Ανασκαφική έκθεση 2018
Οι συστηματικές ανασκαφές στην αρχαία πόλη της Κύθνου (το σημερινό «Βρυόκαστρο») πραγματοποιήθηκαν εφέτος από 26/6 έως 4/8/2018. Τις δύο πρώτες εβδομάδες οι εργασίες επικεντρώθηκαν στην ολοκλήρωση της έρευνας της αρχαίας δεξαμενής που είχε αρχίσει να ερευνάται το 2016-17, ενώ τις τέσσερεις επόμενες πραγματοποιήθηκε ανασκαφή στη βραχονησίδα «Βρυοκαστράκι», στην περιοχή του αρχαίου λιμανιού. Τα αποτελέσματα της έρευνας και στους δύο τομείς υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικά. Παράλληλα, ολοκληρώθηκαν οι στερεωτικές εργασίες στο ιερό του Απόλλωνος και της Άρτεμης (ανασκαφή 2002-2006) από τον συντηρητή του ΥΠΠΟΑ Γιώργο Καράμπαλη.
Η ανασκαφή της Κύθνου πραγματοποιείται από τον Τομέα Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με τη συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, υπό την διεύθυνση του Καθ. του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Αλεξάνδρου Μαζαράκη Αινιάνος και του Προϊστάμενου της ΕΦΑ Κυκλάδων Δημήτρη Αθανασούλη. Εκτός των παραπάνω φορέων, τις έρευνες στηρίζουν οικονομικά και η ΓΓ Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, ο Δήμος Κύθνου και κυρίως ο γενναιόδωρος χορηγός κύριος Αθανάσιος Μαρτίνος.
I. Εργασίες στο πεδίο - Ανασκαφή
Βρυόκαστρο. Δεξαμενή Μεσαίου Πλατώματος
Στο Μεσαίο Πλάτωμα στην Άνω Πόλη, στη ΝΑ γωνία του λατρευτικού Κτιρίου 1 των κλασικών-ελληνιστικών χρόνων, υπάρχει προσαρτημένη μια δεξαμενή, λαξευμένη στο φυσικό βράχο. Η δεξαμενή ερευνήθηκε συστηματικά το 2016-17 αποκαλύπτοντας πολυάριθμα ευρήματα, μεταξύ άλλων μαρμάρινα γλυπτά και ενεπίγραφες στήλες που επέτρεψαν να ταυτιστεί το ιερό με το Ασκληπιείο και Αφροδίσιο της αρχαίας πόλης. Φέτος, ολοκληρώθηκε η έρευνα στο εσωτερικό της (εικ. 2, 3α-δ). Έχει βάθος 8 μέτρα και μέγιστη διάμετρο στον πυθμένα 7,70 μέτρα. Στο κέντρο του πυθμένα υπάρχει αποστραγγιστική βάθυνση κυλινδρικού σχήματος διαμ. 1,18 μ. και ύψους 0,53 μ., στο εσωτερικό της οποίας συλλέχτηκαν, μεταξύ άλλων, ακέραιη οκτώσχημη ελεφαντοστέινη πόρπη αρχαϊκών χρόνων και πολυάριθμα συγκολλώμενα θραύσματα από ερυθρόμορφη πελίκη.
Από το αργιλώδες στρώμα που κάλυπτε τον πυθμένα της δεξαμενής προέρχεται ακέραιος χάλκινος κάδος με σιδερένιες λαβές (υπό συντήρηση). Στην αμέσως υπερκείμενη αμμουδερή επίχωση της δεξαμενής η κεραμεική που συλλέχτηκε ήταν πολυπληθής και συνίσταται κυρίως από άβαφα αγγεία, κυρίως μικρές πρόχους, και αντιπροσωπεύει την τελευταία περίοδο χρήσης της, στους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους. Τέλος, από το εσωτερικό «μπάζωμα» της δεξαμενής προήλθαν και φέτος αρκετά θραύσματα από την ανωδομή του παρακείμενου κτιρίου, όπως δύο ηγεμόνες κέραμοι που απολήγουν σε ανθέμιο και αρκετά θραύσματα δωρικών κιονοκράνων και σφονδύλων κιόνων με 20 ραβδώσεις, από κογχυλιάτη λίθο. Συλλέχτηκαν επίσης και φέτος αρκετά θραύσματα μαρμάρινων γλυπτών, μεταξύ αυτών δύο ακέραιες κεφαλές παιδικές (ενός αγοριού και ενός κοριτσιού, κλασικών χρόνων), μία μικρή κεφαλή Αφροδίτης της ελληνιστικής περιόδου, και μια πήλινη κεφαλή Δήμητρας από μεγάλων διαστάσεων ειδώλιο, όψιμων κλασικών χρόνων.
Με βάση και τα φετινά ευρήματα επιβεβαιώνεται η άποψη ότι το ιερό μπορεί να συνδεθεί τόσο με τη λατρεία του Ασκληπιού όσο και με αυτήν της Αφροδίτης. Στην ίδια περιοχή μαρτυρείται επιγραφικά και λατρεία των «Σαμοθρακίων Θεών».
Τα δύο κτίρια που ανασκάφτηκαν συνδέονται με μνημειώδες ανάλημμα με το αρχαϊκο-ελληνιστικό ιερό του Απόλλωνα και της Άρτεμης, δεκάδες μέτρα βορειότερα που ερευνήθηκε παλαιότερα, επιβεβαιώνοντας ότι πρόκειται για ένα οικοδομικό πρόγραμμα μνημειοποίησης του θαλάσσιου μετώπου των ιερών και δημοσίων χώρων της Άνω Πόλης κατά την ελληνιστική περίοδο. Φέτος, κατά τον καθαρισμό του πλατώματος των ιερών από τη βλάστηση διαγράφηκε και το ενδιάμεσο όριο των ιερών αυτών, που σχηματίζεται από ένα κατακόρυφο λάξευμα του φυσικού βράχου ανάμεσα στο τείχος και το ανάλημμα του Μεσαίου Πλατώματος. Η αρχική χωροθέτηση των ιερών της Άνω Πόλης της Κύθνου, πάντως, με βάση την κεραμεκή, ανάγεται τουλάχιστον στα υστερογεωμετρικά-πρώιμα αρχαϊκά χρόνια (8ο-7ο αι. π.Χ.).
Φέτος, τέλος, συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκαν οι στερεωτικές εργασίες στο ναό του Απόλλωνος και της Άρτεμης και στους δύο παρακείμενους βωμούς (ανασκαφή 2002-2006) από τον συντηρητή του ΥΠΠΟΑ Γιώργο Καράμπαλη.
Με την έρευνα του συγκεκριμένου χώρου της Άνω Πόλης της Κύθνου συνδέθηκαν πλέον χωροταξικά οι δύο περιοχές με μερικά από τα σημαντικότερα ιερά της Κύθνου. Απομένει να ερευνηθεί η Ακρόπολη με τα άσκαφα ακόμα ιερά της, ανάμεσα στα οποία προεξέχουσα θέση φαίνεται ότι είχε το ταυτισμένο από τα επιφανειακά ευρήματα ιερό της Δήμητρας.
Βρυοκαστράκι
Η ανασκαφή της βραχονησίδας «Βρυοκαστράκι» είχε συγκεκριμένους στόχους. Η επιφανειακή έρευνα της δεκαετίας 1990, με βάση τα κινητά ευρήματα αλλά και την αναγνώριση αρχιτεκτονικών καταλοίπων που είχαμε αποδώσει σε τρίκλιτη Παλαιοχριστιανική Βασιλική, είχε οδηγήσει στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι εδώ παρατηρούμε τόσο την πρωιμότερη όσο και την υστερότερη εγκατάσταση της αρχαίας πόλης. Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν τα παραπάνω.
Οι ανασκαφικές εργασίες διενεργήθηκαν σε τρεις τομείς, την Παλαιοχριστιανική Βασιλική (Κτίριο 1), το επίμηκες Κτίριο 2 και το επονομαζόμενο Νότιο Συγκρότημα.
Τομέας Παλαιοχριστιανικής Βασιλικής
Στο μέσον περίπου της βραχονησίδας αποκαλύφτηκε τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική διαστάσεων 16 X 12,50 μ. Η πρόσβαση γινόταν από δύο παράπλευρες εισόδους στο νάρθηκα, μια κύρια προς νότον και μία δευτερεύουσα προς βορράν. Σε β’ φάση φαίνεται ότι προστέθηκε αψίδα και στο νότιο κλίτος, τοποθετήθηκαν δύο μαρμάρινες βάσεις κιόνων ανάμεσα στο κεντρικό και τα πλευρικά κλίτη, και κτίστηκε ένα ορθογώνιο πρόσκτισμα σε επαφή με το βόρειο κλίτος, διαστ. 5 X 3,60 μ. Σε διάφορα σημεία των τοίχων παρατηρούνται μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε όλες τις επιφανειακές επιχώσεις υπήρχε έντονη παρουσία κεραμεικής των γεωμετρικών χρόνων (τουλάχιστον από τα μέσα του 9ου αι. π.Χ.). Καθώς η θέση της βασιλικής πάνω στη νησίδα είναι κεντρική με εποπτεία του λιμανιού της πόλης, δεν αποκλείεται στη θέση αυτή να προϋπήρχε αρχαίος ναός. Η πρώτη εκτίμηση είναι ότι η πρώτη αρχιτεκτονική φάση της βασιλικής είναι ίσως του 5ου αιώνα, ενώ η δεύτερη πρέπει να είναι όψιμη, ίσως του 7ου αιώνα. Ωστόσο, μόνον η ανασκαφή του εσωτερικού του κτιρίου, κάτι το οποίο προγραμματίζουμε για το 2019, θα επιτρέψει τη συναγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων.
Κτίριο 2, Χώρος ΙΒ
Ανατολικά της βασιλικής εκτείνεται ένα επίμηκες συγκρότημα (Κτίριο 2), συνολικού μήκους 80 μ. περίπου, το οποίο αποτελείται από τουλάχιστον 15 ορθογώνια δωμάτια σε παράταξη (Α-ΙΕ). Οι επιμήκεις εξωτερικοί τοίχοι του συγκροτήματος έχουν σχετικά μεγάλο πλάτος (γύρω στο ένα μέτρο) και λαμβάνοντας υπόψη το μεγάλο ύψος του ανατολικού τοίχου (σωζ. ύψ. περ. 10 μ. από την επιφ. της θάλασσας) υποθέτουμε ότι το συγκρότημα εξυπηρετούσε και αμυντικούς σκοπούς. Η υπόθεση του οχυρωματικού χαρακτήρα του ανατολικού τοίχου ενισχύεται καθώς αυτός παρακολουθεί την ακτογραμμή, που στο σημείο αυτό παρουσιάζει σχετικά ομαλή πτώση προς τη θάλασσα, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες πλευρές της βραχονησίδας όπου εκτείνεται σχεδόν κατακόρυφος γκρεμνός μέσου ύψους 20 και πλέον μέτρων. Μάλιστα, στο μέσον περίπου του μήκους του κτιρίου, ανάμεσα στα δωμάτια Η και Θ, παρατηρείται ορθογώνιο έξαρμα πλ. 5,50 και μήκους 7 μ., που αναμφίβολα ταυτίζεται με προμαχώνα ή πύργο. Ισχυρή οχυρωματική κατασκευή («πύργος») παρατηρείται και στο νότιο άκρο του οικοδομικού συγκροτήματος.
Φέτος αποφασίστηκε να ερευνήσουμε ένα από τα δωμάτια του Κτιρίου 2, το ΙΒ. Είναι ορθογώνιο, διαστάσεων 5 Χ 6 μ. περίπου. Η είσοδός του, πλ. 0,92 μ., βρισκόταν στο βόρειο πέρας του δυτικού τοίχου. Με βάση τις επιφανειακές ενδείξεις οι θύρες των λοιπών χώρων του οικοδομήματος βρίσκονταν επίσης στα δυτικά, δηλαδή τα δωμάτια ήταν αυτόνομα και δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Στον Χώρο ΙΒ μια σειρά από αβαθή λαξεύματα αντιπροσωπεύουν ίχνη κλίμακας που οδηγούσε από την θύρα σε χαμηλότερο επίπεδο. Δύο δοκοθήκες στον ανατολικό τοίχο (Τ1) μαρτυρούν την παρουσία ενός ξύλινου πατώματος στο νότιο μισό του δωματίου, τουλάχιστον 1 μ. ψηλότερα από το κατώτερο δάπεδο του χώρου. Η πρώτη εντύπωση είναι ότι το οικοδόμημα, στη μορφή που σώζεται, ανήκει στους υστερορωμαϊκούς-παλαιοχριστιανικούς χρόνους, καθώς θραύσματα αγγείων που χρονολογούνται σε αυτήν την περίοδο προέρχονται ακόμη και από τα βαθύτερα στρώματα του χώρου. Την ύστερη χρονολόγηση του «οχυρωματικού περιβόλου» πίσω από το οποίο διατάσσονται τα δωμάτια τεκμηριώνουν τα ενσωματωμένα σε αυτό μαρμάρινα spolia (ανάμεσά τους μαρμάρινο βάθρο στο ύψος του Χώρου Δ), καθώς και η πρόχειρη σχετικά τοιχοποιία (μεγάλες ορθογωνισμένες λιθόπλινθοι και ενδιάμεσα μικρού έως μεσαίου μεγέθους λίθοι). Μεταξύ των ευρημάτων των επιχώσεων εγκατάλειψης αναφέρουμε ακέραιο χάλκινο κυλινδρικό καντήλι καθώς και ακέραιο πήλινο λύχνο του 5ου μ.Χ. αι. Ωστόσο, υπάρχουν στοιχεία που υποδεικνύουν μια παλαιότερη φάση του όλου συγκροτήματος: ο ανατολικός οχυρωματικός περίβολος ενδέχεται να προϋπήρχε καθώς στη βάση του υπάρχει ορθογώνιος χώρος διαμορφωμένος στο φυσικό βράχο, περίπου ίδιων διαστάσεων με τον μετέπειτα ορθογώνιο Χώρο ΙΒ αλλά ελαφρώς διαφορετικού προσανατολισμού, ενώ η παρουσία κεραμεικής διαφόρων εποχών, Πρωτοκυκλαδικής (σποραδικά) αλλά κυρίως Πρωτογεωμετρικών-Γεωμετρικών χρόνων και εντεύθεν, αφήνουν ανοικτό προς το παρόν το ερώτημα πότε χρονολογούνται τόσο η αρχική φάση του περιβόλου, όσο και οι παρακείμενοι σύγχρονοι, λαξευμένοι στο βράχο, στεγασμένοι χώροι. Ανάμεσα στα ευρήματα των επιχώσεων του χώρου συγκαταλέγεται και σχεδόν ακέραιο μαρμάρινο πώμα από ταφική κάλπη. Μια τομή που διανοίχτηκε εξωτερικά του ανατολικού περιβόλου για τη μελέτη της τοιχοποιίας του δεν κατέστη δυνατόν να ολοκληρωθεί και ως εκ τούτου δεν έχει αποκαλυφθεί το σύστημα τοιχοποιίας της βάσης της κατασκευής, καθώς και το επίπεδο στο οποίο θεμελιώνεται, στοιχεία που ίσως συμβάλουν στη απάντηση των παραπάνω ερωτημάτων.
Νότιο Συγκρότημα
Το νότιο πλάτωμα της βραχονησίδας είναι το υψηλότερο σε σχέση με τη στάθμη της θάλασσας (23 μ.). Το πλάτωμα αυτό συνδέεται οργανικά με το επίμηκες Κτίριο 2 και με μια μνημειώδη ορθογώνια οχυρωματική κατασκευή, πιθανώς έναν «πύργο» που επόπτευε την είσοδο του λιμανιού. Στην ευρύτερη περιοχή δυτικά του «πύργου», καθώς και σε ολόκληρο το άνω πλάτωμα της νησίδας, παρατηρούνταν πολυάριθμοι ορθογώνιοι χώροι, εν μέρει λαξευμένοι στο φυσικό βράχο, που υποθέτουμε ότι ανήκουν σε οικίες. Φέτος ερευνήθηκαν τέσσερεις από αυτούς, οι Ν1-Ν4. Η πρόσβαση στους χώρους αυτούς γινόταν με μια λίθινη κλίμακα που εκκινεί από το ισόγειο δωμάτιο του πύργου και οδηγεί στον ορθογώνιο Χώρο Ν4, που φαίνεται ότι ήταν ημιυπαίθριος, στηριζόμενος στις τρεις τουλάχιστον γωνίες από ισχυρούς ξύλινους κίονες. Ο παρακείμενος Χώρος Ν3 ήταν μάλλον υπαίθριος. Το κτίριο αμέσως νοτιότερα αποτελείται από προστώο (Ν2) και ορθογώνια αίθουσα σε λίγο ανώτερο επίπεδο (Ν1). Ανάμεσα στους δύο χώρους σώζονται τα λαξεύματα δίφυλλης θύρας. Διατηρείται η ανωδομή δύο τοίχων, του ανατολικού και του βόρειου. Τόσο από την παρουσία οπτοπλίνθων ανάμεσα στους αργούς λίθους, όσο και από την κεραμεική του εξισωτικού μπαζώματος εντός του Ν1, η τελευταία περίοδος χρήσης του οικοδομήματος τοποθετείται στην ύστερη αρχαιότητα. Ωστόσο, ο διαφορετικός προσανατολισμός των λαξευμάτων του φυσικού βράχου, αλλά και η παρουσία ενός ανοίγματος προς νότον στον Χώρο Ν1,όταν το δάπεδο πρέπει να βρισκόταν αρκετά βαθύτερα, μαρτυρούν ότι η αρχική χρήση των εν λόγω χώρων ανάγεται σε παλαιότερη περίοδο.
Μέσα στις φυσικές σχισμές του φυσικού βράχου συλλέχτηκαν κεραμεική και εργαλεία από οψιανό (λεπίδες, φολίδες, καθώς και μερικοί πυρήνες) της Πρωτοκυκλαδική περιόοδου (κατά τη Δώρα Παπαγγελοπούλου πιθανόν της ΠΚ Ι περιόδου). Από τις επιχώσεις και τα διάφορα εξισωτικά μπαζώματα των ύστερων χρόνων προήλθε κεραμεική χρονολογούμενη κυρίως από το τέλος της Εποχής του Χαλκού (ΥΕ ΙΙΙΓ) έως και τους ρωμαϊκούς χρόνους. Ιδιαίτερα αισθητή είναι η παρουσία κεραμεικής των Πρωτογεωμετρικών-Γεωμετρικών χρόνων. Ανάμεσα στα ευρήματα συγκαταλέγονται ορισμένα θραύσματα πήλινων ειδωλίων ενδεδυμένων μορφών των κλασικών χρόνων, λίγα θραύσματα από μικκύλα αγγεία, καθώς και στόμιο μικκύλου αμφορέα με πλαστική διακόσμηση φιδιών στο περιχείλωμα, των πρώιμων αρχαϊκών χρόνων που ίσως μαρτυρούν την παρουσία ενός ιερού εκεί κοντά.
Προσωρινά συμπεράσματα
Η όλη εικόνα από την ανασκαφική έρευνα στους τρεις επιλεγμένους τομείς οδηγεί σε σημαντικά νέα συμπεράσματα για την ιστορία της θέσης. Για πρώτη φορά με βεβαιότητα τεκμηριώθηκε Πρωτοκυκλαδική εγκατάσταση στη βραχονησίδα, η οποία σημειωτέον, μέχρι τουλάχιστον την ύστερη αρχαιότητα, πρέπει να ήταν συνδεδεμένη με την ακτή με στενό ισθμό. Δεν αποκλείεται κάποιοι από τους λαξευμένους χώρους να ανάγονται στην περίοδο αυτή. Εξαιρετικά σημαντική είναι η αναγνώριση για πρώτη φορά στην Κύθνο κεραμεικής της ΥΕ ΙΙΙΓ περιόδου. Φαίνεται συνεπώς ότι η θέση κατοικήθηκε ύστερα από περίοδο εγκατάλειψης (;) ξανά στον 12ο αιώνα π.Χ., ίσως μάλιστα αδιάκοπα έκτοτε, αφού όλες οι χρονολογικές περίοδοι αντιπροσωπεύονται από κεραμεική, από την Πρωτογεωμετρική περίοδο έως και τα μέσα περίπου του 7ου μ.Χ. αιώνα (η τελευταία χρονολόγηση σύμφωνα με τα πρώτα πορίσματα της μελέτης της Χαρίκλειας Διαμαντή), που η πόλη εγκαταλείφθηκε οριστικά. Η αρχική μάλιστα σκέψη, που βασιζόταν στα πορίσματα της επιφανειακής έρευνας, ότι ο πυρήνας της αρχικής κατοίκησης της αρχαίας πόλης ήταν η βραχονησίδα και ότι εδώ συρρικνώθηκε ο πληθυσμός της πόλης στα Παλαιοχριστιανικά χρόνια, λίγο πριν η θέση εγκαταλειφθεί οριστικά και οι εναπομείναντες κάτοικοί της μετακινηθούν στην οχυρή ακρόπολη γνωστή σήμερα ως το Κάστρο της Ωριάς ή του Κατακέφαλου, μάλλον επιβεβαιώνεται.
II. Καταγραφές, μελέτη, εργασίες συντήρησης
Συνεχίστηκε η μελέτη των κινητών ευρημάτων από τους αρχαιολόγους, μέλη της ερευνητικής ομάδας. Στην αποθήκη εργάστηκαν οι μελετήτριες Δρ Α. Τουλουμτζίδου και Μ. Πανάγου.
Συνεχίστηκε η συντήρηση των κινητών ευρημάτων από τον συντηρητή Ελευθέριο Κοσμίδη.
Στο πεδίο ολοκληρώθηκαν οι στερεωτικές εργασίες στο ιερό του Απόλλωνος και της Άρτεμης (ανασκαφή 2002-2006) από τον συντηρητή του ΥΠΠΟΑ Γιώργο Καράμπαλη. Στερεώθηκαν ο ναός και οι δύο βωμοί, σύμφωνα με τη μελέτη και τις οδηγίες των συντηρητών της ΕΦΑ Κυκλάδων.
Τα αποτελέσματα των ερευνών των ιερών δημοσιεύονται στην υπό έκδοση μονογραφία The sanctuaries of Kythnos, Presses Universitaires de Rennes, Rennes 2019.
III. Προϋπολογισμός
Το ανασκαφικό-ερευνητικό πρόγραμμα Κύθνου στηρίχτηκε οικονομικά το 2018, εν μέσω των δυσμενών συγκυριών, από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, τη ΓΓ Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, το Δήμο Κύθνο και κυρίως από τον χορηγό κύριο Αθανάσιο Μαρίνο. Ο τελευταίος κάλυψε όλα τα έξοδα μετακινήσεων, διαμονής και διατροφής της πολυμελούς ερευνητικής ομάδας, καθώς κι πολλά λειτουργικά έξοδα της ανασκαφής.
IV. Ερευνητική ομάδα
Στις εργασίες συμμετείχαν παλαιοί και έμπειροι συνεργάτες του προγράμματος, περίπου 60 προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές της Αρχαιολογίας του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, και άλλων πανεπιστημίων τόσο της Ελλάδας όσο και του εξωτερικού. Μεταξύ των βασικών συνεργατών που εργάστηκαν στην Κύθνο το 2018 συγκαταλέγονται οι αρχαιολόγοι Δρ Α. Τουλουμτζίδου, Ζ. Παπαδοπούλου, Μ. Πανάγου, Μ. Κουτσουμπού, Δ. Παπαγγελοπούλου, Δρ. Χ. Διαμαντή, καθώς και ο Ελευθέριος Κοσμίδης (συντηρητής του προγράμματος από το 2008 κ.ε.) και ο Γιώργος Καράμπαλης (συντηρητής ΥΠΠΟΑ), ο Γ. Χιώτης (αρχαιολόγος και τοπογράφος), ο Γ. Ορεστίδης (αρχιτέκτων), ο Κ. Ξενικάκης (αεροφωτογραφίσεις και φωτογραφίες ευρημάτων).