Ανασκαφική έκθεση 2019
Οι ανασκαφές στη βραχονησίδα «Βρυοκαστράκι» απέναντι από το «Βρυόκαστρο», δηλ. την αρχαία πόλη της Κύθνου, διενεργήθηκαν φέτος από 24 Ιουνίου έως 3 Αυγούστου. Τα αποτελέσματα ήταν και εφέτος εξαιρετικά σημαντικά. Ήρθαν στο φως εκτεταμένη πρωτοβυζαντινή εγκατάσταση με τμήμα του παράκτιου τείχους και πύλη, παλαιοχριστιανική βασιλική καθώς και μνημειώδεις κατασκευές που ανήκουν σε σημαντικό ιερό της αρχαιότητας. Παράλληλα πραγματοποιήθηκαν κατά το μήνα Οκτώβριο 2019 (12-26/10) στερεωτικές εργασίες στα ανασκαμμένα αρχαία κτίρια του Βρυοκάστρου.
Ι. ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ - ΑΝΑΣΚΑΦΗ
Οι ανασκαφικές εργασίες διενεργήθηκαν όπως και το 2018 σε τρεις τομείς, το επονομαζόμενο «Νότιο Συγκρότημα», το επίμηκες Κτίριο 2 και την Παλαιοχριστιανική Βασιλική (Κτίριο 1).
«Νότιο Συγκρότημα»: Αρχαίο ιερό
Στο νότιο ανώτερο πλάτωμα της νησίδας αποκαλύφτηκε μνημειώδες ανάλημμα, μήκους σχεδόν 22 μέτρων, που προσωρινά μπορεί να χρονολογηθεί στους κλασικούς χρόνους, τόσο από την ισόδομη τοιχοποιία του, όσο και από την κεραμεική που συλλέχθηκε εντός του στρώματος «λατύπης» που συνδέεται με την κατασκευή του. Τα ευρήματα είναι εξαιρετικής ποιότητας κεραμεική των Γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων, καθώς και ορισμένα ευρήματα αναμφίβολα αναθηματικού χαρακτήρα (μικρογραφικά αγγεία, πήλινα γυναικεία ειδώλια, κ.ά.). Σε απόσταση 5 μέτρων ανατολικά του αναλήμματος, ο λαξευμένος βράχος σχηματίζει ορθογώνιο έξαρμα διαστάσεων 11 Χ 4 μ. περίπου, εξαιρετικά διαβρωμένο σήμερα, το οποίο φαίνεται ότι ταυτίζεται με μνημειώδη βωμό. Το ανάλημμα σχηματίζει ένα είδος κρηπίδας ύψους 4,50 μ., δυτικά του οποίου ο φυσικός βράχος σχηματίζει ένα ευρύχωρο άνδηρο με πολυάριθμα ίχνη από αρχαία λαξεύματα, ορισμένα από τα οποία φαίνεται ότι σχετίζονται με κάποιο μνημειώδη ναό που προφανώς είχε ιδρυθεί εδώ. Η προσεκτική μελέτη των λαξευμάτων αυτών ίσως επιτρέψει να αποσαφηνιστεί, ως έναν βαθμό, η μορφή του κλασικού-ελληνιστικού ναού. Η ταυτότητα της λατρευόμενης θεότητας παραμένει άγνωστη προς το παρόν.
Η ανθρώπινη δραστηριότητα της πρωτοβυζαντινής περιόδου είναι έντονη και η διατάραξη των παλαιότερων κτηρίων μεγάλη. Πολυάριθμοι τοίχοι και ευρύχωροι χώροι χρησιμοποίησαν εν μέρει τις ερειπωμένες σε κάποιο βαθμό αρχαίες δομές. Η υστερότερη κεραμεική χρονολογείται στα τέλη του 6ου και στο πρώτο μισό του 7ου αιώνα μ.Χ. Μετά την περίοδο αυτή φαίνεται ότι εγκαταλείπεται η πόλη της Κύθνου και οι κάτοικοί της μετακινήθηκαν στο Κάστρο της Ωριάς, την μεσαιωνική πρωτεύουσα του νησιού.
Η εντατική πρωτοβυζαντινή χρήση της βραχονησίδας, η οποία φαίνεται ότι ήταν η περιοχή όπου συρρικνώθηκε η πόλη στην ύστερη αρχαιότητα, διαρκεί μέχρι τουλάχιστον τον 7ο αιώνα οπότε και εγκαταλείπεται, όπως και από τα ευρήματα στις άλλες δύο θέσεις που ερευνήθηκαν.
Επίμηκες Κτήριο 2 και οχύρωση
Ανατολικά της βασιλικής εκτείνεται ένα επίμηκες συγκρότημα (Κτίριο 2), συνολικού μήκους 80 μ. περίπου, το οποίο αποτελείται από τουλάχιστον 15 ορθογώνια δωμάτια σε παράταξη (Α-ΙΕ). Οι επιμήκεις εξωτερικοί τοίχοι του συγκροτήματος έχουν σχετικά μεγάλο πλάτος (γύρω στο ένα μέτρο) και λαμβάνοντας υπόψη το μεγάλο ύψος του ανατολικού τοίχου (σωζ. ύψ. περ. 10 μ. από την επιφ. της θάλασσας) φαίνεται ότι το συγκρότημα εξυπηρετούσε και αμυντικούς σκοπούς. Η υπόθεση του οχυρωματικού χαρακτήρα του ανατολικού τοίχου ενισχύεται καθώς αυτός παρακολουθεί την ακτογραμμή, που στο σημείο αυτό παρουσιάζει σχετικά ομαλή πτώση προς τη θάλασσα, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες πλευρές της βραχονησίδας όπου εκτείνεται σχεδόν κατακόρυφος γκρεμνός μέσου ύψους 20 και πλέον μέτρων.
Η παράκτια αυτή οχύρωση της ύστερης αρχαιότητας προστάτευε το αδύναμο ανατολικό τμήμα της βραχονησίδας (οι υπόλοιπες πλευρές ήταν απροσπέλαστες λόγω της κατακόρυφης διαμόρφωσης των βράχων). Στο εσωτερική πλευρά της είχαν κτιστεί πολυάριθμα επάλληλα ορθογώνια δωμάτια, σε ένα από τα οποία (Χώρος ΙΒ) εντοπίστηκε φέτος στο δάπεδό που διαμορφώνεται στο φυσικό βράχο χάλκινος φόλλις του αυτοκράτορα Μαυρικίου Τιβερίου (582-602 μ.Χ.). Η έρευνα λίγο βορειότερα (Χώρος Η) έφερε στο φως την κύρια είσοδο της οχύρωσης, μικρό αποθηκευτικό χώρο με πίθο κατά χώραν, προστατευμένη με πύργο. Πράγματι, ανατολικά της εισόδου ερευνήθηκε ορθογώνιο κτίσμα πλ. 5,50 και μήκους 7 μ., που αναμφίβολα ταυτίζεται με προμαχώνα ή πύργο. Η ακριβής διαμόρφωση της εισόδου και της σχέσης της με τον πύργο δεν αποσαφηνίστηκε ακόμη. Οι φετινές έρευνες έδειξαν ότι η οχύρωση της ύστερης αρχαιότητας εδράζεται πάνω σε παλαιότερη, πιθανώς των αρχαϊκών χρόνων, φάση με την οποία φαίνεται να συνδέονται χώροι εν μέρει λαξευμένοι στο φυσικό βράχο.
Από τις αναμοχλευμένες επιχώσεις των πρωτοβυζαντινών χρόνων των Χώρων ΙΕ και Η προέρχονται και λίγα ευρήματα (κεραμεική και εργαλεία από οψιανό) της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου, καθώς και σημαντικές ποσότητες κεραμεικής των Γεωμετρικών έως ρωμαϊκών χρόνων.
Τρίκλιτη Βασιλική
Σε ψηλότερο άνδηρο, αλλά αξονικά με την είσοδο της πρωτοβυζαντινής οχύρωσης, ολοκληρώθηκε φέτος η ανασκαφή του εσωτερικού της τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Από την σχεδόν τετράγωνη κάτοψη εξέχει ανατολικά η αψίδα του ιερού. Οι εξωτερικές είσοδοι ανοίγονται στους πλάγιους τοίχους του νάρθηκα, αφού δυτικά το έδαφος ήταν υπερυψωμένο. Η ανισοσταθμία των δαπέδων των χώρων οφείλεται στην μορφολογία του εδάφους. Κάθε κλίτος επικοινωνούσε απ΄ ευθείας με τον νάρθηκα. Η εκκλησία διαθέτει προσκτίσματα προς βορρά και νότο, από τα οποία ερευνήθηκε το βόρειο, που είχε απ’ ευθείας πρόσβαση στο εσωτερικό του ναού. Το μνημείο έχει σύνθετη οικοδομική ιστορία: διακρίνονται τρεις κύριες φάσεις. Από αυτές, σημειώνεται εκείνη όπου ο διαχωρισμός των κλιτών γίνεται με εναλλασσόμενους πεσσούς και κίονες, καθώς και η τελευταία όπου τα μετακιόνια σφραγίζονται αφήνοντας μικρές διόδους μεταξύ των κλιτών. Στην θέση του διατηρείται το φράγμα του πρεσβυτερίου, αλλά και τμήματα του αρχιτεκτονικού διακόσμου.
Στο κτήριο είχαν χρησιμοποιηθεί ως spolia μαρμάρινα μέλη, όπως επενδύσεις αρχαίων μνημείων, βάθρα, έλικα ιωνικού κιονοκράνου πιθανώς αρχαϊκών χρόνων και τραπεζοφόρο σε δύο θραύσματα με απόληξη λεοντοπόδαρου. Ένα ανοικτό πήλινο αγγείο βρέθηκε στο νότιο κλίτος, σε επαφή με το φράγμα του πρεσβυτερίου. Δύο αποσπασματικά σωζόμενες επιγραφές βρέθηκαν στο νάρθηκα, η μία στοιχηδόν των αρχών του 4ου αι. π.Χ., η άλλη, χαραγμένη σε tabula ansata, τιμητική του αυτοκράτορα Βεσπασιανού (69-79 μ.Χ.) ή Δομιτιανού (81-96 μ.Χ.). Ο αυτοκράτορας ίσως τιμήθηκε για κάποια ευεργεσία που έκανε για την πόλη.
Σύνθρονο με επισκοπικό θρόνο διαμορφώνεται στην αψίδα. Αποκαλύφθηκαν επίσης σημαντικά ευρήματα από τον ακίνητο και κινητό εξοπλισμό του Ιερού Βήματος: μαρμάρινος κιονίσκος, μαρμάρινη κυκλική τράπεζα, τμήμα σιδερένιου σταυρού, χάλκινη κανθαρόσχημη καντήλα με την αλυσίδα ανάρτησής του β’ μισού του 6ου αι. - αρχών 7ου αι. και μολύβδινο ποτήριο με εγχάρακτο διάκοσμο και ψηλό πόδι.
Κάτω από το διαταραγμένο δάπεδο της αψίδας ήλθε στο φως στρώμα θραυσμένων πρωτοβυζαντινών αγγείων: κοντόχοντρες χύτρες με καρινωτό περίγραμμα που προκαταρκτικά χρονολογούνται μάλλον στον 5ο αι., χωνοειδές στόμιο σφαιρικού αμφορέα τύπου Late Roman Amphora 2, αλλά κυρίως πληθώρα θραυσμάτων από το σώμα κυλινδρικών αμφορέων τύπου Late Roman Amphora 1 με αυλακωτή διακόσμηση που χρονολογούνται κυρίως στον 6ο αιώνα και ως τις αρχές του 7ου, και φαίνεται να οριοθετούν το terminus ante quem της οικοδόμησης της βασιλικής. Κάτω από το στρώμα αυτό και στον διαμήκη άξονα του ναού, αποκαλύφθηκε μικρό ορθογωνικό λάξευμα στον φυσικό βράχο με την μορφή θήκης με καλυπτήρια πλάκα. Πρόκειται προφανώς για το εγκαίνιο του ναού, αφού στο εσωτερικό του αποκαλύφθηκε μολύβδινο σωληνωτό αντικείμενο με περιεχόμενο που τώρα ερευνάται. Η βασιλική βρίσκεται εν λειτουργία τουλάχιστον έως τον 7ο αιώνα, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί και οψιμότερη χρήση της.
Προσωρινά συμπεράσματα
Η όλη εικόνα από την ανασκαφική έρευνα στους τρεις επιλεγμένους τομείς οδηγεί σε σημαντικά νέα συμπεράσματα για την ιστορία της θέσης. Για πρώτη φορά με βεβαιότητα τεκμηριώθηκε Πρωτοκυκλαδική εγκατάσταση στη θέση της πόλης της Κύθνου των ιστορικών χρόνων. Η βραχονησίδα σημειωτέον, μέχρι τουλάχιστον την ύστερη αρχαιότητα, πρέπει να ήταν συνδεδεμένη με την ακτή με στενό ισθμό. Δεν αποκλείεται κάποιοι από τους λαξευμένους χώρους να ανάγονται στην περίοδο αυτή. Εξαιρετικά σημαντική είναι η αναγνώριση για πρώτη φορά στην Κύθνο κεραμεικής της ΥΕ ΙΙΙΓ περιόδου (εύρημα του 2018 από το «Νότιο Συγκρότημα»). Φαίνεται συνεπώς ότι η θέση κατοικήθηκε ύστερα από περίοδο εγκατάλειψης (;) ξανά στον 12ο αιώνα π.Χ., ίσως μάλιστα αδιάκοπα έκτοτε, αφού όλες οι χρονολογικές περίοδοι αντιπροσωπεύονται από κεραμεική, από την Πρωτογεωμετρική περίοδο έως και τα μέσα περίπου του 7ου μ.Χ. αιώνα (η τελευταία χρονολόγηση σύμφωνα με τα πρώτα πορίσματα της μελέτης της Χαρίκλειας Διαμαντή), που η πόλη εγκαταλείφθηκε οριστικά. Η αρχική μάλιστα σκέψη, που βασιζόταν στα πορίσματα της επιφανειακής έρευνας, ότι ο πυρήνας της αρχικής κατοίκησης της αρχαίας πόλης ήταν η βραχονησίδα και ότι εδώ συρρικνώθηκε ο πληθυσμός της πόλης στα Παλαιοχριστιανικά χρόνια, λίγο πριν η θέση εγκαταλειφθεί οριστικά και οι εναπομείναντες κάτοικοί της μετακινηθούν στην οχυρή ακρόπολη γνωστή σήμερα ως το Κάστρο της Ωριάς ή του Κατακέφαλου, μάλλον επιβεβαιώνεται. Σημαντική είναι η φετινή διαπίστωση ότι υπήρχε ένα μνημειώδες ιερό στο νότιο άκρο της βραχονησίδας, στην είσοδο του λιμανιού, αν και η ταυτότητα της λατρευόμενης θεότητας εδώ παραμένει προς το παρόν άγνωστη.
ΙΙ. ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ, ΜΕΛΕΤΗ, ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ
Συνεχίστηκε κατά το 2019 η μελέτη των κινητών ευρημάτων από τους αρχαιολόγους, μέλη της ερευνητικής ομάδας. Στην αποθήκη εργάστηκαν αρκετοί μελετητές.
Μεταξύ άλλων πραγματοποιήθηκαν αναλύσεις με φορητή XRF αργυρών και χρυσών ευρημάτων από τις παλαιότερες ανασκαφές του αρχαϊκού ιερού από την Ζαχαρούλα Παπαδοπούλου σε συνεργασία με τον Δρ. Μάρκο Βαξεβανόπουλο. Η Αναστασία Παπουτσάκη πραγματοποίησε αναλύσεις κονιαμάτων από το Βρυόκαστρο στα πλαίσια πτυχιακής εργασίας που εκπονεί υπό την επίβλεψη του καθ. Γιώργου Φακορέλλη στο παν/μιο Δυτικής Αττικής.
Συνεχίστηκε η συντήρηση των κινητών ευρημάτων από τον συντηρητή Ελευθέριο Κοσμίδη.
Παράλληλα, κατά το μήνα Οκτώβριο 2019, για δύο εβδομάδες (12-26.10), πραγματοποιήθηκαν στερεωτικές εργασίες από τον συντηρητή του ΥΠΠΟΑ Γιώργο Καράμπαλη στο Κτίριο 5 (Πρυτανείο) το οποίο είχαμε ανασκάψει τα έτη 2009-2013.
ΙΙΙ. ΔΙΑΧΥΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΕΡΕΥΝΩΝ 2019
Πραγματοποιήθηκε διάλεξη του Α. Μαζαράκη Αινιάνος στην Χώρα Κύθνου (4 Αυγ. 2019) και ομιλία από κοινού με την Αναπλ. Καθ. Ιφιγένεια Λεβέντη με τίτλο «Τα ιερά της Άνω Πόλης της Κύθνου: πρώτη προσπάθεια ανασύνθεσης του χαρακτήρα της λατρείας» στο συνέδριο για τα Ιερά και Λατρείες του Αιγαίου στη Λήμνο (11-15 Σεπτ. 2019).
Τα αποτελέσματα των ερευνών των ιερών τη Άνω Πόλης της Κύθνου (ανασκαφές 2002-2018) δημοσιεύτηκαν στη μονογραφία του Α. Μαζαράκη Αινιάνος, The sanctuaries of Kythnos, Presses Universitaires de Rennes, Rennes 2019.
Για τα αποτελέσματα της ανασκαφής του 2019 βλ. και Δελτίο Τύπου του ΥΠΠΟΑ στις 5/9/2019.
Η Αναστασία Παπουτσάκη παρουσίασε τμήμα της μελέτης της των κονιαμάτων των δεξαμενών της αρχαίας Κύθνου στο στο 7ο Συνέδριο Αρχαιομετρίας στις 12 Οκτ. 2019.
Τα αποτελέσματα των ανασκαφικών ερευνών του Βρυοκάστρου Κύθνου θα παρουσιαστούν σε ημερίδα που θα διοργανώσει στις 29 Ιανουαρίου 2020 η ΓΓ Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, στην Αθήνα.
Τα αποτελέσματα των ανασκαφών της Κύθνου (ιερά Μεσαίου Πλατώματος) θα παρουσιαστούν την Άνοιξη του 2020 στο Παρίσι (διάλεξη στο παν/μιο Paris 1).
IV. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Το ανασκαφικό-ερευνητικό πρόγραμμα Κύθνου στηρίχτηκε οικονομικά το 2019, από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (ΚΑΕ 4129), τη ΓΓ Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, το Δήμο Κύθνου και κυρίως από τον γενναιόδωρο χορηγό κύριο Αθανάσιο Μαρτίνο. Θερμές ευχαριστίες προς όλους. Ευχαριστίες οφείλουμε κσι στον κ. Κρέοντα Ανταλλόπουλου για την δωρεάν παραχώρηση της βάρκας του για αρκετές μετακινήσεις των μελών της ερευνητικής ομάδας.
V. ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ
Η ανασκαφή της Κύθνου πραγματοποιείται από τον Τομέα Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με τη συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, υπό την διεύθυνση του Καθ. του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Αλεξάνδρου Μαζαράκη Αινιάνος και του Προϊστάμενου της ΕΦΑ Κυκλάδων Δημήτρη Αθανασούλη.
Στις εργασίες συμμετείχαν παλαιοί και έμπειροι συνεργάτες του προγράμματος, περίπου 60 προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές της Αρχαιολογίας του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, και άλλων πανεπιστημίων τόσο της Ελλάδας όσο και του εξωτερικού. Μεταξύ των βασικών συνεργατών που εργάστηκαν στην Κύθνο το 2019 συγκαταλέγονται οι αρχαιολόγοι Ζ. Παπαδοπούλου, Μ. Κουτσουμπού, Δ. Παπαγγελοπούλου, Δρ. Χ. Διαμαντή, καθώς και ο Ελευθέριος Κοσμίδης (συντηρητής του προγράμματος από το 2008 κ.ε.) και ο Γιώργος Καράμπαλης (συντηρητής ΥΠΠΟΑ), ο Γιώργος Χιώτης (αρχαιολόγος και τοπογράφος), ο Γουλιέλμος Ορεστίδης (αρχιτέκτων), ο Κώστας Ξενικάκης (αεροφωτογραφίσεις και φωτογραφίες ευρημάτων).
VI. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
Το 2019, κυκλοφόρησε και το βιβλίο του Α. Μαζαράκη Αινιάνος, The sanctuaries of ancient Kythnos, στη Γαλλία, από τις Presses Universitaires de Rennes, που αποτελεί μια σύνθεση των αρχαιολογικών ανασκαφών των ετών 2002-2018 (εικ. 27). Είχε προηγηθεί από τον ίδιο εκδοτικό οίκο και με την επιμέλεια του ιδίου, η δημοσίευση του συλλογικού έργου The Archaic Sanctuaries of the Cyclades, που περιλαμβάνει 5 εκτενείς μελέτες για τις ανασκαφές μας στο Βρυόκαστρο Κύθνου στην αγγλική γλώσσα (ένα είδος προδημοσίευσης των ανασκαφών Κύθνου), που συνυπογράφουν πολυάριθμοι μελετητές και συνεργάτες της ανασκαφής. Και τα δύο βιβλία, με πλούσια έγχρωμη εικονογράφηση, τυπώθηκαν με δαπάνες του γαλλικού κράτους, από την εμβληματική Chaire Internationele Blaise Pascal που απονεμήθηκε το 2013 στον Α. Μαζαράκη Αινιάνα για το 2013-14, με ερευνητικό πρόγραμμα που αφορούσε τα αρχαϊκά ιερά τόσο της Κύθνου όσο και των λοιπών Κυκλάδων. Την περίοδο αυτή προετοιμάζεται προς έκδοση ο πρώτος τόμος των τελικών αποτελεσμάτων των ανασκαφών του αρχαϊκού ιερού, που θα τυπωθεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας.