»
Έρευνα Αρχαίας Σικυώνας

Γεωφυσική έρευνα


Επισκόπηση με ηλεκτρικές μεθόδους στο χώρο της αρχαίας αγοράς.

O ευρύτερος στόχος της γεωφυσικής έρευνας είναι το να συμπληρώνει και να ενημερώνει τα αποτελέσματα της αρχαιολογικής επιφανειακής έρευνας, παρέχοντας ένα γρήγορο και αποτελεσματικό τρόπο για την εκτίμηση της κατάστασης του υπεδάφους και της φύσης και διατήρησης των αρχαιολογικών στρωμάτων. Εντός του αρχαιολογικού χώρου, που εν μέρει αντιστοιχεί με την αρχαία αγορά και δεν συμπεριλαμβάνεται στην εντατική επιφανειακή έρευνα, στόχος μας είναι:
α) να ανακαλύψουμε τα όρια και το σχήμα της αγοράς,
β) να εντοπίσουμε μνημειώδη κτίσματα, μερικά από τα οποία αναφέρει ο Παυσανίας, και
γ) να αναγνωρίσουμε τις σχεδιαστικές της αρχές, και να υπολογίσουμε τις διαστάσεις της με αρχαίες μετρικές μονάδες.
Ο καθορισμός των ορίων της αγοράς μπορεί να μας βοηθήσει και στον καθορισμό του μεγέθους ενός τυπικού οικοδομικού τετραγώνου (insula), το οποίο μπορούμε να ελέγξουμε και να επαληθεύσουμε κατά τη διάρκεια της έρευνας του υπόλοιπου πλατώματος.

Η επιλεκτική γεωφυσική έρευνα παράλληλα με την επιφανειακή έρευνα στο ευρύτερο περιβάλλον του αρχαίου άστεος, εκτός πλέον της αγοράς, συμβάλλει άμεσα στην ερμηνεία και ανάλυση των αποτελεσμάτων της επιφανειακής έρευνας με το να μας βοηθά να υπολογίσουμε τον βαθμό και την κλίμακα αντιπροσώπευσης των υπεδάφιων καταλοίπων στα υπέργεια σύνολα. Επιπλέον τα γεωφυσικά δεδομένα συμπληρώνουν τα επιφανειακά ίχνη με τη χαρτογράφηση δομών και ανθρωπογενών χαρακτηριστικών που δεν είναι ορατά στην επιφάνεια του εδάφους. Για παράδειγμα, σε περιοχές με ίχνη εντατικής ανθρώπινης κατοίκησης και δραστηριότητας η γεωφυσική έρευνα ενδέχεται να μας δώσει εικόνα της κάτοψης μιας τυπικής Σικυώνιας οικίας ή ενός εργαστηρίου, ακόμα και μιας ολόκληρης συνοικίας. Τελικά, θα καταρτίσουμε έναν χάρτη που θα συνδυάζει τα γεωφυσικά και άλλα δεδομένα, και θα απεικονίζει με το λεπτομερέστερο δυνατό τρόπο την αρχαιολογία του πλατώματος.


Επισκόπηση με μαγνητικές μεθόδους στο χώρο της αρχαίας αγοράς.

Η γεωφυσική έρευνα χρησιμοποιεί ηλεκτρικές και μαγνητικές μεθόδους σε επιλεγμένα τετράγωνα, 20 x 20 μ ή μικρότερα, προσανατολισμένα στα σημεία του ορίζοντα (Β-Ν, Α-Δ). Χρησιμοποιούνται δύο όργανα: ένα για τη μέτρηση της ηλεκτρικής αντίστασης του εδάφους (Geoscan RM15, Resistance Meter) σε διπλή διάταξη (Twin-Probe Array) μαζί με τον πολυπλέκτη ΜPΧ15 και ένα διαφορικό μαγνητόμετρο ροής για τη μέτρηση της κατακόρυφης βαθμίδας του μαγνητικού πεδίου της γης (Geoscan FM36, Fluxgate Gradiometer). Η απόσταση των κινητών ηλεκτροδίων ρεύματος και δυναμικού είναι 0.5 μ και η απόσταση του μαγνητομέτρου από την επιφάνεια του εδάφους περίπου στο 0.5 μ. Το βάθος της διασκόπησης με τις συγκεκριμένες τεχνικές κυμαίνεται έως 1.5 μ από την επιφάνεια του εδάφους. Το βήμα δειγματοληψίας παραμένει σταθερό στο 1 μ καθ' όλη τη διάρκεια της γεωφυσικής έρευνας για τις ηλεκτρικές διασκοπήσεις, ενώ κυμαίνεται από 0.5-1 μ για τις μαγνητικές διασκοπήσεις. Η δειγματοληψία των μετρήσεων της ηλεκτρικής αντίστασης με τη μέθοδο του Multiplexer πραγματοποιείται με βήμα 0.5 μ. Κατά την επεξεργασία των γεωφυσικών δεδομένων όλες οι μετρήσεις μετατρέπονται σ'ένα κοινό σύστημα αναφοράς με τη χρήση διορθωτικών συντελεστών (grid και line equalization). Στη συνέχεια εφαρμόζεται επιλεκτικά αφαίρεση υψηλών και χαμηλών ακραίων τιμών (selective despiking) και συμπίεση του δυναμικού εύρους τους (compression of dynamic range). Το τελικό στάδιο της επεξεργασίας περιλαμβάνει την ανάλυση των γεωφυσικών ανωμαλιών, τη δημιουργία διαγραμματικών χαρτών απεικόνισης των πιο σημαντικών χαρακτηριστικών τους, και την ερμηνεία τους.