Ανασκαφική έκθεση 2012
Κατά το 2012 συνεχίστηκαν για τέταρτη περίοδο (2009 κ.ε.) οι χερσαίες έρευνες στο Βρυόκαστρο, την αρχαία πόλη της Κύθνου. Οι εργασίες πραγματοποιήθηκαν υπό τη διεύθυνση του Α. Μαζαράκη Αινιάνος με την εποπτεία της ΚΑ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και των αρχαιολόγων Θεοδώρας Παπαγγελοπούλου και Μαρίας Κουτσουμπού.
Χερσαίες ανασκαφές
Η έρευνα διήρκεσε από 27 Αυγούστου έως 15 Σεπτεμβρίου 2012 και συμμετείχαν σε αυτήν 20 πτυχιούχοι αρχαιολόγοι και φοιτητές από την Ελλάδα και το Εξωτερικό.
Κτήριο 5
Τα κατάλοιπά του Κτιρίου 5 που ερευνήθηκαν και πάλι σώζονται σε απόσταση 40 περίπου μέτρων δυτικά του μνημειακού αναλήμματος 4 (Τοπογραφική Πινακίδα VI, Φύλλο 58, στα Τετράγωνα Ν-Ξ/14-17). Εφέτος η έρευνα επικεντρώθηκε στο Δυτικό εσωτερικό μισό του οικοδομήματος, στους χώρους Δ, Ε, ΣΤ και Ζ, στα Τετράγωνα Ν14-17.
Τετράγωνο Ν17. Χώρος Ζ.
Στη ΒΔ γωνία του οικοδομήματος (ΧΩΡΟΣ Ζ) διανοίχτηκε τομή σε βάθος σε επαφή με την εσωτερική παρειά των θεμελίων (Τ2 - Τ3). Επιβεβαιώθηκε ότι το κτίριο εδράζεται απευθείας πάνω στο φυσικό βράχο, ο οποίος παρουσιάζει έντονη κατωφέρεια προς Δυσμάς. Η άσκαφη επιφάνεια, εξαιτίας της έντονης διάβρωσης, βρισκόταν περίπου 0,50 μ. κάτω από την επιφάνεια του αρχαίου δαπέδου. Τα χώματα, καστανέρυθρης απόχρωσης, είχαν μεγάλη περιεκτικότητα σε λατύπη και δεν περιείχαν χαρακτηριστικά ευρήματα που θα επέτρεπαν τη χρονολόγηση της κατασκευής του Κτιρίου 5 (από τα ευρήματα από άλλους χώρους ωστόσο μπορούμε να τοποθετήσουμε την πρώτη περίοδο χρήσης του οικοδομήματος στο β' μισό του 4ου αι. π.Χ.). Διαπιστώθηκε ωστόσο ότι, σε αντίθεση με τους χώρους Δ, Ε και ΣΤ νοτιότερα (βλ. παρακάτω), δεν υπήρχε κάποιο επίπεδο χρήσης βαθύτερα από αυτό που είχαμε συναντήσει το 2009-2011 στο Ανατολικό μισό του κτιρίου (Χώροι Α-Γ). Το όριο ανάμεσα στον ανώτερο Χώρο Ζ και τον όμορο προς Νότον Χώρο ΣΤ, ο οποίος βρισκόταν περίπου 2 μ. χαμηλότερα, δεν είναι γνωστό, καθώς το Νότιο τμήμα του Τετραγώνου Ν17 παραμένει ακόμα άσκαφο.
Μετά το πέρας των εργασιών προβήκαμε στην κατάχωση της τομής.
Τετράγωνο Ν16. Χώρος ΣΤ.
Η έρευνα στο τετράγωνο Ν16 οδήγησε στη διαπίστωση ότι νότια του Χώρου Ζ υπήρχαν χώροι σε αρκετά βαθύτερο επίπεδο. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η ακριβής σχέση ανάμεσα στους ανώτερους χώρους Α-Γ και Ζ με τους λοιπούς (Δ-ΣΤ) δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμη καθώς καλύπτονται από άσκαφες περιοχές (Μάρτυρας Β-Ν και Νότιο τμήμα Τετραγώνου Ν17). Ο Χώρος ΣΤ ορίζεται προς Δυσμάς από τον εξωτερικό τοίχο του κτιρίου 5 (Τ3) και έναν εγκάρσιο προς αυτόν τοίχο, Τ15. Η είσοδος βρισκόταν προς Δυσμάς, μέσω θύρας πλ. 1,20 μ. η οποία βρίσκεται περίπου στο μέσον του Δυτικού επιμήκη τοίχου του κτιρίου. Σώζεται το μνημειακό μονολιθικό κατώφλι, διαστ. 1,20 x 0,76 x 0,25 μ. Πλησίον της ΝΑ γωνίας του κατωφλιού βρέθηκε μεγάλη κοιλότητα λαξευμένη στο βράχο (διαμ. 0,33-0,40 μ., βάθ. 0,17 μ.) καθώς και μικρότερες κοιλότητες, των οποίων η χρήση δεν έχει ακόμα διασαφηνιστεί.
Στο Α άκρο του Τετραγώνου Ν16, σε αρκετά μεγάλη έκταση που οριζόταν προς Δυσμάς από ένα διαγώνιο αβαθές λάξευμα και εκτεινόταν έως τη Βόρεια παρειά του εγκάρσιου τοίχου Τ15, παρατηρήθηκαν πολύ σκούρα καστανά (κατά τόπους μαύρα) χώματα, που περιείχαν αρκετά μικρά ευρήματα, παρόμοια με αυτά από τον "αποθέτη" του Χώρου Δ.
Από τις επιχώσεις του χώρου προέρχονται και αρκετά θραύσματα ανάγλυφων πίθων των γνωστών τύπων με σύνθετο πλοχμό ή με μετοπική διακόσμηση (εγχάρακτες γραμμές και έντυποι κύκλοι). Μεταξύ των ευρημάτων, που στην πλειονότητά τους χρονολογούνται στους Ελληνιστικούς χρόνους, συγκαταλέγεται και ένας μελανόμορφος πίνακας(;) με κεφαλή πάνθηρα(;) κατ' ενώπιον, του τέλους του 7ου αι. π.Χ.
Τετράγωνο Ν15. Χώρος Ε.
Στο μέσον του Δυτικού τμήματος του κτιρίου σχηματίζεται ένας ορθογώνιος χώρος (Ε) εσωτ. διαστ. 3 Χ 1,50 μ.) ο οποίος φαίνεται ότι άνοιγε και αυτός προς Δυσμάς, με ένα άνοιγμα στον Τ3. Σώζεται στη θέση του το μονολιθικό κατώφλι, μήκ. 2 μ. και πλ. 0,60 μ., το οποίο είναι λιγότερο επιμελημένο από αυτό του γειτονικού Χώρου ΣΤ. Ο Χώρος Ε ορίζεται προς Ν από τον Τ13 (σώζεται σε επίπεδο υποθεμελώσης και έχει πλ. 0,82, ύψ. 0,30 μ.), προς Α από τον Τ14 (πλ. 0,60 μ. και ύψ. 0,29 μ.) και προς Β από τον Τ15 (πλ. 0,53, ύψ. 0,22) και δεν είναι σαφές αν επικοινωνούσε με τους παράπλευρους χώρους. Η συνέχιση της έρευνας ελπίζουμε ότι θα το αποσαφηνίσει αυτό, καθώς και τον τρόπο σύνδεσης των χώρων Δ, Ε και ΣΤ με εκείνους στα Ανατολικά τους (Α-Γ), των οποίων το δάπεδο βρίσκεται περίπου 2,50 μέτρα ψηλότερα. Τα ευρήματα εδώ δεν ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αν και εν γένει είναι παρόμοια με αυτά του Χώρου ΣΤ.
Οι επιχώσεις των Χώρων Ε και ΣΤ έφεραν στο φως αρκετά ενδιαφέροντα ευρήματα. Εκτός από πολυάριθμα θραύσματα πίθων και άβαφων αμφορέων, συλλέχτηκαν και μερικές χάλκινες εφηλίδες και ήλοι. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για βοηθητικούς χώρους ή χώρους αποθήκευσης, οι οποίοι ενδέχεται να επικοινωνούσαν και με εσωτερική κλίμακα με τον κύριο άνω όροφο, όπου πρέπει να ήταν οι επίσημοι χώροι του δημόσιου οικοδομήματος.
Τετράγωνο Ν14. Χώρος Δ.
Στη ΝΔ γωνία του οικοδομήματος, στο Χώρο Δ, σχήματος τραπεζίου με μέγιστες εσωτερικές διαστάσεις 3,50 (Β, Α και Δ) Χ 1,80 (Ν) μ., συνεχίστηκε και σχεδόν ολοκληρώθηκε η ανασκαφική έρευνα του "αποθέτη" που είχε αρχίσει να ανασκάπτεται το 2011 (παραμένει άσκαφη η έκταση που καλύπτεται από τον μεταγενέστερο Τ11).
Ο "αποθέτης" κάλυπτε όλη την έκταση του δωματίου. Χαρακτηριζόταν από τα μαύρα καμένα χώματα, τα οποία περιείχαν διάσπαρτους ξυλάνθρακες, πολλά οστά και όστρεα και πολυάριθμα ακέραια ή σχεδόν ακέραια αγγεία καθώς και μικρά ευρήματα. Το πάχος της επίχωσης ήταν περίπου μισό μέτρο, και εκτεινόταν σχεδόν έως το φυσικό βράχο (από +94.98 μ έως +95.45 μ από την επιφάνεια της θάλασσας). Η επίχωση αυτή φαίνεται ότι εναποτέθηκε εκεί προκειμένου να ανυψωθεί σε β’ φάση το δάπεδο χρήσης του δωματίου Δ. Μάλιστα, η ΝΔ γωνία του Κτιρίου 5, όπως σώζεται σήμερα, φαίνεται ότι αντιπροσωπεύει μια επισκευή των ύστερων ελληνιστικών χρόνων.
Η κεραμεική του "αποθέτη" χρονολογείται στους ελληνιστικούς χρόνους (από τα τέλη του 4ου έως τουλάχιστον τα μέσα του 2ου αι. π.Χ.). Τα μικρά ευρήματα ήταν ποικίλα και πολλά από αυτά έχουν σαφώς αναθηματικό χαρακτήρα. Συνολικά, από την έρευνα του Χώρου Δ κατά τις δύο ανασκαφικές περιόδους 2011-2012 συλλέχτηκαν πολυάριθμες κατηγορίες ευρημάτων.
Μεταξύ άλλων αναφέρουμε θραύσματα από ελληνιστικούς λύχνους και ανάγλυφους σκύφους, άβαφα αγγεία (κυρίως εμπορικούς αμφορείς, ορισμένοι από τους οποίους ενσφράγιστους, καθώς και μαγειρικά σκεύη), δύο κεραμεικές φιάλες με ανάγλυφη διονυσιακή (;) παράσταση ασπασμού (πρβλ. παράλληλα από τη Δήλο, την Αγορά των Αθηνών, την Ήλιδα κ.α.), άβαφα μικρογραφικά ληκύθια, πήλινα γυναικεία και παιδικά ειδώλια, καλλωπιστικά σκεύη (μαρμάρινες και μία χάλκινη κυλινδρικές πυξίδες, οστέινο χτένι, λαβίδες), μολύβδινα πυραμιδόσχημα βάρη, διάφορα μικρογραφικά αγγεία, χάλκινη καλυκόσχημη φιάλη, μικρά κοσμήματα από διάφορα υλικά (π.χ. οστέινες περόνες και βελόνες, υάλινες χάνδρες και σφραγιδόλιθος, σκαραβοειδές περίαπτο από αμέθυστο, σκαραβαίο από φαγεντιανή, κ.ά.), οστά ζώων και όστρεα (ιδιαίτερα πολυάριθμες πεταλίδες, οι οποίες απαντούν και στα ελληνιστικά στρώματα του ιερού του Μεσαίου Πλατώματος).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μικρό φαρμακευτικό αγγείο που περιείχε το περίφημο λύκιον, το οποίο αντιπροσωπεύεται αρχαιολογικά από πολύ λίγα παραδείγματα μολονότι φαίνεται ότι είχε μια μεγάλη διάδοση στον Μεσογειακό χώρο. Ανήκει στον Τύπο ΙΙ (Gül İşin, Ointment or medicine bottles from Patara, Archäologischer Anzeiger 2002/2, 85-96) και φέρει το γνωστό από την Έφεσο ενεπίγραφο σφράγισμα ΝΙΚΙΑΣ ΛΥΚΙΟΣ.
Οι φετινές ανασκαφικές έρευνες οδήγησαν στη διαπίστωση ότι το Κτίριο 5 παρουσιάζει τουλάχιστον δύο κύριες αρχιτεκτονικές φάσεις. Η παλαιότερη ανάγεται στα μέσα περίπου του 4ου αι. π.Χ. Το κτίριο φαίνεται ότι υπέστη κάποια καταστροφή και σημαντική επισκευή στη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων, μάλλον εντός του 2ου αι. π.Χ. Η οριστική εγκατάλειψη του οικοδομήματος δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί αλλά δεν πρέπει να εκτείνεται πέρα από τον 2ο - 1ο αι. π.Χ. (μια πρώτη παρουσίαση του κεραμεικού υλικού έγινε από την Δρ Γ. Τσιλογιάννη, Ελληνιστική κεραμική από το Κτίριο 5 στην αρχαία πόλη της Κύθνου, στο Θ Επιστημονική Συνάντηση για την Ελληνιστική κεραμική, Θεσσαλονίκη, 5-8.12.2012).
Ο προορισμός του οικοδομήματος παραμένει αβέβαιος. Η περίοπτη θέση πλησίον του ιερού του Βορείου άκρου του Μεσαίου Πλατώματος, η μνημειακότητα της κατασκευής και τα κινητά ευρήματα οδηγούν στην υπόθεση ότι πρόκειται αναμφίβολα για δημόσιο οικοδόμημα που χρησίμευε και για λατρευτικές λειτουργίες. Η υπόθεση ότι πρόκειται για το πρυτανείο της Κύθνου κατά την ελληνιστική περίοδο παραμένει μια πιθανή εκδοχή που ελπίζουμε ότι θα επιβεβαιώσει η ολοκλήρωση της ανασκαφικής έρευνας και της μελέτης των ανασκαφικών δεδομένων σε συνάρτηση με αυτήν των κινητών ευρημάτων.
Στις ανασκαφικές έρευνες συμμετείχαν οι ακόλουθοι πτυχιούχοι αρχαιολόγοι:
Bianco Antonio, Γκούτρα Μαρία, Ζάχου Ναταλένα, Hashemi Zahra, Riviere Carine, Τσιλογιάννη Γιούλα (Δρ), Χιώτης Γιώργος, Χρυσαφή Φραντζέσκα
και οι φοιτητές της αρχαιολογίας:
Ανδρεάδη Βασιλική, Ανδρέοβιτς Τατιάνα, Βούλγαρη Κωνσταντίνα, Γριμανέλης Δημήτρης, Δημέγγελη Αναστασία-Μαρία, Θεοδωράκη Δανάη, Κλεισούρα Έρη, Μακεδόνα Λένα, Manoukian Thibaut, Νεραντζάκη Ανδριάννα, Χατζηνικολάου Ελένη.
Στο πεδίο, ο αρχιτέκτων Αλέξανδρος Γούναρης συνέχισε τις αποτυπώσεις τομών και όψεων της ανασκαφής του 2002-2006, με τη βοήθεια του Δημήτρη Γριμανέλλη.
Παράλληλα εργάστηκαν στην αρχαιολογική συλλογή της Χώρας οι συνεργάτες του ανασκαφικού προγράμματος:
Ζυμή Νέλλη (Επίκ. Καθηγήτρια), Θεοδωροπούλου Τατιάνα (Δρ), Κουτσουμπού Μαρία, Μητσοπούλου Χριστίνα (Δρ), Παλαιοθόδωρος Δημήτρης (Επίκ. Καθηγητής), Πανάγου Μαρία, Τσιλογιάννη Γιούλα (Δρ), καθώς και ο συντηρητής Λευτέρης Κοσμίδης.