Η έρευνα έλαβε χώρα κατά το πρώτο μισό του Σεπτεμβρίου με κύριους στόχους την ολοκλήρωση της γεωλογικής εξερεύνησης του πλατώματος που ξεκίνησε το 2004, τη μελέτη των διαδικασιών διάβρωσης, καθώς και της υδρολογίας (εντοπισμός πηγών και υπόγειων υδάτινων οριζόντων) του πλατώματος. Η έρευνα έλαβε υπόψη τα στοιχεία που προκύπτουν από την αρχαιολογική έρευνα επιφανείας και αφορούν στην κατοίκηση και τη γεωργική και βιοτεχνική δραστηριότητα στο χώρο. Μεγάλη σημασία έχει η αναγνώριση των κύριων γεωλογικών στρωματογραφικών ενοτήτων που προεξέχουν στις άκρες του πλατώματος, η κλίμακα και η τάση των χαρακτηριστικών παραμόρφωσης (ρήγματα κλπ) που μπορούν να επηρεάσουν την κατανομή του νερού και την ένταση της διάβρωσης σε διαφορετικές θέσεις.
Έγινε μια συστηματική προσπάθεια εντοπισμού όλων των πηγών νερού και συναφών αρχαίων κατασκευών που αποκαλύπτουν πολλά για την κατανομή των υδάτινων πόρων. Τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό με τα πορίσματα της αρχαιολογικής έρευνας μας βοηθούν να διερευνήσουμε τη σχέση των υδάτινων πόρων με τα υπολείμματα αρχαίων οικιστικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων. Μεγάλη σημασία έχει και η προφορική παράδοση της περιοχής μέσα από συζητήσεις με τους κατοίκους του Βασιλικού, προκειμένου να εκτιμηθούν οι συνέπειες της σεισμικής δραστηριότητας και της σύγχρονης καλλιέργειας, και να ερμηνευθούν ανάλογα τα δεδομένα πεδίου.
Φέτος ξεκίνησε η συστηματική και λεπτομερής μελέτη των παρυφών του πλατώματος, με σκοπό την αναγνώριση όλων των περιοχών αρχαίας λατόμευσης και της εξέλιξης της διάβρωσης σε διαφορετικές τοποθεσίες σε σχέση με τα αρχαία τείχη, τις πύλες και τις οδούς. Σε ορισμένες θέσεις η διάβρωση είναι θεαματική, με σημαντικές αλλοιώσεις του τοπίου κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Είναι σαφές ότι η κατανόηση των σημείων και του βαθμού διάβρωσης είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της γραμμής του τείχους της αρχαίας πόλης και του οδικού της δικτύου.
Λεπτομερής μελέτη των ανθρωπογενών αλλοιώσεων του τοπίου (κυρίως με λατόμηση) γύρω από τον ανασκαμμένο χώρο επέτρεψε μερική ανασύνθεση της παλαιοτοπογραφίας του χώρου. Η αναγνώριση των λίθων των αρχαίων κτισμάτων (που ολοκληρώθηκε το 2004) και η γεωλογική έρευνα του πλατώματος έδειξαν ότι τουλάχιστον ένα είδος λίθου δεν απαντάται στο πλάτωμα σε τέτοια αφθονία που να επιτρέπει την λατόμησή του για την κατασκευή μνημείων. Τούτο σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος λίθος μεταφέρθηκε στο Βασιλικό από αλλού, είτε από την ευρύτερη περιοχή της Σικυωνίας είτε εκτός αυτής. Η γεωλογική έρευνα στην ευρύτερη περιοχή θα μας επιτρέψει να εντοπίσουμε περισσότερα αρχαία λατομεία και ενδεχομένως την προέλευση όλων των λίθων που χρησιμοποιήθηκαν στα μνημεία της πόλης. Επίσης, θα μας δώσει πολύτιμες πληροφορίες για την κατανομή και φύση των κοιτασμάτων πηλού που ήταν διαθέσιμα στους Σικυώνιους κεραμείς.