»
Έρευνα Αρχαίας Σικυώνας

Εκτατική επιφανειακή έρευνα

Κατά την εκτατική έρευνα επιφανείας στη Σικυωνία χώρα (1996 - 2002) εντοπίστηκαν, καταγράφηκαν και χαρτογραφήθηκαν περισσότερες από 250 θέσεις, οικιστικές μονάδες (από κώμες μέχρι αγροικίες), τάφοι και μεσαιωνικές εκκλησίες, ίχνη οδών και γεφυρών, φρούρια και φυλάκια, ιερά, λατομεία, υδραγωγεία και δεξαμενές, αναλήμματα για καλλιέργεια κ.ά.


Η επικράτεια της αρχαίας Σικυώνας με τα σημερινά χωριά.


Η επικράτεια της αρχαίας Σικυώνας με τις χαρτογραφημένες αρχαιολογικές θέσεις.


Τα πολιτικά σύνορα της αρχαίας Σικυώνος βάσει αναφορών στην αρχαία γραμματεία, αρχαιολογικών καταλοίπων και του φυσικού αναγλύφου ορίζονται από τον Κορινθιακό κόλπο προς βορρά, τον ποταμό της Νεμέας στα ανατολικά, τον ποταμό του Ξυλοκάστρου (αρχαίος Σύθας) στα δυτικά, την Ευαγγελίστρια Στιμάγκας (αρχαία Θυαμία), τον Γαβριά και τα Ισώματα Κεφαλαρίου προς νότον, εσωκλείοντας έτσι μια περιοχή 360 περίπου χλμ2. Η περιοχή αυτή περιλαμβάνει δύο οροσειρές, το Τρικάρανον (σημερινή Ευαγγελίστρια) και τη Βέσιζα, που χωρίζονται από την κοιλάδα του ποταμού της Νεμέας, και δύο πεδιάδες, μια στα δυτικά της Βέσιζας και ανατολικά της Κυλλήνης, καθώς και την εύφορη παράκτια πεδιάδα που διασχίζουν διάφοροι χείμαρροι και ρέματα. Πάνω από το 80% της Σικυωνίας χώρας ήταν ορεινό και ημιορεινό, με κλιμακωτή άνοδο του εδάφους από το επίπεδο της θάλασσας στα 1100 μ υψόμετρο στα νότια και νοτιο-δυτικά και στα 700 μ στα νοτιο-ανατολικά.

Αμαξήλατες οδοί που συνέδεαν τη Σικυωνία με τις όμορές της πόλεις και ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές ακολούθησαν σε ένα βαθμό φυσικά περάσματα και το φυσικό ανάγλυφο με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την κατά τον Παυσανία «ευθεία οδό» που συνέδεε την Σικυώνα με τον Φλιούντα και την Αρκαδία και ακολουθούσε την κοίτη του Ασωπού. Μια δεύτερη οδός με νοτιο-δυτική κατεύθυνση ακολουθούσε την κοίτη του ποταμού της Νεμέας, ενώ δύο ακόμα οδοί τη ράχη του Τρικαράνου όρους. Εντυπωσιάζει ο αριθμός των οδών με κατεύθυνση το εσωτερικό της Πελοποννήσου, κάτι που εξηγείται μερικώς από τη νευραλγική θέση της Σικυωνίας για τις εκστρατείες των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους βορείως του Ισθμού. Η κατασκευή των οδών αυτών ενέπλεξε έργα υποθεμελίωσης και αντιστήριξης, όπως στην περίπτωση της οδού από το πλάτωμα της Σικυώνος στον Φλιούντα μέσω Τιτάνης, όπου στο ύψος του Ξεροκαστελλίου το φυσικό στενό διάσελο είχε ενισχυθεί με επάλληλα ισχυρά αναλήμματα, έτσι ώστε να περιορισθεί η διάβρωση. Η χάραξη και κατασκευή των οδών με δυτική κατεύθυνση ήταν ακόμα πιο απαιτητική καθώς αντέβαινε στο φυσικό ανάγλυφο. Εδώ χρειάστηκε κατασκευή γεφυρών, ενίοτε μεγάλου ύψους και μήκους, ακόμα και κόψιμο του βραχώδους πρανούς για την εξασφάλιση πλάτους ικανού για την διέλευση αμαξών. Υπολογίζεται ότι μια από τις γέφυρες στον Ελισσώνα, προ-ρωμαϊκής εποχής, είχε μήκος 27 μ, ενώ στο Ελληνικό της Μεγάλης Βάλτσας ο βράχος κόπηκε κάθετα σε συνολικό μήκος περίπου 150 μ και μέγιστο ύψος 1,7 μ για τη διέλευση οδού πλάτους 4 μ. Εντυπωσιακή επίσης είναι η ρωμαϊκή λεωφόρος που συνέδεε την Κόρινθο με την Αχαΐα, λόγω της ευθύγραμμης χάραξης που απαίτησε τη γεφύρωση μεγάλων ρεμάτων και ποταμών.


Η αρχαία οδός στα Σαϊταίικα Βέλου.


Η αρχαία οδός με τις αρματροχιές κάτω από τον Άγιο Τρύφωνα Τιτάνης.


Το δυτικό βάθρο της αρχαίας γέφυρας στον Ελισσώνα.



Λεπτομέρεια βάθρου της αρχαίας γέφυρας στο ποτάμι του Κυρίλλου.


Η κατατομή για την αρχαία οδό κοντά στο Ελληνικό Μεγάλης Βάλτσας.


Το ανατολικό βάθρο της Ρωμαϊκής γέφυρας στον Ασωπό, πλησίον της Τουρκογέφυρας.


Αρκετές από αυτές τις οδούς ελέγχονταν οπτικά από φυλάκια διάσπαρτα στη Σικυωνία. Ορθογώνιες και, σπανιότερα, κυκλικές στιβαρές κατασκευές ορθώνονταν σε περίοπτα σημεία της χώρας, διασφαλίζοντας οπτική επικοινωνία μεταξύ αυτών, των φρουρίων και τελικά του άστεος. Η κατόπτευση της "ευθείας οδού" προς τον Φλιούντα γινόταν από τουλάχιστον 4 φυλάκια και 2 φρούρια που εντοπίστηκαν πάνω από την αριστερή όχθη του Ασωπού. Τα περισσότερα φρούρια της Σικυωνίας είχαν ανεγερθεί κοντά στα νότια σύνορά της με μια εξαίρεση – το οχυρό του Ελληνικού Μ. Βάλτσας. Έτσι εξηγείται η ανέγερση τείχους στην Τιτάνη, που επικοινωνούσε οπτικά αφενός με το φυλάκιο του Προφήτη Ηλία Παραδεισίου στα βόρεια και αφετέρου, με το φρούριο του Κοκκινόβραχου στα ΝΔ – το τελευταίο με θέαση τόσο του Φλιούντος όσο και της Στυμφάλου. Με εμβαδόν 5,580 μ2, στιβαρό τείχος πλάτους 2,2 – 2,3 μ με 6 πύργους και έναν πύργο στην κορυφή του λόφου είναι ασφαλώς το σημαντικότερο φρούριο της Σικυωνίας που σώζεται μέχρι σήμερα και αξίζει να συμπεριληφθεί στον διαρκή κατάλογο των κηρυγμένων μνημείων της Κορινθίας. Ο έλεγχος του κάμπου του Κλημεντοκαισαρίου διασφαλιζόταν από 2 φρούρια (Γουλάς και Αγ. Κωνσταντίνος Καισαρίου), και τουλάχιστον 2 φυλάκια (Τσακούθι και Θέκριζα), ενώ το οχυρό του Ελληνικού της Μεγάλης Βάλτσας ήταν στο σταυροδρόμι της οδού που ερχόταν από τη Στυμφαλία με κατεύθυνση τη Σικυώνα με αυτήν που πιθανότατα ένωνε τη Σικυώνα με την Πελλήνη.


Άποψη του αρχαίου φρουρίου στην Τιτάνη.


Το σωζόμενο τμήμα του αρχαίου φυλακίου στον Προφήτη Ηλία Παραδεισίου.


Κάτοψη του φρουρίου στον Κοκκινόβραχο Μποζικά.



Λεπτομέρεια του τείχους του φρουρίου στον Κοκκινόβραχο Μποζικά.


Ο αρχαίος κυκλικός πύργος στο Τσακούθι Καισαρίου.


Ο αρχαίος ορθογώνιος πύργος στη Θέκριζα Κρυονερίου.


Εκτός από σημεία ελέγχων των ορίων της Σικυώνος και των οδικών της αρτηριών, τα φρούρια χρησίμευαν και ως καταφύγιο του πληθυσμού των γειτονικών οικισμών – όπως στην περίπτωση του Κάστρου στη Γονούσσα, εμβαδού 2.000 μ2. Στους πρόποδες του Κάστρου εντοπίσαμε δύο σημαντικούς οικισμούς (Γκουρκιώνη και Αγ. Δημήτριος) με διασπορά επιφανειακού υλικού σε ακτίνα 20 και 28 περίπου στρεμμάτων αντίστοιχα και κατοίκηση από τη Μυκηναϊκή εποχή μέχρι και τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.


Λεπτομέρεια του φρουρίου στο Ελληνικό Μεγάλης Βάλτσας.


Λεπτομέρεια του φρουρίου στο Κάστρο Γονούσσας.


Η θέση Γκουρκιώνη κάτω από το Κάστρο της Γονούσσας.


Από τις θέσεις που ερευνήσαμε στη Σικυωνία ερμηνεύσαμε ως οικιστικές 148, με τις πρωϊμότερες να ανάγονται στη Νεολιθική περίοδο και τις υστερότερες στο 19ο αιώνα. Παρατηρήσαμε μια συγκέντρωση προϊστορικών θέσεων κοντά στην παράκτια πεδιάδα (10 από τις 18 θέσεις αυτής της περιόδου), όπου και η σημαντικότερη προϊστορική θέση της Σικυωνίας που καταγράψαμε – τα Λιθαράκια Κρηνών με διασπορά κεραμεικής σε ακτίνα 30 περίπου στρεμμάτων και κατοίκηση από τα Νεολιθικά έως και τα Γεωμετρικά χρόνια. Όπως φαίνεται και στο ιστόγραμμα, η κατοίκηση στη Σικυωνία ακολούθησε αυξητική πορεία από την 6η περίπου χιλιετία π.Χ. μέχρι την YE και από τη Γεωμετρική έως την Κλασική περίοδο οπότε και έφθασε στο ζενίθ της.

Στην κλασική περίοδο αναπτύχθηκαν και οι μεγαλύτεροι οικισμοί εκτός άστεος (σε 12 παρατηρήσαμε διασπορά υλικού σε ακτίνα μεγαλύτερη των 20 στρεμμάτων) αλλά και μια πληθώρα μικρών οικιστικών θέσεων (με διασπορά υλικού σε ακτίνα 1000-8.000 μ2) που πιθανότατα αντιπροσωπεύουν μεμονωμένες αγροικίες. Για την ικανοποίηση των ζωτικών αναγκών του πληθυσμού, οι άνθρωποι άρχισαν τώρα να καλλιεργούν και περιοχές λιγότερο εύφορες, ημιορεινές και συνήθως επικλινείς, και προσπάθησαν να βελτιώσουν την αποδοτικότητά τους με την κατασκευή αναλημμάτων και άλλων έργων υποδομής. Στα ύστερα ελληνιστικά και λιγότερο στα ρωμαϊκά χρόνια έχουμε συρρίκνωση των οικιστικών θέσεων της χώρας. Η ανάκαμψη θα έρθει στα υστερο-ρωμαϊκά χρόνια, κάτι που έχει παρατηρηθεί και σε άλλες περιοχές του ελληνικού κόσμου. Σε αυτή την περίοδο παρατηρήσαμε μια τάση για οικιστικές θέσεις μέσου και μεγάλου μεγέθους, και αντίστοιχη συρρίκνωση των μικρών θέσεων, κάτι που υποδεικνύει προτίμηση για συλλογική ζωή εκείνη την εποχή. Επίσης τώρα κτίζονται και εκκλησίες και μοναστήρια στην ύπαιθρο μια τάση που θα συνεχιστεί στη Βυζαντινή αλλά και μετα-βυζαντινή περίοδο με καλύτερο παράδειγμα τη Μονή Λεχώβης στο όρος Βέσιζα.


Τα Λιθαράκια Κρηνών.


Οικιστικές θέσεις της Σικυωνίας ανά περίοδο.


Το καθολικό της Μονής Λεχώβης.


Η συρρίκνωση των οικιστικών θέσεων της υπαίθρου στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια μπορεί να οφείλεται σε γενική πληθυσμιακή κρίση ή (και) σε συγκέντρωση του πληθυσμού στο επανιδρυθέν άστυ – το σημερινό πλάτωμα του Βασιλικού. Ο εντοπισμός και η χαρτογράφηση των ορατών τμημάτων του αρχαίου τείχους της Σικυώνος έδειξε ότι ολόκληρο το πλάτωμα, εμβαδού περίπου 2300 στρεμμάτων, ήταν εντός των τειχών.