Η χαρτογράφηση και εξέταση των διάσπαρτων επιφανειακών καταλοίπων στο πλάτωμα αποτελεί τον κορμό του προγράμματος. Η εντατική επιφανειακή έρευνα διερευνά τις χρονικές περιόδους και τον χαρακτήρα της ανθρώπινης παρουσίας και δραστηριότητας στον αστικό χώρο, και επιχειρεί να την ερμηνεύσει. Η χρονολόγηση βασίζεται σε κεραμεικά και αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, κι εδώ η σύγκριση με δεδομένα από τις ανασκαφές της Κορίνθου έχει αποδειχθεί πλέον ωφέλιμη. Τα ερωτήματα αφορούν και στην προϊστορική περίοδο καθώς και στην πρώιμη εποχή του σιδήρου, δηλαδή πριν την ίδρυση της πόλης από τον Δημήτριο, όπως και στην υστερο-ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, για τις οποίες δεν υπάρχει σχεδόν καμιά πληροφορία στις γραπτές πηγές.
Σωστικές ανασκαφές που έγιναν στην παράκτια πεδιάδα έφεραν στο φως τμήματα νεκροταφείων της υστερο-ελλαδικής και ύστερο-ρωμαϊκής/πρώιμης βυζαντινής περιόδου, και το ερώτημα παραμένει εάν ο κύριος οικισμός βρισκόταν εδώ ή στο πλάτωμα. Επιπλέον, τα δεδομένα από την εκτεταμένη επιφανειακή έρευνα στη Σικυώνια χώρα προσφέρουν βάση για σύγκριση και μελέτη της σχέσης του αστικού με τον αγροτικό χώρο. Θα θέλαμε να ξέρουμε αν, πότε και σε ποιο βαθμό η ανάπτυξη της περιφέρειας, όπως αυτή μαρτυρείται από την αύξηση του αριθμού των θέσεων σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, έγινε εις βάρος του άστεως ή εάν και πότε συμβάδιζε με αντίστοιχη ανάπτυξη του αστικού κέντρου. Ο μεγαλύτερος όγκος της κεραμεικής που μελετήσαμε στους εξω-αστικούς οικισμούς ανήκει στην υστερο-ελλαδική, κλασική, υστερο-ρωμαϊκή και μέσο-βυζαντινή περίοδο. Το γεγονός ότι η αρχαϊκή, ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδος αντιπροσωπεύονται σε μικρό έως πολύ μικρό βαθμό έρχεται σε αντίφαση με τις ιστορικές πηγές, οι οποίες τις αναφέρουν ως περιόδους ακμής. Υποψιαζόμαστε ότι αυτές ήταν επίσης περίοδοι εντατικής δραστηριότητας στο άστυ, κάτι που η υπό εξέλιξη αρχαιολογική έρευνα επιφανείας θα ελέγξει.
Η απάντηση στο πώς ήταν οργανωμένος ο οικισμός στο πλάτωμα έχει πολλές παραμέτρους. Η κατανομή στο χώρο, καθώς και η ποσοτική και ποιοτική ανάλυση των υλικών καταλοίπων ενδέχεται να μας βοηθήσει να ξεχωρίσουμε χρήσεις γης (οικιστική, εργαστηριακή, ιερή), την πυκνότητα και ακόμα και κάποια ιεράρχηση της κατοίκησης (π.χ. πλούσιες ή φτωχές συνοικίες). Υψηλή πυκνότητα υλικού σε μια ευρεία περιοχή είναι δείγμα πυκνοκατοικημένων συνοικιών μιας πόλης (όπως για παράδειγμα στην Όλυνθο), ενώ πολλές συγκεντρώσεις υλικού σε μικρή ακτίνα μαρτυρούν μια μορφή κατοίκησης σε οικίες διάσπαρτες (κι όχι εφαπτόμενες) μεταξύ τους. Σχετικά με την ιεράρχησή τους, η παρουσία π.χ. μωσαϊκών δαπέδων και εισηγμένης κεραμεικής μαρτυρά μάλλον ένα εύπορο περιβάλλον, ενώ η υψηλή πυκνότητα οικιακής αδρής κεραμεικής αρμόζει περισσότερο σε χαμηλά οικονομικά στρώματα. Λαμβάνοντας υπόψη διάφορους παράγοντες που σχετίζονται με τη γεωλογία και την τοπογραφία της περιοχής, αλλά και με τις πολιτιστικές της παραδόσεις μπορούμε να καταλήξουμε σε πιθανές εξηγήσεις για την ανάπτυξη του οικισμού. Για παράδειγμα, η εφαρμογή ενός αυστηρού καννάβου σε όλο το πλάτωμα στα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια με τετράγωνα περίπου ίδιων διαστάσεων πρέπει να αντιμετωπισθεί υπό το πρίσμα των πολεοδομικών θεωριών και πρακτικών της εποχής εκείνης.
Οι μέθοδοι πεδίου που έχουμε υιοθετήσει αντιστοιχούν στους ερευνητικούς μας στόχους και την τοπογραφία της περιοχής. Προκειμένου να εξάγουμε λεπτομερείς πληροφορίες διαιρέσαμε το πλάτωμα σε τρεις περιοχές: το ανώτερο πλάτωμα (Upper Plateau), που εξαπλώνεται πάνω (δυτικά) από το θέατρο, το βόρειο πλάτωμα (Northern Plateau) και το νότιο πλάτωμα (Southern Plateau) -τα δύο τελευταία χωρίζονται από τον κεντρικό δρόμο του σημερινού χωριού, που ήταν και η κεντρική αρτηρία της αρχαίας πόλης. Σε καθεμία απ' αυτές τις περιοχές αποτυπώσαμε τα όρια των αγροτεμαχίων δεδομένου ότι τα τελευταία είναι οι εκτάσεις που περπατάμε. Στη συνέχεια διαιρούμε κάθε αγροτεμάχιο σε τετράγωνα διαστάσεων περίπου 20 x 20 μ. Κάθε τετράγωνο αποκτά έναν αριθμό εντός του αγροτεμαχίου στο οποίο βρίσκεται. Έτσι το UP3.2 είναι το τετράγωνο 2 του αγροτεμαχίου 3 στο ανώτερο πλάτωμα.
Η έρευνα κάθε τετραγώνου συνίσταται σε επιφανειακή σάρωση από ομάδα πέντε ατόμων που περπατούν παράλληλα σε απόσταση περίπου 4 μ, και κάτω από την καθοδήγηση ενός ομαδάρχη. Δεδομένου ότι κάθε άτομο μπορεί να καλύψει οπτικά περιοχή πλάτους 2 μ, η απόσταση των 4 μ επιτρέπει κάλυψη εδάφους σε ποσοστό 50%. Κάθε μέλος της ομάδας μετρά όλα τα όστρακα και κεραμίδια κατά μήκος της σειράς του με τη βοήθεια δύο μετρητών, έναν για τα όστρακα κι έναν για τα κεραμίδια, ενώ περισυλλέγει διαγνωστική κεραμεική και κινητά ευρήματα σε ενδεικτικό ποσοστό. Κάθε πέμπτο τετράγωνο η ομάδα περισυλλέγει όλα τα κινητά ευρήματα για να καταγράψει το βάρος τους και να κάνει μια πρώτη διαλογή επί τόπου. Αυτό επιτρέπει τον διαχωρισμό των οστράκων από τα κεραμίδια, τα οποία εξετάζονται με σκοπό τον καθορισμό του τύπου τους, των τυπικών τους διαστάσεων, της επεξεργασίας της επιφάνειάς τους και τη χρονολόγησή τους. Τα όστρακα μεταφέρονται στην αποθήκη για καθαρισμό και μελέτη.
Όταν ένα τετράγωνο βρίθει κεραμεικής, τότε η καθολική συλλογή περιορίζεται σε δύο λωρίδες που τέμνονται κάθετα στο μέσο του τετραγώνου. Στη συνέχεια περπατάμε όλο το τετράγωνο με μετρητές, δηλαδή με τον ίδιο τρόπο όπως και τα υπόλοιπα τετράγωνα. To 2008 διπλασιάσαμε την απόσταση μεταξύ των περπατητών σε κάθε δεύτερο τετράγωνο του ανώτερου πλατώματος. Έτσι στα μισά τετράγωνα του ανώτερου πλατώματος που καλύψαμε το 2008 η απόσταση μεταξύ των περπατητών ήταν 10 μ (αντί για 4 μ που ήταν στα υπόλοιπα). Αυτό επέτρεψε την ταχύτερη κάλυψη της περιοχής και θα αποτελέσει αντικείμενο έρευνας στο στάδιο της επεξεργασίας των δεδομένων, όπου θα ελέγξουμε κατά πόσο ο διπλασιασμός της απόστασης μεταξύ των περπατητών επηρέασε την εξαγωγή πληροφοριών από τα επιφανειακά κατάλοιπα.
Σημαντικά ευρήματα (τμήματα τοίχων, διάσπαρτοι λιθόπλινθοι, μυλόλιθοι, πηγάδια κ.α.) φωτογραφίζονται επί τόπου, και η ακριβής τους θέση (συντεταγμένες) σημειώνεται με τη βοήθεια φορητού GPS. Στις περιπτώσεις αρχιτεκτονικών δομών που σώζονται κατά χώρα (σε αντίθεση με τα διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη), αυτές μετρώνται και αποτυπώνονται με χρήση διαφορικού GPS. Περιοχές με εμφανή κτίσματα και με ασυνήθιστη πυκνότητα αρχιτεκτονικών μελών επιλέγονται για γεωφυσική έρευνα. Επίσης κάποια αγροτεμάχια επιλέγονται για ένα δεύτερο περπάτημα υπό διαφορετικές συνθήκες εδάφους και κατά προτίμηση σε διαφορετική περίοδο του χρόνου. Αυτό το δεύτερο περπάτημα γίνεται βάσει των ίδιων τετραγώνων όπως και την πρώτη φορά έτσι ώστε η σύγκριση να είναι ευκολότερη και αμεσότερη.
Τα δεδομένα που συλλέγονται στο πεδίο καταγράφονται σε δύο έντυπα, ένα για τα αγροτεμάχια κι ένα για τα τετράγωνα. Το έντυπο για κάθε αγροτεμάχιο (Tract Record Form) περιέχει πληροφορίες για τις συνθήκες του εδάφους, όπου συμπεριλαμβάνονται το είδος του εδάφους και η κατάστασή του, η χρήση του, το είδος καλλιέργειας κλπ. Αυτό που φέρει όλες τις αρχαιολογικές πληροφορίες είναι το έντυπο του τετραγώνου (Square Record Form), όπου καταγράφονται ο συνολικός αριθμός και το βάρος της κεραμεικής, ο αριθμός και το είδος των κεραμίδων, άλλα αντικείμενα, όπως και τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Στη συνέχεια όλες οι πληροφορίες μπαίνουν σε βάση δεδομένων Access. Τα όστρακα που συλλέγονται μελετώνται στην αποθήκη με σκοπό τον διαχωρισμό τους σε ομάδες βάσει των εγκλεισμάτων, της υφής και του χρώματος του πηλού. Κατά την τελική επεξεργασία γίνεται καταγραφή συγκεκριμένων θραυσμάτων, δηλαδή χαρακτηριστικών οστράκων και άλλων μικρο-αντικειμένων, που περιλαμβάνει περιγραφή (διατήρηση, διαστάσεις, σύσταση πηλού και διακόσμηση), αναγνώριση (χρήση και τύπος) και χρονολόγηση του ευρήματος. Χωρικές πληροφορίες, δηλαδή τα όρια κάθε τετραγώνου και η θέση διαφόρων ευρημάτων, καταγράφονται σε ψηφιοποιημένο χάρτη της περιοχής με τη χρήση λογισμικού GIS και CAD.
Το 2005 εισάγαμε δύο νέες κατηγορίες, μία για τα «ειδικά αγροτεμάχια» (Special Tracts) και μία για τα «αγροτεμάχια των πλαγιών» (Slope Interface Tracts). Η πρώτη αναφέρεται σε περιοχές με μηδενική ορατότητα και πυκνή βλάστηση. Σε αυτές τις περιοχές η διαίρεση των αγροτεμαχίων σε τετράγωνα κρίθηκε ανώφελη. Αντ' αυτού, το αγροτεμάχιο αντιμετωπίζεται ως μία ενότητα ακανόνιστων διαστάσεων, και ερευνάται για αρχιτεκτονικά ή άλλα εμφανή κατάλοιπα. Αυτά καταγράφονται στο αντίστοιχο έντυπο και χαρτογραφούνται με GPS. Στα ειδικά αυτά αγροτεμάχια δεν μετράμε όστρακα και κεραμίδια. Η δεύτερη κατηγορία αναφέρεται στις πλαγιές που βρίσκονται μεταξύ του ανώτερου και κατώτερου πλατώματος. Κρίναμε αναγκαίο να συμπεριλάβουμε αυτήν τη γεωγραφική ζώνη στην έρευνά μας, γιατί μπορεί να μας παράσχει πολύτιμα στοιχεία αφενός για τις διαδικασίες διάβρωσης και αφετέρου για την εκμετάλλευση αυτών των περιοχών στην αρχαιότητα και σε μεταγενέστερες περιόδους. Δεδομένου ότι τα περισσότερα κινητά κατάλοιπα που βρίσκονται σε αυτήν τη ζώνη προέρχονται από το ανώτερο επίπεδο, χωρίσαμε τα αγροτεμάχια σε «τετράγωνα» των οποίων μόνο η επάνω πλευρά είναι 20 μ, ενώ το μήκος και το σχήμα τους ποικίλλουν ανάλογα με την έκταση και τη μορφή του εδάφους. Οι ομάδες παρατάσσονται στη βάση της πλαγιάς και περπατούν προς τα πάνω σε όσο το δυνατό κανονικότερη διάταξη επιτρέπουν το έδαφος και η βλάστηση. Όπως και με τα κανονικά τετράγωνα, μετράμε όστρακα και κεραμίδια, συλλέγοντας ταυτόχρονα χαρακτηριστικά όστρακα και άλλα αντικείμενα, ενώ καταγράφουμε και χαρτογραφούμε αρχιτεκτονικά ή άλλα μη κινητά κατάλοιπα.