Η θέση και οι διαστάσεις του τέταρτου σκάμματος (24 x 15 μ) καθορίστηκαν έτσι ώστε να συμπεριλάβουν τη γωνία του μεγάλου περιστυλίου και τμήμα της οδού που διερχόταν στα βόρειά του, αμφότερα αναγνωρισμένα με βάση τη γεωφυσική διασκόπηση. Η περιοχή του σκάμματος έχει απαλή κατωφέρεια από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Για πρακτικούς λόγους την χωρίσαμε σε τρεις ισομεγέθεις τομές, καθεμία διαστάσεων 8 x 15 μ. Στο νότιο μισό του σκάμματος η αφαίρεση του επιφανειακού στρώματος (Context 3000), αποτέλεσμα αλλεπάλληλων φυσικών αποθέσεων χώματος από τη διάβρωση της πλαγιάς στους νεώτερους χρόνους, αποκάλυψε τους τοίχους 3001-3002 και 3003-3006, που σχηματίζουν ορθές γωνίες και ανήκουν στο συγκρότημα που είχαμε ανιχνεύσει με τη γεωφυσική διασκόπηση. Οι τοίχοι 3001-3002, πάχους 1,2 μ, είναι κτισμένοι εσωτερικά με οpus caementicium (αργοί λίθοι, θραύσματα κεραμίδων και κονίαμα) και φέρουν εξωτερική επένδυση από ημιλαξευμένους μικρούς λίθους και κονίαμα. Οι τοίχοι 3003-3006 είναι παρόμοιας κατασκευής, αλλά έχουν μικρότερο πάχος (0,9 – 1,1 μ) και η εξωτερική τους επένδυση φαίνεται να είναι λιγότερο προσεγμένη. Στη νοτιοδυτική γωνία του σκάμματος η αφαίρεση του επιφανειακού στρώματος αποκάλυψε μια υπόλευκη και σχετικά σκληρή επιφάνεια (Context 3005), που αποφασίσαμε να διατηρήσουμε τουλάχιστον μέχρι να επεκτείνουμε το σκάμμα προς τα νότια και τα δυτικά στην επόμενη ανασκαφική περίοδο. Η ανασκαφή μεταξύ των τοίχων 3001-3002 και 3003-3006, δηλαδή στο εσωτερικό του υποθετικού στωικού κτιρίου, αποκάλυψε τρεις παράλληλους πήλινους αγωγούς (Context 3012) κοντά στην εσωτερική πλευρά του τοίχου 3006. Τα σωζόμενα τμήματα, που κατευθύνονται από δυτικά – βορειοδυτικά προς ανατολάς, έχουν συνολικό μήκος περίπου 4 μ και αποτελούνται από πήλινα, κυλινδρικά στελέχη, μήκους 0,57 μ και διαμέτρου 12-14 εκ. Κατά μήκος της νότιας πλευράς των αγωγών σώζονται τρείς λίθοι τοποθετημένοι σε σειρά, που ίσως ανήκουν σε τοιχίο προστασίας και υποστήριξης των αγωγών σε αυτό το επίπεδο. Ο προορισμός των αγωγών παραμένει άγνωστος, αλλά προς τα ΔΒΔ ένας τουλάχιστον περνά κάτω από τον τοίχο 3006 και συνεχίζει κάτω από την ημικυκλική εξέδρα, όπως φαίνεται από το τμήμα που εντοπίστηκε στην εσωτερική γωνία της (Context 3028).
Διατηρήσαμε το στρώμα των αγωγών και συνεχίσαμε χαμηλότερα στον υπόλοιπο χώρο που ορίζουν εξωτερικά οι τοίχοι 3003-3006 και εσωτερικά οι τοίχοι 3001-3002. Από το παχύ στρώμα 2013 ανακτήσαμε σχετικά λίγη κεραμική, που χρονολογείται ως επί το πλείστον στους υστερορρωμαϊκούς χρόνους, με λίγα όστρακα των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Χαμηλότερα, η ανασκαφή των στρωμάτων 3026 και 3027 αποκάλυψε την επίπεδη ανώτερη επιφάνεια ορθογώνιου λίθου, διαστάσεων 1 x 0,75 μ., τοποθετημένου μεταξύ του τοίχου 3006 και του τοίχου 3002. Στη νότια πλευρά του εφάπτεται μικρότερος λίθος. Οι λίθοι δεν έχουν αποκαλυφθεί καθ’ όλο το πάχος τους, και κατά συνέπεια είναι ακόμα ασαφές σε τι χρησίμευαν. Ίσως να πρόκειται για βάση εσωτερικής κιονοστοιχίας ή για υπόλειμμα πλακόστρωσης, αλλά μόνο η συνέχιση της ανασκαφής μπορεί να αποσαφηνίσει τον ρόλο τους. Ανατολικότερα, αποκαλύφθηκε τμήμα πήλινης σωλήνωσης (Context 3032), συνολικού μήκους 2,3 μ, που διακόπτεται από ένα μικρό στρώμα λογάδην λίθων και κεράμων. Ο αγωγός έχει κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ και αποτελείται από πηλοσωλήνες διαφορετικού μήκους αλλά σταθερής διατομής 12,5 εκ. Ο αγωγός αυτός έχει παρόμοια διάμετρο με αυτή των αγωγών που εντοπίσαμε πλησίον του τοίχου 3006, αλλά σίγουρα δεν σχετίζεται με αυτούς καθώς βρίσκεται 32 εκ. χαμηλότερα.
Το αν η «εξωτερική» γωνία (Τοίχοι 3003-3006) και η «εσωτερική» γωνία (Τοίχοι 3001-3002) που βρέθηκαν στο νότιο μισό του σκάμματος είναι μέρος του ίδιου κτιρίου δεν έχει ακόμα επιβεβαιωθεί, αλλά είναι πιθανό βάσει της τοιχοδομίας και της χωροτακτικής τους σχέσης. Πότε κτίστηκαν αυτοί οι τοίχοι είναι επίσης ασαφές και μόνο η ανασκαφή βαθύτερων στρωμάτων μπορεί να το διαλευκάνει. Το κατώτερο επίπεδο του επιχρίσματος της βόρειας πλευράς του τοίχου 3002 και το επίπεδο της σωλήνωσης κοντά στον τοίχο 3006 είναι ενδεικτικά της στάθμης ενός δαπέδου από πατημένο χώμα που όμως δεν εντοπίστηκε. Το ενδεχόμενο να ήταν στο επίπεδο της επιφάνειας που εντοπίσαμε στη ΝΔ γωνία του σκάμματος, δηλαδή μόλις λίγα εκατοστά από τη σημερινή επιφάνεια, και κατά συνέπεια να καταστράφηκε από τη συνεχή καλλιέργεια του εδάφους παραμένει ανοικτό. Χαμηλότερα βρισκόταν άλλο, προγενέστερο δάπεδο που ίσως σχετίζεται με τον λίθο που εντοπίσαμε κατά χώρα μεταξύ των τοίχων 3006 και 3002, αν και δεν βρέθηκε στρώμα καταστροφής. Στην υστερότερη φάση ανήκει πιθανώς και η ημικυκλική εξέδρα (Context 3007), δεδομένου ότι οι απολήξεις της δεν δένουν με τον τοίχο 3006, και ότι η ανώτερη σωζόμενη επιφάνεια του τοίχου 3006 (περίπου 167,5 μ) δεν φέρει ίχνη κατωφλιού της εισόδου στην εξέδρα, που σημαίνει ότι η είσοδός της βρισκόταν κατά τι ψηλότερα. Αυτό είναι ακόμα μια ένδειξη ότι η επιφάνεια του πατημένου χώματος στην ΝΔ γωνία του σκάμματος (167,67 μ) ίσως να ήταν και η επιφάνεια του δαπέδου της τελευταίας φάσης αυτού του κτιρίου.
Η ημικυκλική εξέδρα που ανοίγεται στον τοίχο 3006 (Context 3007), μέγιστης ακτίνας 2,7 μ, είναι κτισμένη με λογάδην λίθους, θραύσματα κεραμίδων, και σώζει εξωτερική επένδυση από ακανόνιστους λίθους και κονίαμα (opus incertum). Το μέσο πάχος της (0,90 μ) και ο τρόπος κατασκευής της είναι παρόμοια με αυτά του τοίχου 3006, αλλά η επαφή των δύο υποδεικνύει ότι η εξέδρα είναι μεταγενέστερη προσθήκη. Τα στρώματα που σκάψαμε στο εσωτερικό της εξέδρας (Contexts 3008 και 3014) περιείχαν αρκετή κεραμική κυρίως των υστερορρωμαϊκών χρόνων αλλά και με κάποια προγενέστερα όστρακα. Με την ανασκαφή αυτών των στρωμάτων αποκαλύφθηκε ο πήλινος αγωγός (Context 3028) στη ΝΔ γωνία της εξέδρας και τμήμα πρωϊμότερου τοιχαρίου (Context 3022), πλάτους 0,45 μ, παράλληλου με τον τοίχο 3006. Στη δομή του τοιχαρίου, που είναι κατασκευασμένος πρόχειρα με λίθους διαφόρων διαστάσεων και χωρίς κονίαμα, διακρίνονται και αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση μεταξύ των οποίων μαρμάρινος αμφικιονίσκος τοποθετημένος οριζόντια. Είναι πιθανόν το ορατό μέρος του τοίχου να είναι μεταγενέστερη προσθήκη πάνω σε αρχαιότερα θεμέλια, που σώζονται χαμηλότερα. Σε κάθε περίπτωση, η κατασκευή αυτού του τοίχου είναι προγενέστερη της κατασκευής της εξέδρας. Το υλικό από την κατάρρευση του ανώτερου τμήματος της εξέδρας βρέθηκε σε παχύ στρώμα ακριβώς ανατολικά της (Context 3009) με κεραμικό υλικό που χρονολογείται μέχρι τον 7ο αι. μ.Χ. Μέσα στο στρώμα αυτό βρέθηκαν επίσης τμήμα κίονα και μία λιθόπλινθος που, όπως και άλλα δύο τμήματα κιόνων που βρέθηκαν στη βορειότερη τομή, είναι πιθανόν να προέρχονται από τον παρακείμενο τοίχο 3017.
Βόρεια της αψίδας το επιφανειακό στρώμα (Context 3010) ξεπερνούσε σε πάχος το 1 μ και περιείχε υλικό πολλών περιόδων, από την πρώιμη ελληνιστική μέχρι τη νεώτερη. Με την αφαίρεσή του αποκαλύφθηκε το περίγραμμα τριών τοιχίων (Contexts 3015-3017). Το βορειότερο (Context 3015), κατεύθυνσης Α-Δ, σώζεται σε μήκος 7,80 μ και αποτελείται από σειρά λιθοπλίνθων τοποθετημένων με τη στενή τους πλευρά στη βάση, προφανώς σε δεύτερη χρήση. Το σωζόμενο τμήμα δεν είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένο - κάποιοι λίθοι έχουν μετατοπιστεί ίσως από το βάρος του χώματος που συγκρατούσαν και άλλοι έχουν γείρει προς τον βορρά. Ακριβώς βόρεια του τοιχίου αυτού και 40 περίπου εκ. κάτω από την επιφάνεια του εδάφους αποκαλύφθηκε σκληρή επιφάνεια με ίχνη υπόλευκου κονιάματος, που ίσως ανήκει σε ύστερη φάση της οδού που αναζητάμε, αλλά χωρίς συνέχιση (και επέκταση) της ανασκαφής αυτό δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Εάν ισχύει, τότε ο τοίχος 3015 θα λειτουργούσε ως το νότιο ανάλημμα της οδού.
Παράλληλος προς τον τοίχο 3015 προς νότο είναι ο τοίχος 3016, μήκους 6,83 μ, που στο δυτικό άκρο του σχηματίζει ορθή γωνία με τον τοίχο 3017. Οι δύο αυτοί τοίχοι (3016 και 3017) είναι προφανώς σύγχρονοι και κατασκευασμένοι κυρίως με λίθινα μέλη προγενέστερων κτιρίων, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν τμήμα κίονα με αράβδωτο το κατώτερο μέρος του, μία τρίγλυφος-μετόπη μεγάλων διαστάσεων (μήκους 1,41 μ, πλάτους 0,46 μ και ύψους 0,92 μ), ένα δεύτερο, μικρότερο τμήμα τριγλύφου-μετόπης, ένα θραύσμα τριγλύφου, ένα τμήμα γείσου και ένα τμήμα επιστυλίου. Δεδομένου ότι η νότια απόληξη του τοίχου 3017 εφάπτεται στην αψίδα του συγκροτήματος (Context 3007), είναι πιθανό ο τοίχος 3017, μήκους 3,15 μ, να κτίστηκε για την αντιστήριξη της βόρειας πλευράς της αψίδας ή/και της νότιας πλευράς του τοίχου 3016. Είναι αξιοσημείωτο ότι μόνο το δυτικό ήμισυ της εξωτερικής όψης της εξέδρας σώζει κονίαμα με ζώνες εγχάρακτων διπλών γραμμών, που σχηματίζουν αμελές αβακωτό μοτίβο, και ότι το διαχωριστικό σημείο είναι ακριβώς εκεί όπου ο τοίχος 3017 εφάπτεται της εξέδρας. Με άλλα λόγια, το κονίαμα εφαρμόστηκε μετά την κατασκευή του τοίχου 3017 (και 3016).
Τα στρώματα που ανασκάψαμε (Contexts 3011, 3020, 3023) μεταξύ της γραμμής του τοίχου 3015 προς βορρά, της αψίδας (Context 3007) και των τοίχων 3017 και 3016 προς νότον, συνολικού πάχους 0,80 μ, απέδωσαν άφθονο κεραμικό υλικό κυρίως, αλλά όχι αμιγώς, υστερορρωμαϊκών χρόνων. Από στρώματα επίχωσης (Context 3024, 3030) μεταξύ του τοίχου 3016 προς βορρά, του τοίχου 3017 προς τα δυτικά και της γωνίας του κτιριακού συγκροτήματος προς νότο προήλθαν τα spolia που αναφέραμε παραπάνω (με αριθμό καταγραφής 3024.01, 02, 03, 04). Η χρονολόγηση της κατασκευής του τοίχου 3016-3017 δεν μπορεί ακόμα να προσδιοριστεί επακριβώς και η χρήση του παραμένει αινιγματική. Ίσως να λειτουργούσε μαζί με τον παράλληλο τοίχο 3015 (η απόσταση μεταξύ των δύο τοιχίων είναι περίπου 1,7 μ) ως σύστημα εγκιβωτισμού μικρού χειμάρρου προερχόμενου από το ανώτερο πλάτωμα, αλλά μόνο η επέκταση της ανασκαφής προς δυσμάς και ανατολάς μπορεί να ελέγξει μια τέτοια υπόθεση. Το βέβαιον είναι ότι η κατασκευή αυτών των τοιχίων (3015-3017) μαζί με την κονίαση μέρους της εξωτερικής όψης της αψίδας (Context 3007) αντιπροσωπεύουν την τελευταία οικοδομική φάση στη βόρεια πλευρά του σκάμματος. Οι κατασκευαστές τους άντλησαν τα υλικά δομής από προγενέστερα δημόσια κτίρια, ίσως από μια από τις στοές που προϋπήρχαν εδώ (απ’ όπου ασφαλώς προέρχεται ο κίονας με το αράβδωτο κάτω του μέρος), και ενδεχομένως από τον ανασκαμμένο ελληνιστικό ναό στα ανατολικά όπου μάλλον ανήκει το ευμέγεθες τμήμα τριγλύφου-μετόπης.