Το πρώτο μέλημά μας ήταν να εντοπίσουμε και να αφαιρέσουμε τυχόν επιχώσεις του Α. Ορλάνδου – πρώτου ανασκαφέα του μνημείου. Ήταν σαφές ότι ο Ορλάνδος είχε σκάψει κατά μήκος των τοίχων του δωματίου, δεδομένου ότι στη δημοσιευμένη κάτοψη του μνημείου εμφανίζονται και οι τέσσερις πλευρές του, αλλά ήταν άγνωστο εάν και πόσο είχε σκάψει στο εσωτερικό του. Έτσι ξεκινήσαμε την ανασκαφή κατά μήκος των τεσσάρων πλευρών του δωματίου με σκοπό την ανίχνευση των ορίων των τομών του Ορλάνδου. Οι ομάδες συνευρημάτων 1-8 και 10-11 είναι επιφανειακοί καθαρισμοί και αφαίρεση των επιχώσεων του Ορλάνδου. Με την αφαίρεση αυτών των ύστερων επιχώσεων διακρίναμε τα όρια των τομών του Ορλάνδου γύρω από τους τοίχους της στοάς (Contexts 13-15). Στην κεραμεική που βρέθηκε στις επιχώσεις (περίπου 2.200 όστρακα) αντιπροσωπεύονται διάφορα είδη (λεπτής και χονδροειδούς κεραμεικής: επιτραπέζια αγγεία μεταξύ των οποίων και λίγοι ανάγλυφοι σκύφοι, χρηστικά και μαγειρικά σκεύη) και διάφορες περίοδοι (από τον 4ο αι. π.Χ. έως τα υστερορρωμαϊκά χρόνια), ενώ βρέθηκαν και λίγα νεώτερα όστρακα (του 20ου) και ένα νεώτερο νόμισμα. Επίσης βρέθηκαν αρκετά θραύσματα λύχνων και λίγα θραύσματα αμφορέων (13 συνολικά μεταξύ των οποίων λίγοι Υστερορρωμαϊκοί 2, ένας Κορινθιακός Β', ένας Κνιδιακός (;), ένας Dressel 25, ένας Παλαιστινιακός και ένας Κωακός). Εάν υποθέσουμε ότι το υλικό των επιχώσεων του Ορλάνδου προέρχεται από το ίδιο δωμάτιο ή τα αμέσως όμορά του, όπως είναι λογικό, η αντιπροσώπευση ρωμαϊκών περιόδων (από την πρώϊμη έως την υστερορρωμαϊκή) έχει τη σημασία της ως προς την ιστορία της στοάς.
Η συνέχιση της ανασκαφής στο δωμάτιο της στοάς έγινε σε αδιατάρακτα κατά τα φαινόμενα στρώματα. Όλο το χώμα που αφαιρέθηκε κοσκινίστηκε (κόσκινο με οπές διαμέτρου 5 χιλ.). Tο ανώτερο στρώμα (Contexts 16-17), πάχους 0,38 μ., ήταν ασβεστούχο με πολλούς αργούς λίθους και σχεδόν καθόλου κεραμεική. Η μικρομορφολική ανάλυση δείγματος από το στρώμα αυτό από τη γεωαρχαιολόγο Δρ. Μυρσίνη Γκούμα έδειξε ότι πρόκειται για τεχνητό στρώμα ασβεστούχου μάργας, που εναποτέθηκε εδώ είτε κατά τη διάρκεια της κατασκευής της στοάς είτε μετά την εγκατάλειψή της. Η σύσταση του στρώματος αυτού και η απουσία τεχνέργων μας παραπέμπει σε περιβάλλον ασβεστοκαμίνου με μάζες ασβέστου και πολλούς ημιασβεστοποιημένους λίθους. Προφανώς, η υπόθεση αυτή χρήζει περαιτέρω ανασκαφικής διερεύνησης, κυρίως του χώρου βόρεια του δωματίου. Αντίθετα, το υποκείμενο στρώμα (Context 18), πάχους 0,8 μ, είχε κοκκινωπό αργιλώδες πηλόχωμα με αργούς λίθους, βότσαλα και λίγα θραύσματα αρχιτεκτονικών μελών. Στην επίχωση αυτή βρέθηκαν συνολικά 73 όστρακα, μεταξύ των οποίων μόνωτο κύπελλο, τριφυλλόστομη οινοχόη, εχινοειδής σκύφος, και αττικό πινάκιο που χρονολογούνται στον πρώϊμο 3ο αι. π.Χ. Η απουσία ορίζοντα καταστροφής (βρέθηκαν μόλις τρία θραύσματα κεραμίδων), η σύσταση του στρώματος και η πρώιμη χρονολόγηση των λιγοστών διαγνωστικών οστράκων υποδεικνύουν ότι πρόκειται για αρχαία επίχωση προς ανύψωση του εδάφους και του δαπέδου της στοάς. Το ίδιο το δάπεδο της στοάς πρέπει να βρισκόταν ψηλότερα και πιθανόν να έπεσε θύμα εκκαμίνευσης.
Από το στρώμα 18 και κάτω περιοριστήκαμε στο ανατολικό μισό του δωματίου. Στο στρώμα 19, πολύ σκούρο αργιλώδες πηλόχωμα με αργούς λίθους, πάχους 0,78 μ., βρέθηκαν συνολικά 1.294 όστρακα από οινοχόες, κανθάρους, σκύφους, κοτύλες, αρυβάλλους, ληκύθους, και κρατήρα, τα περισσότερα της πρώϊμης ελληνιστικής περιόδου και ορισμένα Κλασικά. Χαμηλότερα προχωρήσαμε με τομή πλάτους 1 μ. κατά μήκος του ανατολικού τοίχου της στοάς. Στο επόμενο στρώμα (Context 20), πάχους 0,13 μ., βρέθηκαν 227 όστρακα μεταξύ άλλων από ελληνιστικό κάνθαρο, καθώς και από μία λήκυθο και μια κοτύλη του 4ου αι. π.Χ. Με την αφαίρεση αυτού του στρώματος αποκαλύφθηκε μια ανοικτόχρωμη αργιλώδης επιφάνεια στην οποία είχαν ανοιχθεί οι τάφροι θεμελίωσης του βόρειου, ανατολικού και νότιου τοίχου της στοάς. Είναι σαφές ότι αυτή η επιφάνεια αντιπροσωπεύει το επίπεδο του εδάφους στον πρώϊμο 3ο αι. π.Χ. Ελλείψει χρόνου ανασκάψαμε τις τάφρους θεμελίωσης μέχρι βάθους περίπου 25 εκ. και όχι μέχρι το φυσικό πέτρωμα (Contexts 21-23). Από τα 374 όστρακα που βρέθηκαν εδώ, η λεπτή κεραμεική ήταν πολύ περιορισμένη και περιλάμβανε όστρακα από λίγες μελαμβαφείς κοτύλες, από μία λήκυθο, έναν κάνθαρο, ένα μόνωτο κύπελλο, έναν εχινοειδή σκύφο, καθώς και από έναν Κορινθιακό Α΄ και έναν Κορινθιακό Β΄ αμφορέα, που χρονολογούνται ως επί το πλείστον στην αρχή της ελληνιστικής περιόδου.
Το συνολικό πάχος της αρχαίας επίχωσης (Contexts 18-20) που σώζεται ανέρχεται σε περίπου 1 μ. Η στρωματογραφία της επίχωσης δείχνει να σχετίζεται με το ύψος των δόμων των τοίχων του δωματίου. Φαίνεται πως οι κατασκευαστές της στοάς πρώτα έκτιζαν τους δόμους περιμετρικά του δωματίου, και στη συνέχεια γέμιζαν το εσωτερικό με φερτό υλικό στο επίπεδο της επιφάνειας των δόμων πριν προχωρήσουν στην τοποθέτηση ενός δεύτερου δόμου και πάλι γεμίσουν το εσωτερικό μέχρι το νέο επίπεδο και ούτω καθεξής. Ο ανώτερος σωζόμενος δόμος της δυτικής πλευράς του δωματίου περιλαμβάνει τρεις ασβεστολιθικούς λίθους, μέσων διαστάσεων 1,28 x 0.6 x 0.37 μ., με καμπύλη εξωτερική πλευρά που προφανώς ανήκαν σε παλαιότερο, κυκλικό κτίσμα και βρίσκονται εδώ σε δεύτερη χρήση. Οι λίθοι αρχικά συνδέονταν με μολύβδινους συνδέσμους των οποίων σώζονται μόνο οι τόρμοι. Στη νέα τους θέση η καμπύλη εξωτερική πλευρά του ενός λίθου εναλλάσσεται με την ευθύγραμμη εσωτερική πλευρά του επόμενου, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί μια σχετική ευθυγραμμία για την πλευρά αυτή του δωματίου.
Η ανασκαφή του ανοίγματος στο μέσο περίπου της βόρειας πλευράς του δωματίου, που ο Ορλάνδος ερμήνευσε ως θύρα (κατ' αναλογία με αντίστοιχα ανοίγματα στα άλλα δωμάτια), δεν αποκάλυψε ίχνη δόμων. Τουναντίον, η επίχωση που παρατηρήθηκε νότια του ανοίγματος (Contexts 18 – 19) αλλά και το ασβεστούχο στρώμα συνεχίζουν και βόρεια του ανοίγματος, δηλαδή εντός της καθαυτό στοάς. Δύο πιθανότητες υπάρχουν αναφορικά με το κατώφλι της θύρας, που κατά τα φαινόμενα βρισκόταν ψηλότερα: είτε ότι πατούσε κατευθείαν πάνω σε στρώμα επίχωσης και δεν είχε λίθινη υποθεμελίωση είτε ότι είχε λίθινα θεμέλια που αργότερα αφαιρέθηκαν και ασβεστοποιήθηκαν.