»
Έρευνα Αρχαίας Σικυώνας

Η έρευνα του 2009

Μελέτη του υλικού

O Peter Stone, που μελετά την ελληνιστική κεραμεική μας, ολοκλήρωσε την καταγραφή της Κλασικής και Ελληνιστικής κεραμεικής που συλλέχθηκε κατά την διάρκεια της πενταετούς επιφανειακής έρευνας. Η πρώϊμη και μέση Ελληνιστική κεραμεική της Σικυώνος (τέλος 4ου έως μέσα 2ου αι. π.Χ.) μοιάζει με την κεραμεική των γειτονικών πόλεων της Κορίνθου, των Ισθμίων και της Στυμφάλου, και διαφέρει αισθητά από αυτή της Αττικής, του Άργους και της Ήλιδος. Κατά τη διάρκεια αυτών των αιώνων οι εισαγωγές είναι λίγες, ως επί το πλείστον αμφορείς από την Αδριατική, ενώ οι εισαγωγές από το Αιγαίο είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Με την εντατικοποίηση της κεραμεικής παραγωγής στη Σικυώνα κατά τη διάρκεια του 2ου αι. π.Χ., οι ελληνο-ιταλικοί αμφορείς (ιδίως οι τύπου Brindisi και Lamboglia 2) αποτέλεσαν τα πρότυπα για την παραγωγή των τοπικών αμφορέων. Εκτός από τους αμφορείς, οι Σικυώνιοι κεραμείς, δραστήριοι ιδίως από τον 2ο αι. π.Χ. μέχρι και τον 1ο αι. μ.Χ., παρήγαγαν επιτραπέζια, μαγειρικά και χρηστικά σκεύη, όλα με τον χαρακτηριστικό τοπικό πηλό -χοντρόκοκκος με πυριτικά εγκλείσματα. Η σημαντικότερη συνοικία κεραμέων της αρχαίας Σικυώνος βρισκόταν στο νότιο άκρο του νότιου πλατώματος, και γειτνίαζε με οικιστικά τετράγωνα προς βορρά και ανατολή. Υλικό της ελληνιστικής εποχής βρέθηκε διάσπαρτο σε όλο το πλάτωμα, με μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στο κατώτερο πλάτωμα. Αντίθετα, υλικό της Κλασικής εποχής βρέθηκε σε μικρές συγκεντρώσεις στο δυτικότερο άκρο του ανώτερου πλατώματος, καθώς και κατά μήκος της νότιας πλευράς του νότιου πλατώματος. Αυτές οι συγκεντρώσεις στα άκρα της πόλης μπορεί και να οφείλονται στη σχετικά μικρή παρουσία ελληνιστικού και υστερότερου υλικού, που σε άλλες περιοχές καλύπτει τα προγενέστερα κατάλοιπα.

Η Έλλη Τζαβέλλα, που μελετά τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή κεραμεική μας, κατέγραψε την υπόλοιπη κεραμεική από το νότιο πλάτωμα. Ο τομέας ακριβώς νότια της αγοράς (SP76-81) απέδωσε κεραμεική της μέσης και ύστερης αυτοκρατορικής περιόδου (2ος έως 4ος αι. μ.Χ.), ενώ η περιοχή ανατολικά της αγοράς (SP83-106) είχε μεγάλες συγκεντρώσεις ύστερο-ρωμαϊκού και πρώϊμου βυζαντινού υλικού (4ος έως 7ος αι. μ.Χ.). Αντίθετα, η υστερο-ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή αντιπροσωπεύονται ελάχιστα στο νοτιο-ανατολικό πρόβολο του πλατώματος (SP82 και 107), που απέδωσε κεραμεική κυρίως της Φραγκοκρατίας και της πρώϊμης Τουρκοκρατίας (13ος έως 16ος αι.). Φαίνεται πως η επέκταση του οικισμού εδώ οφείλεται στην ανέγερση του κάστρου από τους Βιλλεαρδουίνους στον πρώϊμο 13ο αι. Η δραστηριότητα στην περιοχή αυτή περιορίζεται από τον 17ο αι. κ.ε. παρά το γεγονός ότι το ίδιο το κάστρο ή τουλάχιστον μέρος του ήταν ακόμα σε χρήση -αυτή τη φορά από τους Τούρκους. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η παρουσία εδώ υλικού της πρώϊμης ρωμαϊκής περιόδου, που δηλώνει ότι η επέκταση του οικισμού κατά την περίοδο αυτή είχε φτάσει στο ζενίθ της. Αν και η ρωμαϊκή και υστερότερη κεραμεική από ένα σημαντικό μέρος του βόρειου πλατώματος (NP108-138) και από το κεντρικό μέρος του ανώτερου πλατώματος (UP56-81) δεν έχει ακόμα μελετηθεί, η εικόνα που προκύπτει από το υλικό που έχει μέχρι στιγμής καταγραφεί είναι η ακόλουθη: στην πρώϊμη ρωμαϊκή περίοδο ο οικισμός επεκτεινόταν στο μεγαλύτερο μέρος του πλατώματος με πιθανή εξαίρεση το δυτικό τμήμα του ανώτερου πλατώματος. Οικιστικές νησίδες κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του βόρειου και νότιου πλατώματος ενώ η νότια άκρη του νότιου πλατώματος ήταν η συνοικία των κεραμέων όπως και κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Στους μέσο-ρωμαϊκούς χρόνους ο οικισμός φαίνεται ότι συρρικνώθηκε με την κατοίκηση να συγκεντρώνεται στο βόρειο πλάτωμα. Περαιτέρω συρρίκνωση παρατηρείται στους ύστερο-ρωμαϊκούς και πρώϊμους βυζαντινούς χρόνους, όταν η δραστηριότητα επικεντρώνεται στο κεντρικό τμήμα του πλατώματος, γύρω από την αρχαία αγορά. Ένα αξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό της πρώϊμης βυζαντινής κεραμεικής από την επιφανειακή έρευνα είναι η σχεδόν παντελής απουσία λεπτής κεραμεικής, που υποδεικνύει το χαμηλό βιωτικό επίπεδο της κοινότητας εκείνη την περίοδο.

Ο Matt Maher, υπεύθυνος για τη ρωμαϊκή λεπτή κεραμεική, ολοκλήρωσε τη μελέτη και καταγραφή των οστράκων που βρέθηκαν στην επιφανειακή έρευνα. Κεραμεική αυτού του είδους απαντάται αραιά στο κατώτερο πλάτωμα, και υψηλότερες συγκεντρώσεις υστερο-ρωμαϊκής λεπτής κεραμεικής (κυρίως African Red Slip) παρατηρήθηκαν μόνο στην περιοχή ανατολικά της αγοράς.

Η Ιουλία Τζώνου-Herbst μελέτησε την προϊστορική κεραμεική μας, ένα σύνολο 60 περίπου οστράκων. Παρά τον μικρό αριθμό, όλες οι μεγάλες χρονικές περίοδοι αντιπροσωπεύονται, από τη μέση νεολιθική μέχρι την ύστερο-ελλαδική ΙΙΙΓ. Τουλάχιστον 20 όστρακα ανήκουν στην ΥΕΙΙ και ΙΙΙ περίοδο, άλλα 10 περίπου είναι Νεολιθικά, και ακόμα λιγότερα της πρώιμης ελλαδικής και μεσο-ελλαδικής περιόδου.

Η σχεδιάστρια Αναστασία Δούκα σχεδίασε περίπου 90 όστρακα, συμπληρώνοντας τα σχέδια που έχουν γίνει σε προηγούμενες περιόδους, έτσι ώστε να έχουμε σήμερα τα περισσότερα σχέδια που χρειαζόμαστε για την τελική δημοσίευση.

Ο Conor Trainor, υπεύθυνος για την μελέτη των πηλών, επικεντρώθηκε στη μελέτη του πηλού διαγνωστικών οστράκων από την επιφανειακή έρευνα έτσι ώστε να επαληθεύσει την κατηγοριοποίηση της κεραμεικής της επιφανειακής έρευνας βάσει πηλού που έκανε σε προηγούμενες περιόδους. Τα θραύσματα αμφορέων είναι ιδιαίτερα σημαντικά και η ανάλυσή τους έγινε από την Leticia Rodriguez υπό την καθοδήγηση του Conor Trainor. Επίσης καταγράφηκαν τα διαγνωστικά όστρακα από το SP82, στην πλειονότητά τους προϊστορικά και μεσαιωνικά. Το μείζον πρόβλημα με τους πηλούς της κεραμεικής από την επιφανειακή έρευνα είναι η ομοιογένειά τους δεδομένου ότι περισσότερα από τα 3/4 των οστράκων που συλλέξαμε (περίπου 140.000 όστρακα) ανήκουν σε μια οικογένεια πηλού, χοντρόκοκκου με πυριτικά εγκλείσματα. Η πετρογραφική ανάλυση έδειξε ότι αυτή η ομάδα πηλού είναι ένα μείγμα μάργας και terra rossa με εγκλείσματα χαλαζία, ασβεστίου και πυριτόλιθου. Κατά συνέπεια, η προσπάθεια επικεντρώνεται στο να αναγνωρίσουμε διαφορές στην σύνθεση, όπτηση ή διαδικασία καθαρισμού του πηλού (levigation), και να καταλάβουμε τι σημαίνουν αυτές οι διαφορές. Ύστερα από την εξέταση 335 επιλεγμένων οστράκων καταρτίσαμε ένα προκαταρκτικό πίνακα ιδιοτήτων (όπτησης, αδρότητας, υφής, πυκνότητας, προσμίξεων, χρώματος κλπ) ανά λειτουργική κατηγορία σκευών (αποθηκευτικά, επιτραπέζια, μαγειρικά κλπ.) και χρονολογική περίοδο (ελληνιστική, πρώϊμη ρωμαϊκή, μεσο-ρωμαϊκή, υστερο-ρωμαϊκή, οθωμανική). Από τα 141 όστρακα αμφορέων που εξετάσθηκαν, περισσότερο από τα μισά φαίνεται να είναι τοπικά προϊόντα, πολλά εκ των οποίων προέρχονται από το νότιο πλάτωμα, κάτι που υποδεικνύει τον πιθανό τόπο παραγωγής τους. Τέλος, η εξέταση των προϊστορικών οστράκων από το SP82 έδειξε ότι η χρήση τοπικών πηλών και ορυκτών ανάγεται στη μέση νεολιθική περίοδο.

Τα νομίσματα που βρέθηκαν στην επιφανειακή έρευνα συντηρήθηκαν από την Νικόλ Αναστασάτου (συντηρήτρια των ανασκαφών της Αρχαίας Κορίνθου) και καταγράφηκαν από τον Ορέστη Ζερβό (νομισματολόγο των ανασκαφών της αρχαίας Κορίνθου). Έχουμε συνολικά 21 νομίσματα, μια μικρή αλλά ενδιαφέρουσα συλλογή που ξεκινά από μια Αθηναϊκή έκδοση του 4ου αι. π.Χ. και καταλήγει σε μια έκδοση της Βενετίας του 16ου αι. μ.Χ.

Ο Γιάννης Λώλος και ο Dan Stewart ξανακύτταξαν όλα τα αρχιτεκτονικά μέλη που εντοπίστηκαν και καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια της επιφανειακής έρευνας (πάνω από 1200) και καταχώρησαν τις πληροφορίες σε μια βάση δεδομένων (που σχεδιάστηκε από τον Michael Charno) που περιλαμβάνει αναγνώριση, λιθολογία, διαστάσεις και άλλα χαρακτηριστικά (στυλιστικά κλπ) για κάθε καταχωρημένο θραύσμα. Δεν ήταν πάντα εύκολο ή ασφαλές να αποφασίσουμε εάν πρόκειτο για τις αρχικές ή τις σωζόμενες ή πάλι τις ορατές διαστάσεις των αρχιτεκτονικών λειψάνων, έτσι όταν δεν ήταν σαφές, αποφασίσαμε να είμαστε προσεκτικοί και να χαρακτηρίζουμε τις διαστάσεις ως "σωζόμενες," ακόμα και αν σε κάποιες περιπτώσεις ενδέχεται να αντιπροσωπεύουν τις αρχικές διαστάσεις. Ο στόχος μας είναι να τοποθετήσουμε κατά προσέγγιση όλα τα διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη (αυτά που δεν βρέθηκαν κατά χώρα δηλαδή) στον χάρτη κατά είδος (λιθόπλινθοι, σπόνδυλοι κιόνων κλπ.) βάσει των συντεταγμένων τους με GPS χειρός και τις περιγραφές σχετικά με την θέση τους. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να ελέγξουμε εάν η χωρική τους διασπορά οφείλεται σε νεώτερες επεμβάσεις στα πλαίσια αγροτικών ή άλλων εργασιών ή στην αρχαία κατάσταση, συγκρίνοντάς τα με τα κατά χώρα αρχιτεκτονικά μέλη και τα αποτελέσματα των γεω-φυσικών διασκοπήσεων. Επιπλέον, οι διαστάσεις αυτών των θραυσμάτων, στην πλειονότητά τους λιθόπλινθοι, θα μας βοηθήσουν να καθορίσουμε τις συνήθεις διαστάσεις των λίθων που έκοβαν οι Σικυώνιοι κτίστες και θα συμβάλλουν στην μελέτη του Chris Hayward για τα λατομεία της Σικυώνος.