Ένα από τα πιo σημαντικά επιτεύγματα της πρώτης περιόδου εντατικής επιφανειακής έρευνας ήταν ο επαναπροσδιορισμός και η βελτίωση των στόχων και των μεθόδων μας βάσει της καθημερινής εμπειρίας στο πεδίο. Προκειμένου να δοκιμάσουμε τις μεθόδους μας σε διαφορετικές συνθήκες εδάφους, αποφασίσαμε να εστιάσουμε διαδοχικά και στα τρία τμήματα του πλατώματος ξεκινώντας από την περιφέρεια και προχωρώντας προς το εσωτερικό. Καλύψαμε συνολικά 348 τετράγωνα, 126 στην πάνω Κοκκινιά, 174 στο βόρειο και 48 στο νότιο πλάτωμα, δηλαδή 124.000 μ2, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 15% της υπό κάλυψη περιοχής. Τα στοιχεία καταχωρήθηκαν σε βάση δεδομένων Access, και η συλλεχθείσα κεραμεική πλύθηκε και αποθηκεύτηκε.
Μολονότι τα δεδομένα και το συλλεχθέν υλικό βρίσκονται στο στάδιο της επεξεργασίας, μπορούμε ήδη να κάνουμε κάποιες προκαταρκτικές παρατηρήσεις. Το ανώτερο πλάτωμα (UP) έδειξε μέχρι στιγμής χαμηλή έως πολύ χαμηλή πυκνότητα κεραμεικής, που δηλώνει ότι στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν μάλλον για γεωργία και ίσως κτηνοτροφία. Και εδώ, όπως και στα άλλα τμήματα του πλατώματος, ο αριθμός των κεραμίδων αυξανόταν πολύ κατά μήκος του φρυδιού του πλατώματος. Δεδομένου ότι το τείχος της πόλεως ακολουθούσε ακριβώς το φρύδι του πλατώματος, συμπεραίνουμε ότι τα κεραμίδια, τα περισσότερα Λακωνικού τύπου, προέρχονταν από το επιστέγασμα του «δρόμου» του τείχους. Μία από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις αυτής της χρονιάς ήταν το περίγραμμα μιας αρχαίας πύλης με κυριολεκτικά εκατοντάδες θραύσματα κεραμιδιών διάσπαρτων γύρω από αυτήν στο UP3. Αυτή πιθανώς ήταν η δυτική πύλη της Σικυώνος, που βρισκόταν 40 περίπου μέτρα από το σημείο όπου ο σημερινός αγροτικός δρόμος εγκαταλείπει το πλάτωμα με κατεύθυνση την Τιτάνη. Πρόκειται πιθανότατα για τη μοναδική αρχαία πύλη της Σικυώνος, από τις επτά που πρέπει να υπήρχαν, η οποία γλύτωσε από την ανθρώπινη καταστροφική επέμβαση των τελευταίων αιώνων.
Οι περιοχές που καλύφθηκαν στο βόρειο και νότιο πλάτωμα έδειξαν υψηλή πυκνότητα κεραμεικής (σε μερικές περιπτώσεις τα καταμετρημένα όστρακα υπερβαίνουν τα 2000 ανά τετράγωνο), αποδεικνύοντας ότι βρίσκονταν εντός της κατοικημένης ζώνης της αρχαίας πόλης. Αν και μόνο ένα μικρό μέρος του βόρειου πλατώματος έχει μέχρι στιγμής καλυφθεί, φαίνεται να έχουμε συγκεντρώσεις κεραμεικής μεγάλης πυκνότητας, που εναλλάσσονται με παρόμοιες συγκεντρώσεις μικρής πυκνότητας. Η εικόνα που σταδιακά σχηματίζεται είναι οικιών που δεν εφάπτονταν (όπως π.χ. στην Όλυνθο), αλλά βρίσκονταν σε μικρή απόσταση η μία από την άλλη. Τμήματα μωσαϊκών δαπέδων που εντοπίσθηκαν εδώ φανερώνουν ότι πιθανώς πρόκειται για μια εύπορη συνοικία της πόλης. Το νότιο πλάτωμα καλύφθηκε λιγότερο από τα υπόλοιπα. Στα κτήματα που γειτνίαζαν με το φρύδι του πλατώματος βρήκαμε πολλές λιθοπλίνθους και κεραμίδια, προφανώς από τα τείχη της πόλης. Μια ασυνήθης ανακάλυψη στο SP1 είναι το στόμιο μιας σήραγγας που φαίνεται ότι οδηγούσε προς την κοιλάδα του Ασωπού. Στο ίδιο κτήμα διαπιστώθηκε η ύπαρξη ενός μεγάλου οικοδομήματος με κατεύθυνση Α-Δ. Ένα άλλο κτήμα του νότιου πλατώματος απέφερε άφθονα στοιχεία για την ύπαρξη κεραμεικών εργαστηριών, όπως μαρτυρούν τα 72 απορρίμματα κλιβάνων και το πλήθος των κεραμεικών προϊόντων αποτυχημένης όπτησης. Η συνέχιση της έρευνας εδώ θα μας βοηθήσει να διαπιστώσουμε εάν έχουμε να κάνουμε με μια μεγάλη βιοτεχνική συνοικία της πόλης ή απλώς με ένα μεμονωμένο εργαστήριο.
Από μια πρόχειρη κατάταξη της κεραμεικής, φαίνεται ότι αυτή ανήκει ως επί το πλείστον στην Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή περίοδο. Αυτές ακριβώς είναι οι φάσεις που αντιπροσωπεύονται λιγότερο στη Σικυωνία χώρα, όπως έδειξε η έρευνα που έγινε εκεί. Επίσης ενδιαφέροντα είναι τα μέχρι στιγμής λιγοστά δείγματα κεραμεικής υστερο-ρωμαϊκής και μεσαιωνικής περιόδου, που αφθονούν στη χώρα. Από την άλλη πλευρά, η έρευνα μέχρι στιγμής έχει καλύψει μόνο περιφερειακά τμήματα του αστικού χώρου, και είναι πιθανόν κεραμεική αυτών των περιόδων να βρεθεί καθώς πλησιάζουμε προς το εσωτερικό του πλατώματος. Με άλλα λόγια, η συνέχιση της έρευνας είναι αναγκαία για να αποκαλυφθεί η διαχρονική ιστορία της ανθρώπινης παρουσίας στο πλάτωμα.
Η γεωφυσική έρευνα επικεντρώθηκε στο ΒΔ τμήμα του αρχαιολογικού χώρου, δηλαδή νότια των Ρωμαϊκών λουτρών και γύρω από τον ναό, και κάλυψε περίπου 10.800 μ2. Η περιοχή αυτή καλύφθηκε και με μαγνητικές και με ηλεκτρικές διασκοπήσεις, ενώ τμήματα του χώρου καλύφθηκαν με συνδυαστικές ηλεκτρικές μεθόδους χρησιμοποιώντας το Μultiplexer (πολυπλέκτη), επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο τη χαρτογράφηση σε διαφορετικά βάθη. Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά, δεδομένου ότι διαπιστώθηκε η ύπαρξη πολλών αρχιτεκτονικών καταλοίπων ακόμα και συνόλων, αγνώστων έως σήμερα. Αν και η ερμηνεία τους χρήζει περαιτέρω επεξεργασίας και πιο εκτεταμένης έρευνας πεδίου, ήδη μπορούμε να διακρίνουμε δύο σημαντικά αρχιτεκτονικά συγκροτήματα: την ανατολική πλευρά ενός μεγάλου περιστυλίου, μήκους 62 περίπου μέτρων, που περιλαμβάνει ένα ναόσχημο οικοδόμημα, περίπου 10 x 6 μ, που δεν βρίσκεται στο κέντρο του υπαίθριου χώρου. Η έκταση του ορθογώνιου περιστυλίου προς δυσμάς είναι άγνωστη, γιατί η περιοχή δεν έχει ακόμα καλυφθεί γεωφυσικά. Το πλάτος της ανατολικής στοάς είναι περίπου 7-8 μ, και ο προσανατολισμός του συγκροτήματος στα 4 σημεία του ορίζοντα συμφωνεί με τον γενικότερο προσανατολισμό των μνημείων της αρχαίας πόλης. Με δεδομένη τη θέση του συγκροτήματος σε σχέση με το θέατρο και την αγορά, θα μπορούσε να ταυτιστεί με το ιερό του Διονύσου ή της Αρτέμιδος, τα οποία αναφέρει ο Παυσανίας καθώς όδευε από το θέατρο προς την αγορά. Η δεύτερη σημαντική ανακάλυψη είναι μια τρίκλιτη βασιλική, διαστάσεων περίπου 30 x 18 μ, με έξω και έσω νάρθηκα. Η εκκλησία θα μπορούσε να ανήκει στην παλαιοχριστιανική εποχή, όπως και αυτή που κτίστηκε πάνω από τον αρχαίο ναό, ή στη βυζαντινή περίοδο λόγω των σχετικά μικρών της διαστάσεων. Επιπλέον, φαίνεται να έχουμε δύο κτίσματα που μοιάζουν με στοές, στα ανατολικά του περιστυλίου και στα βόρεια της βασιλικής αντίστοιχα. Το τελευταίο θα μπορούσε και να ορίζει τον χώρο της αρχαίας αγοράς, όπως συνήθως γινόταν στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, όταν στοές περιέβαλαν την αγορά μιας πόλης. Τέλος, ένα αρχιτεκτονικό σύνολο που διακρίνεται μεταξύ της πιθανής αυτής στοάς και της βασιλικής μπορεί να ανήκει στον βωμό του αρχαίου ναού που βρίσκεται λιγότερο από 20 μ δυτικότερα.
Ο γεω-αρχαιολόγος ολοκλήρωσε την αναγνώριση της γεωλογικής στρωματογραφίας, των αρχαίων λατομείων και των χαρακτηριστικών διάβρωσης περίπου στο 80% της περιοχής, και έκανε προκαταρκτικές παρατηρήσεις των πηγών στο βόρειο τμήμα του πλατώματος, ακριβώς βόρεια του χωριού. Η γεωλογική στρωματογραφία, που μετρήθηκε σε θέσεις-κλειδιά, περιλαμβάνει διάφορα κροκαλοπαγή, αμμολιθικά, ασβεστολιθικά και μαργαϊκά πετρώματα του Πλειστόκαινου που αποτέθηκαν πάνω σε παχιά μαργαϊκά στρώματα του Πλειόκαινου. Παράλληλα, μελετήθηκε η διάβρωση, ιδιαίτερα στις άκρες του πλατώματος, και η επίδρασή της στο σχεδιασμό και κατασκευή των τειχών και άλλων κτισμάτων της αρχαίας πόλης, καθώς και στην επιβίωση των κτισμάτων αυτών ανά τους αιώνες. Καταγράφηκαν επίσης τα σωζόμενα ίχνη λατόμευσης διαφόρων πετρωμάτων, και έγιναν παρατηρήσεις σχετικά με τις ιδιότητες των πετρωμάτων και της καταλληλότητάς τους για οικοδομικούς σκοπούς. Το ανώτερο και κατώτερο πλάτωμα, που αποτελούν τμήματα θαλάσσιων υψιπέδων που έχουν παρατηρηθεί κατά μήκος της βόρειας ακτής της Πελοποννήσου, αναγνωρίσθηκαν ως η δυτική συνέχεια των υψιπέδων της Κορίνθου όπου παρατηρήθηκε συγκέντρωση αρχαίων λατομείων. Αυτές οι παρατηρήσεις σχετίζονται με την κατανομή των αρχαίων λατομείων στην ευρύτερη περιοχή της Σικυωνίας που επίσης πρέπει να ερευνηθούν και να συγκριθούν με τα Κορινθιακά λατομεία. 17 λατομεία αναγνωρίστηκαν μέχρι στιγμής στο πλάτωμα, διαφόρων διαστάσεων από μερικές δεκάδες μέχρι εκατοντάδες τετραγωνικά μέτρα. Προκαταρκτική μακροσκοπική εξέταση των αρχαίων μνημείων της αγοράς έδειξε ότι, εκτός από έναν μικρό αριθμό μαρμάρινων λίθων και ίσως λίθων καθαρού ωολιθικού ασβεστολίθου, οι υπόλοιποι είναι πιθανότατα προϊόντα εγχώριων πετρωμάτων (κροκαλοπαγή, αμμολιθικά, ασβεστολιθικά). Σχετικά με την αποκατάσταση της παλαιοτοπογραφίας του χώρου, που είναι ο τρίτος στόχος της γεωαρχαιολογικής έρευνας, εξακριβώθηκε ότι οι περιοχές που τώρα καλύπτονται από τα μνημεία της αρχαίας αγοράς, το θέατρο και το στάδιο προέκυψαν σε μεγάλο βαθμό από ανθρωπογενή διαμόρφωση του φυσικού αναγλύφου, δηλαδή τη λατόμευση. Η γενική μορφή της περιοχής του ανασκαμμένου αρχαιολογικού χώρου όπως ήταν πριν τον 8ο αι. π.Χ. έχει τώρα αποσαφηνισθεί.