»
Έρευνα Αρχαίας Σικυώνας

Μικρός ναός δυτικά της αγοράς

Ανασκαφική περίοδος 2016


Ορθοφωτογραφία του τρίτου σκάμματος με τους αριθμούς των αρχιτεκτονικών δομών.

Στο τρίτο σκάμμα, που ανασκάπτουμε από το 2014, επικεντρωθήκαμε στην περαιτέρω διερεύνηση της θεμελίωσης του ναού, καθώς και του περιβάλλοντος χώρου του, και ιδίως της σχέσης του με το μεταγενέστερο συγκρότημα που τον περιέβαλλε. Στο πλαίσιο αυτό σκάψαμε βαθύτερα στρώματα εντός του ναού, φθάνοντας μέχρι τον φυσικό βράχο στον πρόναο και τον οπισθόδομο, ενώ εξωτερικά του ναού επεκτείναμε το σκάμμα κατά 2 μ προς βορρά. Δυτικά του ναού, η συνέχιση του καθαρισμού της βραχώδους επιφάνειας, που είναι κατωφερής προς τα βορειοανατολικά (Contexts 2561, 2565, 2566, 2569), απέφερε λιγοστά ευρήματα συμπεριλαμβανομένων και λίγων ελληνιστικών οστράκων από επιτραπέζια αγγεία, μεταξύ των οποίων και πρώιμους ελληνιστικούς κανθάρους. Περισσότερο αποδοτική ήταν η ανασκαφή στρώματος μικρής έκτασης στη βορειοδυτική γωνία της τομής (Context 2593), απ’ όπου συλλέξαμε 268 όστρακα, που χρονολογούνται έως τον ύστερο 2ο/πρώιμο 1ο αι. π.Χ., μαζί με αρκετά θραύσματα κεράμων, οστά ζώων και λίγα ίχνη καύσης. Και σε αυτό το σύνολο υπερτερεί η λεπτή κεραμική από αγγεία πόσης, με χαρακτηριστικότερους τους κανθάρους και τα εχινοειδή σκυφίδια. Το στρώμα αυτό σχετίζεται με τα στρώματα 2551 και 2552, που ανασκάψαμε πέρσι στην ίδια περιοχή αλλά σε ψηλότερο επίπεδο.


Η δυτική πλευρά του ναού μετά το πέρας της ανασκαφής από τα βόρεια.

Κατά μήκος της βόρειας πλευράς του ναού, η αφαίρεση του ανώτερου, επιφανειακού στρώματος (Context 2583), ως επί το πλείστον στείρου από ευρήματα, έγινε με τη βοήθεια μικρού, μηχανικού εκσκαφέα. Στα χαμηλότερα στρώματα, περισσότερα ευρήματα είχαμε στο δυτικό μισό, στο επίπεδο περίπου των 168,3 - 168,6 μ, και στη ζώνη εγγύτερα στον ναό. Έτσι, το στρώμα 2564 στη βορειοδυτική πλευρά είχε μεγαλύτερη συγκέντρωση οστράκων, κεραμιδιών και οστών από τα υπόλοιπα στρώματα. Η κεραμική του, που περιλαμβάνει και λεπτά επιτραπέζια και μαγειρικά σκεύη (αλλά ελάχιστα χρηστικά, όπως λεκάνες και αμφορείς), χρονολογείται μέχρι το α’ μισό του 1ου αι. μ.Χ., αν και η πλειονότητα της χρονολογήσιμης κεραμικής ανήκει στα ελληνιστικά χρόνια, ενώ περιλαμβάνει και λίγα πρωϊμότερα (υστεροκλασικά) όστρακα. Στα υποκείμενα στρώματα (Contexts 2570, 2577), τα ελληνιστικά επιτραπέζια σκεύη, μεταξύ των οποίων και λίγα όστρακα από ανάγλυφους σκύφους, εξακολουθούν να αντιπροσωπεύονται με ικανό αριθμό, όμως έχουμε πλέον και αρκετά όστρακα από χρηστικά σκεύη. Επίσης, παρότι η ελληνιστική περίοδος υπερισχύει, έχουμε και παραδείγματα που χρονολογούνται μέχρι και τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια, και άρα έχουμε να κάνουμε με διαταραγμένα στρώματα ή με μεταγενέστερες επιχώσεις. Παρόμοια ήταν και η σύσταση του στρώματος 2588, κάτω από τη ζώνη της επέκτασης της τομής (πλάτους 2 μ), με ανάμεικτη κεραμική από την ύστερη κλασική έως και την υστερορρωμαϊκή περίοδο. Στο στρώμα αυτό βρήκαμε, επίσης, πήλινο ειδώλιο, δυστυχώς ακέφαλο, και αρκετά δείγματα γυάλινων σκευών, όπως το χείλος ενός μυροδοχείου. Με την ανασκαφή του στρώματος 2588 αποκαλύφθηκε ορθογώνια λίθινη βάση, που σώζεται κατά χώρα, παράλληλα με τον βόρειο τοίχο του ναού και σε απόσταση μόλις 0,7 μ. Έχει διαστάσεις 1,09 x 0,81 μ, πλατύ υπερυψωμένο χείλος και εσωτερική αδρή επιφάνεια. Προφανώς, πρόκειται για βάθρο αναθήματος – το μόνο που εντοπίστηκε πέριξ του ναού. Σε απόσταση 1,3 μ ανατολικά του βάθρου σώζεται πεσμένη λιθόπλινθος με περιταίνια, που εισχωρεί σε βαθύτερα στρώματα.

Κατά μήκος της νότιας πλευράς σκάψαμε βαθύτερα, ώστε να διερευνήσουμε τη θεμελίωση του ναού αναφορικά με την κατωφερή πλαγιά, και τη σχέση του ναού με τη νότια πλευρά του πειόσχημου μνημειακού συγκροτήματος. Τα ευρήματα εδώ είναι σαφώς λιγότερα απ’ ότι στη βόρεια πλευρά του ναού, και είναι συγκεντρωμένα στο ανατολικό ήμισυ της πλευράς. Αντίθετα, στο δυτικό ήμισυ, πάνω από τον κατωφερή κροκαλοπαγή βράχο, είχαμε ελάχιστη κεραμική, κατά κύριο λόγο της ελληνιστικής περιόδου (Context 2589). Η λάξευση του βραχώδους πρανούς στη νοτιοδυτική γωνία του ναού ήταν η ελάχιστη αναγκαία, προκειμένου να τοποθετηθούν οι λίθοι της θεμελίωσης. Η απόσταση της εξωτερικής πλευράς των λίθων της θεμελίωσης από τον λαξευμένο βράχο κυμαίνεται από 10 έως 25 εκ. Ανατολικότερα, τα παράλληλα στρώματα 2582 και 2584 περιείχαν μικρά θραύσματα κεραμίδων, πέτρες και αρκετή κεραμική, που χρονολογείται έως τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους, αλλά με τα όστρακα των ελληνιστικών και πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων να υπερτερούν σαφώς στον αριθμό. Το υποκείμενο στρώμα 2591, που σκάψαμε μέχρι το επίπεδο των 168,09 μ, είχε πολύ λιγότερα όστρακα και κεραμίδια, που χρονολογούνται έως τον 1ο αι. μ.Χ. Με άλλα λόγια, και εδώ οι αρχαιολογικοί ορίζοντες είναι πλουσιότεροι σε ευρήματα από το επίπεδο των 168,3 μέτρων και πάνω. Σημειωτέον ότι το επίπεδο της ευθυντηρίας του ναού είναι 168,60 μ, ενώ του τοιχοβάτη, μικρό τμήμα του οποίου σώζεται στο δυτικό ήμισυ της νότιας πλευράς του ναού, 168,89 μ.


Το βάθρο και η πεσμένη λιθόπλινθος βορείως του ναού (από τον βορρά).


Η νότια πλευρά του ναού (από τα δυτικά).


Ο πρόναος μετά το πέρας της ανασκαφής (από τα νότια).


Εντός του ναού, η ανασκαφή στον πρόναο μέχρι τον φυσικό βράχο έφερε στο φως τρεις δόμους θεμελίωσης, καθώς και την τάφρο θεμελίωσης, όπως και ολόκληρη τη θεμελίωση του τοίχου που χώριζε τον πρόναο από τον σηκό. Στη νοτιοδυτική γωνία της ευθυντηρίας, όπου δεν σώζονται οι λίθοι, αναγνωρίσαμε τάφρους παραβίασης (Contexts 2571 και 2574), χωρίς όμως ευρήματα. Το στρώμα 2567, που προχωρά μέχρι το επίπεδο των 168,30 μ, απέδωσε 307 όστρακα με τα υστερότερα να χρονολογούνται στον ύστερο 6ο αι. μ.Χ. Το υποκείμενο στρώμα (Context 2576) με το χαρακτηριστικό συμπαγές, σκούρο κοκκινωπό χρώμα, πάχους περίπου 25 εκ. (έως το επίπεδο των 168,06 μ), απέδωσε μόλις 130 όστρακα, εκ των οποίων τα ελάχιστα διαγνωστικά χρονολογούνται έως τον πρώιμο 2ο αι. μ.Χ. Στα ακόμα χαμηλότερα στρώματα (Contexts 2578 και 2579) παρατηρήσαμε λίγη λατύπη, προφανώς από την κατεργασία του βράχου, αλλά καθόλου κεραμική. Το τελευταίο στρώμα (Context 2580), σκούρο καστανό και υγρό από την επαφή του με τον φυσικό βράχο, επίσης δεν είχε καθόλου ευρήματα. Το στρώμα αυτό κάλυπτε και τις τάφρους θεμελίωσης του κατώτερου δόμου στις τρεις πλευρές (νότια – Context 2585, ανατολική – Context 2586 και βόρεια – Context 2587), πλάτους από 0,12 έως 0,26 μ. Ο φυσικός βράχος, όπου και ανοίχθηκαν οι τάφροι θεμελίωσης, κείται σε μέγιστο βάθος 1,12 μ από την επιφάνεια της ευθυντηρίας του ναού.


Οι δόμοι θεμελίωσης της βόρειας πλευράς του προνάου με την αντίστοιχη τάφρο θεμελίωσης.


Το νότιο ήμισυ των θεμελίων του εγκάρσιου τοίχου που χώριζε τον πρόναο από το σηκό και το θυραίο άνοιγμα (από τα ανατολικά).


Ο οπισθόδομος μετά την ανασκαφή του από τα νοτιοδυτικά.


Η αποκάλυψη και των τριών δόμων της θεμελίωσης μας επέτρεψε να παρατηρήσουμε ενδιαφέρουσες κατασκευαστικές λεπτομέρειες. Οι δύο κατώτεροι δόμοι, ύψους 0,38 και 0,40 μ αντίστοιχα, περιλαμβάνουν λίθους προφανώς σε δεύτερη χρήση, που προεξέχουν προς το εσωτερικό. Αντίθετα, η ευθυντηρία, ύψους 0,28 μ, είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένη τόσο ως προς την εξωτερική όσο και ως προς την εσωτερική πλευρά. Οι τέσσερις λίθοι μεταξύ του προνάου και του σηκού είναι τοποθετημένοι με τη στενή τους πλευρά. Οι δύο νότιοι εδράζονται στον φυσικό βράχο, ενώ οι δύο βόρειοι στη συμπαγή επίχωση, κι αυτό εξηγεί την καθίζηση του βορειότερου λίθου κατά μερικά εκατοστά. Ο συγκεκριμένος λίθος τυγχάνει να είναι κατά περίπου 10 εκ. κοντύτερος από τους υπόλοιπους. Επίσης, στην τομή του ανοίγματος μεταξύ του βόρειου και του νότιου τμήματος του τοίχου, πλάτους 1,60 μ, δεν διακρίνονται ίχνη τάφρου παραβίασης ενδεχόμενου λίθου ή λίθων, που υποδεικνύει ότι όντως αντιστοιχεί στο άνοιγμα της εισόδου από τον πρόναο στον σηκό.

Στον οπισθόδομο, που επίσης ανασκάψαμε μέχρι το επίπεδο του φυσικού βράχου, ο βράχος βρέθηκε σε σαφώς ψηλότερο επίπεδο απ’ ό,τι στον πρόναο, όπως υπαγορεύει το ανάγλυφο. Εδώ έχουμε έναν δόμο θεμελίωσης κάτω από την ευθυντηρία, που περιλαμβάνει και λίθους σε δεύτερη χρήση, όπως υποδεικνύουν οι προεξοχές τους προς το εσωτερικό, καθώς και η περιταίνια και η αναθύρωση που παρατηρήθηκαν σε δύο από αυτούς. Η έκθεση του φυσικού βράχου εντός και εκτός του οπισθοδόμου μας επέτρεψε να μετρήσουμε το συνολικό πλάτος των τάφρων θεμελίωσης των τοίχων του (μέσου πλάτους 0,75 μ), που είναι 1,20-1,25 μ. Επίσης, με την ανασκαφή του οπισθοδόμου φάνηκε καθαρά ότι η σειρά των λίθων που τοποθετήθηκε αργότερα κατά μήκος του τοίχου που χωρίζει τον οπισθόδομο από τον σηκό εδράζεται μερικώς επί του τοίχου αυτού (Τοίχος 2544-2545) και μερικώς επί των συμπαγών επιχώσεων του οπισθοδόμου. Δυστυχώς, οι επιχώσεις αυτές (Contexts2557, 2563, 2575), που κάλυπταν και τις τάφρους θεμελίωσης, παρόμοιας σύστασης με τις επιχώσεις του προνάου, ήταν στείρες από ευρήματα.


Η δυτική πλευρά του σηκού από τα ανατολικά.


Η τομή 11 (στο βάθος) και τμήμα του προνάου του ναού μετά το πέρας της ανασκαφής από τα βόρεια.


Τα τοιχία που αποκαλύφθηκαν κατά μήκος της νότιας παρειάς της Τομής 11.


Εντός του σηκού, τα θεμέλια του οποίου καλύπτονταν από την ίδια συμπαγή επίχωση, η ανασκαφή του 2016 περιορίστηκε σε μια ζώνη πλάτους 1,5 μ κατά μήκος του Τοίχου 2544-2545, έτσι ώστε να διερευνηθεί η θεμελίωση του τοίχου και η σύσταση της επίχωσης του σηκού. Σκάψαμε σε βάθος 20 περίπου εκ. (Context 2590), με σχεδόν καθόλου ευρήματα. Ο τοίχος σώζει μία μόνο σειρά δόμων, και αποτελείται από επαναχρησιμοποιημένους λίθους διαφόρων μεγεθών, ένας εκ των οποίων φέρει περιταίνια. Εδράζεται απευθείας στην κοκκινωπή επίχωση, που, όπως και αυτές του προνάου και του οπισθοδόμου, είναι πολύ συμπαγής, με λίγα βότσαλα και ακόμα λιγότερες μικρές, ακανόνιστες πέτρες.

Στην τομή 11, που ανοίξαμε πέρυσι κάθετα στη νότια πλευρά της τομής του ναού, και όπου αποκαλύψαμε τον βόρειο τοίχο της νότιας πλευράς του πειόσχημου στωικού κτιρίου (Τοίχος 2558), επικεντρωθήκαμε στη συνέχιση της ανασκαφής νότια του τοίχου. Η αφαίρεση των ανώτερων στρωμάτων με ελάχιστα τέχνεργα (λίγα όστρακα και θραύσματα κεραμίδων) έγινε με τη βοήθεια μικρού εκσκαφέα. Ελάχιστα ευρήματα είχαμε και στα κατώτερα στρώματα (Contexts 2562, 2594), όμως με την αφαίρεσή τους αποκαλύφθηκαν ένας πήλινος κυλινδρικός αγωγός κατεύθυνσης ΒΔ-ΝΑ και διαμέτρου 0,11 μ (Context 2595), και τμήματα δύο τοίχων κατά μήκος της νότιας παρειάς της τομής. Μέχρι στιγμής, μικρό τμήμα του Τοίχου 2596 είναι ορατό, αποτελούμενο από δύο ορθογώνιες λιθοπλίνθους κατεύθυνσης Α-Δ, μήκους 1,2 μ και πλάτους 0,37 μ. Επί του τοίχου φαίνεται να βαίνει ο Τοίχος 2597, κτισμένος με αργολιθοδομή και κονίαμα, με πλάτος 0,50 μ, και κατεύθυνσης επίσης Α-Δ. Ο τοίχος περιλαμβάνει και μικρό τμήμα, μήκους περίπου 0,50 μ, κάθετο στην κύρια πλευρά, το οποίο και έχει ενσωματώσει λιθόπλινθο στη βόρεια άκρη του, ενώ δύο ακόμα λιθόπλινθοι βρέθηκαν διάσπαρτες λίγο βορειότερα. Χρειάζεται περισσότερη ανασκαφή εδώ για να αποσαφηνιστεί η σχέση των τοίχων αυτών. Πάντως, δεν φαίνεται να σχετίζονται με τον νότιο (εξωτερικό) τοίχο του πειόσχημου κτιρίου, που θα πρέπει να αναζητηθεί βορειότερα με βάση την απόσταση των δύο τοίχων (εξωτερικού και εσωτερικού) κατά μήκος της βόρειας πλευράς του κτιρίου (στο 4ο σκάμμα).