Με οδηγό τα αποτελέσματα των γεωφυσικών διασκοπήσεων χαράξαμε τομή στον άξονα Β-Ν μήκους 30 μ. και πλάτους 5 μ., έτσι ώστε να συμπεριλάβουμε τη δυτική πλευρά του κτιρίου και την πιθανή οδό στα νότιά του. Στη συνέχεια, χωρίσαμε την τομή σε έξι τετράγωνα πλευράς 5 μ. με εξαίρεση τα νοτιότερα δύο τετράγωνα, που είχαν μήκος 6 και 4 μ. αντίστοιχα. Επειδή η περιοχή δεν είχε καλλιεργηθεί για πολλές δεκαετίες και το έδαφος ήταν πολύ σκληρό, χρησιμοποιήσαμε τρακτέρ (φρέζα) για να σπάσει την επιφανειακή κρούστα. Πριν ξεκινήσουμε την ανασκαφή πραγματοποιήσαμε εντατική έρευνα επιφανείας σε δύο τετράγωνα διαστάσεων 20 x 20 μ. το καθένα, που συμπεριέλαβαν την ανασκαφική τομή. Η μέθοδος που ακολουθήσαμε στην έρευνα των δύο αυτών τετραγώνων ήταν παρόμοια με αυτή που ακολουθήσαμε στην επιφανειακή έρευνα του πλατώματος της Σικυώνας: δύο πενταμελείς ομάδες περπάτησαν κάθε τετράγωνο, αυτή τη φορά όμως συλλέγοντας όλα τα τέχνεργα από την επιφάνεια του εδάφους. Για την καταγραφή των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήσαμε τις ίδιες βάσεις καταχώρησης με αυτές της επιφανειακής έρευνας του πλατώματος όπου σημειώσαμε μεταξύ άλλων τον συνολικό αριθμό των οστράκων και των κεραμίδων. Σκοπός μας είναι να συγκρίνουμε μελλοντικά τα επιφανειακά σύνολα με τα ανασκαφικά σύνολα της ίδιας περιοχής σε μια προσπάθεια να ελέγξουμε την αντιπροσώπευση των θαμμένων τεχνέργων στην επιφάνεια του εδάφους.
Ξεκινήσαμε την ανασκαφή από το πρώτο, το τρίτο και το πέμπτο τετράγωνο, και στη συνέχεια επεκταθήκαμε στο δεύτερο και το τέταρτο τετράγωνο έτσι ώστε με το τέλος της ανασκαφικής περιόδου οι διαστάσεις του ενιαίου πλέον σκάμματος να είναι 5 x 25 μ. Η ανασκαφή έγινε χωρίς τη χρήση μαρτύρων και με οδηγό τη στρωματογραφία. Κάθε ομάδα συνευρημάτων (Context) καταγράφονταν ξεχωριστά, ακολουθώντας την ευρέως διαδεδομένη μέθοδο του single-context recording. Η ανασκαφή των τριών πρώτων τετραγώνων ξεκίνησε με μια διαγώνια δοκιμαστική τομή πλάτους 1,4 μ. με σκοπό την εκτίμηση του πάχους της επίχωσης των αρχαιολογικών οριζόντων και το βάθος και βαθμό της διατάραξής τους από νεώτερες δραστηριότητες (κυρίως την καλλιέργεια). Αφού διαπιστώσαμε ότι η επίχωση ήταν μικρή και η νεώτερη διατάραξη μικρής έκτασης, συνεχίσαμε με την αφαίρεση των στρωμάτων σε όλη την επιφάνεια των τετραγώνων. Τα στρώματα που κάλυπταν πιθανά δάπεδα και αρχαίες επιφάνειες όπως και αυτά που ανήκαν στην υποθεμελίωση αρχιτεκτονικών δομών κοσκινίστηκαν στο σύνολό τους, ενώ τα στρώματα των επιχώσεων, τεχνητών ή φυσικών, κοσκινίστηκαν δειγματοληπτικά.
Στο βόρειο τομέα, τα επιφανειακά στρώματα καθ' όλο το μήκος του σκάμματος (Contexts 500-503) περιείχαν μεγάλη ποσότητα κεραμεικής και κεραμίδων, και μεγάλο αριθμό αργών λίθων. Συγκεκριμένα, καταγράψαμε 10.597 όστρακα συνολικού βάρους 135 kg, όπου αντιπροσωπεύονται διάφορες περίοδοι (από την πρώιμη ελληνιστική έως την υστερορρωμαϊκή), αλλά η πλειονότητα των ευρημάτων ανήκει στον 5ο και 6ο αι. μ.Χ. Στα επιφανειακά στρώματα (Context 502) βρέθηκε και ένα θραύσμα τριγλύφου-μετόπης από δωρικό θριγκό που πιθανόν να προέρχεται από την παρακείμενη στοά. Τα υποκείμενα στρώματα (Contexts 505, 508 και 509) αντιπροσωπεύουν τεχνητές επιχώσεις πιθανότατα για την ισοπέδωση του εδάφους, και χρονολογούνται στον 5ο και 6ο αι. μ.Χ. Περιείχαν μεγάλες ποσότητες κεραμεικής (7.458 όστρακα) και οστών (πάνω από 2.200 οστά), αλλά δεν εντοπίσαμε δάπεδα.
Το σημαντικότερο στρώμα τεχνητής επίχωσης στον βόρειο τομέα (Contexts 510 και 511) αποτελείται κυρίως από θραύσματα κεραμίδων, και ορίζεται προς νότια, ανατολικά και δυτικά από τοίχους. Οι τοίχοι αυτοί προϋπήρχαν εκτός ενός πρόχειρου τοιχαρίου από επαναχρησιμοποιημένο υλικό στη νοτιο-ανατολική γωνία (Τοίχος 6 στην κάτοψη) που δείχνει να τοποθετήθηκε για να συγκρατήσει μέρος της επίχωσης. Ο δυτικός τοίχος (Τοίχος 1), μήκους 7,8 μ. και πλάτους 0,60 μ., είναι κατασκευασμένος με ακανόνιστη λιθοδομή και κονίαμα ως συνδετικό υλικό. O ανατολικός τοίχος (Τοίχος 4), ορατού μήκους 3,8 μ, αποκαλύφθηκε κατά μήκος του ανατολικού ορίου της τομής, και κατά συνέπεια το πλάτος του δεν έχει εξακριβωθεί. Αποτελείται από ανόμοιους λίθους, κάποιοι εκ των οποίων είναι σε δεύτερη χρήση και τοποθετημένοι εν είδει ορθοστατών. Ο νότιος τοίχος (Τοίχος 5) έχει μήκος 2,4 μ., πλάτος 0,50 μ., και μικτή τοιχοποιία που αποτελείται από στρώσεις λογάδων λίθων και κεραμίδων μαζί με κονίαμα. Ο τοίχος αυτός κτίστηκε αμέσως νότια και σε επαφή με προϋπάρχον λίθινο βάθρο διαστάσεων 0,72 x 0,65 μ. και ύψους μεγαλύτερου του 1,10 μ. Η άνω επιφάνεια του βάθρου έχει ταινία περιμετρικώς, ενώ στην ανατολική πλευρά υπάρχει ορθογώνιο πλαίσιο, 0,62 x 0,24 μ., που πιθανώς έφερε επιγραφή που αργότερα αποξέστηκε.
Προς βορρά η επίχωση εκτείνεται πέραν των ορίων της τομής, ίσως μέχρι τη βόρεια πλευρά του κτιρίου που θα αναζητήσουμε στην ανασκαφή του επόμενου έτους. Η έκταση της επίχωσης είναι περίπου 20 μ² και το μέσο πάχος της 0,35 μ. (είναι βαθύτερη στο κέντρο απ’ ό,τι στις άκρες), κατά συνέπεια ο όγκος της υπολογίζεται σε περίπου 7 μ³. Ανασκάψαμε περίπου τα 2/3 της επίχωσης όπου το βάρος των κεραμίδων υπερέβαινε κατά πολύ τον ένα τόνο. Σημειωτέον ότι οι κεραμίδες βρέθηκαν σε μικρά κομμάτια και δεν συνενώνονται. Μαζί τους βρέθηκαν λογάδες λίθοι, και μεγάλη ποσότητα κεραμεικής που χρονολογείται ως επί το πλείστον στον 5ο αι. μ.Χ.
Από το επόμενο στρώμα (Context 512) και κάτω επικεντρωθήκαμε στη δυτική πλευρά της τομής με στόχο να εντοπίσουμε αρχαιότερα στρώματα και πιθανά δάπεδα. Το στρώμα 512 (διαστάσεων 2 x 5 μ) περιείχε κατά κόρον κεραμεική της ρωμαϊκής περιόδου, όπου υπερίσχυε ο ύστερος 4ος - πρώϊμος 5ος αι. μ.Χ. Στα χαμηλότερα στρώματα (Contexts 514, 516, 519, 520, 522, 523) η κεραμεική ήταν κυρίως της πρώϊμης αυτοκρατορικής περιόδου. Στη νότια πλευρά της τομής, στο επίπεδο του στρώματος 520, βρέθηκε ένα θραύσμα κονιάματος που ίσως να είναι κατάλοιπο κονιαμένου δαπέδου. Ο τοίχος 5, κάθετος στον τοίχο 1, πρέπει να ανήκει στον ορίζοντα του 1ου αι. μ.Χ.
Εν κατακλείδει, στο βόρειο τομέα του σκάμματος (Τομή 1) προχωρήσαμε σε βάθος 1 μ. από την επιφάνεια του εδάφους και φθάσαμε στον ορίζοντα του 1ου αι. μ.Χ. Ο δυτικός τοίχος του τομέα (Τοίχος 1) όπως και το λίθινο βάθρο προχωρούν βαθύτερα, σε ακόμα αρχαιότερους ορίζοντες που θα εξερευνήσουμε στην επόμενη ανασκαφική περίοδο.
Νότια του τοίχου 5, σε χώρο 4 x 3 μ. που εκτείνεται έως τους τοίχους 2 και 3, αφαιρέσαμε στρώματα επιχώσεων (Contexts 1012, 1016, 1027, 517, 521) με άφθονη κεραμεική που χρονολογείται ως επί το πλείστον στον 5ο και 6ο αι. μ.Χ. Τα τελευταία δύο στρώματα που ανασκάφησαν (Contexts 517 και 521), συνολικού πάχους περίπου 0,50 μ., δεν είναι επίπεδα, αλλά παρουσιάζουν μια κατωφέρεια από δυτικά προς ανατολικά. Το πιθανότερο είναι να σχηματίστηκαν από τη διάβρωση του τοίχου 1 και να μην πρόκειται για τεχνητές επιχώσεις. Εάν η υπόθεση αυτή ευσταθεί, μπορούμε να εξηγήσουμε την παρουσία των τεχνητών επιχώσεων στα ανώτερα στρώματα ως προσπάθεια ισοπέδωσης του χώρου σε μεταγενέστερο χρόνο.
Η χρήση του χώρου αυτού στα υστερορρωμαϊκά χρόνια δεν είναι σαφής, και η ανασκαφή δεν εντόπισε εκτενή ίχνη δαπέδων. Το πιθανότερο είναι να ήταν υπαίθριος χώρος και να σχετίζεται με τη βιοτεχνική εγκατάσταση στα νότιά του. Στην εσωτερική ακμή του τοίχου 1 εντοπίσαμε 3 οπές, διαστάσεων 6-7 x 4 εκ, που πιθανόν να χρησίμευαν για το δέσιμο οικόσιτων ζώων. Αυτές οι οπές δεν υπήρχαν από την αρχή, αλλά ανοίχθηκαν σε μεταγενέστερο χρόνο.
Στο κεντρικό τομέα του σκάμματος, ξεκινήσαμε με την αφαίρεση των επιφανειακών στρωμάτων (Contexts 1000-1001, 1007, 1012), που περιείχαν πολλούς λογάδες λίθους και άφθονη κεραμεική κυρίως της υστερορρωμαϊκής περιόδου. Το στρώμα των λίθων εκτείνεται σε όλο το μήκος της τομής καλύπτοντας μια περιοχή περίπου 5 x 8 μ. Κάτω από το στρώμα αυτό το χώμα περιείχε μεγάλες ποσότητες κεραμίδων και λογάδων λίθων (5.696 θραύσματα κεραμίδων που ζύγιζαν 918 kg), που προφανώς προήλθαν από την αποσύνθεση της τοιχοποιΐας, όπως υποδεικνύουν οι συγκεντρώσεις γύρω από τους τοίχους (Contexts 1003, 1013, 1016, 1017, 1018, 1019, 1021). Η κεραμεική των στρωμάτων αυτών (καταγράψαμε 9.775 όστρακα) χρονολογείται στην πλειονότητά της στον 5ο και 6ο αι. μ.Χ.
Με την αφαίρεση των στρωμάτων αυτών αποκαλύφθηκαν οι κατασκευές του τομέα, δηλαδή ο δυτικός τοίχος, μέρος του ανατολικού τοίχου, και ο ορθογώνιος ληνός. Ο δυτικός τοίχος (Τοίχος 7), μήκους 4,17 μ. και πλάτους 0,39 μ., είναι συνευθειακός με τον τοίχο 1 του βόρειου τομέα, αλλά διαφέρει καθαρά στην κατασκευή. Αποτελείται κυρίως από ορθογώνιες λιθοπλίνθους σε δεύτερη χρήση, που έχουν τοποθετηθεί με τη στενή τους πλευρά. Η εσωτερική πλευρά του τοίχου αυτού είναι η δυτική πλευρά της βιοτεχνικής εγκατάστασης που αποτελείται από τον ληνό και έναν δεύτερο χώρο αμέσως βόρειά του. Ο τρεις άλλοι τοίχοι του ληνού είναι κτισμένοι με αργούς λίθους, θραύσματα κεράμων και σπόλια μέσα σε κονίαμα. Ο βόρειος τοίχος του, μήκους 2,87 και πλάτους 0,37 μ., σώζεται καθ' όλο το μήκος του και ανασκάφηκε σε βάθος 0,47 μ. Στη δομή του διακρίνονται θραύσματα δύο μικρών Ιωνικών κιόνων. Ο δυτικός τοίχος του ληνού, μήκους 2,08 και πλάτους 0,18 μ., σώζεται αποσπασματικά, ενώ ο νότιος τοίχος σώζει μόνο το δυτικό του ήμισυ σε μήκος 1,18 μ. Το ανατολικό μέρος αφαιρέθηκε σε υστερότερο χρόνο και για άγνωστους λόγους. Στην τάφρο παραβίασής του (Context 1045), μεγέθους περίπου 2 x 0,8 μ., βρήκαμε υλικό της ύστερης αρχαιότητας και κυρίως του 7ου αι. μ.Χ. (Context 1043). Το δάπεδο του ληνού, διαστάσεων 2,67 x 1,87 μ., αποτελείται από ορθογώνιες ασβεστολιθικές πλάκες διαφόρων διαστάσεων και πάχους 0,16 μ. Παχύ κονίαμα καλύπτει τους αρμούς των λίθων και τις γωνίες με τους πλευρικούς τοίχους του ληνού μέχρι το ύψος των 9 εκ. Σε ορισμένα σημεία αναγνωρίστηκαν έως και τρεις στρώσεις κονιάματος. To δάπεδο έχει κλίση προς τη νοτιοανατολική γωνία του ληνού, όπου προφανώς κατέληγε το προϊόν της επεξεργασίας. Στην εξωτερική πλευρά, όπου και η τάφρος, δεν βρέθηκαν ίχνη υποληνίου (λίθινου ή πήλινου) για την αποθήκευση του προϊόντος. Βάσει των διαστάσεων και της μορφής της κατασκευής είναι σχεδόν βέβαιο ότι πρόκειται για ληνό παραγωγής μούστου. Ελπίζουμε ότι από την επίπλευση του χώματος που συλλέξαμε από την επιφάνεια του ληνού (περίπου 85 λίτρα) θα προκύψουν και οργανικά κατάλοιπα της επεξεργασίας. Στο λεπτό αυτό στρώμα, μέσου πάχους περίπου 8 εκ. (Context 1023), βρέθηκαν λίγα όστρακα χρονολογήσιμων αγγείων, μεταξύ των οποίων δύο λεπτότοιχα κύπελλα και τέσσερα ερυθροβαφή πινάκια του τύπου African Red Slip, και συγκεκριμένα της σειράς (production) C και D, που χρονολογούνται στους ύστερους αυτοκρατορικούς χρόνους (έως τα μέσα του 5ου αι. μ.Χ.).
Στο χώρο βόρεια του ληνού ανασκάψαμε στρώματα (Contexts 1037, 1041) με άφθονη κεραμεική (καταγράψαμε 4.506 όστρακα) που χρονολογείται στα υστερορρωμαϊκά χρόνια έως και το δεύτερο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Με το κοσκίνισμα των στρωμάτων βρήκαμε 41 ελαιοπυρήνες, και ίσως προκύψουν ακόμα περισσότεροι από την επίπλευση του χώματος που συλλέξαμε για ανάλυση. Στη νοτιοδυτική γωνία του χώρου αυτού, μεταξύ του βόρειου τοίχου του ληνού και κάθετα στον τοίχο 7, βρέθηκαν δύο παράλληλες λίθινες πλάκες, διαστάσεων 0,36 και 0,38 μ. (μήκος) x 0,11 μ. (πλάτος) x 0,12 μ. (ύψος), τοποθετημένες κατά τη στενή τους πλευρά. H βόρεια πλάκα φαίνεται να σώζεται στην αρχική της θέση, αλλά η νότια έχει μετακινηθεί, ωστόσο μπορούμε να υπολογίσουμε ότι αρχικά η απόσταση μεταξύ τους ήταν περίπου 20 εκ. Δεν είμαστε βέβαιοι για τη χρήση αυτών των λίθων, όμως η γειτνίαση με το ληνό μας κάνει να πιστεύουμε ότι κατά κάποιο τρόπο σχετίζονται με την οινοπαραγωγική διαδικασία. Στο χώμα μεταξύ των δύο λίθινων πλακών (Context 1042) που συλλέξαμε για ανάλυση με επίπλευση βρέθηκαν λίγα όστρακα του 5ου-6ου αι. μ.Χ.
Ο ανατολικός τοίχος της τομής (Τοίχος 8) αποκαλύφθηκε μόνον μερικώς, γιατί εκτείνεται πέραν των ορίων του σκάμματος. Έχει κατεύθυνση Β-Ν, παράλληλη δηλαδή με τον τοίχο 7, και μήκος 4,65 μ. Είναι κατασκευασμένος με ακανόνιστους λίθους, μια στρώση κεράμων στο επάνω του μέρος και με κονίαμα ως συνδετικό υλικό. Αν και δεν έχουμε ακόμα αποκαλύψει το επίπεδο της θεμελίωσής του και κατά συνέπεια δεν μπορούμε να χρονολογήσουμε την κατασκευή του, η επαφή του με τον τοίχο 3 στο βορρά δείχνει ότι είναι μεταγενέστερός του. Στη βορειοδυτική πλευρά του τοίχου και σε επαφή με αυτόν βρέθηκαν δύο επίπεδες λιθόπλινθοι σε σειρά, εν είδει εδράνου, η βόρεια κατά χώρα, η νότια ελαφρώς μετακινημένη. Το πλάτος τους είναι περίπου 0,40 μ. και το συνολικό τους μήκος ανέρχεται σε 1,20 μ. Με βάση την εύρεση πολλών ελαιοπυρήνων στον χώρο αυτό και παράλληλα από αρχαία ελαιοτριβεία προτείνουμε ότι οι λίθοι αυτοί σχετίζονται με τη συμπίεση των ελιών και την παραγωγή του πολτού. Είναι πιθανόν οι λιθόπλινθοι να χρησίμευαν ως βάση για την συμπίεση των κοφίνων με τις ελιές, με τη βοήθεια δοκού με βάρη στην άκρη του ή βαρούλκου ή ακόμα και κοχλία.
Στο νότιο τομέα του σκάμματος (νότια του ληνού) τα ανώτερα στρώματα κάτω από το επιφανειακό (Contexts 1514, 1034, 1516, 1036 πάχους περίπου 20 εκ.) περιείχαν πολλούς λογάδες λίθους και θραύσματα κεραμίδων. H κεραμεική που καταγράψαμε (συνολικά 9.434 όστρακα) χρονολογείται ως επί το πλείστον στον 5ο και 6ο αι. μ.Χ., όπως χρονολογούνται και τα 13 νομίσματα που βρέθηκαν σε αυτούς τους ορίζοντες (τα 12 στο Context 1036). Επίσης εδώ βρέθηκαν και αρκετά οστά από ζώα, περισσότερα απ’ ό,τι στις άλλες τομές. Από την κεραμεική ξεχωρίζουν δύο Συριακοί αμφορείς (Υστερορρωμαϊκοί 5) που βρέθηκαν σε μεγάλα θραύσματα που ενώνονται. Στην ομάδα συνευρημάτων 1516 αρκετά από τα θραύσματα των κεραμίδων ενώνονται, κάτι που υποδεικνύει ότι πρόκειται για στρώμα καταστροφής και όχι τεχνητής επίχωσης όπως στο βόρειο τομέα του σκάμματος. Ο χώρος ορίζεται από τοίχους στα δυτικά, νότια και ανατολικά. Ο δυτικός τοίχος (Τοίχος 9), μήκους 6,25 μ., μέσου πλάτους 0,50 μ. και σωζόμενου ύψους 0,51 μ., έχει κατεύθυνση Β-Ν και είναι κτισμένος με αργούς λίθους και κονίαμα. Είναι συνευθειακός με τους τοίχους 7 και 1 προς βορρά, αλλά ο τρόπος κατασκευής του και της επαφής του με τον τοίχο 7 φανερώνει ότι είναι μεταγενέστερη προσθήκη. Στο νότιο άκρο του ο τοίχος κάμπτεται με ορθή γωνία προς ανατολάς και καταλήγει σε λιθόπλινθο που προφανώς χρησίμευε ως βάση του ορθοστάτη της θύρας εισόδου από το Νότο. Το αρχικό πλάτος της θύρας είναι άγνωστο, πιθανότατα μικρότερο από το άνοιγμα πλάτους 1,7 μ. που αποκαλύφθηκε και που οφείλεται στην αφαίρεση του ανατολικού ορθοστάτη της θύρας - ίσως και αυτός με βάση ορθογώνια λιθόπλινθο. Το ανατολικό τμήμα της πλευράς αυτής (Τοίχος 10) σώζεται σε μήκος 1,27μ, ενώ το συνολικό μήκος της πλευράς υπολογίζεται σε περίπου 4,5 μ. O ανατολικός τοίχος (Τοίχος 12), κατεύθυνσης Β-Ν και μήκους 4,8 μ., αποκαλύφθηκε μερικώς, γιατί συνεχίζεται πέραν των ορίων του σκάμματος. Μόνον η ανώτερη στρώση του τοίχου έχει μέχρι στιγμής αποκαλυφθεί, κατασκευασμένη από ημίεργους λίθους και κεραμίδες.
Κοντά στη νοτιοανατολική γωνία αυτού του χώρου βρέθηκε η απόληξη μιας εγκατάστασης με δύο συγκλίνουσες λίθινες πλάκες πακτωμένες σε παχύ στρώμα κονιάματος και ασβέστη αναμεμειγμένου με στάχτη. Η εγκατάσταση συνεχίζεται ανατολικά πέραν των ορίων του σκάμματος και θα την αποκαλύψουμε πλήρως το 2014. Βάσει των καταλοίπων και της σύστασης του στρώματος, το πιθανότερο είναι να πρόκειται για στόμιο μικρής, υπέργειας ασβεστοκαμίνου. Έτσι ίσως εξηγείται και η παρουσία τεσσάρων ασβεστολιθικών λιθοπλίνθων παρατεταγμένων στα νότιά της. Αυτές μάλλον προορίζονταν για εκκαμίνευση, που για κάποιον λόγο δεν πραγματοποιήθηκε.
Nότια του χώρου αυτού η ανασκαφή αποκάλυψε τμήμα οδού με αναλημματικό τοίχο στη νότια πλευρά της και αποχετευτικό αγωγό κατά μήκος του άξονά της. Τα επιφανειακά στρώματα της τομής (Contexts 1500, 1501, 1502, 1503, 1508, 1510), πάχους περίπου 20 εκ., περιείχαν άφθονη κεραμεική (καταγράψαμε 4.405 όστρακα) κυρίως της υστερορρωμαϊκής περιόδου (5ος - 7ος αι. μ.Χ.). Με την αφαίρεση των στρωμάτων αυτών αποκαλύφθηκε το άνω μέρος αναλημματικού τοίχου (Τοίχος 13), κατεύθυνσης Α-Δ, με δύο διακριτές φάσεις. Το ανατολικό τμήμα, μήκους 2,25 μ. και πλάτους 0,40 μ., αποτελείται από ασβεστολιθικές λιθοπλίνθους τοποθετημένες κατά τη στενή τους πλευρά, εν είδει ορθοστατών. Στην άνω επιφάνεια των δύο λίθων σώζονται οι τόρμοι για οριζόντιο σύνδεσμο σε σχήμα διπλού πέλεκυ (πελεκίνου). Το ύψος των ορθοστατών είναι 0,74 μ. και εδράζονται σε δεύτερη σειρά λίθων, όπως αποκαλύφθηκε από την ανασκαφή βαθύτερων στρωμάτων (Context 1507) μπροστά από την εξωτερική πλευρά του αναλημματικού τοίχου. Δεν αποκαλύψαμε ακόμα τη βάση του τοίχου, και κατά συνέπεια δεν γνωρίζουμε τη χρονολόγησή του. Πάντως το βάθος του αναλήμματος, η επιμελής του τοιχοποιία και η χρήση του πελεκίνου συνηγορούν σε μια χρονολόγηση στα πρωϊμότερα ρωμαϊκά ή ακόμα και στα ελληνιστικά χρόνια. Αντίθετα, το δυτικό τμήμα του αναλημματικού τοίχου, μήκους 2,7 μ, ανήκει σαφώς σε μεταγενέστερη περίοδο. Αποτελείται από επαναχρησιμοποιημένα λίθινα μέλη μεταξύ των οποίων και τρεις σπόνδυλοι κιόνων, κεραμίδες και λογάδες λίθοι.
Κατά μήκος της βόρειας πλευράς του αναλημματικού τοίχου, τα στρώματα που σχετίζονται με την αποσύνθεσή του (Contexts 1506, 1509) περιείχαν αργούς λίθους, πολλά θραύσματα κεραμίδων και άφθονη κεραμεική (καταγράψαμε 1378 όστρακα) του 5ου-6ου αι. μ.Χ. Χαμηλότερα, ανασκάψαμε πετρώδες στρώμα (Contexts 1512, 1518) συνολικού πάχους περίπου μισού μέτρου, που περιείχε μεγάλο αριθμό κεραμίδων (μετρήσαμε περισσότερα από 10.000 θραύσματα) και άφθονη κεραμεική (καταγράψαμε 15.655 όστρακα) της υστερορρωμαϊκής περιόδου (5ος – 6ος αι. μ.Χ.). Το στρώμα αυτό πιθανόν να αποτελεί τεχνητή επίχωση για την ανύψωση της επιφάνειας του εδάφους. Με την αφαίρεσή του αποκαλύφθηκαν οι καλυπτήριοι λίθοι αποχετευτικού αγωγού κατά μήκος του άξονα της οδού. Πρόκειται για αγωγό, μήκους 5 μ., πλάτους 0,20 και ύψους 0,14 μ., που έχει πήλινο δάπεδο από κεραμίδες και πλευρικούς τοίχους πλάτους 0,20 μ., κατασκευασμένους με μικρούς, αργούς λίθους και κονίαμα. Καλύπτεται από διάφορους ανομοιογενείς λίθους, κάποιους ημίεργους και άλλους (μεταξύ των οποίων και τέσσερις σπόνδυλοι κιόνων) σε δεύτερη χρήση. Ερευνήσαμε το εσωτερικό του αγωγού αφαιρώντας τέσσερις καλυπτήριους λίθους στο δυτικό του άκρο. Η λιγοστή κεραμεική που συνελέχθη από τον καθαρισμό του εσωτερικού του αγωγού (Context 1537) σε μήκος μόλις 1,5 μ. (44 όστρακα) περιλάμβανε λίγα όστρακα από λεπτότοιχα σκεύη που χρονολογούνται στην πρώϊμη αυτοκρατορική περίοδο, αλλά για την ασφαλή χρονολόγηση του αγωγού χρειαζόμαστε περισσότερα στοιχεία, κυρίως από την τάφρο θεμελίωσής του. Το στρώμα βόρεια του αγωγού (Context 1522), μέσου πάχους περίπου 30 εκ., περιείχε πολλά μικρά θραύσματα κεραμίδων (μετρήσαμε 679) και άφθονη κεραμεική (καταγράψαμε 2.992 όστρακα) διαφόρων περιόδων, όπου υπερισχύει ο 5ος-6ος αι. μ.Χ. Το στρώμα νότια του αγωγού (Context 1521), μέσου πάχους περίπου 0,15 μ., επίσης περιείχε πολλές κεραμίδες (520 μικρά θραύσματα) και κεραμεική (3.236 όστρακα) που χρονολογείται ως επί το πλείστον στον 3ο-4ο αι. μ.Χ. Κάτω από αυτό το στρώμα, και σε επαφή με το δυτικό τμήμα του τοίχου 13, βρέθηκαν δύο συγκεντρώσεις οστράκων (Contexts 1529, 1530), πολλά εκ των οποίων συνενώνονται σε ακέραια σκεύη συμπεριλαμβανομένων και λεπτότοιχων κυπέλλων της πρώϊμης αυτοκρατορικής περιόδου (1ος - πρώιμος 2ος αι. μ.Χ.). Μια εύλογη υπόθεση είναι ότι τα αγγεία αυτά απορρίφθηκαν κατά μήκος της νότιας πλευράς της οδού και συνεπώς ότι το ανάλημμα ήταν ήδη στη θέση του.
Ακριβώς κάτω από το επίπεδο αυτών των σκευών ανακαλύψαμε μια πακτωμένη επιφάνεια με πολλά βότσαλα και μικρές πέτρες, που εκτείνεται και στις δύο πλευρές του αγωγού (Contexts 1532, 1533). Το στρώμα αυτό δεν ανασκάφηκε ακόμα, κατά συνέπεια η χρονολόγησή του δεν είναι ακόμα γνωστή, όμως η σύστασή του υποδεικνύει ότι πρόκειται για οδόστρωμα. Στη βορειοδυτική γωνία του αποκαλύφθηκε μια σειρά επίπεδων λίθων που ίσως να ανήκουν στο βόρειο κράσπεδο της οδού. Ελπίζουμε ότι με τη συνέχιση της ανασκαφής θα επιβεβαιώσουμε την ύπαρξη του οδοστρώματος και θα χρονολογήσουμε την οδό.
Αν και η ανασκαφή δεν έχει ολοκληρωθεί, και οι περισσότεροι τοίχοι δεν έχουν ακόμα αποκαλυφθεί μέχρι το επίπεδο της θεμελίωσής τους, μπορούμε ήδη να αναγνωρίσουμε διάφορες φάσεις στη δόμηση της περιοχής αυτής με βάση τις ομάδες συνευρημάτων και την αρχιτεκτονική. Η χρονολόγηση των φάσεων δεν είναι απόλυτη, γιατί ελάχιστα σύνολα ήταν κλειστά, καθώς στα περισσότερα βρέθηκε κεραμεική διαφόρων περιόδων. Η «μόλυνση» των αρχαιολογικών οριζόντων εξηγείται από το μικρό βάθος τους και τη συνακόλουθη διατάραξή τους μέσω της αγροτικής καλλιέργειας. Η πολύ μικρή επίχωση των υστερορρωμαϊκών οριζόντων (το δάπεδο του ληνού βρέθηκε μόλις 20 εκ. κάτω από την επιφάνεια) είναι αποτέλεσμα της εγκατάλειψης της περιοχής αυτής τον 7ο αι. μ.Χ.
Το κτίριο στη βόρεια πλευρά του σκάμματος, κτισμένο με λαξευμένους λίθους και κονίαμα, ανήκει στην πρωϊμότερη φάση, που ίσως ανάγεται στην πρώϊμη ρωμαϊκή περίοδο. Επί του παρόντος έχει αποκαλυφθεί μεγάλο τμήμα του δυτικού του τοίχου (Τοίχος 1), μήκους περίπου 8,5 μ., και τμήμα του νότιου τοίχου (Τοίχοι 2, 3) μήκους περίπου 4,5 μ., ενώ ο βόρειος τοίχος πρέπει να βρίσκεται στο άσκαφο ακόμα τμήμα. Η είσοδος στο κτίσμα αυτό γινόταν από νότο με θύρα πλάτους 0,86 μ. Στην ίδια οικοδομική φάση πιθανόν να ανήκει και το λίθινο βάθρο στο εσωτερικό του κτιρίου, αν και η βάση του δεν έχει ακόμα αποκαλυφθεί. Σε μεταγενέστερη φάση κτίστηκε ο ανατολικός τοίχος (Τοίχος 4) εν μέρει με επαναχρησιμοποιημένα λίθινα μέλη, αλλά έχει μόνο μερικώς αποκαλυφθεί γιατί βρίσκεται στο όριο της τομής. Ο τοίχος 5, κάθετος στον δυτικό τοίχο του κτιρίου, κτίστηκε έναντι του λίθινου βάθρου με στρώσεις από αργούς λίθους και κεραμίδες, ίσως στην πρώϊμη ρωμαϊκή περίοδο, ενώ στα υστερορρωμαϊκά χρόνια τοποθετήθηκε το τοιχάριο (Τοίχος 6) για να συγκρατήσει τη μεγάλη τεχνητή επίχωση στο βορρά. Πιθανώς στον 5ο αι. μ.Χ. ανάγεται η βιοτεχνική εγκατάσταση που καταλαμβάνει τον κεντρικό τομέα του σκάμματος και περιλαμβάνει πατητήρι, ελαιοτριβείο και χώρο για το δέσιμο ζώων. Αργότερα, αλλά πάντως εντός της υστερορρωμαϊκής περιόδου (5ος – 6ος αι. μ.Χ.), κατασκευάστηκε η νότια προσθήκη (Τοίχοι 9-12), που αρχικά τουλάχιστον ήταν στεγασμένη. Στο εσωτερικό της βρέθηκε τμήμα εγκατάστασης που ερμηνεύσαμε ως ασβεστοκάμινο, της οποίας το μεγαλύτερο μέρος βρίσκεται πέραν των ανατολικών ορίων της τομής. Η χρονολόγηση της ασβεστοκαμίνου δεν είναι ακόμα γνωστή, αλλά πρέπει να είναι μεταγενέστερη της χρήσης του νότιου, στεγασμένου χώρου, δεδομένου ότι μια ασβεστοκάμινος δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει σε κλειστό χώρο. Ο νότιος χώρος του σκάμματος συνόρευε προς νότο με οδό πλάτους περίπου 3 μ. με αναλήμματα κατά μήκος της νότιας πλευράς της (Τοίχος 13). Δεν γνωρίζουμε ακόμα πότε χρονολογείται η αρχική φάση αυτής της οδού, αλλά το πλάτος της και η θέση της μέσα στον αρχαίο πολεοδομικό ιστό δείχνουν ότι πρόκειται για μικρότερη οδό, δίοδο δηλαδή, που έκοβε την οικοδομική νησίδα σε δύο μέρη. Στον άξονα της οδού βρέθηκε αποχετευτικός αγωγός μικρών διαστάσεων, που κατά τα φαινόμενα κατασκευάστηκε αργότερα παραβιάζοντας το οδόστρωμα της πρώϊμης αυτοκρατορικής περιόδου.
Η οδός στα νότια και η βιοτεχνική εγκατάσταση στον κεντρικό τομέα του σκάμματος είναι και οι μόνο χώροι για τους οποίους η χρήση είναι τώρα γνωστή. Για τους υπόλοιπους χώρους η ακριβής χρήση παραμένει άγνωστη. Ευελπιστούμε ότι η συνέχιση της ανασκαφής σε βάθος και η επέκτασή της προς ανατολάς θα μας βοηθήσει να ερμηνεύσουμε τη χρήση αυτών των χώρων και να απαντήσουμε σε σωρεία ερωτημάτων που έχουν πλέον προκύψει: Πότε κατασκευάστηκε το κτίσμα στη βόρεια πλευρά της τομής, ποια ήταν η χρήση του και ποια η σχέση του με τη στοά στα βόρειά του; Ποια ήταν η χρησιμότητα και η σημασία του λίθινου βάθρου στο εσωτερικό του; Σε τι χρησίμευε ο χώρος νότια του ληνού και πότε χρονολογείται η ασβεστοκάμινος στο εσωτερικό του; Πότε κατασκευάστηκε ο νότιος αναλημματικός τοίχος και πόσες φάσεις έχει η οδός στα βόρειά του;