»
Έρευνα Αρχαίας Σικυώνας

Η έρευνα του 2005

Αρχαιολογική έρευνα - Βόρειο πλάτωμα

Στο βόρειο πλάτωμα εξακολουθήσαμε την έρευνα της βόρειας γωνίας του που είχαμε αρχίσει το 2004. Το πρώτο αγροτεμάχιο (NP 1), που το 2004 είχε χαμηλή ορατότητα εξαιτίας της βλάστησης είχε πρόσφατα οργωθεί και ως εκ τούτου η ορατότητα του εδάφους ήταν η καλύτερη δυνατή. Αποφασίσαμε να ξανα-περπατήσουμε το αγροτεμάχιο, ακολουθώντας τα περσινά τετράγωνα, έτσι ώστε να συγκρίνουμε την ποσότητα της κεραμεικής που θα βρίσκαμε με αυτήν που βρήκαμε το 2004. Κατά μέσο όρο βρήκαμε δύο φορές περισσότερη κεραμεική και μία φορά περισσότερα κεραμίδια. Παρόμοιοι έλεγχοι στο μέλλον θα μας επιτρέψουν να υπολογίσουμε στατιστικά το κατά πόσο η ορατότητα και το είδος της βλάστησης/καλλιέργειας επηρεάζει την πυκνότητα της κεραμεικής που καταγράφουμε και να «διορθώσουμε» στους χάρτες πυκνότητας κεραμεικής τις περιοχές με χαμηλή ορατότητα. Εκτός από κεραμεική, η επανάληψη της έρευνας στο NP 1 απέδωσε περισσότερους αρχαίους λίθους και κομμάτια από μωσαϊκό δάπεδο, καθώς και ένα αρχαίο πηγάδι που δεν φαινόταν καθόλου το 2004.


Αριθμός οστράκων και κεραμιδιών που μετρήθηκαν το 2004 και 2005 στο βόρειο πλάτωμα.


Αριθμός αρχιτεκτονικών λειψάνων που καταγράφηκαν το 2004 και 2005 στο βόρειο πλάτωμα.


Στη συνέχεια ερευνήσαμε τα αγροτεμάχια που εφάπτονται με το φρύδι του βόρειου πλατώματος και το τείχος της αρχαίας πόλης (NP 27-28), και στα οποία διαπιστώσαμε πολύ χαμηλή πυκνότητα κεραμεικής (της τάξης των 100-150 οστράκων ανά τετράγωνο) και την ύπαρξη πολλών ορθογώνιων λιθοπλίνθων από το τείχος της πόλης. Η χαμηλή πυκνότητα κεραμεικής οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μεταξύ του κατοικημένου χώρου και του τείχους υπήρχε μια ζώνη, ίσως περιφερειακή οδός, ελεύθερη από οικίες ή άλλα κτίσματα. Στα υπόλοιπα τετράγωνα της βόρειας γωνίας του πλατώματος που ερευνήσαμε η συνήθης πυκνότητα ήταν της τάξης των 400-700 οστράκων ανά τετράγωνο (δηλ. 1-1.75 όστρακα ανά μ2) με εξάρσεις των 1000-1200 οστράκων (2.5-3 όστρακα/μ2) ανά σχετικά πυκνά διαστήματα. Έτσι, συμπληρώνεται η εικόνα, που είχε αρχίσει να σχηματίζεται το 2004, οικιών κτισμένων κοντά αλλά όχι εφαπτόμενων η μία με την άλλη.

Η κατάσταση φαίνεται να είναι διαφορετική στα αγροτεμάχια που ερευνήσαμε πιο κοντά στο σημερινό χωριό (NP 36-37), όπου η πυκνότητα της κεραμεικής σχεδόν σε όλα τα τετράγωνα είναι της τάξης των 2000 οστράκων (δηλ. 4 όστρακα/μ2), κάτι που συνηγορεί στην εικόνα μιας πυκνοδομημένης συνοικίας της πόλης. Ανάμεσα στα άφθονα ελληνιστικά και ρωμαϊκά όστρακα που συλλέξαμε από εδώ διακρίναμε και κάποια βυζαντινά και ύστερο-βυζαντινά, που σπανίζουν στις υπόλοιπες περιοχές που έχουμε έως τώρα ερευνήσει. Δεδομένου ότι τα αγροτεμάχια NP 36-37 βρίσκονται στις παρυφές του σημερινού χωριού, η παρουσία τέτοιων οστράκων αποτελεί ένδειξη της έκτασης του οικισμού σε αυτές τις περιόδους, σαφώς μικρότερης απ' ό,τι στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια.

Στα αγροτεμάχια που ερευνήθηκαν στο βόρειο πλάτωμα βρέθηκαν πολλοί αρχαίοι λίθοι, κομμάτια από επίχρισμα τοίχου, λίγα λυχνάρια, αγνύθες, τριπτήρες, σκωρίες σιδήρου, καθώς και 7 αρχαία πηγάδια. Το βάθος των τελευταίων κυμαίνεται μεταξύ 10 και 17 μέτρων, και η διάμετρος των στομίων τους μεταξύ 0.7-0.8 μ.


Προστομιαίο φρέατος στο τετράγωνο NP 38.1.


θραύσμα από σπόνδυλο Δωρικού κίονα στο τετράγωνο NP 35.1.


Στο NP 38.1 σώζεται σε εξαιρετική κατάσταση κυλινδρικό τμήμα προστομιαίου φρέατος με συμφυή τετράγωνη βάση και εγκοπή στο χείλος του για τη στερέωση του ξύλινου βαρούλκου (μαγγάνου).

Κοντά στο χείλος του πλατώματος (NP 35) βρήκαμε και θραύσμα σπονδύλου κίονα, μάλλον Δωρικού, διαμέτρου 0.65 μ. Δυστυχώς, το θραύσμα βρέθηκε σε λιθοσωρό, προφανώς παρασυρμένο από εκσκαφέα.