Στο ανώτερο πλάτωμα (Upper plateau) ερευνήσαμε το κεντρικό του τμήμα (UP 57-81), που περιλαμβάνει τόσο επικλινή όσο και επίπεδα εδάφη.
Οι πυκνότητες κεραμεικής ήταν χαμηλές, όπως άλλωστε και στο μεγαλύτερο μέρος του ανώτερου πλατώματος, της τάξης των 50-100 οστράκων ανά τετράγωνο. Ψηλότερες πυκνότητες, μεταξύ 100 και 200 οστράκων και ενίοτε πάνω από 200 όστρακα ανά τετράγωνο, παρουσιάζουν τα τετράγωνα στη ΝΑ πλευρά της περιοχής που καλύφθηκε (UP57.04-06 και UP58.05-07), καθώς και στο κέντρο της (UP70.2-6, UP77.6-12 και 15-19, UP79.06-07) και στη ΒΔ της πλευρά (UP80.1-5 και UP81.1-9). Στη συγκριτικά υψηλή συγκέντρωση οστράκων στο ΝΑ άκρο της περιοχής μπορεί να συνέβαλε και η φυσική κλίση του εδάφους προς αυτήν την κατεύθυνση, με άλλα λόγια κάποια από τα όστρακα πιθανόν να έχουν παρασυρθεί και καταλήξει εδώ από ψηλότερα. Αντίθετα, οι υπόλοιπες περιοχές με υψηλή πυκνότητα οστράκων είναι σχετικά επίπεδες και πιθανότατα αντιπροσωπεύουν τους πυρήνες των αρχαίων εγκαταστάσεων, καθώς και πηγές διασποράς του υλικού ανά τους αιώνες. Αυτό που μένει να διευκρινιστεί είναι εάν πρόκειται για μια πυρηνική θέση ή για ομάδα μικρών θέσεων που γειτνίαζαν. Σχετικά με αυτό σημαντική είναι η παρουσία διάσπαρτων αρχιτεκτονικών μελών, στην πλειονότητά τους λιθοπλίνθων, στο "ειδικό αγροτεμάχιο" (Special Tract) 4, που αποδεικνύει την ύπαρξη μιας στιβαρής εγκατάστασης εδώ.
Επίσης σημαντική είναι η εύρεση κομματιών επιχρίσματος στα κοντινά τετράγωνα UP70.03 και 70.04. Δεδομένης της σπανιότητας αρχιτεκτονικών λειψάνων στο ανώτερο πλάτωμα, ο εντοπισμός των συγκεκριμένων σε συνδυασμό με την παρουσία συγκριτικά άφθονων οστράκων και κεραμίδων θα μας βοηθήσει να ερμηνεύσουμε την προέλευση και διασπορά της κεραμεικής στην ευρύτερη περιοχή.