Ανασκαφική έκθεση 2004
Η ανασκαφή στο ιερό της αρχαίας πόλης της Κύθνου (Βρυόκαστρο) συνεχίστηκε κατά τον Ιούλιο του 2004 (από 04.07.2004 - 03.08.2004), υπό την διεύθυνση του καθ. Αλ. Μαζαράκη Αινιάνος, σε συνεργασία με την ΚΑ' ΕΠΚΑ.
Συνοπτικά, τα πορίσματα των έως σήμερα ερευνών, οδηγούν στα κάτωθι συμπεράσματα, που ανατρέπουν αρκετά από τα έως σήμερα δεδομένα:
Ο ναός
Η διασαφήνιση της αρχιτεκτονικής μορφής του ναού επιτεύχθηκε κατά την ανασκαφική περίοδο του 2004. Η αρχική αποκατάσταση ενός μακρόστενου κτιρίου με σηκό και άδυτο (Χώροι Α και Β, αντίστοιχα) αποδείχτηκε λανθασμένη, καθώς η έρευνα οδήγησε στην ανακάλυψη ενός δίδυμου οίκου στα Βόρεια εκείνου που ανασκάφτηκε το 2002. Το οικοδόμημα περιελάμβανε συνεπώς δύο ισομεγέθεις οίκους σε παράταξη, με κοινή μεσοτοιχία και πιθανώς μια απλή πρόστυλη στοά στην πρόσοψη, που βρίσκεται προς Δυσμάς. Πράγματι, το μακρύ ισχυρό θεμέλιο που βαίνει παράλληλα με τον Β τοίχο του ναού και το Β ανάλημμα αντιπροσωπεύει την υποθεμελίωση του Βόρειου οίκου-σηκού (Χώρος Ε). Το θεμέλιο αυτό, μήκους 8,50 και πλ. 1 μ., στέφεται στα δύο άκρα προς Νότον και αποτελεί ενιαία κατασκευή με την υποθεμελίωση του υπόλοιπου κτιρίου. Τούτο εξηγεί γιατί ο Βόρειος σωζόμενος τοίχος είναι κατασκευασμένος από μικρότερους λίθους και διαφέρει κατασκευαστικά από τους αντίστοιχους Νότιο και Ανατολικό. Στους τελευταίους εξωτερικά χρησιμοποιήθηκαν ορθογωνισμένοι ευμεγέθεις δόμοι ενώ εσωτερικά υπήρχε επένδυση από αδρά κατεργασμένους λίθους μικρών διαστάσεων, τεχνική που παρατηρείται και στις δύο όψεις του Βορείου μεσότοιχου. Οι εξωτερικές διαστάσεις του δίδυμου οικοδομήματος είναι 8,50 Χ 7,50 μ. περίπου, ενώ το εσωτερικό πλάτος του κάθε οίκου δεν ξεπερνούσε τα 2,90 μ.
Στα Δυτικά σώζεται το επίμηκες κατώτερο τμήμα θεμελίου πλ. 0,40-0,50 μ., από ακανόνιστους ακατέργαστους λίθους το οποίο βαίνει παράλληλα και σε απόσταση περίπου 0,90 μ. από το θεμέλιο της πρόσοψης του δίδυμου ναού. Ο προορισμός του θεμελίου αυτού δεν είναι σαφής (θεμέλιο πρόστασης ή εργοταξιακή κατασκευή;).
Η εσωτερική διαρρύθμιση του Β οίκου (Χώρου Ε) μας είναι άγνωστη, καθώς το κτίριο σώζεται εδώ χαμηλότερα από το ύψος του δαπέδου.
Μια σειρά από παρατηρήσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι όταν ο ναός κατέρρευσε, πιθανώς στα τέλη του 3ου π.Χ. αι., επισκεύασαν μόνον το Νότιο οίκο και ενδεχομένως τότε κατασκευάστηκαν το άδυτο και το περιφερικό θεμέλιο.
Περιοχή ανάμεσα στο ναό και τον οχυρωματικό περίβολο
Ανατολικά του ναού απαντήθηκε στρώμα καταστροφής από πολυάριθμους ευμεγέθεις πεσμένους λίθους, ανάμεσα στους οποίους απαντώνται κατά τόπους συγκεντρώσεις από κεράμους και ευρήματα, κυρίως αγγεία της ελληνιστικής περιόδου. Η εικόνα είναι παρόμοια με εκείνην που απαντήθηκε κατά την ανασκαφή του Βορείου αναλήμματος (βλ. ανασκαφή 2003). Από τα ανώτερα στρώματα του γκρεμίσματος του ναού συλλέχτηκαν αρκετά ευρήματα της ελληνιστικής περιόδου. Βαθύτερα συλλέχτηκαν ευρήματα της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου, μεταξύ άλλων και θραύσμα από Αττικό ερυθρόμορφο δίνο των μέσων του 5ου π.Χ. αι. που σώζει graffito [ΑΝΕΘΗ]ΚΕΝ. Διαπιστώθηκε ότι ο προσεγμένος αναλημματικός τοίχος που στήριζε το ανάλημμα του ναού συνεχίζει κάτω από τον περίβολο και θεμελιώνεται σε μεγάλο βάθος, πάνω στο φυσικό βράχο. Πάνω στο Ανατολικό ανάλημμα, πλ. 0,95 μ., καθώς και στο Νότιο, εδράζεται μια σειρά από ευμεγέθεις ορθογώνιες πλάκες, οι οποίες προεξέχουν 0,25 μ. προς τα Ανατολικά και Νότια, αντίστοιχα (εξωτερικά). Το περιφερικό θεμέλιο εδράζεται πάνω στις πλάκες αυτές και φαίνεται ότι είναι μεταγενέστερο του αναλήμματος. Ενδιαφέρον έχει η παρατήρηση ότι στο μέσον περίπου του ύψους του ο οχυρωματικός περίβολος διατηρεί ίχνη επισκευής, με τη χρήση μικρότερων λίθων. Είναι αρκετά πιθανό ότι την ίδια περίοδο που κατέρρευσε ο ναός προκλήθηκε ζημιά και στο ανώτερο τμήμα του τείχους, το οποίο στη συνέχεια επιδιορθώθηκε, όπως άλλωστε και ο ναός.
Περιοχή νότια του ναού
Κατά το 2003 και ιδιαίτερα το 2004 ερευνήθηκε η περιοχή που ορίζεται Α από το τείχος, Δ από το μαντρί, Β από τον περίβολο του ναού και Ν από τον φυσικό βράχο. Ανασκάφτηκαν δύο λίθινοι βωμοί και το στρώμα χρήσης γύρω από αυτούς που περιείχε πολυάριθμα καμένα οστά ζώων και ευρήματα, κυρίως της ελληνιστικής περιόδου. Επίσης, σε επαφή με το τείχος που αποτελεί και το Α όριο του τεμένους, εντοπίστηκε ένας εκτεταμένος αποθέτης που περιείχε εκατοντάδες αφιερώματα, πολλά από αυτά ακέραια και πολύτιμα.
Ο Δυτικός βωμός (ΒΩΜΟΣ 2) είναι ο μεγαλύτερος. Πρόκειται για μακρόστενη λίθινη πειόσχημη (;) κατασκευή μήκους 10,50 μ. και πλ. 3,80 (εσωτ. σωζ. πλ. 1,55 μ.), προσανατολισμένη Β-Ν. Ανάμεσα στον περίβολο του ναού και το Ν άκρο του τεμένους σχηματίζονται στενά περάσματα, πλ. 1 μέτρου στα Β και 0,60 στα Ν, όπου μάλιστα, ο φυσικός βράχος είναι λαξευμένος και σώζονται κατακόρυφες δοκοθήκες. Η ταύτιση της κατασκευής με μνημειακό βωμό βασίζεται στην παρουσία στρώματος από μαύρα χώματα, αναμεμιγμένα με στάχτες και πολυάριθμα καμένα οστά ζώων σε ολόκληρη την έκταση γύρω από αυτήν, ιδιαίτερα στα ΒΑ και πλησίον της ΝΔ γωνίας, όπου απαντήθηκε αδιατάρακτη επίχωση.
Ο Ανατολικός βωμός (ΒΩΜΟΣ 1) είναι μικρότερος (εξωτ. διαστ. 5,50 Χ 2,50, πυρήνας του βωμού 4,60 Χ 1,50 μ.). Στα ΒΔ, εξαιτίας της πτώσης του φυσικού βράχου, διαμορφώνονται τρεις κτιστές βαθμίδες. Ο βράχος γύρω από το βωμό έφερε έντονα ίχνη πυράκτωσης και καλύπτονταν από παχύ στρώμα πυράς που περιείχε στάχτες, οστά ζώων και πολυάριθμα ευρήματα, κυρίως αγγεία και χάλκινες βελόνες της ελληνιστικής περιόδου.
Η χρονολόγηση της κατασκευής των δύο βωμών δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμη. Ενδέχεται ωστόσο ο μικρότερος βωμός να είναι παλαιότερος αλλά όλα δείχνουν ότι για ένα τουλάχιστον διάστημα και οι δύο βωμοί ήταν σε παράλληλη χρήση. Ορισμένες κατασκευαστικές λεπτομέρειες του μνημειακού βωμού μπορούν να παραλληλιστούν με εκείνες του περιφερικού θεμελίου, το οποίο ενδέχεται να αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη στο ναό.
Τα ευρήματα των προγενέστερων της ελληνιστικής εποχής περιόδων ήταν λιγοστά, κάτι που υποδηλώνει ότι το τέμενος καθαρίστηκε συστηματικά έως το φυσικό βράχο πριν χρησιμοποιηθεί κατά την ελληνιστική εποχή.
Αποθέτης
Η υπόθεση αυτή επιβεβαιώθηκε από την εύρεση ενός εκτεταμένου και ασυνήθιστου αποθέτη, στη ζώνη που ορίζεται ανάμεσα στο μικρότερο βωμό και το τείχος.
Πρόκειται για μια λωρίδα από πυρακτωμένα μαύρα χώματα, μήκους περίπου 8 μ. και πλ. περίπου 1,60 μ., και μέγ. πάχ. 0,50 μ. που συσσωρεύτηκαν σε επαφή με την εσωτερική παρειά του τείχους, που στο σημείο αυτό ήταν μαυρισμένο. Η απόθεση οριοθετήθηκε πρόχειρα από ακανόνιστη σειρά λίθων στα Δυτικά, προκειμένου να μην κυλήσουν πίσω τα χώματα και οι στάχτες και κατακλύσουν την περιοχή των βωμών. Τα χώματα, εκτός από στάχτη και μεγάλες ποσότητες καμένων οστών ζώων, περιείχαν πολυάριθμα αφιερώματα των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων. Πρόκειται για παρόμοιες κατηγορίες με αυτές που είχαν βρεθεί το 2002 στο άδυτο, δηλ. κοσμήματα χρυσά, ασημένια, χάλκινα, γυάλινα, από ορεία κρύσταλλο και ημιπολύτιμους λίθους, φαγεντιανή, καθώς και πολυάριθμα γυναικεία ειδώλια και αγγεία (μεταξύ άλλων, παριανά, κορινθιακά, μελανόμορφα και ερυθρόμορφα). Στο Β άκρο του αποθέτη βρέθηκαν μία χάλκινη αιχμή βέλους, αρκετές σιδερένιες αιχμές διαφόρων μεγεθών και πλήθος από βότσαλα μετρίου μεγέθους που θα ήταν δυνατόν να είχαν χρησιμοποιηθεί ως βλήματα.
Συμμετέχοντες
Παράλληλα συνεχίστηκαν οι εργασίες συντήρησης και καταγραφής των ευρημάτων των παλαιότερων περιόδων.
Στην ανασκαφική ομάδα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, συμμετείχαν επιστημονικοί συνεργάτες (αρχαιολόγοι, με επικεφαλής την Χριστίνα Μητσοπούλου), φοιτητές και μεταπτυχιακοί φοιτητές των Πανεπιστημίων Θεσσαλίας, Αθηνών, Βοστόνης, Παρισίων (Σορβόννης, Nanterre) και του Pau κ.α. Στην ομάδα μετέχουν ο συντηρητής Θ. Μαυρίδης, ο αρχιτέκτων της Β’ ΕΠΚΑ και διδάσκων του τμήματος ΙΑΚΑ Αλ. Γούναρης και ο τοπογράφος της Εφορείας Σπηλαιολογίας-Παλαιοανθρωπολογίας κ. Θ. Χατζηθεοδώρου.