Στο νότιο πλάτωμα ερευνήσαμε την περιοχή νότια της αγοράς (SP 54-81), καθώς και το φυσικό έξαρμα στη νοτιο-ανατολική γωνία του πλατώματος (SP 82). Η πυκνότητα της κεραμεικής στην περιοχή νότια της αγοράς παρουσίασε μεγάλες διακυμάνσεις ανάλογα με την κατάσταση του εδάφους και τις καλλιέργειες. Συγκεντρώσεις της τάξης των 400-600 οστράκων ή και περισσότερο παρατηρήθηκαν μόνο σε λίγα τετράγωνα, και συγκεκριμένα στις περιοχές SP60, 65, 70, 76, 77 και 79. Μάλιστα στο τελευταίο -ένας ελαιώνας με άριστη ορατότητα του εδάφους- ένα τετράγωνο απέφερε 926 όστρακα και 603 κεραμίδια, ενώ τα όμορά του πυκνότητες άνω των 600 οστράκων. Το συγκεκριμένο τετράγωνο πιθανώς αντιπροσωπεύει τον πυρήνα εγκατάστασης οικιστικού χαρακτήρα με χώρο παρασκευής φαγητού, όπως φαίνεται από τα συναφή ευρήματα (μαγειρικά σκεύη, αγνύθες, λυχνάρια κλπ.) και τις υψηλές μαγνητικές τιμές που έδειξε η έρευνα του υπεδάφους με μαγνητόμετρο ροής.
Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, είτε κατά χώρα είτε διάσπαρτα, είναι άφθονα με συνηθέστερους τους τοίχους από ορθογώνια λιθοδομή, που όπως και αλλού στο πλάτωμα είναι προσανατολισμένοι Β-Ν, Α-Δ, εντάσσονται δηλαδή στον αρχαίο πολεοδομικό κάνναβο.
Πλέον σημαντικός είναι ο διπλός τοίχος που εντοπίστηκε στο SP 81.06, πλάτους 1 μ, που φαίνεται να ανήκει στo ίδιo κτίσμα με τους τοίχους που εντοπίστηκαν σε όμορά του τετράγωνα.
Επιπλέον, εντοπίσαμε τμήμα λατομείου κροκαλοπαγούς λίθου στο SP69.03, τμήμα τοίχου από αργολιθοδομή και κονίαμα στο SP76.7, και φρέαρ δεξαμενής στο SP80.3.
Από τα κινητά ευρήματα καταγράψαμε αρκετούς τριπτήρες, ενώ στο SP79.9 βρέθηκε η λίθινη βάση (trapetum) μεγάλου ελαιοτριβείου -η πρώτη που βρίσκουμε εντός του άστεως της αρχαίας Σικυώνος.
Η εικόνα που αποκομίσαμε από την έρευνα στο φυσικό, στενό πρόβολο της νοτιο-ανατολικής γωνίας του πλατώματος (SP82) διαφέρει αισθητά από αυτή στο υπόλοιπο πλάτωμα. Καταρχάς, η διάβρωση του λόφου σε όλες τις πλευρές του είναι έντονη ως αποτέλεσμα φυσικών διαδικασιών και ανθρωπογενών επεμβάσεων.
Οι πυκνότητες της κεραμεικής εδώ είναι χαμηλότερες των 100 οστράκων ανά τετράγωνο με εξαίρεση δύο μόνο τετράγωνα (SP 82.5 και 82.23) που έχουν μεγαλύτερες συγκεντρώσεις.
Αυτό όμως που διαφοροποιεί αυτή τη μικρή περιοχή από το υπόλοιπο πλάτωμα είναι αφενός ότι η κεραμεική είναι στην πλειονότητά της προϊστορικής, μεσαιωνικής και νεώτερης εποχής, και αφετέρου ότι στα περισσότερα τετράγωνα τα κεραμίδια είναι πολλαπλάσια των οστράκων. Αναφορικά με την κεραμεική, η προκαταρκτική της μελέτη έδειξε ότι αυτή ανάγεται τουλάχιστον στην ΠΕ περίοδο και συνεχίζεται μέχρι την ΥΕΙΙΙ, ενώ πολύ λίγα είναι τα όστρακα που μπορούν να χρονολογηθούν μεταξύ της κλασικής και της ρωμαϊκής περιόδου. Αντίθετα, παρατηρήσαμε αρκετά όστρακα και κεραμίδια της βυζαντινής και μετα-βυζαντινής περιόδου, περίοδοι που αντιπροσωπεύονται ελάχιστα στις υπόλοιπες περιοχές του πλατώματος που έχουν μέχρι στιγμής ερευνηθεί. Οι παρατηρήσεις αυτές είναι σημαντικές σε σχέση με τη Μυκηναϊκή παρουσία στον ευρύτερο χώρο, που μέχρι τώρα τεκμηριωνόταν μόνο από τις Μυκηναϊκές ταφές της Τραγάνας, αλλά και με τη δραστηριότητα κατά τη βυζαντινή περίοδο και εξής όταν το Βασιλικό ήταν σημαντικό κάστρο της δυτικής Κορινθίας. Μάλιστα πολλά από τα θραύσματα κεραμίδων ανήκουν σε μεταγενέστερες περιόδους και πιθανότατα σχετίζονται με αμυντικά έργα σε αυτόν το φυσικά οχυρό πρόβολο με την ανεμπόδιστη θέα της παράκτιας πεδιάδας και του Ακροκορίνθου. Στο χώρο εντοπίσαμε αρκετές λιθόπλινθους, ενίοτε κατά χώρα, ενώ στο SP82.19 σώζεται τμήμα ορθογώνιου κτιρίου με θεμελίωση από ορθογώνιους λίθους, εσωτερική διαίρεση και προσανατολισμό Α-Δ. Στην ανατολική του απόληξη διακρίνεται αψιδωτή κατασκευή, ενώ η σωζόμενη ανωδομή είναι από αργούς λίθους με ίχνη κονιάματος. Φαίνεται ότι πρόκειται για μια εκκλησία μικρών διαστάσεων, που κτίστηκε πάνω σε θεμέλια αρχαίου κτιρίου, και η μελέτη της κεραμεικής από τον περιβάλλοντα χώρο ενδέχεται να μας βοηθήσει στη χρονολόγησή της.