»
Έρευνα Αρχαίας Σικυώνας

Νότια Στοά

Εισαγωγή

H μακρά δίστοιχη στοά, μήκους 106 μ., πλάτους 16,5 μ. και με 20 δωμάτια στο πίσω της μέρος, ανασκάφηκε από τον Α. Ορλάνδο το 1951 και το 1952. Από τις σύντομες εκθέσεις της ανασκαφής στα ΠΑΕ δεν είναι σαφές σε ποια έκταση και σε τι βάθος ανασκάφηκε το μνημείο, αλλά από τα σχέδια φαίνεται ότι αποκαλύφθηκε αρκετά ώστε να καθοριστεί η αρχιτεκτονική του κάτοψη. Με βάση φωτογραφίες αρχείου και την κατάσταση του μνημείου σήμερα συμπεραίνουμε ότι η ανασκαφή της στοάς έγινε με οδηγό τους τοίχους της και χωρίς στρωματογραφική μέθοδο. Αυτό είναι προφανέστερο στην περίπτωση των δωματίων όπου υπάρχει τάφρος ένθεν και ένθεν των διαχωριστικών τοίχων τους, ενώ το εσωτερικό τους είναι υπερυψωμένο. Επίσης, κατά την παλαιά ανασκαφή δεν συνελέγη καθόλου κεραμεική ούτε άλλα κινητά ευρήματα, κατά συνέπεια οι χρονολογικές φάσεις της στοάς και οι χρήσεις της παρέμεναν άγνωστες. Η ανασκαφή του 2013 είχε στόχο τη στρωματογραφική διερεύνηση ενός δωματίου για την συγκέντρωση στοιχείων που θα μας επιτρέψουν να χρονολογήσουμε την ανέγερση της στοάς και τις χρονολογικές της φάσεις, και να εξετάσουμε τις πιθανές χρήσεις της. Με απώτερο στόχο να διερευνήσουμε τη σχέση της στοάς με τα κτίσματα στα νότιά της ξεκινήσαμε με την ανασκαφή δωματίου στην ευθεία της νότιας ανασκαφικής τομής (13ο δωμάτιο από δυσμάς) και συνεχίσαμε με την ανασκαφή τμήματος ενός δεύτερου δωματίου (4ο δωμάτιο) πλησιέστερα στο δυτικό άκρο του μνημείου.


Η νότια στοά της Σικυώνας από Δυτικά.


Το 13ο δωμάτιο της στοάς (αριθμημένο από Δυτικά) πριν την ανασκαφή του.


Η περιοχή της έρευνας του 2013 με τους αριθμούς των δωματίων της Νότιας Στοάς που ερευνήσαμε ανασκαφικά και τη μεγάλη ανασκαφική τομή νότια της στοάς.


Συμπερασματικά, από την ανασκαφή μέρους των δύο δωματίων της στοάς προέκυψε πληθώρα στοιχείων για τον τρόπο κατασκευής της στοάς και τη χρονολόγησή της. Ως προς την κατασκευή, γνωρίζουμε πλέον ότι η θεμελίωση της στοάς ενέπλεξε τεχνητή επίχωση, που στο ανατολικό της άκρο θα έφθανε σε ύψος τα τέσσερα μέτρα, έτσι ώστε να επιπεδωθεί η έντονη φυσική κατωφέρεια του εδάφους από δυσμάς προς ανατολάς. Η επίχωση αποτελείται από στρώσεις terra rossa, καθαρής ή με προσμίξεις. Το χώμα προέρχεται από τη γύρω περιοχή και ενδείκνυται για επιχώσεις, γιατί έχει την ιδιότητα να απορροφά την υγρασία και να γίνεται έτσι εξαιρετικά συμπαγές. Η επίχωση της στοάς ακολουθούσε την ανέγερση των τοίχων της, εάν κρίνουμε από την αντιστοιχία μεταξύ των στρωμάτων των επιχώσεων και του ύψους των δόμων των τοίχων που τις περιέβαλλαν. Οι δόμοι αυτοί είναι, κατά κανόνα, κροκαλοπαγείς και είτε λατομήθηκαν στο ίδιο το πλάτωμα για τις ανάγκες του έργου είτε αφαιρέθηκαν από προϋπάρχοντα κτίσματα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της δεύτερης περίπτωσης είναι ο ανώτερος σωζόμενος δόμος της δυτικής πλευράς του Δωματίου 13, που είναι από ασβεστόλιθο και ανήκε αρχικά σε ένα κυκλικό ή ημικυκλικό κτίριο, και ο ανώτερος σωζόμενος δόμος της ανατολικής πλευράς του Δωματίου 4 με τις μεγάλες εγκοπές. Επίσης, σε διάφορα σημεία της ανασκαμμένης στοάς διακρίνεται κονίαμα στην επιφάνεια λίθων, που δεν συνεχίζεται στους διπλανούς τους υποδηλώνοντας ότι είναι και αυτοί σε δεύτερη χρήση. Η χρήση λίθων από άλλα μνημεία θα είχε οπωσδήποτε διευκολύνει και επιταχύνει την ανέγερση της στοάς. Επαναχρησιμοποιημένο υλικό παρατηρούμε και σε άλλα πρώιμα ελληνιστικά μνημεία της πόλης, όπως τα τείχη, το γυμνάσιο και το θέατρο. Αναμφίβολα, η πόλη των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων, που άλωσε και κατέστρεψε ο Δημήτριος Πολιορκητής, χρησίμευσε ως πηγή λίθου για την ανέγερση της νέας πόλης και των δημόσιων μνημείων της.

Η κεραμική από τις τάφρους θεμελίωσης και από το υπόστρωμα των δαπέδων των δωματίων χρονολογείται μεταξύ της ύστερης κλασικής και της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου. Καθοριστικής σημασίας είναι η παρουσία οστράκων μονοκόμματων κανθάρων που χρονολογούνται στα 275-265 π.Χ. και θέτουν σε αμφισβήτηση την απόδοση της στοάς στον Δημήτριο Πολιορκητή. Στην ανασκαφή των δύο δωματίων βρέθηκε και σχετικά μικρός αριθμός οστράκων που χρονολογούνται στα πρώιμα ρωμαϊκά χρόνια και θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν χρήση της στοάς σε αυτήν την περίοδο. Το βέβαιο πάντως είναι ότι η δυτική πλευρά της στοάς επαναχρησιμοποιήθηκε στους υστερορρωμαϊκούς χρόνους, έως και τον 7ο αι. μ.Χ. Ίχνη βιοτεχνικής δραστηριότητας μεταγενέστερης εποχής είχε ανακαλύψει και ο Ορλάνδος στο δυτικό άκρο της στοάς. Με την ανασκαφή μας τεκμηριώσαμε πληρέστερα την έκταση της δραστηριότητας και προσδιορίσαμε ακριβέστερα την εποχή της επανάχρησης της στοάς. Η παρουσία πολλών νομισμάτων στο τμήμα του Δωματίου 4 που σκάψαμε σε συνδυασμό με τα ευρήματα της παλαιάς ανασκαφής του Ορλάνδου μας κάνει να υποθέσουμε ότι εδώ είχε εγκατασταθεί μια βιοτεχνία με επιτόπια διάθεση των προϊόντων της. Στην ανασκαφή δεν αναγνωρίσαμε ίχνη του αρχικού δαπέδου των δωματίων που ερευνήσαμε ή στρώματος καταστροφής. Αυτό σε συνδυασμό με το επίπεδο του στυλοβάτη της στοάς που σώζεται στο δυτικό της άκρο και τη σύσταση των στρωμάτων που σκάψαμε υποδεικνύει ότι τα στρώματα είναι αρχαίες τεχνητές επιχώσεις για την ανύψωση του επιπέδου των δωματίων της στοάς καθ' όλο το μήκος της. Τι απέγινε το αρχαίο δάπεδο δεν είναι σαφές, όπως δεν είναι σαφής η κατάσταση του μνημείου πριν την πρώτη ανασκαφή του. Τουλάχιστον τώρα γνωρίζουμε ότι η στοά υπέστη εκτεταμένη λιθοθηρία ήδη από τα υστερορρωμαϊκά χρόνια και ότι οι λίθοι χρησιμοποιήθηκαν είτε σε άλλα κτίσματα είτε για την παραγωγή ασβέστη. Το παχύ ασβεστούχο στρώμα στο Δωμάτιο 13 είναι πιθανώς κατάλοιπο της δεύτερης περίπτωσης. Η απουσία δαπέδων μας στερεί ουσιαστικά τη δυνατότητα να διερευνήσουμε το περιεχόμενο των δωματίων της στοάς και κατ’ επέκταση τις χρήσεις του μνημείου.