25 μ, γεμάτων με ανάμεικτο υλικό που χρονολογείται έως τον 7ο αι. μ.Χ., αποκάλυψε τον Τοίχο 621 και τη βόρεια συνέχιση του Τοίχου 593. Ο Τοίχος 621, κατεύθυνσης Α-Δ, είναι κτισμένος με ορθογώνιες λιθοπλίνθους μέσου πλάτους 0,44 μ, και είναι σύγχρονος με τους Τοίχους 538 προς δυσμάς και 539 προς νότο. Μαζί με τον Τοίχο 648, που αποκαλύψαμε χαμηλότερα, ορίζουν ορθογώνιο δωμάτιο, που συμβατικά αποκαλούμε «βόρειο», εσωτερικών διαστάσεων 4,4 (Α-Δ) x 3,8 μ (Β-Ν).

Τα υποκείμενα στρώματα κατά μήκος της βόρειας πλευράς της τομής (Contexts 622, 624, 627 και 634), συνολικού πάχους 0,60-0,70 μ, επίσης περιείχαν ανάμεικτη κεραμική και άλλο υλικό που οφείλεται σε επίχωση ή διαδοχικές επιχώσεις του 6ου-7ου αι. μ.Χ. Στα στρώματα αυτά βρήκαμε και έξι νομίσματα, τέσσερα στο στρώμα 622 (αρ. κατ. 21-22 και 26-27) και δύο στο στρώμα 624 (αρ. κατ. 35-36), που δεν έχουν ακόμα συντηρηθεί και ταυτιστεί. Οι συγκεκριμένες επιχώσεις είναι αντίστοιχες με αυτές που ανασκάψαμε πέρσι στο νότιο τμήμα της τομής (Contexts 595, 605 και 612).

Η ανασκαφή του 2016 αμέσως βόρεια του Τοίχου 539 και ανατολικά του Τοίχου 538, δηλαδή στη νοτιοδυτική γωνία του βόρειου δωματίου, είχε αποκαλύψει στρώματα πλούσια σε κεραμική (Contexts 608, 614 και κυρίως 617), που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων αμφορείς του ύστερου 4ου αι. μ.Χ. Η συνέχιση της ανασκαφής στο βόρειο δωμάτιο αποκάλυψε ολόκληρο το στρώμα της καταστροφής (Context 631), πάχους περίπου 0,45 μ, μέχρι το δάπεδο του δωματίου με τη χαρακτηριστική υπόλευκη, πακτωμένη επιφάνειά του στο επίπεδο των 158,97 μ. Μέσα στην επίχωση βρέθηκαν 55 νομίσματα (αρ. κατ. 48-52, 56-91, 109-119, 122-124), μεγάλες ποσότητες κεραμικής συνολικού βάρους σχεδόν 100 kg, τμήματα γυάλινων αγγείων και διάφορα μεταλλικά αντικείμενα. Σε συνδυασμό με αυτά που βρέθηκαν στο ίδιο στρώμα πέρσι (Context 617) συμπληρώνονται σχεδόν πλήρως 11 αμφορείς, ένας πίθος, τρία Αφρικανικά ερυθροβαφή πινάκια (AfRS τύποι 50Β, 52 και 59Α), μια χύτρα, πολλά πώματα αμφορέων, τουλάχιστον δύο χωνιά, διάφορες πρόχοι και επιτραπέζιοι αμφορείς. Από τους αμφορείς, ένας ανήκει στον τύπο Late Roman Amphora 4, δύο στον Late Roman Amphora 2, δύο στον Agora M334, δύο στο Medio-Roman Cretese type 2 και τέσσερις στον Agora M325. Οι αμφορείς αυτοί σε συνδυασμό με τους συγκεκριμένους τύπους των ερυθροβαφών πινακίων υποδεικνύουν μια χρονολόγηση του στρώματος στον ύστερο 4ο αι., ίσως πριν το 390 μ.Χ. Η χρονολόγηση αυτή θα τεκμηριωθεί ακριβέστερα με την εξέταση των δεκάδων νομισμάτων που βρέθηκαν σε αυτό το στρώμα και δεν έχουν ακόμα συντηρηθεί. Ο μεγάλος αριθμός των νομισμάτων και των αμφορέων που βρέθηκαν στο στρώμα καταστροφής του βόρειου δωματίου υποδεικνύει την εμπορική χρήση του χώρου.


Τμήματα αμφορέων στο στρώμα 631 του «βόρειου δωματίου».


Αμφορείς από το στρώμα 631 μετά τη συντήρησή τους.


Ίχνη του ανατολικού τοίχου του δωματίου (Τοίχος 648), ο οποίος συνέχιζε βόρεια, πέραν των ορίων του σκάμματος, βρέθηκαν σε βαθύτερα στρώματα, περίπου 0,20 μ χαμηλότερα από το επίπεδο του δαπέδου. Αποκαλύφθηκαν λίθοι του θεμέλιου δόμου του, πλάτους 0,40-0,50 μ, στο βόρειο και το νότιο τμήμα του τοίχου αλλά όχι στο μέσο του, όπου πρέπει να ήταν η είσοδος στο δωμάτιο. Τα υπερκείμενα στρώματα (Contexts 639, 645 και 669) χρονολογούνται στους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους, ίσως στον 5ο αι., οπότε και θα καταστράφηκε ο τοίχος. Ασφαλέστερη χρονολόγηση θα αποκομίσουμε από την ταύτιση των πέντε νομισμάτων που βρέθηκαν εδώ (αρ. κατ. 93, 98, 100, 139-140). Ο Τοίχος 648 εκτείνεται βόρεια πέραν των ορίων του σκάμματος ενώ προς νότο πρέπει ασφαλώς να συνδέεται με τον Τοίχο 1118 με τον οποίο βρίσκεται στην ίδια ευθεία.


Η περιοχή του κλιβάνου στη βόρεια πλευρά του σκάμματος μετά το πέρας της ανασκαφής (από τα ανατολικά).

Η ανασκαφή νότια του Τοίχου 539, επικεντρώθηκε στον χώρο ανατολικά της κτιστής ορθογώνιας «δεξαμενής» Context 580, το εσωτερικό της οποίας σκάψαμε το 2015, και απέφερε στοιχεία για τη χρήση και τη χρονολόγηση αυτής της κατασκευής. Συγκεκριμένα μπροστά (ανατολικά) από τα τοξωτά ανοίγματα της κατασκευής βρέθηκε μικρός κτιστός θάλαμος, διαστάσεων περίπου 0,74 x 0,90 μ, που έφραζε προς ανατολάς με αργολιθοδομή. Ο θάλαμος αυτός φέρει κονίαμα εσωτερικά και φαίνεται να ήταν καμαροσκεπής με ύψος περίπου 0,83 μ., που αντιστοιχεί στο ύψος του τοξωτού ανοίγματος. Στο εσωτερικό του (Contexts 673-675, 677, 679-680) βρήκαμε σαφή ίχνη καύσης μαζί με λίγη κεραμική που χρονολογείται στους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους (μέχρι τον 7ο αι. μ.Χ.). Αυτό, σε συνδυασμό με τις χρονολογικές ενδείξεις που αποκομίσαμε το 2016 από την ανασκαφή του χώρου νότια της κατασκευής (Context 597) μας κάνει να πιστεύουμε ότι η εγκατάσταση αυτή ανάγεται στο α’ μισό του 7ου αι. μ.Χ. Για την κατασκευή της χρησιμοποιήθηκαν λίθινα μέλη πρωϊμότερων κτιρίων, διαφόρων μεγεθών, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά στη δόμηση της δυτικής της πλευράς. Η χρήση της δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί, όμως σίγουρα ενέπλεκε φωτιά με τον θάλαμο καύσης στα ανατολικά και τον θερμό αέρα να περνά στην ορθογώνια κατασκευή μέσω τοξωτών ανοιγμάτων. Τα στρώματα ανατολικά αυτού του κλιβάνου (Contexts 641, 655) χαρακτηρίζονταν από σκούρα καστανέρυθρα χώματα με ίχνη καύσης και ανάμεικτη κεραμική που χρονολογείται έως τον πρώιμο 7ο αι. μ.Χ.

Η συνέχιση της ανασκαφής στην περιοχή ανατολικά του Τοίχου 648 που αρχίσαμε να ανασκάπτουμε το 2016 (Contexts 595, 605, 612) δεν φανέρωσε ίχνη δαπέδου αλλά αλλεπάλληλα και παράλληλα στρώματα επιχώσεων (Contexts 639-640, 645-647, 650, 654, 657-658, 667, 676) της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου. Τα νομίσματα που βρέθηκαν στα στρώματα αυτά, δύο στα στρώματα 640 (αρ. κατ. 103-104) και 658 (αρ. κατ. 130-131), και από ένα στα στρώματα 645 (αρ. κατ. 98), 647 (αρ. κατ. 120), 650 (αρ. κατ. 125), 657 (αρ. κατ. 129) και 676 (αρ. κατ. 144), ίσως παράσχουν ακριβέστερη χρονολόγηση. Από το στρώμα 640 προέρχεται λίθινη ενεπίγραφη βάση αναθήματος, διαστάσεων 1.05 x 0.85 x 0.39 μ, που σώζει τμήμα επιγραφής χαραγμένης σε προεξέχουσα ταινία ύψους 10 εκ και σωζόμενου μήκους 0,80 μ: [---] ΛΟΥΔΑΜΑ [---]. Ύψος γραμμάτων: 7-8 εκ. Με βάση τη μορφή των γραμμάτων η επιγραφή χρονολογείται στους ρωμαϊκούς χρόνους.


Η βορειοανατολική πλευρά του πρώτου σκάμματος μετά το πέρας της ανασκαφής (από τα βορειοανατολικά).


Η ενεπίγραφη λίθινη βάση όπως βρέθηκε μέσα στο στρώμα της υστερορρωμαϊκής επίχωσης.


Με την αφαίρεση αυτών των επιχώσεων, πάχους περίπου 0,60 μ, αποκαλύφθηκαν αποσπασματικά τμήματα τοιχίων, δύο στη βόρεια πλευρά της τομής (Τοίχοι 649 και 678) με κατεύθυνση Α-Δ και ένα κοντά στη ΝΑ γωνία με κατεύθυνση Β-Ν (Τοίχος 668). Ο βορειότερος τοίχος (Τοίχος 649) είναι προφανώς κτισμένος με spolia από τα οποία ξεχωρίζει σπόνδυλος δωρικού κίονα, διαμέτρου 0,52 μ. Ο παράλληλος τοίχος του προς νότο (Τοίχος 678), πλάτους 0,65 μ, είναι πρόχειρα κατασκευασμένος με πέτρες και κεραμίδια. Τα παράλληλα στρώματα 663 και 670 στη νότια πλευρά της τομής, ακριβώς βόρεια του Τοίχου 1127, με κεραμική που χρονολογείται στον ύστερο 4ο-πρώιμο 5ο αι. μ.Χ. παρέχουν και ένα terminus post quem για την κατασκευή του Τοίχου 1127, που εδράζεται ακριβώς πάνω σε αυτό το στρώμα. Η ανάγνωση των τριών νομισμάτων που βρέθηκαν μέσα στο στρώμα 663 (αρ. κατ. 134-136) θα τεκμηριώσει καλύτερα τη χρονολόγηση.

Η ανασκαφή σε βάθος περίπου 0,65 μ εντός της κτιστής κυκλικής λεκάνης (Context 652) που εντοπίσαμε το 2015 στη γωνία που σχηματίζουν οι Τοίχοι 1127 και 1118 απέδωσε πολλά θραύσματα κονιάματος από την εσωτερική επένδυσή της αλλά ελάχιστα διαγνωστικά όστρακα. Στο κατώτερο ανασκαμμένο στρώμα (Context 662) βρήκαμε δύο λαβές από τις χαρακτηριστικές πρόχους με κυκλικό στόμιο της πρώιμης ρωμαϊκής περιόδου, που οπωσδήποτε δεν αποτελούν ασφαλή χρονολογική ένδειξη για την κατασκευή. Αντίθετα σε ανώτερα επίπεδα (Context 644) η κεραμική ήταν κυρίως υστερορρωμαϊκής εποχής. Επίσης δεν γνωρίζουμε τη χρήση αυτής της κατασκευής, εσωτερικής διαμέτρου περίπου 0,60 μ, που φαίνεται να ήταν πακτωμένη στο έδαφος με εξωτερικό κέλυφος από κεραμίδια και εσωτερική επένδυση με παχύ στρώμα κονιάματος. Η ανασκαφή γύρω από τη λεκάνη συνάντησε στρώματα με ελάχιστα τέχνεργα (Contexts 646 και 664) αλλά με σαφή ίχνη στάχτης. Η εξέταση των καταλοίπων της επίπλευσης από το χώμα που συλλέξαμε από το εσωτερικό της λεκάνης και από το στρώμα 664 στα βόρειά της ίσως μας βοηθήσει με την αναγνώριση της χρήσης της.

Το στρώμα 665, κάτω από το στρώμα 664, περιείχε λίγα διαγνωστικά όστρακα που χρονολογούνται έως το α’ μισό του 2ου αι. μ.Χ. και ορίζεται σαφώς προς δυσμάς από τη νοητή, βόρεια προέκταση του Τοίχου 1118. Είναι σαφές ότι το στρώμα σχηματίστηκε πριν αφαιρεθούν οι λίθοι του τοίχου, σε αντίθεση με το υπερκείμενο στρώμα (Context 664) και τα αλλεπάλληλα στρώματα δυτικά της λεκάνης (Contexts 638, 653, 666 και 671), που αντιστοιχούν σε τεχνητή επίχωση ή επιχώσεις του 6ου-7ου αι. μ.Χ., και εναποτέθηκαν μετά την αφαίρεση των λίθων του Τοίχου 1118. Αυτό με τη σειρά του υποδεικνύει ότι η κτιστή λεκάνη (Context 652) κατασκευάστηκε μετά την παραβίαση του Τοίχου 1118.

Οι τελευταίες μέρες ανασκαφής σε αυτόν τον τομέα αναλώθηκαν στην αφαίρεση τμήματος μεγάλου στρώματος που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της τομής (Context 672), πάχους περίπου 0,65 μ. Πρόκειται σαφώς για μπάζωμα των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων (η υστερότερη κεραμική χρονολογείται στο α’ μισό του 7ου αι. μ.Χ.) που ορίζεται δυτικά, βόρεια και ανατολικά από τους Τοίχους 648, 678 και 668, και φαίνεται να εκτείνεται προς νότο έως τον Τοίχο 1127, καλύπτοντας μια επιφάνεια περίπου 20 μ2. Υπολογίζουμε ότι σκάψαμε λίγο περισσότερο από το ήμισυ του μπαζώματος, όπου καταμετρήσαμε πάνω από 3500 όστρακα συνολικού βάρους 120 kg, και άλλο υλικό που είχε απορριφθεί εδώ μεταξύ του οποίου πολλά θραύσματα από γυάλινα αγγεία, κεραμίδια, πηλοσωλήνες, αγνύθες, διάφορα μεταλλικά αντικείμενα, οστά κ.α. Από το στρώμα αυτό προέρχονται και τέσσερα νομίσματα (αρ. κατ. 141-143, 145) που δεν έχουν ακόμα συντηρηθεί, καθώς και ενσφράγιστη κέραμος (MF2017-68) με το όνομα Αλέξανδρος, παρόμοια με αυτή που είχαμε βρει το 2015 επίσης στη βόρεια πλευρά του σκάμματος.

Στη νότια πλευρά του σκάμματος συνεχίσαμε την ανασκαφή των δύο κεραμικών κλιβάνων (Contexts 1624 και 1640) που είχαμε ξεκινήσει πέρσι και αποκαλύψαμε τρεις ακόμα (Contexts 1680, 5056, 5057), έτσι ώστε το σύνολο των κεραμικών κλιβάνων μαζί με αυτόν που σκάψαμε το 2015 να ανέρχεται πλέον σε έξι. Οι κλίβανοι αυτοί εντάσσονται μέσα σε τέσσερις ορθογώνιους κτιστούς περιβόλους, που συμβατικά αριθμήσαμε από τα δυτικά στα ανατολικά ως περιβόλους 1, 2, 3 και 4.

Στον 2ο περίβολο, εσωτερικών διαστάσεων περίπου 4,2 x 4,6 μ, η αφαίρεση στρωμάτων πέριξ του κλιβάνου 1640 (Contexts 1633 και 1650), πάχους έως 0,45 μ, αποκάλυψε ίχνη υπόλευκης επιφάνειας που πρέπει να αντιστοιχεί στο δάπεδο του περιβόλου. Εντός αυτών των στρωμάτων συλλέξαμε περισσότερα από 3500 όστρακα, εκ των οποίων τα περισσότερα χρονολογούνται στην πρώιμη ρωμαϊκή περίοδο, καθώς και 13 νομίσματα (αρ. κατ. 1-5, 9, 17, 19-20, 25, 94-95, 101) που δεν έχουν ακόμα συντηρηθεί. Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η εύρεση μάζας αγγείων παραμορφωμένων κατά την όπτηση κοντά στη νοτιοδυτική γωνία του περιβόλου εντός της οποίας ξεχωρίζουν τα λεπτότοιχα κύπελλα – χαρακτηριστικά προϊόντα των κεραμικών μας κλιβάνων. Με την αφαίρεση αυτών των στρωμάτων αποκαλύφθηκαν αφενός η νότια είσοδος στον περίβολο, πλάτους 0,75 μ, με το κατώφλι στο επίπεδο των 159,37 μ, και αφετέρου τα ίχνη ενός άλλου, μικρότερου κλιβάνου, ακριβώς νότια του κλιβάνου 1640 (Context 1680), ιδίου προσανατολισμού. Ο μικρότερος κλίβανος πρέπει να είναι ο αρχαιότερος, δεδομένου ότι στη θέση του τοποθετήθηκε λίθος που σώζεται in-situ και ανήκει πιθανότατα στη δομή του κλιβάνου 1640.


Ο 2ος περίβολος μετά το πέρας της ανασκαφής (από τα νότια).


Η άμορφη μάζα των παραμορφωμένων αγγείων πριν τον καθαρισμό της.


Οι δύο κλίβανοι του 2ου περιβόλου μετά το πέρας της ανασκαφής (από τα ΝΔ).


Και οι δύο κλίβανοι ήταν απιόσχημοι με δυτικό-βορειοδυτικό προσανατολισμό. Ο μεγαλύτερος κλίβανος 1640 κατασκευάστηκε στην εσωτερική γωνία των Τοίχων 1526 και 1609 προφανώς για στατικούς λόγους. Το σωζόμενο τμήμα του κλιβάνου 1640, που περιλαμβάνει το κάτω μέρος του θαλάμου καύσης και το στόμιο τροφοδοσίας του, είναι σκαμμένο στο χώμα και επενδυμένο εσωτερικά με παχύ κονίαμα. Δεν διακρίνεται τοιχοποιία σε αυτό το επίπεδο, όμως οπωσδήποτε το επάνω μέρος του κλιβάνου θα ήταν κτιστό. Ο θάλαμος καύσης έχει διάμετρο 1,5 μ, μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,80 μ και είχε στο κέντρο κυλινδρικό πεσσό του οποίου σώζεται μόνο το αποτύπωμα της βάσης. Το στόμιο του κλιβάνου έχει μήκος περίπου 0,8 μ και πλάτος 0,44 μ.

Η ανασκαφή εντός των ορίων του κλιβάνου 1640 αποκάλυψε ένα ομοιογενές στρώμα (Context 1642) και χαμηλότερα στρώμα με κομμάτια από πλίθρες (Context 1647), που μάλλον προέρχονται από την αποσύνθεση της ανωδομής του κλιβάνου. Η κεραμική που περισυλλέχθηκε από τα στρώματα αυτά (1170 όστρακα) χρονολογείται στον ύστερο 1ο και α’ μισό του 2ου αι. μ.Χ., και περιλαμβάνει ως επί το πλείστον αγγεία που ψήνονταν εδώ. Με την αφαίρεση αυτών των στρωμάτων αποκαλύφθηκε το δάπεδο του κλιβάνου αποτελούμενο από παχύ στρώμα κονιάματος.

Κατά μήκος του βόρειου τοίχου του περιβόλου (Τοίχος 1526) η αφαίρεση του στρώματος 1643 έφερε στο φως την κατώτερη σειρά λίθων του τοίχου και μας επέτρεψε να αποσαφηνίσουμε τη σχέση μεταξύ του κλιβάνου 1640, του αναλημματικού τοίχου 1526 και της διόδου που διέρχεται βόρεια του περιβόλου. Διαπιστώθηκε αφενός ότι η επιφάνεια της διόδου (Context 1551) είναι μεταγενέστερη του Τοίχου 1526 αλλά και του κλιβάνου 1640, αφετέρου ότι ο Τοίχος 1526 είναι προγενέστερος του κλιβάνου.


To στρώμα 1647 εντός των ορίων του κλιβάνου του 2ου περιβόλου (από τα ανατολικά).


Η ανασκαφή του ανάγλυφου πίθου (στρώμα 1653) στη ΒΔ γωνία του 2ου περιβόλου (από τα νότια).


Στη βορειοδυτική γωνία του περιβόλου, τα στρώματα 1641, 1647 και 1653 κάλυπταν ανάγλυφο πίθο, τμήμα του οποίου σώζεται κατά χώρα. Το σκουρόχρωμο στρώμα 1653 περιείχε κυρίως κεραμική του 1ου αι. π.Χ., ένα νόμισμα (αρ. κατ. 108), που δεν έχει ακόμα συντηρηθεί, και πολλά μικρά κομμάτια κάρβουνου και υπολείμματα καμένων ξύλων. Προς ανατολάς ο χώρος του πίθου ορίζεται από τοιχίο κατεύθυνσης Β-Ν, κάθετο στον Τοίχο 1526, ενώ προς νότο ο πίθος εφάπτεται με λίθο που πιθανώς σώζεται κατά χώρα, κάθετα στον Τοίχο 1561. Φαίνεται, κατά συνέπεια, ότι ο πίθος ήταν τοποθετημένος μέσα σε ορθογώνιο πλαίσιο διαστάσεων περίπου 0,76 x 0,94 μ., προφανώς για λόγους προστασίας. Στην κάθετη όψη των δύο κατώτερων λίθων που ορίζουν τη βόρεια πλευρά του χώρου, διακρίνονται δύο ορθογώνιες οπές, ίσως για την εισροή νερού. Ο πίθος, κατά συνέπεια, μπορεί να είναι μέρος υδραυλικής εγκατάστασης της ύστερης ελληνιστικής περιόδου, την οποία αργότερα κάλυψε ο κλίβανος 1640.

Ακριβώς νότια του πίθου αλλά σε ψηλότερο επίπεδο αναγνωρίσαμε το περίγραμμα ρηχού κυκλικού λάκκου (Context 1667). Η κεραμική που βρέθηκε στο γέμισμα του λάκκου (Context 1666) χρονολογείται κυρίως στο α' μισό του 2ου αι. μ.Χ.

Στον 3ο περίβολο, εσωτερικών διαστάσεων περίπου 4,6 x 4,6 μ, οι εργασίες ξεκίνησαν με την ανασκαφή του χώρου ανατολικά του Τοίχου 1626/1627 (Context 1634) και συνεχίστηκαν με την αφαίρεση του στρώματος 1636, που κάλυπτε τον χώρο πέριξ του κλιβάνου, έτσι ώστε να αποκαλυφθεί το περίγραμμα ολόκληρου του κλιβάνου. Τα στρώματα αυτά, όπως και το επιφανειακό στρώμα που είχαμε αφαιρέσει πέρσι (Context 1614), είχαν ανάμεικτη κεραμική με τα υστερότερα παραδείγματα να χρονολογούνται στον 7ο αι. μ.Χ. Το υποκείμενο στρώμα 1636, πάχους περίπου 0,35 μ, είχε κυρίως κεραμική των πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα 484 όστρακα λεπτής κεραμικής που συλλέχθηκαν από αυτό το στρώμα, τα 244 ανήκουν σε λεπτότοιχα κύπελλα.


Ο 3ος περίβολος μετά το πέρας της ανασκαφής (από τα βόρεια).


Ο κλίβανος του 3ου περιβόλου μετά το πέρας της ανασκαφής (από τα ανατολικά).


Ο κλίβανος 1624 είναι ο μεγαλύτερος από τους έξι κλιβάνους που εντοπίσαμε κατά μήκος της νότιας πλευράς του σκάμματος με τον κυκλικό θάλαμο καύσης του να εγγράφεται σχεδόν στον τετράγωνο περίβολο. Η νότια πλευρά του εφάπτεται με τον νότιο τοίχο του περιβόλου, αλλά οι υπόλοιπες έχουν μια μικρή απόσταση (0,4-0,6 μ). Για τον λόγο αυτό η μεν βόρεια πλευρά ενισχύθηκε εξωτερικά με λίθινη αντηρίδα τριών δόμων, διαστάσεων περίπου 0,44 x 0,40 μ, η δε δυτική από κτιστό τοιχίο πλάτους 0,46 μ που συνέδεε το τοιχίο του κλιβάνου με τον δυτικό τοίχο του περιβόλου. Στην ανατολική πλευρά, οι λιθόπλινθοι του τοίχου του περιβόλου (Τοίχος 1626-1627) δρουν και ως αντηρίδες του στομίου του κλιβάνου.

Ο κλίβανος σώζει τον ημιυπόγειο θάλαμο καύσης του σε μέγιστο ύψος 1,10 μ, με τοιχία πάχους 0,65 μ κατασκευασμένα με στρώσεις κεράμων, λίγους αργούς λίθους, λάσπη και κονίαμα. Η εξωτερική διάμετρος του θαλάμου είναι 3,80 μ και η εσωτερική 2,80 μ. Στο κέντρο έχει κυλινδρικό πεσσό διαμέτρου 0,50 μ και σωζόμενου ύψους 0,90 μ, που στήριζε τον θάλαμο όπτησης. Το στόμιο τροφοδοσίας του στην ανατολική πλευρά έχει μήκος 1,8 μ και πλάτος περίπου 0,80 μ. Το δάπεδο του θαλάμου καύσης και του στομίου τροφοδοσίας του, ο κεντρικός πεσσός και το κατώτερο μέρος των τοίχων (μέχρι το ύψος των περίπου 15 εκ.) φέρουν παχύ στρώμα κονιάματος. Δεν είναι σαφές εάν το κονίαμα αρχικά κάλυπτε ολόκληρη την εσωτερική επιφάνεια των τοίχων ή εάν περιοριζόταν στο κάτω τους μέρος. Το δάπεδο του κλιβάνου, και ιδίως του στομίου τροφοδοσίας του, σώζει σαφή ίχνη καύσης. Επιπλέον, ο τοίχος του θαλάμου καύσης φέρει στο επάνω σωζόμενο μέρος του εγκοπή σχήματος U, ύψους 0,30 μ και μέγιστου πλάτους 0,50 μ. Πιθανόν να υπήρχε και δεύτερη σε απόσταση περίπου 1,30 μ αλλά το συγκεκριμένο τμήμα του τοίχου δεν σώζεται καλά. Δεν μας είναι ακόμα σαφές εάν το άνοιγμα ή τα ανοίγματα αυτά είχαν γίνει εξαρχής και εξυπηρετούσαν τη λειτουργία του κλιβάνου, όπως είναι και το πιθανότερο, ή εάν πρόκειται για μεταγενέστερες επεμβάσεις.

Η ανασκαφή εντός του κλιβάνου (Context 1639), κάτω από τα επιφανειακά στρώματα που είχαμε αφαιρέσει πέρσι, αποκάλυψε μια στρώση από θραύσματα κεραμίδων (Context 1644) που προήλθε προφανώς από την κατάρρευση των τοίχων του κλιβάνου. Η κεραμική που βρέθηκε σε αυτό το στρώμα χρονολογείται στο α’ μισό του 2ου αι. μ.Χ. με τα λεπτότοιχα κύπελλα να υπερέχουν σαφώς σε αριθμό. Τα υποκείμενα στρώματα (Contexts 1648 και 1654) περιείχαν πολλά κομμάτια από ωμές πλίνθους, θραύσματα κεράμων και πηλοσωλήνων, τμήματα ερυθροβαφούς κονιάματος, καθώς και πήλινες ράβδους, επίσης από τη δομή του κλιβάνου. Από την κεραμική, που χρονολογείται στη συντριπτική της πλειονότητα στο α’ μισό του 2ου αι. μ.Χ., ξεχωρίζουν τα λεπτότοιχα κύπελλα με σχεδόν 270 όστρακα, εκ των οποίων τα 16 είναι απορρίμματα της όπτησης, οι πρόχοι με κυκλικό στόμιο, καθώς και λίγα παραδείγματα αμφορέων τύπου Dressel 24 και 25.

Το αμέσως κατώτερο στρώμα (Context 1661) χαρακτηρίζεται από τον μεγάλο αριθμό των πηλοσωλήνων (192 παραδείγματα), όπως αυτά που είχαμε βρει και στον μικρό κλίβανο 1577 το 2015. Από τα 500 περίπου όστρακα που βρέθηκαν σε αυτό το στρώμα ξεχωρίζουν ακόμα μία φορά τα λεπτότοιχα αγγεία με 204 παραδείγματα, οι πρόχοι με το κυκλικό στόμιο (19 παραδείγματα) και 3 κακοψημένα όστρακα από αμφορείς τύπου Dressel 24. Το σχήμα των λεπτότοιχων κυπέλλων μας επιτρέπει να χρονολογήσουμε ακόμα στενότερα τη διάρκεια λειτουργίας του κλιβάνου στο β’ τέταρτο του 2ου αι. μ.Χ. Τα τελευταία στρώματα, ακριβώς πάνω από το δάπεδο του κλιβάνου (Contexts 1670, 1671, 1675 και 1677), περιείχαν πολύ λιγότερα όστρακα και σαφή ίχνη καύσης, όπως κάρβουνα, στάχτες και αλλοιωμένα από τη φωτιά κομμάτια πλίνθων μαζί με τμήματα κονιαμάτων από το δάπεδο του θαλάμου καύσης.


Το στρώμα 1661 στο εσωτερικό του κλιβάνου του 3ου περιβόλου πριν την αφαίρεσή του.


Η λεκάνη (αρ. 1645) στη ΒΑ γωνία του 3ου περιβόλου μετά το πέρας της ανασκαφής της.


Στη ΒΑ γωνία του περιβόλου αποκαλύφθηκε λεκάνη (Context 1645), ελλειψοειδούς κάτοψης, σκαμμένη στο χώμα και επενδυμένη με στρωτήρες κεράμους λακωνικού τύπου. To εσωτερικό της λεκάνης, διαστάσεων περίπου 1,35 x 0,90 μ και βάθους 0,6 μ, καλύπτονταν από στρώμα με μικρές πέτρες, βότσαλα και θραύσματα κεραμιδιών (Context 1646) μαζί με λίγη κεραμική του α’ μισού του 2ου αι. μ.Χ. Η χρήση αυτής της εγκατάστασης δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί, αλλά δεδομένου ότι είναι σύγχρονη με τον παρακείμενο κλίβανο, υποθέτουμε ότι εξυπηρετούσε τη διαδικασία όπτησης των αγγείων.

Μετά την εγκατάλειψη του κλιβάνου το στόμιό του έφραξε με τοιχίο από πέτρες, κεραμίδια και κονίαμα, και ο χώρος μπαζώθηκε. Πότε συνέβη αυτό δεν είναι ακόμα σαφές, εάν δηλαδή αντιπροσωπεύει διαδοχικά επεισόδια της μέσης και ύστερης ρωμαϊκής περιόδου ή εάν έγινε κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου. Επιπλέον, φαίνεται ότι ο δυτικός τοίχος (Τοίχος 1630/1628) του 4ου περιβόλου, που κτίστηκε σχεδόν παράλληλα με τον ανατολικό τοίχο (Τοίχος 1626/1627) του 3ου περιβόλου και σε απόσταση μόλις 0,6 – 0,9 μ από αυτόν, αρχικά επέτρεπε την πρόσβαση προς δυσμάς μέσω ανοίγματος πλάτους 0,7 μ που αργότερα έκλεισε με αργούς λίθους. Η χρονολόγηση του Τοίχου 1630/1628, δομημένου ως επί το πλείστον με spolia σχετίζεται με τη χρονολόγηση του 4ου περιβόλου και των κλιβάνων του.


Ο 4ος περίβολος μετά το πέρας της ανασκαφής (από τα ΒΔ).


Ο 4ος περίβολος μετά το πέρας της ανασκαφής (από τα NA).


Η ανασκαφή του 4ου περιβόλου, εσωτερικών διαστάσεων περίπου 5 x 8 μ, ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε φέτος με τη διάνοιξη τομής διαστάσεων 7 x 11 μ. Η γεωφυσική διασκόπηση του 2006 στον χώρο αυτό είχε ανιχνεύσει ίχνη πιθανού κλιβάνου μεγάλων διαστάσεων, κάτι που επιβεβαιώθηκε από τη φετινή ανασκαφή. Το περίγραμμα του μεγάλου κλιβάνου και ένα διακριτό στρώμα κεραμικής (Context 5002) αποκαλύφθηκαν με την αφαίρεση των επιφανειακών στρωμάτων (Contexts 5000-5001), πάχους περίπου 0,45 μ. Το υποκείμενο στρώμα (Context 5013), που κάλυπτε τον χώρο εξωτερικά του κλιβάνου, είχε συγκριτικά λίγη κεραμική, κυρίως του β’ μισού του 6ου αι και του πρώιμου 7ου αι. μ.Χ. Χαμηλότερα, στα στρώματα που εντοπίστηκαν πέριξ του κλιβάνου (Contexts 5015-5016, 5018-5019, 5031, 5033, 5064) βρήκαμε κυρίως κεραμική που παράγονταν εδώ, ιδίως όστρακα από λεπτότοιχα κύπελλα του α’ μισού του 2ου αι. μ.Χ., καθώς και από τοπικούς αμφορείς του ύστερου 4ου αι. μ.Χ.


Οι δύο κλίβανοι του 4ου περιβόλου μετά το πέρας της ανασκαφής (από τα ΒΔ).

Το στρώμα που κάλυπτε τη ΒΔ πλευρά της τομής (Contexts 5002 και 5006) είχε μεγάλη ποσότητα κεραμικής (βάρους περίπου 75 kg) μαζί με πέτρες και θραύσματα κεραμίδων. Η σημασία του ως επί το πλείστον ομοιογενούς αυτού στρώματος, πάχους σχεδόν 0,30 μ, έγκειται στο ότι αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη χρονολογική φάση του οικισμού, που είναι το α’ μισό του 7ου μ.Χ. Από κεραμικής πλευράς, ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα σχήματα των πρόχων με κυκλικό στόμιο και αμυγδαλόσχημο χείλος, και των χυτρών που συνιστούν την πλειονότητα των οστράκων που βρέθηκαν στο στρώμα αυτό και μορφολογικά αντιπροσωπεύουν έναν μεταβατικό τύπο μεταξύ δύο τύπων του περίπου 600 και 650 κ.ε. μ.Χ. αντίστοιχα. H χρονολόγηση του στρώματος εντός του α’ μισού του 7ου αι. ενισχύεται και από την παρουσία αγγείων εισηγμένης κεραμικής, όπως τριών ερυθροβαφών πινακίων από την Φώκαια (Phocaean Red-Slip τύπος 10A), ένα εκ των οποίων βρέθηκε σχεδόν ακέραιο. Επιπλέον, είναι πιθανό η ταύτιση του ενός νομίσματος (αρ. κατ. 46) που βρέθηκε εδώ να προσδιορίσει περισσότερο το χρονολογικό φάσμα. Ένα δεύτερο νόμισμα βρέθηκε στο υποκείμενο στρώμα (Context 5017, αρ. κατ. 92) που είχε παρόμοια κεραμική και όπου διακρίναμε ίχνη της επιφάνειας εκείνης της περιόδου. Με την αφαίρεση αυτών των στρωμάτων άρχισε να αποκαλύπτεται και το περίγραμμα ενός δεύτερου, μικρότερου κλιβάνου (Κλίβανος 5057), όμορου προς δυσμάς με τον κλίβανο 5056. Δεδομένου ότι στα στρώματα πέριξ του μικρού κλιβάνου βρέθηκαν και λίγα αποτυχημένα στην όπτηση όστρακα από χύτρες και πρόχους, είναι πιθανό τα τοπικά αγγεία να ψήνονταν στον ένα ή και στους δύο όμορους κλιβάνους (κλίβανοι 5056 και 5057) εκείνη την περίοδο.


H ανατολική πλευρά του 4ου περιβόλου (από τα ΒΑ).

Οι κλίβανοι είναι απιόσχημοι με βόρειο προσανατολισμό. Ο μεγαλύτερος των δύο (κλίβανος 5056) είναι πιο στιβαρός και επιμελέστερα κατασκευασμένος με ακανόνιστες πέτρες, θραύσματα κεράμων και πολλά spolia. Τα spolia, κυρίως λιθόπλινθοι αλλά και τουλάχιστον ένας σπόνδυλος κίονα και δύο δωρικά κιονόκρανα διαφορετικών διαστάσεων, χαρακτηρίζουν τα τοιχία που ορίζουν την εξωτερική ανατολική, νότια και δυτική πλευρά του κλιβάνου. Αποκαλύφθηκαν επίσης τοιχία από αργούς λίθους, θραύσματα κεραμίδων και spolia (Contexts 5059 και 5022) κάθετα κτισμένα στη δυτική και την ανατολική πλευρά του περιβόλου του κλιβάνου, τα οποία εκτείνονται πέραν των ορίων της τομής. Η εσωτερική πλευρά του κλιβάνου είναι κατασκευασμένη με στρώσεις κεράμων και λάσπη ως συνδετικό υλικό, και ήταν επενδυμένη με παχύ κονίαμα, το ίδιο που καλύπτει και το δάπεδο του κλιβάνου όπως και τον κεντρικό, κυλινδρικό πεσσό αποτελούμενο από στρώσεις κυκλικών πλίνθων. Ο κυκλικός θάλαμος καύσης, εσωτερικής διαμέτρου 2,40 μ, σώζεται σε μέγιστο ύψος 0,90 μ, ενώ ο κεντρικός πεσσός διαμέτρου 0,36 μ. σε ύψος 0,41 μ. Το στόμιο του κλιβάνου έχει μήκος 1,90 μ, ενώ το πλάτος του είναι 0,91 μ στην εσωτερική και 0,61 μ στην εξωτερική του απόληξη.

Εντός του κλιβάνου 5056, το ανώτερο στρώμα (Context 5020) χαρακτηριζόταν από τον μεγάλο αριθμό θραυσμάτων κεραμίδων, προφανώς από την κατάρρευση της ανωδομής του. Τα χαμηλότερα στρώματα, πάχους περίπου 0,80 μ μέχρι τον πυθμένα του κλιβάνου (Contexts 5027, 5030, 5034) συνιστούν ένα λίγο ως πολύ ομοιογενές σύνολο αποτελούμενο από πολλά θραύσματα αμφορέων μαζί με στελέχη πηλοσωλήνων, τμήματα πήλινων ράβδων, και κομμάτια ασβεστοποιημένου υλικού. Τουλάχιστον 7 αμφορείς συγκολλώνται σχεδόν πλήρως και ανήκουν κυρίως σε δύο τοπικούς τύπους που μοιάζουν με αντίστοιχους τύπους που παράγονταν σε άλλα κέντρα του ελλαδικού χώρου κατά το β’ μισό του 4ου έως τις αρχές του 5ου αι. μ.Χ. Ο πρώτος τύπος αμφορέων είναι ο γνωστός από την Αγορά των Αθηνών Agora Μ325 που μορφολογικά προσιδιάζει με τον Κρητικό τύπο Cretan ΜRC2 που βρήκαμε και στο στρώμα 631 της βόρειας πλευράς του σκάμματος (βλ. παραπάνω). Ο δεύτερος τύπος, με σφαιρικό σώμα, κυλινδρικό λαιμό, λαβές ελλειψοειδούς διατομής και έξω νεύον χείλος τριγωνικής διατομής (C2017-180), προσιδιάζει στον Δελφικό τύπο Amphores Delphes type 1, που παραγόταν στους Δελφούς κατά τη διάρκεια του β’ μισού του 4ου αι. μ.Χ. Στο στρώμα 5034, περίπου στο επίπεδο του πυθμένα του κλιβάνου, βρήκαμε και ένα νόμισμα (αρ. κατ. 127), που δεν έχει ακόμα συντηρηθεί.


Τμήμα αμφορέα (C2017-180) τύπου Amphores Delphes 1 από τον μεγάλο κλίβανο του 4ου περιβόλου πριν τον καθαρισμό του.

Αμέσως βόρεια του ανατολικού τοίχου του στομίου του κλιβάνου βρέθηκε σφαιροειδής λεκάνη (Context 5037) σκαμμένη στο χώμα και επενδυμένη με παχύ κονίαμα. Στρώμα κονιάματος κάλυπτε και το άνοιγμα αυτής της λεκάνης, διαμέτρου περίπου 0,40 μ. Το βάθος της είναι περίπου 0,48 μ και η διάμετρος του πυθμένα της 0,62 μ. To χώμα από το εσωτερικό της (Context 5029) περιείχε ένα νόμισμα (αρ. κατ. 97) και σχετικά λίγη κεραμική που χρονολογείται κυρίως στο β’ μισό του 4ου αι. μ.Χ., αν και υπάρχουν και κάποια πρωϊμότερα όστρακα. Η χρήση αυτής της λεκάνης δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί, αλλά όπως και η λεκάνη του 3ου περιβόλου, πρέπει να σχετίζεται με τη διαδικασία της όπτησης των αγγείων στον παρακείμενο κλίβανο.

Η δυτική πλευρά του στομίου του κλιβάνου 5056 χρησίμευσε και ως ανατολική πλευρά του κυκλικού θαλάμου καύσης του μικρότερου κλιβάνου (κλίβανος 5057) κατόπιν κατάλληλης καμπυλωτής διαμόρφωσης. Το υπόλοιπο τμήμα του θαλάμου καύσης έχει διατηρηθεί πολύ φτωχά. Το σωζόμενο τμήμα περιλαμβάνει δύο τμήματα κιόνων διαμέτρου 0,29 – 0,33 μ και ύψους περίπου 0,75 μ, τοποθετημένων σχεδόν όρθια, που προήλθαν από κτίριο με κίονες αράβδωτους στο κάτω μέρος τους. Η εσωτερική διάμετρος του κλιβάνου είναι 1,40 μ, ενώ σώζεται και τμήμα του κεντρικού, κυλινδρικού πεσσού, διαμέτρου 0,24-0,34 μ και ύψους 0,26 μ. Το στόμιο του κλιβάνου ορίζεται από δύο λίθους, μήκους 0,80 μ, τοποθετημένους με τη στενή τους πλευρά. Οι λίθοι συγκλίνουν προς τα έξω έτσι ώστε το πλάτος του στομίου στενεύει από τα 0,63 μ στα 0,46 μ.

Από το εσωτερικό του κλιβάνου 5057 προήλθε μεγάλη ποσότητα κεραμικής, βάρους μεγαλύτερου των 60 kg, εκ των οποίων τα περισσότερα αγγεία είναι αμφορείς τοπικής παραγωγής, παρόμοιοι με αυτούς που βρέθηκαν στον μεγαλύτερο κλίβανο 5056. Στο ίδιο στρώμα (Context 5042), πάχους περίπου 0,34 μ, βρέθηκαν πηλόμαζες, πολλά θραύσματα κονιαμάτων προφανώς από τα τοιχία του κλιβάνου, πολλά τμήματα πηλοσωλήνων και ένα νόμισμα (αρ. κατ. 137). Με βάση την κεραμική και παρά το σχετικά μικρό του μέγεθος φαίνεται ότι και αυτός ο κλίβανος χρησίμευσε για την όπτηση αμφορέων κατά το δεύτερο μισό του 4ου έως τις αρχές του 5ου αι. μ.Χ.


Η ενεπίγραφη πλίνθος (MF2017-103) όπως βρέθηκε κατά τη διάρκεια της ανασκαφής.

Η συνέχιση της ανασκαφής στη βόρεια περιοχή της τομής έφερε στο φως στρώματα ως επί το πλείστον διαταραγμένα στους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους (Contexts 5039, 5040, 5044, 5047, 5048, 5052, 5053, 5062) αλλά με έντονη παρουσία αφενός τοπικών τύπων αμφορέων του ύστερου 4ου αι. μ.Χ., αφετέρου των λεπτότοιχων κυπέλλων της πρώιμης ρωμαϊκής περιόδου. Τα στρώματα αυτά περιείχαν άφθονα κάρβουνα και με την αφαίρεσή τους αποκαλύφθηκε επιφάνεια με σαφή ίχνη καύσης, ιδιαίτερα μπροστά (βόρεια) από τα στόμια τροφοδοσίας των κλιβάνων. Στη ΒΔ γωνία του περιβόλου βρέθηκε το αποτύπωμα κυκλικής λεκάνης (Context 5065), διαμέτρου περίπου 1 μ, με ίχνη του τοίχου της αποτελούμενου από κεραμίδια τοποθετημένα όρθια. Τα λίγα διαγνωστικά όστρακα που βρήκαμε στο εσωτερικό της (Context 5063) ανήκουν σε λεπτότοιχα κύπελλα, ενώ συλλέξαμε και χώμα για επίπλευση. Από το χώρο αυτό (Context 5062) προέρχεται και ενσφράγιστη πλίνθος με το εθνικό «Σικυωνίων» (MF2017-103, προφανώς από δημόσιο κτίριο των ρωμαϊκών χρόνων.

Λίθοι και δη ορθοστάτες του βόρειου τοίχου του περιβόλου (Τοίχος 1526) φαίνεται ότι αφαιρέθηκαν κατά το β’ μισό του 6ου ή τον πρώιμο 7ο αι. μ.Χ. εάν κρίνουμε από την λίγη κεραμική των στρωμάτων που εναποτέθηκαν σε αυτά τα σημεία (Contexts 5012, 5026). Σε επαφή με τη νότια πλευρά του σωζόμενου τμήματος της ανωδομής του Τοίχου 1526 βρέθηκε υπόλειμμα κατασκευής (Context 5035), διαστάσεων 1,87 x 0,62 x 0,41 μ (Ύψος). Η κατασκευή αποτελείται από πέτρες, πλίνθους και κονίαμα αγνώστου χρήσης, και πατά πάνω σε σειρά σπονδύλων κιόνων τοποθετημένων πλάγια και σε παράλληλη διάταξη στον άξονα Α-Δ. Η σειρά αυτή των σπονδύλων εισχωρεί εντός της επιφανείας που αποκαλύψαμε στη βόρεια πλευρά του σκάμματος και δεν διερευνήθηκε ανασκαφικά περαιτέρω.


Η δίχωρη κατασκευή (αρ. 5061) μετά το πέρας της ανασκαφής (από τα βόρεια).

Τα στρώματα κατά μήκος της ανατολικής πλευράς της τομής (Contexts 5007, 5008, 5010, 5011, 5023, 5024, 5028, 5046, 5050, 5051, 5054), ανατολικά του Τοίχου 5009, χαρακτηρίζονταν από την ποσότητα των πεσμένων λίθων και την ανάμεικτη κεραμική, ελληνιστική, ρωμαϊκή και ύστερη ρωμαϊκή έως το α’ μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από τα λίθινα μέλη ξεχωρίζει ένας ευμεγέθης σπόνδυλος κίονα και τμήμα δωρικού επιστυλίου. Και σε αυτήν την πλευρά της τομής ο αριθμός των οστράκων τοπικής παραγωγής, ιδιαίτερα από λεπτότοιχα κύπελλα του α’ μισού του 2ου αι. μ.Χ., ήταν σημαντικός. Κάτω από αυτές τις επιχώσεις, βρέθηκε κοντά στη ΒΑ γωνία της τομής δίχωρη κατασκευή (Context 5061), εσωτερικών διαστάσεων 2,4 x 1,4 μ και μέγιστου σωζόμενου ύψους 1 μ. Ορίζεται από τον Τοίχο 1526 προς βορρά, τον Τοίχο 5009 προς δυσμάς, ένα τοιχίο (Context 5021) πλάτους 0,52 μ κατασκευασμένο με spolia και αργούς λίθους προς νότο, και ένα άλλο τοιχίο με spolia (Context 5060) που μόλις διακρίνεται στην ανατολική παρειά της τομής. Λεπτότερο τοιχίο (Context 5055), πλάτους 0,39 μ, επίσης κατασκευασμένο με ακανόνιστες πέτρες, spolia, θραύσματα κεραμίδων και κονίαμα, χωρίζει την κατασκευή 5061 σε δύο περίπου ισομεγέθεις χώρους. Κάθε χώρος έχει δάπεδο αποτελούμενο από λακωνικούς κεράμους στρωτήρες μέσα σε κονίαμα, ενώ στο νότιο τμήμα σώζεται και τεμάχιο του καλυπτήρα μεταξύ των δύο στρωτήρων. Τα ευρήματα από το εσωτερικό του κάθε χώρου δεν είναι ιδιαίτερα δηλωτικά ως προς τη χρήση αυτής της κατασκευής, και τα στρώματα (Contexts 5028 και 5050 για το βόρειο, 5024 και 5054 για το νότιο) ήταν και εδώ διαταραγμένα με ανάμεικτη κεραμική που χρονολογείται έως τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Αβέβαιη είναι και η λειτουργική σχέση αυτής της κατασκευής με τους κλιβάνους του 4ου περιβόλου.

Στη νότια πλευρά της τομής βρήκαμε μεγάλο αριθμό ριγμένων λίθων, μεταξύ των οποίων πολλά αρχιτεκτονικά μέλη, μαζί με αργούς λίθους και άλλο ετερογενές υλικό που υποδηλώνουν ότι πρόκειται για μπάζωμα της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου. Η κεραμική στα ανώτερα στρώματα (Contexts 5003-5005, 5018) ήταν ανάμεικτη, αλλά βαθύτερα (Contexts 5033, 5036, 5038, 5041, 5043, 5058) ήταν πιο ομοιογενής με κυρίως υστερορρωμαϊκό υλικό. Από το κατώτερο στρώμα που σκάψαμε (Context 5058) προέρχονται και δύο νομίσματα (αρ. κατ. 146-147), που δεν έχουν ακόμα συντηρηθεί. Με την αφαίρεση αυτών των στρωμάτων αποκαλύφθηκε το επάνω μέρος τοίχου, κατεύθυνσης Β-Ν, κτισμένου με λιθοπλίνθους. Ο τοίχος εκτείνεται προς βορρά κάτω από τον περίβολο των κλιβάνων και προς νότον πέραν των ορίων της τομής.

Συμπερασματικά, οι πέντε κλίβανοι που ανασκάψαμε στη νότια πλευρά του σκάμματος (του έκτου σώζεται μόνο το αποτύπωμα της βάσης) σώζονται μόνο στο επίπεδο του θαλάμου καύσης τους, όπως συμβαίνει συνήθως με τους κεραμικούς κλιβάνους. Μοιάζουν ως προς το σχήμα, αλλά διαφέρουν ως προς τη χρονολόγηση, την κατασκευή, τον προσανατολισμό και το μέγεθός τους. Τα παραδείγματά μας ανήκουν στον πλέον κοινό τύπο κεραμικών κλιβάνων που είναι ο κυκλικός με κεντρικό πεσσό. Τουλάχιστον τρεις από αυτούς (κλίβανοι 1577, 1640 και 1624) χρονολογούνται στο α’ μισό του 2ου αι. μ.Χ. Αρχαιότερος, αλλά δεν γνωρίζουμε κατά πόσο, είναι ο μικρός κλίβανος 1680 που βρέθηκε εντός του 2ου περιβόλου και εν μέρει καλύφθηκε από τον κλίβανο 1640. Από τους κλιβάνους αυτούς οι δύο (κλίβανοι 1577 και 1624) είναι κτιστοί με στρώσεις κεράμων, αργούς λίθους, λάσπη και κονίαμα, ενώ ο τρίτος (κλίβανος 1640) είναι απλά σκαμμένος στο χώμα και επενδυμένος με κονίαμα εσωτερικά. Ο κλίβανος 1577 είναι προσανατολισμός προς τα δυτικά, οι κλίβανοι 1640 και 1680 προς τα δυτικά-βορειοδυτικά, ενώ ο κλίβανος 1624 προς τα ανατολικά. Μεγαλύτερος όλων είναι ο κλίβανος 1624 με εσωτερική διάμετρο του θαλάμου καύσης του περίπου 2,80 μ, ακολουθεί ο κλίβανος 1640 με διάμετρο περίπου 1,5 μ, και ο κλίβανος 1577 με περίπου 1 μ διάμετρο, ενώ ο αρχαιότερος κλίβανος 1680 πρέπει να ήταν ακόμα μικρότερος. Όλοι αυτοί οι κλίβανοι φαίνεται να ειδικεύονταν στην όπτηση κυρίως επιτραπέζιων αγγείων, ιδιαίτερα λεπτότοιχων κυπέλλων και πρόχων, και σε μικρότερο βαθμό μαγειρικών σκευών, λύχνων και αμφορέων τύπου Dressel 24 και 25.

Δύο περίπου αιώνες αργότερα, περί τα μέσα του 4ου αι. μ.Χ., κατασκευάζονται οι δύο κλίβανοι του 4ου περιβόλου, αυτή τη φορά με βόρειο προσανατολισμό και χρησιμοποιώντας ευρύτατα αρχαιότερα οικοδομικά υλικά στη δόμησή τους. Διαφέρουν σαφώς ως προς το μέγεθός τους: o κλίβανος 5056 έχει εσωτερική διάμετρο 2,40 μ, ενώ ο κλίβανος 5057 1,40 μ. Δεδομένου ότι ο μικρότερος κλίβανος χρησιμοποιεί μέρος του τοίχου του μεγαλύτερου κλιβάνου, σίγουρα κτίστηκε αργότερα αλλά όχι κατά πολύ. Φαίνεται ότι ήταν σε λειτουργία ταυτόχρονα, κατά το δεύτερο μισό του 4ου αι./αρχές του 5ου μ.Χ., παράγοντας αμφορείς τοπικού τύπου. Για να κατασκευαστούν οι δύο αυτοί κλίβανοι φαίνεται να παραβιάστηκε ο αρχικός νότιος τοίχος του περιβόλου (Τοίχος 1629), που είναι συνέχεια του νότιου τοίχου των περιβόλων 2 και 3. Τι περιέκλειε ο αρχικός 4ος περίβολος δεν είναι σαφές, είναι αξιοσημείωτη όμως η μεγάλη ποσότητα πρώιμης ρωμαϊκής κεραμικής τοπικής παραγωγής που βρέθηκε σχεδόν σε όλα του τα ανασκαμμένα στρώματα.

Περί τα τέλη του 6ου και το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. ο μεγάλος κλίβανος του 4ου περιβόλου (κλίβανος 5056) επαναχρησιμοποιήθηκε αυτή τη φορά ως ασβεστοκάμινος. Αυτό εξηγεί τα άφθονα κατάλοιπα ασβεστοποιημένου υλικού που βρέθηκαν εντός του κλιβάνου, τα έντονα ασβεστιτικά υπολείμματα στις επιφάνειες των οστράκων, και ίσως τα πολλά αρχιτεκτονικά μέλη που είχαν απορριφθεί πέριξ του κλιβάνου και που πιθανώς προορίζονταν για ασβεστοποίηση.


Ο λίθινος αγωγός (αρ. 1686) μετά το πέρας της ανασκαφής (από τα ΝΔ).

Η τελευταία τομή που διανοίξαμε σε αυτήν την πλευρά του σκάμματος σχετίζεται με τον αναλημματικό τοίχο 1526 και τη δίοδο στα βόρειά του σε μια προσπάθεια να χρονολογήσουμε την κατασκευή, να επιβεβαιώσουμε τη χρήση του τοίχου αυτού, και να ανιχνεύσουμε αρχαιότερους, προ-ρωμαϊκούς ορίζοντες. Με την τομή αυτή, διαστάσεων περίπου 2,50 x 3,50 μ, βαθύναμε σε τομές που είχαμε ανοίξει το 2013 και 2014, βόρεια και νότια του Τοίχου 1526. Για να προχωρήσουμε σε βάθος χρειάστηκε να αφαιρέσουμε τμήμα του αγωγού 1528 σε μήκος 2,5 μ, καθώς και το υλικό της μεταγενέστερης προσθήκης στον Τοίχο 1526 (Context 1527), ως επί το πλείστον spolia πρόχειρα κτισμένα. Βόρεια του Τοίχου 1526 το τελευταίο στρώμα που σκάψαμε το 2013 (Context 1529) είχε συγκέντρωση αγγείων μάλλον από πρωτογενή απόρριψη του α’ μισού του 2ου αι. μ.Χ. πάνω σε πακτωμένη επιφάνεια από χώμα, βότσαλα, μικρές πέτρες και θραύσματα κεραμίδων (Context 1532). Η συνέχιση της ανασκαφής φέτος αποκάλυψε αλλεπάλληλα στρώματα της πρώιμης ρωμαϊκής περιόδου (Contexts 1655-1656, 1658-1660, 1662-1663, 1669, 1676, 1681) μέχρι το βάθος του μισού μέτρου περίπου. Από τα όστρακα ξεχωρίζουν σαφώς τα αγγεία που παράγονταν στους παρακείμενους κλιβάνους κατά το α’ μισό του 2ου αι. μ.Χ., ιδιαίτερα τα χαρακτηριστικά λεπτότοιχα κύπελλα. Τέτοια όστρακα βρέθηκαν και εντός του τμήματος του αγωγού 1528 που αφαιρέσαμε (Context 1687) αλλά όχι στο υποκείμενο στρώμα (Context 1682), που εναποτέθηκε μεταξύ του ύστερου 1ου αι. π.Χ. και του πρώιμου 1ου αι. μ.Χ. Στο συγκεκριμένο στρώμα βρέθηκαν και δύο νομίσματα (αρ. κατ. 151-152), που δεν έχουν ακόμα συντηρηθεί. Τα ακόμα χαμηλότερα στρώματα, μέχρι το επίπεδο του λίθινου αγωγού (αγωγός 1686) που ανακαλύψαμε φέτος (159,48 μ), χρονολογούνται στον 1ο αι. π.Χ. (Contexts 1683-1685, 1691-1695, 1697). Ο λίθινος αγωγός, κατεύθυνσης Α-Δ, έχει πλάτος 0,74 μ και ρηχό, κοίλο ρείθρο διαστάσεων περίπου 25 εκ. (πλάτος) x 4 εκ. (βάθος). Είναι κατασκευασμένος με συναρμόζοντα στελέχη, εκ των οποίων το ένα που αποκαλύφθηκε πλήρως έχει μήκος 1,21 μ.


Η νότια πλευρά του Τοίχου 1526 μετά το πέρας της ανασκαφής (από τα νότια).

Νότια του Τοίχου 1526, το τελευταίο στρώμα που είχαμε σκάψει το 2014 (Context 1556) είχε κεραμική του ύστερου 1ου – α’ μισού του 2ου αι. μ.Χ., ενώ κάτω από αυτό είχαμε αναγνωρίσει ίχνη επιφάνειας (Context 1558). Τμήματα επιφανείας αναγνωρίσαμε φέτος και στο αμέσως κατώτερο στρώμα (Context 1672), όπου βρήκαμε και ένα νόμισμα (αρ. κατ. 132). Ένα δεύτερο νόμισμα (αρ. κατ. 133) βρέθηκε στο υποκείμενο στρώμα (Context 1673) μαζί με τη συνήθη κεραμική του α’ μισού του 2ου αι. μ.Χ., όπου και πάλι ξεχωρίζουν τα αγγεία τοπικής παραγωγής. Μάλιστα στο στρώμα 1673 βρήκαμε και ένα απόρριμμα αποτυχημένου λεπτότοιχου κυπέλλου σε πολλά, συνανήκοντα κομμάτια. Γενικά και τα τρία στρώματα που σκάψαμε φέτος νοτίως του Τοίχου 1526 μέχρι το βάθος των 0,70 μ περίπου (Contexts 1672-1674) είχαν σταθερά κεραμική του α’ μισού του 2ου αι. μ.Χ. Με την ανασκαφή αυτών των στρωμάτων αποκαλύφθηκαν αφενός οι ορθοστάτες του Τοίχου 1526 καθ' όλο το ύψος τους των 0,74 μ, αφετέρου η ευθυντηρία του τοίχου, αποτελούμενη από λίθους διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, που προεξέχουν σε σχέση με τους υπερκείμενους ορθοστάτες. Δεν αναγνωρίσαμε τάφρο θεμελίωσης του Τοίχου 1526, τουλάχιστον μέχρι το επίπεδο που φθάσαμε, και η κεραμική που συνελέγη είναι κυρίως της πρώιμης ρωμαϊκής περιόδου με λίγα πρωϊμότερα παραδείγματα. Με άλλα λόγια, νοτίως του Τοίχου 1526 δεν αναγνωρίσαμε ορίζοντες και επίπεδα που να χρονολογούνται σταθερά στους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους όπως στα βόρεια του τοίχου. Από την άλλη μεριά η δόμηση του ίδιου του τοίχου αυτού και η χρήση των πελεκίνων στους συνδέσμους των ορθοστατών του συνάδουν με μια χρονολόγηση στα ελληνιστικά χρόνια. Το βέβαιον είναι ότι στους πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους ο Τοίχος 1526 χρησίμευσε ως ανάλημμα της διόδου που διερχόταν κατά μήκος της βόρειας πλευράς του. Επίσης, η παρουσία του λίθινου αγωγού 1686 των ύστερων ελληνιστικών χρόνων που αποκαλύψαμε φέτος αποδεικνύει ότι ο χώρος βορείως του Τοίχου 1526 ήταν από τότε υπαίθριος.