Στην περιοχή του ρωμαϊκού λουτρού, μέρος του οποίου στεγάζει σήμερα το αρχαιολογικό μουσείο, σκάψαμε ένα χώρο ακριβώς βόρεια του μουσείου, διαστάσεων περίπου 90 μ2 (Εικ. 1). Διενεργήσαμε την ανασκαφή εδώ προκειμένου να αποκομίσουμε στοιχεία για την χρονολόγηση του ρωμαϊκού λουτρού, ενδεχόμενες φάσεις του και την αρχιτεκτονική του. Ο χώρος στον οποίο επικεντρωθήκαμε ήταν ο μόνος κατάλληλος για ανασκαφή, καθώς ήταν ελεύθερος από σύγχρονες επεμβάσεις, και σαφώς ορισμένος αρχιτεκτονικά. Τμήμα του ρωμαϊκού λουτρού και συγκεκριμένα της νοτιοδυτικής πλευράς του είχε ανασκαφεί από τον Α. Ορλάνδο το 1935 προκειμένου να αναστηλωθεί και να στεγάσει το αρχαιολογικό μουσείο. Στο πλαίσιο της ανασκαφής των χώρων αυτών τότε είχε αφαιρεθεί επίχωση πάχους 1,60 μ μέσα στην οποία βρέθηκαν πολλά γλυπτά που ο Ορλάνδος εξέθεσε στο νεοσυσταθέν μουσείο. Η παρουσία υποκαύστων περιμετρικά των χώρων αυτών, όπως μαρτυρούνται από τα ορατά χαρακτηριστικά τόξα και από τα αποτελέσματα της γεωφυσικής διασκόπησης, και οι κάθετες ορθογώνιες εσοχές στους εσωτερικούς τοίχους για την υποδοχή των πηλοσωλήνων (tubuli) που μετέφεραν τον καυτό αέρα από το υπόκαυστο στις αίθουσες, υποδεικνύουν ότι πρόκειται για τις θερμές αίθουσες του λουτρικού συγκροτήματος (caldaria και tepidaria). Με βάση τα αποτελέσματα της επιφανειακής έρευνας που διενεργήσαμε τη δεκαετία του 2000, και την ανασύνθεση του πολεοδομικού σχεδίου της Σικυώνας αλλά και των πλέον πρόσφατων γεωφυσικών διασκοπήσεων, πιθανολογούμε ότι το λουτρικό συγκρότημα κάλυπτε συνολική επιφάνεια περίπου 3.400 μ2.
|
H Τομή 20, διαστάσεων 9 x 10 μ σχεδιάστηκε ώστε να συμπεριλάβει όλη την αίθουσα που οριζόταν από τους Τοίχους 6002 (προς βορρά), 6004 (προς ανατολάς), 6005 και 6028 (προς νότο) και 6003 (προς δυσμάς). Από τους περιμετρικούς τοίχους, ήταν ορατοί πριν την έναρξη της ανασκαφής το βόρειο τμήμα του δυτικού, ολόκληρος ο βόρειος, και η βόρεια απόληξη του ανατολικού, ιστάμενοι σε ύψος που έφθανε τα 2 μ. Τη γραμμή του νότιου τοίχου την γνωρίζαμε χάρη στη γεωφυσική διασκόπηση που είχε προηγηθεί. Χωρίσαμε την τομή σε δύο μικρότερες τομές, τη δυτική (Τομή 20.1) και την ανατολική (Τομή 20.2), αρχικά με ίδιες διαστάσεις (9 x 5 μ), αλλά μετά την αποκάλυψη του Τοίχου 6012 σε βάθος μόλις 10 εκ, το όριο μεταξύ τους επανακαθορίστηκε ώστε να συμπίπτει με τη γραμμή του Τοίχου 6012. Συνέπεια αυτού είναι η Τομή 20.1 να είναι κατά περίπου 1,5 μ πλατύτερη από την Τομή 20.2.
Στην Τομή 20.1, με την αφαίρεση των επιφανειακών στρωμάτων (Contexts 6000 και 6009) αποκαλύφθηκε ο Τοίχος 6019, κατεύθυνσης Α-Δ, που χώρισε την τομή σε δύο τμήματα, το βόρειο και το νότιο. Στο μέσο του φέρει άνοιγμα θύρας πλάτους 1 μ, με λίθινες παραστάδες και κτιστό κατώφλι (αρ. 6039). Ο Τοίχος 6019 συμπλέκεται προς ανατολάς με τον Τοίχο 6012, αμφότεροι πλάτους 0,45 μ. Παρουσιάζουν την ίδια τοιχοδομία που συνίσταται από οπτές πλίνθους, αργούς λίθους και επαναχρησιμοποιημένα λίθινα μέλη μέσα σε κονίαμα. Οι δύο αυτοί τοίχοι ακουμπούν στους περιμετρικούς τοίχους της Τομής, αρ. 6002 και 6003 που είναι σαφώς αρχαιότεροι. Ο βόρειος τοίχος της τομής (αρ. 6002) έχει πλάτος επίσης 0,45 μ και τοιχοδομία από στρώσεις οπτών πλίνθων, αργών λίθων μέσα σε κονίαμα, και επαναχρησιμοποιημένες λιθοπλίνθους, ενίοτε μεγάλες, στο κάτω μέρος του. Ο δυτικός τοίχος της τομής (αρ. 6003), έχει μεγαλύτερο πλάτος, 0,60 μ, και πιο προσεγμένη μικτή τοιχοποιία (opus mixtum) με εναλλάξ στρώσεις οπτών πλίνθων (opus testaceum) και μικρών λίθων ενωμένων με κονίαμα (ακανόνιστο opus vittatum). Η ανασκαφή της Τομής 20.1 σε βάθος έως 1,7 μ έφερε στο φως μια βιοτεχνική εγκατάσταση των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων και κατάλοιπα κτιρίου προγενέστερου των ρωμαϊκών λουτρών.
Στο βόρειο δωμάτιο της τομής, κάτω από το στρώμα 6018, συναντήσαμε ένα στρώμα με άφθονα ασβεστιτικά εγκλείσματα (Context 6021), μέσου πάχους 0,30 μ, ιδιαίτερα έντονα στη ΒΔ και ΝΑ γωνία του δωματίου. Με την αφαίρεση αυτών των στρωμάτων άρχισαν να αποκαλύπτονται τα διάφορα μέρη της βιοτεχνικής εγκατάστασης: ένα λίθινο στόμιο πηγαδιού τοποθετημένο ανάποδα (αρ. 6010), ένας σφόνδυλος δωρικού κίονα κομμένος στο άνω του μέρος (αρ. 6008), μια κυκλική μαρμάρινη βάση πιθανόν από τραπέζι τοποθετημένη ανάποδα (αρ. 6110) και δύο κατασκευές στη ΒΔ και τη ΝΑ γωνία του (αρ. 6023 και 6022) από παράλληλες σειρές κεραμίδων τοποθετημένων ως στρωτήρες. Στο δυτικό μισό του δωματίου σώζεται δάπεδο από οπτές πλίνθους (αρ. 6051), η καθεμία διαστάσεων 0,31 x 0,31 μ, δηλαδή pedales. Το ανεστραμμένο στόμιο πηγαδιού (αρ. 6010), κωνικού σχήματος, έχει διάμετρο 0,94 μ στο πάνω μέρος (που ήταν η βάση του) και 0,80 μ στο κάτω μέρος (που ήταν το χείλος του) και ύψος 0,75 μ. Στην εξωτερική του πλευρά φέρει δύο κάθετες ορθογώνιες εντορμίες, αντίθετες διαμετρικά, που στην αρχική του χρήση εξυπηρετούσαν την τοποθέτηση του ξύλινου ικριώματος του μηχανισμού ανέλκυσης. Η κατασκευή στην ΝΑ γωνία (αρ. 6022), διαστάσεων 1,8 x 1,4 μ και ύψους 0,20 μ από το δάπεδο του δωματίου, αποτελείται από δύο σειρές τριών λακωνικών στρωτήρων και αντίστοιχων καλυπτήρων που όμως σώζονται πολύ αποσπασματικά. Η κατασκευή πιθανότατα εκτεινόταν προς βορρά με ακόμα μια σειρά τριών κεραμίδων, το αποτύπωμα των οποίων τεκμηριώσαμε ανασκαφικά. Η κατασκευή στη ΒΔ γωνία του δωματίου (αρ. 6023), διαστάσεων 1,25 x 1,15 μ, αποτελείται από δύο σειρές καλυπτήρων τοποθετημένων με την κοίλη τους πλευρά προς τα πάνω. Η κατασκευή δεν είναι επίπεδη αλλά κλίνει προς ανατολάς ώστε η ανατολική της απόληξη να εφάπτεται του δαπέδου του δωματίου. Ο σφόνδυλος με τις δωρικές ραβδώσεις (αρ. 6008), εδράζεται στο δάπεδο, μόλις 0,80 μ νότια της κατασκευής. Έχει διάμετρο 0,53 μ και ύψος 0,50 μ. Το διάστημα μεταξύ της κατασκευής 6023 και του κίονα κάλυπτε ένα συμπαγές στρώμα από ασβέστη (Context 6024) με γραμμώσεις στην επιφάνειά του, παράλληλες με τις σειρές των κεραμίδων της κατασκευής 6023. To μεγαλύτερο μέρος του δωματίου κάλυπταν στρώματα πλούσια σε στάχτη και καμένα κουκούτσια ελιάς (Contexts 6021, 6022, 6049, 6064, 6065). Μάλιστα δύο από αυτά τα στρώματα (αρ. 6064-6065), σαφώς οριοθετημένα, παρείχαν ενδείξεις έντονης πυράκτωσης, και πιθανόν να πρόκειται για εστίες φωτιάς. Με βάση την κεραμική τα στρώματα χρονολογούνται στον 4ο-5ο αι. μ.Χ., περίοδο στην οποία πρέπει να αποδώσουμε την βιοτεχνική εγκατάσταση.
|
Στο νότιο δωμάτιο της Τομής 20.1, η ανασκαφή των ανώτερων στρωμάτων (Contexts 6014, 6027) περιείχε σχετικά λίγη κεραμική, του ύστερου 4ου και α’ μισού του 5ου αι. μ.Χ. αλλά στο στρώμα 6027 βρέθηκαν αρκετές σκωρίες και θραύσματα μολύβδου μαζί με κάρβουνα, καμμένα κουκούτσια ελιάς και τέσσερα νομίσματα, τρεις Σικυώνιες κοπές εκ των οποίων η μία του 4ου και οι δύο του 3ου αι. π.Χ. και ένα νόμισμα του αυτοκράτορα Ονωρίου (πρώιμος 5ος αι. μ.Χ.). Διακριτά στρώματα στάχτης ανασκάψαμε και χαμηλότερα στο χώρο αυτό (Contexts 6033, 6039, 6048, 6050, 6075, 6078) και πρέπει να σχετίζονται με τον μικρό, διπλό κλίβανο που αποκαλύφθηκε στη ΒΑ γωνία του δωματίου (Context 6035) ή και με μικρότερες εστίες όπως αυτή του βόρειου δωματίου. Από τους δύο όμορους κλιβάνους, ο ανατολικός διαστάσεων 0,80 (μήκος) x 0,30 μ (πλάτος) σώζεται καλύτερα. Είναι τριμερής, στον άξονα Β-Ν, με την είσοδο στα νότια και το θάλαμο καύσης στο βάθος. Εκτός από την άφθονη στάχτη στο στρώμα εντός και γύρω από τον διπλό κλίβανο 6035 (Context 6034) βρέθηκαν απολεπίσματα κυανόχρωμου γρανίτη και αρκετά απορρίμματα γυαλιού όπως κι ένα θραύσμα από υαλοπίνακα. Τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν την παραγωγή γυαλιού σε αυτό το χώρο κατά τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Στα στρώματα στάχτης (Contexts 6033, 6048, 6050) βρήκαμε και τέσσερα νομίσματα του ύστερου 4ου αι. μ.Χ. Η συνέχιση της ανασκαφής χαμηλότερα (Context 6070) έφερε στο φως, ένα διακριτό στρώμα πλούσιο σε ασβέστη, διαστάσεων περίπου 1,5 x 1 μ, ακριβώς νότια του κατωφλιού 6037 και δυτικά του διπλού κλιβάνου, αμέσως δυτικότερα ένα μεγάλο θραύσμα κονιάματος διαστάσεων περίπου 0,45 x 0,50 μ - πιθανόν τμήμα κονιαμένου δαπέδου, και ακόμα δυτικότερα, στη ΒΔ γωνία του δωματίου, ένα λάκκο διαμέτρου 0,8 μ, με ίχνη κεραμικών τοιχωμάτων (Context 6111).
Στη νότια πλευρά του δωματίου αποκαλύφθηκε το λίθινο κατώφλι του Τοίχου 6005 (Context 6087), αρχικού πλάτους 1,1 μ και στην ανατολική συνέχεια του Τοίχου 6005 κόψιμο μήκους 1,28 μ, πιθανόν για την δημιουργία μιας δεύτερης εισόδου. Ο Τοίχος 6005, πλάτους 0,60 μ και μέγιστου σωζόμενου ύψους 1,27 μ είναι κατασκευασμένος από οπτές πλίνθους (opus testaceum) και ανήκει στην αρχική φάση του λουτρικού συγκροτήματος καθώς συμπλέκεται με τον δυτικό (αρ. 6003) και ανατολικό (αρ. 6004) τοίχο της Τομής 20. Με βάση την κεραμική το στρώμα 6070 χρονολογείται στον 3ο αι. μ.Χ. Με την αφαίρεση του στρώματος 6070 αποκαλύφθηκαν βόρεια του Τοίχου 6005, δύο τεμνόμενοι τοίχοι, κατεύθυνσης Α-Δ και Β-Ν και πλάτους 0,84 μ, αποτελούμενοι από δύο σειρές λιθοπλίνθων. Το επίπεδο της επιφάνειας αυτών των τοίχων είναι κατά 0,35 μ χαμηλότερο από το επίπεδο του κατωφλιού του Τοίχου 6005, ενώ ο ένας από τους δύο συνεχίζεται νοτιότερα κάτω από το νότιο τοίχο της Τομής 20. Προφανώς και οι δύο τοίχοι ανήκουν σε κτίριο προγενέστερο του ρωμαϊκού λουτρού. Η συνέχιση της ανασκαφής μεταξύ του νότιου τοίχου του δωματίου (Context 6005) και του προγενέστερου τοίχου από λιθοπλίνθους στα βόρειά του (Context 6094) αποκάλυψε τη θεμελίωση του Τοίχου 6005 καθώς και τμήμα ελληνιστικού πίθου τοποθετημένου ανάποδα (Context 6123) με τη νότια πλευρά του να βαίνει κάτω από την θεμελίωση του ρωμαϊκού τοίχου. Δυστυχώς η λιγοστή διαγνωστική κεραμική που βρέθηκε στα στρώματα αυτά, του α’ μισού του 2ου αι. μ.Χ. (Context 6121) και του β΄ μισού του 3ου αι. μ.Χ. (Context 6100) δεν είναι αρκετή για να καταστήσει ένα ασφαλές terminus post quem για την κατασκευή του ρωμαϊκού τοίχου.
Είναι προφανές ότι η δυτική πλευρά της Τομής 20 επαναχρησιμοποιήθηκε στους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους ως χώρος βιοτεχνικής εγκατάστασης ή εγκαταστάσεων που ενέπλεκαν πυράκτωση σε υψηλή θερμοκρασία, ασβέστη, μία λεκάνη, κατασκευές με σειρές κεραμίδων τοποθετημένων ως στρωτήρες, ένα λίθινο στόμιο πηγαδιού τοποθετημένου ανάποδα, ένα σφόνδυλο κίονα και μια μαρμάρινη κυκλική βάση. Με βάση τα απορρίμματα γυαλιού μία δραστηριότητα που μπορούμε να τεκμηριώσουμε είναι η υαλοποιία, ενώ τα ασβεστιτικά στρώματα συνάδουν με την παρουσία ασβεστοκαμίνου στον περιβάλλοντα χώρο.
|
Στην Τομή 20.2 με την αφαίρεση των επιφανειακών στρωμάτων (Contexts 6001, 6006) άρχισαν να διαφαίνονται ο ανατολικός (αρ. 6004), ο νότιος (αρ. 6028) και ο δυτικός (αρ. 6012) τοίχος της τομής καθώς και δύο διακριτά στρώματα, στη βόρεια (Context 6016) και νότια (Context 6017) πλευρά της τομής. Αυτά τα στρώματα ήταν σαφώς πλουσιότερα σε ευρήματα (κεραμική, θραύσματα κεραμίδων, οστά, μετάλλινα αντικείμενα κ.α.) που χρονολογούνται ως επί το πλείστον στους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους, ενώ στο στρώμα 6017 βρέθηκε και ένα νόμισμα του αυτοκράτορα Ουαλεντινιανού Β’ (375-392 μ.Χ.). Αφαιρώντας τα δύο αυτά στρώματα φτάσαμε σε ένα στρώμα με μεγάλες κεραμίδες διαφόρων μεγεθών που κάλυπτε σχεδόν όλη την επιφάνεια της τομής (Context 6030). Ανασκάπτοντας αυτό το στρώμα του ύστερου 4ου – ύστερου 5ου αι. μ.Χ. αποκαλύφθηκε o εγκάρσιος Τοίχος 6040 και τα κατάλοιπα μιας εστίας, ca. 0,76 x 0,60 μ, περίπου στο κέντρο και δυτικά της τομής (Context 6046), με συγκέντρωση στάχτης μαζί με κάρβουνα, απανθρακωμένα κουκούτσια ελιάς, θραύσματα γυαλιού και κεραμική. Στο στρώμα αυτό βρήκαμε και τρία νομίσματα, μια κοπή του αυτοκράτορα Ιουλιανού (355-361 μ.Χ.), μία του Θεοδόσιου Β’ (401-450 μ.Χ.) και μια κοπή Σικυώνος του α’ μισού του 2ου αι. π.Χ. Ο Τοίχος 6040, πλάτους 0,37 μ και σωζόμενου ύψους 0,35 μ, είναι κτισμένος με ακανόνιστους λίθους, κεράμους και κονίαμα. Είναι σαφώς υστερότερος από τον ανατολικό τοίχο της τομής (αρ. 6004) με τον οποίο εφάπτεται αλλά πιθανόν να συνεχίζει προς δυσμάς κάτω από τον Τοίχο 6012 ο οποίος φαίνεται να τον κόβει.
Στα χαμηλότερα στρώματα (Contexts 6040, 6042, 6043, 6044, 6045), και συγκεκριμένα κάτω από τα Contexts 6044 και 6045, εντοπίσαμε τμήμα δαπέδου από πακτωμένο χώμα που κάλυπτε το νότιο μισό της τομής, και αντιστοιχεί στο επίπεδο του κατωφλιού ανοιγμένου στη δυτική πλευρά του Τοίχου 6040. Από τα συγκεκριμένα στρώματα προέρχονται και δύο νομίσματα του 4ου αι. μ.Χ.. Συνεχίσαμε την ανασκαφή βόρεια του Τοίχου 6040 με την αφαίρεση μιας μεγάλης επίχωσης καστανέρυθρου μαλακού χώματος, ύψους 1,3 μ, γεμάτης με κεραμική, θραύσματα κεραμίδων και κονιάματος (Contexts 6060, 6062, 6063, 6079, 6103, 6105). Στο στρώμα 6079 βρέθηκαν εννέα ακέραια αγγεία και 11 νομίσματα, τα περισσότερα εκ των οποίων δεν μπόρεσαν να ταυτιστούν λόγω έντονης διάβρωσης. Από τα λίγα που ταυτίστηκαν ξεχωρίζει αργυρή κοπή Σικυώνας του 5ου αι. π.Χ. Η αφαίρεση της επίχωσης αποκάλυψε το βόρειο και ανατολικό όριο μιας δεξαμενής, με το δάπεδο και τα τοιχώματά της να καλύπτονται από παχύ υδραυλικό κονίαμα. Κατά χώρα σώζονται και τρεις πεσσοί, δύο παράλληλοι στον άξονα Α-Δ και ένας νοτιότερα. Προς δυσμάς και νότο, η δεξαμενή εκτείνεται κάτω από τους μεταγενέστερους τοίχους 6012 και 6040. Αποκαλύψαμε το νότιο όριο της δεξαμενής ανασκάπτοντας νοτίως του Τοίχου 6040, και κάτω από το επίπεδο ενός ακόμα υστερορρωμαϊκού δαπέδου (Context 6073). Στα στρώματα που αφαιρέσαμε εδώ (Contexts 6067, 6071, 6072, 6074, 6076, 6077) και χρονολογούνται στον 3ο αι. μ.Χ., βρέθηκαν πεσμένοι ογκόλιθοι τους οποίους και απομακρύναμε. Ο νότιος τοίχος της δεξαμενής (αρ. 6081), πλάτους 0,78 μ, είναι κτισμένος με ακανόνιστους, μεγάλους λίθους χωρίς τη χρήση κονιάματος. Ο τοίχος συνεχίζει τουλάχιστον προς δυσμάς κάτω από τον Τοίχο 6012, και πρέπει να ανήκει σε αρχαιότερο κτίσμα, πιθανότατα ελληνιστικής περιόδου. Η συνέχιση της ανασκαφής στο χώρο μεταξύ των Τοίχων 6041 και 6081 αποκάλυψε το νοτιότερο τμήμα της δεξαμενής. Στo παχύ στρώμα 6082, που είναι η συνέχιση της επίχωσης με άφθονη κεραμική και άλλο υλικό απόρριψης, βρήκαμε δύο ακόμα πεσσούς κατά χώρα και 10 νομίσματα που δεν έχουν ακόμα συντηρηθεί. Η βόρεια άκρη των δύο πεσσών που είναι παράλληλοι στον άξονα Α-Δ, βαίνει κάτω από τον Τοίχο 6040.
Στον άξονα Β-Ν η δεξαμενή έχει μήκος 4,45 μ ενώ το αποκαλυφθέν πλάτος της (στον άξονα Α-Δ) είναι 2,07 μ. Αυτό οπωσδήποτε υπολείπεται του αρχικού της πλάτους καθώς η δεξαμενή εκτείνεται δυτικότερα του Τοίχου 6012 και κάτω από τα μεταγενέστερα επίπεδα της Τομής 20.1. Στη ΒΑ γωνία της έχει κτιστή κλίμακα (Context 6061), πλάτους 0,75 μ και ύψους 1 μ, με τέσσερις βαθμίδες, η καθεμία ύψους 0,25 και βάθους 0,20-0,25 μ. Η κλίμακα, τα τοιχώματα και ο πυθμένας της δεξαμενής καλύπτονται από παχύ υδραυλικό κονίαμα (opus signinum). Για την αποφυγή διαρροών οι γωνίες της δεξαμενής είναι όλες λοξότμητες. Πέντε λίθινοι πεσσοί τετράγωνου σχήματος, όλοι πλην ενός πλευράς 0,44 μ και μέγιστου σωζόμενου ύψους 1 μ, εξυπηρετούσαν τη στέγαση της δεξαμενής που θα πρέπει να ήταν ξύλινη και επίπεδη. Δύο είναι παράλληλοι στη βόρεια πλευρά (αρ. 6115 και 6116), άλλοι δύο παράλληλοι στη νότια πλευρά (αρ. 6112 και 6113) και ένας στο κέντρο (αρ. 6114). Με βάση το ύψος της κλίμακας καθόδου, το μέγιστο σωζόμενο ύψος των πεσσών και το ύψος του κονιάματος στα τοιχώματα υπολογίζουμε ότι το ύψος της δεξαμενής δεν πρέπει να υπερέβαινε το 1,3 μ. Το πώς υδροδοτείτο η δεξαμενή δεν είναι σαφές. Μια πιθανότητα είναι να συνέλεγε τα όμβρια από τη στέγη του κτιρίου, και η άλλη να τροφοδοτούνταν από υδραγωγείο αλλά στο τμήμα που ανασκάψαμε δεν βρέθηκε απόληξη αγωγού. Το δεύτερο βασικό ερώτημα είναι εάν η δεξαμενή ήταν μέρος του ρωμαϊκού λουτρικού συγκροτήματος ή όχι. Ο βόρειος τοίχος της είναι τμήμα του βόρειου τοίχου της Τομής 20 (αρ. 6002) αλλά ο ανατολικός της τοίχος (αρ. 6062) εφάπτεται με τον ανατολικό τοίχο της Τομής (αρ. 6004). Γιατί δεν χρησιμοποίησαν τον ανατολικό τοίχο της τομής ως ανατολικό όριο της δεξαμενής δεν είναι ακόμα σαφές. Μια πιθανή εξήγηση είναι η δεξαμενή να είναι αρχαιότερη του λουτρικού συγκροτήματος, πόσο μάλλον που η σκοπιμότητα ύπαρξης υπόγειας δεξαμενής σε λουτρικό συγκρότημα δεν είναι εύκολα κατανοητή. Συνήθως οι δεξαμενές των ρωμαϊκών λουτρών βρίσκονταν ψηλότερα από τις λουτρικές εγκαταστάσεις ώστε να μπορούν να διοχετεύουν το νερό με ικανή πίεση. Στη δική μας περίπτωση όμως, η δομική σχέση των τοίχων της δεξαμενής με τους τοίχους του ρωμαϊκού λουτρού υποδεικνύει ότι η δεξαμενή είναι μεταγενέστερη του ρωμαϊκού λουτρικού συγκροτήματος.
Το υλικό που ανακτήσαμε από την παχιά επίχωση της δεξαμενής είναι μια από τις πλουσιότερες αποθέσεις των ανασκαφών μας στη Σικυώνα. Καταγράψαμε συνολικά 14.443 κεραμικά όστρακα, βάρους 414,15 kg που κατανέμονται ως εξής:
Λεπτή κεραμική: 1536 — 17,19kg
Αδρή κεραμική: 9557 — 353,04kg
Μαγειρικά σκεύη: 3350 — 43,92kg
Το κεραμικό υλικό δεν είναι όλο της ίδιας περιόδου αλλά αντιπροσωπεύει τέσσερις χρονολογικές φάσεις. Η συντριπτική του πλειονότητα χρονολογείται στην ύστερη ελληνιστική περίοδο και είναι σχεδόν ταυτόσημο με το υλικό που βρέθηκε στην επίχωση του πηγαδιού της Δυτικής Στοάς. Η διαφορά είναι ότι στη δεξαμενή βρέθηκε υλικό και τριών ακόμα χρονολογικών περιόδων: α) των μέσων του 1ου αι. μ.Χ. με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα τοπικά και τα εισηγμένα λεπτότοιχα κύπελλα, την Ιταλική sigillata και κάποια σκεύη αδρής κεραμικής, β) του α’ μισού του 2ου αι. μ.Χ., που περιλαμβάνει τύπους ανατολικής sigillata B (π.χ. Τύπος 80 και Τύπος 58), και γ) κεραμική του 3ου αι. μ.Χ., με αρκετά παραδείγματα κρατήρων με βάση. Το υλικό των τριών αυτών φάσεων δεν χωριζόταν στρωματογραφικά, μάλιστα αρκετή κεραμική της α’ φάσης (ύστερης ελληνιστικής) προήλθε από τα ανώτερα στρώματα της επίχωσης. Αυτό μας αναγκάζει να υποθέσουμε ότι τα υστερότερα τέχνεργα, δηλαδή αυτά του 3ου αι. μ.Χ., παρέχουν ένα terminus ante quem για την εγκατάλειψη και επακόλουθη επίχωση της δεξαμενής με υλικό που προήλθε από διάφορα σημεία του περιβάλλοντος χώρου εξ’ ου και η χρονολογική του διαφοροποίηση.
|
Νότια του Τοίχου 6081, συνεχίσαμε την ανασκαφή μέχρι τον νότιο τοίχο της Τομής (αρ. 6028) φτάνοντας κάτω από το επίπεδο της βάσης των Τοίχων 6028 και 6004 προκειμένου να αντλήσουμε στοιχεία για την χρονολόγηση των τοίχων αυτών που θεωρούμε ότι ανήκουν στην πρώτη φάση του λουτρικού συγκροτήματος. Ο ανατολικός τοίχος (αρ. 6004) συμπλέκεται τόσο με το βόρειο (αρ. 6002) όσο και με το νότιο (αρ. 6028) τοίχο της Τομής. Έχει πλάτος 0,58 μ, σωζόμενο ύψος 1, 20 μ. και είναι κτισμένος με opus mixtum, δηλαδή opus testaceum και opus vittatum, όπως και ο δυτικός τοίχος της Τομής 20. Το ψηλότερο επίπεδο, που είναι κτισμένο με opus vittatum, σώζεται μόνο στο βόρειο τμήμα του τοίχου. Ο νότιος τοίχος της Τομής 20.2 (αρ. 6028) είναι παρόμοιου πλάτους και κατασκευής αλλά σώζει μόνο το κάτω μέρος του, από opus testaceum, σε ύψος 1,16 μ. Η ανασκαφή μέχρι το επίπεδο της θεμελίωσής των δύο αυτών τοίχων, που συνίσταται από μια στρώση σκληρού κονιάματος (Contexts 6080, 6084, 6089), απέδωσε λίγη διαγνωστική κεραμική, κυρίως του α’ μισού του 2ου αι. μ.Χ. Συμπερασματικά, από την ανασκαφή στη νότια και νοτιοανατολική πλευρά της Τομής 20 μέχρι το επίπεδο της θεμελίωσης των Τοίχων 6005 και 6004 δεν προέκυψαν αδιάσειστα τεκμήρια για την χρονολόγηση των τοίχων αυτών που ανήκουν στην αρχική φάση του λουτρικού συγκροτήματος. Όμως τα λίγα στοιχεία που διαθέτουμε μας κατευθύνουν σε μια χρονολόγηση στο α΄ μισό του 2ου αι. μ.Χ.
Η γεωφυσική διασκόπηση στο χώρο των ρωμαϊκών λουτρών πραγματοποιήθηκε με γεωραντάρ τύπου GSSI SIR-3000 και κεραία κεντρικής συχνότητας 400MHz. Σκοπός των διασκοπήσεων ήταν η χαρτογράφηση υπεδάφιων δομών του λουτρικού συγκροτήματος. Πραγματοποιήθηκε σειρά μετρήσεων σε μορφή κανάβων με απόσταση παράλληλων οδεύσεων 0,5 μ, αλλά και μεμονωμένων οδεύσεων εκεί όπου η χάραξη κανάβου δεν ήταν εφικτή. Οι φετινές μετρήσεις αποτελούν συνέχεια των μετρήσεων του 2023, όπου είχαν μετρηθεί τέσσερις κάναβοι και πολλαπλές μεμονωμένες οδεύσεις. Φέτος ερευνήθηκαν τρεις νέοι κάναβοι και πραγματοποιήθηκαν μεμονωμένες οδεύσεις κυρίως στο αγροτεμάχιο ανατολικά του περιφραγμένου χώρου του μουσείου. Σε όλους τους κανάβους αναγνωρίστηκαν γραμμικά στοιχεία κατεύθυνσης είτε Β-Ν είτε Α-Δ, που πρέπει να ανήκουν σε τοίχους του ρωμαϊκού λουτρού. Κάποιοι από αυτούς τους τοίχους ευθυγραμμίζονται με ιστάμενους ή ορατούς τοίχους του συγκροτήματος. Ένα μείζον ζητούμενο είναι το ανατολικό όριο του συγκροτήματος καθώς το δυτικό, βόρειο και νότιό του όριό του είναι λίγο ως πολύ γνωστά. Ο κάναβος που ερευνήθηκε εδώ αλλά και οι μεμονωμένες οδεύσεις ανατολικότερα αποδείχθηκαν χρήσιμες καθώς τεκμηρίωσαν την παρουσία τμημάτων του λουτρού, αν και το ανατολικό του όριο ακόμα λανθάνει.