Ανασκαφική έκθεση 2016
Το 2016, από 20 Ιουνίου έως 17 Ιουλίου, πραγματοποιήθηκαν ανασκαφικές έρευνες και μελέτες στην αρχαία πόλη της Κύθνου (Βρυόκαστρο). Οι έρευνες πραγματοποιήθηκαν από το τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με την εποπτεία της Εφορείας Κυκλάδων. Ομάδα σπηλαιολόγων της ΣΠΕΛΕΟ, με την καθοδήγηση της αρχαιολόγου Ζ. Παπαδοπούλου, εργάστηκε εθελοντικά στην έρευνα της δεξαμενής. Από πλευράς Εφορείας Αρχαιοτήτων υπεύθυνες ήταν οι αρχαιολόγοι Θεοδώρα Παπαγγελοπούλου και Μαρία Κουτσουμπού.
Ανασκαφή
Ανασκάφτηκαν δύο δημόσια οικοδομήματα των κλασικών-ελληνιστικών χρόνων στο Μεσαίο Πλάτωμα της Άνω Πόλης (Κτίρια 1 & 2). Μια κλίμακα λαξευμένη στο βράχο συνέδεε το λιμάνι με το φρύδι της κορυφογραμμής, όπου ιδρύθηκαν τα ιερά αυτά. Φαίνεται ότι η ορατότητα αυτών των κτιρίων από τη θάλασσα δηλ. το «θαλάσσιο μέτωπο», ήταν ένα βασικό κριτήριο του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού των ιερών της κορυφογραμμής. Πλησίον των δύο κτιρίων είχαν βρεθεί παλαιότερα μια ελληνιστική επιγραφή («Σαμοθρακίων Θεών») και θραύσμα μαρμάρινου αγάλματος που αποδόθηκε στον Μεσσήνιο γλύπτη Δαμοφώντα. Βέβαια η πρωιμότερη ανθρώπινη παρουσία εδώ, με βάση την κεραμική, τοποθετείται στους Γεωμετρικούς-πρώιμους αρχαϊκούς χρόνους.
Το Κτίριο 1, διαστάσεων 17.40 Χ 11.50 μ, είναι ευρυμέτωπο, διμερές με στοά στα ανατολικά (σωζ. ύψ. δυτικού αναλήμματος 2.80 μ). Κατά τόπους, τόσο εσωτερικά, όσο και εξωτερικά του κτιρίου, σώζεται κατά χώραν το ερυθρό κονίαμα με το οποίο ήταν επιχρισμένοι οι τοίχοι του. Η στοά, πλάτους 4.50 μ, ήταν δωρικού ρυθμού, όπως μαρτυρούν μερικά θραύσματα από πώρινα κιονόκρανα. Διακόπτεται στο μέσον περίπου από μεταγενέστερο εγκάρσιο τοίχο. Συνεπώς φαίνεται ότι στα ρωμαϊκά χρόνια διαμορφώθηκαν δύο ανεξάρτητα οικοδομήματα: ένα μεγαλύτερο στα Βόρεια, με βοτσαλωτό δάπεδο στην κυρίως αίθουσα (το οποίο στερεώθηκε από το συντηρητή της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων Γ. Καράμπαλη) και ένα μικρότερο, στα Νότια. Στο δωμάτιο με το βοτσαλωτό δάπεδο υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι υπήρχαν ανάκλινδρα περιμετρικά των τοίχων.
Το κτίριο πρέπει να οικοδομήθηκε στους όψιμους κλασικούς χρόνους αλλά η κύρια φάση χρήσης του τοποθετείται στην ελληνιστική περίοδο. Η παρουσία αρκετών ρωμαϊκών λύχνων στα ανώτερα στρώματα φανερώνει τη συνέχιση της λειτουργίας του οικοδομήματος και κατά τους χρόνους αυτούς. Μια ενεπίγραφη βάση τιμητικής στήλης του Δήμου Κυθνίων του β’ μισού του 2ου αι. π.Χ. ή των αρχών 1ου αι., βρέθηκε τοποθετημένη σε β’ χρήση στο ύστερο νότιο προστώο.
Η λατρευτική χρήση του Κτιρίου 1 τεκμηριώνεται τόσο από την παρουσία βωμού στα ανατολικά (σωζ. μήκους 6.20 μ, πλ. 2.85 μ) όσο και από τα κινητά ευρήματα. Μεταξύ άλλων πρόκειται για θραύσματα πήλινων ειδωλίων και μια μικρή μαρμάρινη κεφαλή Ασκληπιού που βρέθηκε εντός του βόρειου προστώου. Η έρευνα του εσωτερικού της παρακείμενης δεξαμενής, έως βάθ. 7.50 μ, έφερε στο φως αρκετά θραυσμένα μικρά μαρμάρινα γλυπτά παιδικών μορφών ελληνιστικών – ρωμαϊκών χρόνων καθώς και έναν ενεπίγραφο κιονίσκο ρωμαϊκών χρόνων (1ος – 2ος αι. μ.Χ.), αφιέρωμα από κάποια Καλλιστώ προς τον Ασκληπιό. Η λατρεία του Ασκληπιού στην Κύθνο ήταν γνωστή ήδη από ένα αναθηματικό ανάγλυφο του β’ μισού του 4ου αι. π.Χ. με προέλευση το νησί που φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο το οποίο απεικονίζει την υποδοχή του Ασκληπιού από τοπικό ήρωα (EAM 1387).
Το Κτίριο 2, διαστ. 20.20 Χ 8 μ, σώζεται στα δυτικά σε ύψος 3.30 μ. Εσωτερικά το κτίριο διαιρείται σε τέσσερα τετράγωνα δωμάτια, εσωτ. πλευράς 4 μ. περίπου, τα οποία επικοινωνούν με επιμήκη διάδρομο, πλ. 2 μ. Μια είσοδος με βαθμίδες αναγνωρίστηκε στα νότια. Το κτίριο αυτό συνδέεται όπως φαίνεται με τη μνημειακή αναδιοργάνωση της Άνω Πόλης της Κύθνου κατά τους ελληνιστικούς χρόνους.
Τα ευρήματα από το εσωτερικό του Κτιρίου 2 ήταν ποικίλα και ενδιαφέροντα αλλά δεν οδηγούν προς το παρόν στην αποσαφήνιση της χρήσης του. Συλλέχτηκε κεραμεική κυρίως των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, εμπορικοί αμφορείς (αρκετοί με ενσφράγιστες λαβές), μολύβδινα αντικείμενα, πήλινα γυναικεία ειδώλια, χάλκινες βελόνες και ήλοι, κ.ά. Η έρευνα εδώ δεν ολοκληρώθηκε.
Όπως φάνηκε από τα παραπάνω, οι νέες έρευνες μολονότι αποσαφήνισαν σε σημαντικό βαθμό την αρχιτεκτονική μορφή των δημοσίων κτιρίων του Μεσαίου Πλατώματος της αρχαίας πόλης της Κύθνου και οδήγησαν στην ταύτιση του αναζητούμενου Ασκληπιείου, εντούτοις δημιούργησαν μια σειρά από νέα ερωτήματα τα οποία δεν είναι δυνατόν να απαντηθούν παρά μόνον όταν ολοκληρωθεί η ανασκαφή. Η σύνδεση της επιγραφής των «Σαμοθρακίων Θεών» με το νοτιότερο διαμέρισμα του Κτίριου 1 παραμένει μια απλή υπόθεση, ενώ η σύνδεση της λατρείας της Αφροδίτης με το Κτίριο 2 δεν φαίνεται πλέον πειστική. Η συνέχιση της ανασκαφής ελπίζουμε ότι θα αποσαφηνίσει τα ζητήματα αυτά.
Καταγραφές, μελέτη, εργασίες συντήρησης
Ο συντηρητής της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων Γ. Καράμπαλης στερέωσε το βοτσαλωτό δάπεδο του Χώρου Α του Κτιρίου 1.
Συνεχίστηκε η συντήρηση των κινητών ευρημάτων από τον συντηρητή Ελευθέριο Κοσμίδη.
Συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε η συστηματική φωτογράφηση όλων των ευρημάτων της ανασκαφής των ετών 2001-2013 από τη φωτογράφο Ουρανία Ησυχίδου.
Εκπονήθηκαν πολλά σχέδια κινητών ευρημάτων από τον Γιάννη Νάκα.
Συνεχίστηκε η μελέτη των κινητών ευρημάτων των χερσαίων ανασκαφών 2002-2006, 2009-2013. Ο πρώτος τόμος των τελικών πορισμάτων της ανασκαφής, όπου δημοσιεύεται η κεραμεική του ιερού από τους Α. Μαζαράκη Αινιάν, Μ. Κουτσουμπού, Μ. Πανάγου, Δ. Παλαιοθόδωρο, Α. Αλεξανδρίδου και Π. Τσιλογιάννη, καθώς και τα πήλινα ειδώλια από την Α. Αλεξανδροπούλου, βρίσκεται στο στάδιο της τελικής επιμέλειας των κειμένων και θα κυκλοφορήσει εντός του 2017 από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Ο τόμος που θα περιλαμβάνει τα μικρά ευρήματα βρίσκεται υπό προετοιμασία (πολλά από τα κείμενα έχουν ήδη κατατεθεί από τους μελετητές και βρίσκονται στο στάδιο της επιμέλειας). Παράλληλα, εκτυπώθηκε μονογραφία που επιμελήθηκε ο Α. Μαζαράκης Αινιάν, στα Αγγλικά, για τα ιερά των Κυκλάδων στη Γαλλία (Presses Universitaires de Rennes), o οποίος περιλαμβάνει 5 μελέτες για τις ανασκαφές του ιερού της Κύθνου. H τελευταία αυτή έκδοση χρηματοδοτήθηκε εξολοκλήρου από τη Chaire Internationale Blaise Pascal του Γαλλικού κράτους που απονεμήθηκε στον Α. Μαζαράκη Αινιάνα το 2012. Θα ακολουθήσει άμεσα αντίστοιχη μονογραφία για τα ιερά της Κύθνου, η οποία έχει κατατεθεί στις Presses Universitaires de Rennes. Τέλος τυπώθηκε 1η προκαταρκτική μελέτη για το Κτίριο 5 που ανασκάφτηκε το 2009-2013, στον τιμητικό τόμο ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ για τον Μανώλη Κορρέ.
Χρηματοδότηση
Το ανασκαφικό-ερευνητικό πρόγραμμα Κύθνου στηρίχτηκε οικονομικά το 2016, εν μέσω των ιδιαίτερα δυσμενών συγκυριών, από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, τη ΓΓ Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, το Δήμο Κύθνο και κυρίως από τον χορηγό κύριο Αθανάσιο Μαρτίνο.
Ερευνητική ομάδα
Στις εργασίες συμμετείχαν παλαιοί και έμπειροι συνεργάτες του προγράμματος, και περίπου 30 προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές της Αρχαιολογίας του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και πανεπιστημίων του εξωτερικού. Μεταξύ των βασικών συνεργατών που εργάστηκαν στην Κύθνο το 2016 συγκαταλέγονται οι αρχαιολόγοι Ζ. Παπαδοπούλου και Γ. Χιώτης, ο Ελ. Κοσμίδης (συντηρητής), ο Γ. Καράμπαλης (συντηρητής ΕΦΑ Κυκλάδων), ο Γ. Ορεστίδης (αρχιτέκτων), ο Γ. Νάκας (αρχαιολόγος-σχεδιαστής), η Ρ. Ησυχίδου (φωτογράφος) και οι Κ. Ξενικάκης & Σ. Γεσαφίδης (αεροφωτογραφίσεις). Μεταξύ των μελετητών που εργαστηκαν στην Κύθνο το 2016 ήταν ο Επίκ. Καθ. του ΠΘ Δ. Παλαιοθόδωρος και η Καθ. της EHESS του Παρισιού C. D’Ercole.
Δημοσιεύσεις
Τέλος, αναφέρουμε ότι το βιβλίο «Les sanctuaires archaïques des Cyclades» που επιμελήθηκε ο Α. Μαζαράκης Αινιάν και τυπώθηκε το 2017 περιλαμβάνει 5 εκτενείς συλλογικές μελέτες για τα αποτελέσματα των ανασκαφών στο ιερό του Μεσαίου Πλατώματος που ανασκάφτηκε μεταξύ 2002 και 2006.