Η έρευνα του 2014Η τρίτη ανασκαφική περίοδος στη θέση Κεφάλα στη Σκιάθο πραγματοποιήθηκε από τις 25 Αυγούστου έως τις 17 Σεπτεμβρίου 2014 από το ΙΑΚΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, σε συνεργασία με την ΙΓ΄ ΕΠΚΑ. Επικεφαλής της ομάδας του πανεπιστημίου ήταν ο Καθ. Α. Μαζαράκης Αινιάν και της ΙΓ΄ ΕΠΚΑ η Δρ Α. Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου. 1. Περιοχή έξω από το Τείχος στο σημείο Τ1.1ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ IE 17 - ΒΟΡΕΙΟ ΤΜΗΜΑ.Οι ανασκαφικές εργασίες στην περιοχή του οχυρωματικού τείχους στη θέση Τ1.1 συνεχίστηκαν κατά τη φετινή ανασκαφική περίοδο. Στόχος ήταν η περαιτέρω διερεύνηση του στρώματος των πεσμένων κεράμων λακωνικού τύπου. Υπενθυμίζεται ότι οι κέραμοι καταλαμβάνουν μια ευρεία έκταση εκτεινόμενη προς νότο. Φέτος αποφασίστηκε η αφαίρεση του στρώματος των κερμάμων. Αυτές, ιδιαίτερα στο νότιο τμήμα της ανασκαπτόμενης περιοχής, κάλυπταν ένα ιδιαίτερα παχύ στρώμα το οποίο περιείχε πολυάριθμα θραύσματα αγγείων και λύχνων των κλασικών κυρίως χρόνων. Στα ευρήματα συγκαταλέγονται και αρκετές αγνύθες, ορισμένες ενσφράγιστες. Μολονότι η ερμηνεία του συνόλου δεν είναι εύκολη (στρώμα καταστροφής ενός πύργου του τείχους στο σημείο αυτό ή αποθέτης;) εντούτοις το εύρημα αυτό τεκμηριώνει ότι η θέση πιθανώς ήταν πυκνοκατοικημένη έως και την κλασική περίοδο. 2. Εσωτερικά της οχύρωσης ("Κάτω Πόλη")Ύστερα από τα ενδιαφέροντα ευρήματα που ήρθαν στο φως το 2012 και 2013 στα τετράγωνα ΚΑ-ΚΒ 18-19, σε επαφή με το τείχος (Τ1.3) αποφασίστηκε η επέκταση των εργασιών στα τετράγωνα ΚΓ 18 και ΚΔ 19, προκειμένου να αποκαλυφθεί πλήρως ο το ορθογώνιο «Κτήριο Β», το οποίο κτίστηκε εν μέρει πάνω στο παλιότερο ελλειψοειδές «Κτήριο Α». Παράλληλα επεκτείναμε την ανασκαφή δυτικότερα, στα Τετράγωνα ΚΒ 18, κάτι που οδήγησε στην αναγνώριση ενός νέου «Κτιρίου Γ». Η έρευνα λωρίδας πλ. 2 μέτρων στο Α τμήμα των Τετραγώνων ΚΑ18-19 επιβεβαίωσε την πρώιμη χρονολόγηση του τείχους (Τ1.3) και επέτρεψε τη συλλογή σημαντικής ποσότητας κεραμεικής, οστών και οστρέων από το υποκείμενο Πρωτογεωμετρικό-Γεωμετρικό στρώμα απόρριψης που είχε ερευνηθεί τα περασμένα χρόνια ανατολικότερα. ΚΤΙΡΙΟ Β. ΤΕΤΡΑΓΩΝΑ ΚΓ18 και KΔ 19.Υπενθυμίζεται ότι όπως φάνηκε το 2013, εντός του τετραγώνου ΚΓ 19, οι τοίχοι του κτηρίου Β έχουν ύψος περίπου 0,50 μ. και θεμελιώνονται στο φυσικό βράχο. Αξιοσημείωτο είναι ότι μόνον η τοιχοποιία της εσωτερικής όψης των τοίχων είναι προσεγμένη ενώ η εξωτερική παρειά είναι ιδιαίτερα πρόχειρη. Η ιδιαιτερότητα αυτή ενδέχεται να σημαίνει ότι το Κτήριο Β ήταν ημιυπόγειο (ο ορίζοντας χρήσης πρέπει να βρισκόταν περίπου στα 2/3 του ύψους του τοιχοβάτη, καθώς το ανώτερο 1/3 της τοιχοποιίας είναι πιο επιμελημένο). Η εκδοχή αυτή, μετά το τέλος της έρευνας εδώ, μοιάζει πλέον πολύ πιθανή. Αποκαλύφθηκε πλήρως το Κτίριο Β, το οποίο φάνηκε ότι ορίζεται προς βορράν από τον κατακόρυφα λαξευμένο βράχο (Τ15, μέγ. σωζ. ύψ. 0,80 μ.), ενώ η είσοδος ήταν στα ανατολικά (όπου ο Τ14). Πρόκειται συνεπώς για ορθογώνιο κτίριο που ορίζεται στα Δ από τον Τ12, Νότια από τον Τ13, Α από τον Τ14 και Β από τον βράχο (Τ1). Ο χώρος είναι σχεδόν τετράγωνος και έχει εσωτ. διαστάσεις 3,70 μ. (Α-Δ) Χ 3,40 μ. (Β-Ν). Όπως και πέρσι ελάχιστη αδιάγνωστη κεραμεική προέρχεται από το επίπεδο χρήσης εσωτερικά του κτηρίου, κάτι που δυστυχώς δεν επιτρέπει την ακριβή χρονολόγησή του. Θραύσματα λύχνων των κλασικών χρόνων προέρχονται ωστόσο από την επίχωση εγκατάλειψης του κτιρίου, υποδεικνύοντας ένα terminus ante quem για ην εγκατάλειψή του. Πλακοειδείς λίθοι διάσπαρτοι στο ύψος του υποτιθέμενου δαπέδου του χώρου ενισχύουν την υπόθεση ότι η οροφή ήταν επίπεδη, με κάλυψη από σχιστόπλακες. Η χρήση του κτιρίου παραμένει αινιγματική, αν και η είσοδος προς τα Ανατολικά, που γειτνιάζει με την πολύπλοκη διαμόρφωση του τείχους αμέσως ανατολικότερα στο σημείο Τ1.4, όπου θα ήταν δυνατόν να υπήρχε μια πυλίδα, θα ήταν δυνατόν να επιτρέψουν ένα συσχετισμό του ημιυπόγειου χώρου Β με το τείχος και τη διαμόρφωση της εισόδου εδώ. ΚΤΙΡΙΟ Γ. ΤΕΤΡΑΓΩΝΑ ΚΒ - ΚΓ18.Η συνέχιση της ανασκαφής στο όμορο προς δυσμάς τετράγωνο ΚΒ 18 φανέρωσε ότι το Κτίριο Β αντιπροσωπεύει την τελευταία οικοδομική δραστηριότητα στην περιοχή. Ο Τ15 (Β τοίχος, λαξευμένος στο βράχο) και οι δύο αντίστοιχοι εγκάρσιοι τοίχοι Τ16 και Τ14 προς Δυσμάς και Ανατολάς, αντίστοιχα, ανήκουν σε ένα παλαιότερο κτίριο που εν μέρει χρησιμοποιήθηκε και πάλι στο Ανατολικό του τμήμα όταν οικοδομήθηκε ο Χώρος Β. Το κτίσμα αυτό χαρακτηρίστηκε Γ, και μάλλον πρέπει να ερμηνευτεί ως ένας ημι-υπαίθριος ορθογώνιος χώρος διαστάσεων 7 Χ 2 μ. περίπου, που ήταν μάλλον ανοιχτός προς Νότον. Η στέγη θα πρέπει να ήταν ελαφριά από φθαρτά υλικά.Ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρατήρηση ότι στις δύο σωζόμενες εσωτερικές γωνίες του χώρου, τη ΒΔ και ΒΑ, ο βράχος έχει λαξευτεί κυκλικά, σχηματίζοντας συνεπώς ένα «ελλειψοειδές» οικοδόμημα, παρεμφερές με το Κτίριο Α το οποίο βρισκόταν αμέσως νοτιότερα και πιθανώς είχε την είσοδό του στα ΒΔ. Εντός του Τετραγώνου ΚΒ 18 , σε απόσταση 0,30 μ. από τον Τ15 και 0,70 από τον Τ17, αποκαλύφτηκε μικρή κυκλική υπερυψωμένη «τράπεζα», διαμ. 0,50 μ. περίπου, κατασκευασμένη από μεσαίου μεγέθους βότσαλα. Στην περιοχή αμέσως προς Νότον, παρατηρήθηκαν αρκετά κάρβουνα και βότσαλα σε κυκλοτερή διάταξη, διαμ. 0,70 μ.. περίπου, που πρέπει να ερμηνευτεί ως η καθεαυτή εστία με την οποία συνδέεται και η «τράπεζα». Τα κινητά ευρήματα δεν έχουν μελετηθεί ακόμη, αλλά εκ πρώτης όψεως μοιάζουν πρώιμα, παρόμοια με αυτά από το ελλειψοειδές οικοδόμημα Α. Τόσο η μορφή των δύο κτιρίων όσο και η στενή τους χωροταξική σχέση επιτρέπουν να τα συσχετίσουμε τόσο χρονολογικά όσο και λειτουργικά. Το 2012 είχαμε υποθέσει ότι το Κτίριο Α σχετίζεται με βιοτεχνικές δραστηριότητες, ορισμένες μάλιστα σχετιζόμενες με τη μεταλλοτεχνία. Ενισχυτικό της άποψης αυτής είναι ότι εντός του όμορου τετραγώνου ΚΑ 19, βρέθηκε θραύσμα από αποτυχημένο τόξο χάλκινης πόρπης, σε απόρριψη. ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ ΚΒ 19. Πεταλόσχημη εστία.Εν όψει της κατάχωσης της περιοχής της «στρωματογραφικής τομής», καθαιρέθηκε η πεταλόσχημη «εστία» δυτικά του κτιρίου Α, η οποία είχε ερευνηθεί το 2012. Στον πυθμένα της εστίας παρατηρήθηκαν πυρακτωμένα αργιλώδη χώματα. Οι πήλινες κέραμοι συγκεντρώθηκαν με την προοπτική να υπάρχει δυνατότητα αποκατάστασης της εστίας σε περιβάλλον μουσειακό, αν τούτο αποφασιστεί. ΤΕΙΧΟΣ Τ1.3. ΤΕΤΡΑΓΩΝΑ ΚΒ - ΚΓ 19.Πριν το μπάζωμα της εξωτερικής (Νότιας) κατεστραμμένης όψης του τείχους Τ1.3, προκειμένου να μην κινδυνεύσει με κατάρρευση, πραγματοποιήθηκε ριζόκομμα και σχέδιο. Συλλέχτηκαν όστρακα χαρακτηριστικά και πάλι από το παχύ (0,50 μ. περίπου) Πρωτογεωμετρικό-Υποπρωτογεωμετρικό/Γεωμετρικό στρώμα που εκτείνεται ακριβώς κάτω από το «έμπλεκτο» γέμισμα του τείχους. ΤΕΙΧΟΣ Τ1.3. ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ ΚΑ 19.Στο Τετράγωνο ΚΑ 19, ερευνήθηκαν τα στρώματα που ήταν γνωστά από την παρακείμενη «στρωματογραφική τομή». Στα ανώτερα στρώματα η αναγνώριση οριζόντων κατοίκησης ήταν δύσκολη και τα ευρήματα ελάχιστα. Η εσωτερική παρειά της οχύρωσης, δυστυχώς, στο σημείο αυτό δε σώζεται ικανοποιητικά. Ο Τ1.3 επιβεβαιώθηκε για άλλη μια φορά ότι εδράζεται πάνω στο Πρωτογεωμετρικό-Υποπρωτογεμετρικό/Γεωμετρικό στρώμα το οποίοι χαρακτηρίζεται από τα πολυάριθμα θραύσματα αγγείων και όστρεα, τα οστά ζώων, τα βότσαλα θαλάσσης μικρού και μεσαίου μεγέθους, αλλά και υπολείμματα ξυλάνθρακα. Τμήμα του στρώματος αυτού είχε ήδη εντοπισθεί ανατολικότερα κατά την ανασκαφή της στρωματογραφικής τομής σε σχέση με το τμήμα του τείχους Τ1.3, από το 2010. Εκτός από τα οργανικά κατάλοιπα, συλλέχτηκαν πάλι αρκετά θραύσματα χαρακτηριστικά κυρίως από αγγεία πόσης με γραπτή διακόσμηση που εκτείνονται χρονολογικά από την Πρωτογεωμετρική έως και την Υστερογεωμετρική περίοδο. Το στρώμα αυτό είναι προγενέστερο τόσο του τείχους Τ1.3, όσο και του ελλειψοειδούς κτιρίου Α. Εν γένει, ο αριθμός των χαρακτηριστικών κεραμεικών ευρημάτων από τα ανώτερα αρχαϊκά στρώματα ήταν περιορισμένος. Από τα βαθύτερα στρώματα, ωστόσο, στο Νότιο μισό της τομής του τετραγώνου, συλλέχτηκαν αρκετά θραύσματα που ανήκουν κυρίως στην Πρωτογεωμετρική και Υποπρωτογεωμετρική περίοδο ενός του στρώματος με τα όστρεα και τα κάρβουνα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σημαντική παρουσία εμπορικών αμφορέων με διακόσμηση ομόκεντρων κύκλων, και των τριών γνωστών τύπων (Ι, Μεταβατικού και ΙΙ σύμφωνα με την κατάταξη του R. Catling). Οι καταιγίδες που έπληξαν τη Σκιάθο τις τελευταίες μέρες της ανασκαφής δεν επέτρεψαν την απρόσκοπτη έρευνα της τομής μέχρι το φυσικό βράχο. Η τομή πλημμύρισε και στη συνέχεια προβήκαμε στην κατάχωσή της για λόγους προστασίας και ασφάλειας. ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ ΚΑ 18 ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΑΣ Β-Ν ΜΕΤΑΞΥ ΚΑ 19 ΚΑΙ ΚΒ 19Η ανασκαφή επεκτάθηκε βορειότερα, στο Τετράγωνο ΚΑ 18 και ανατολικότερα στο Μάρτυρα ανάμεσα στα Τετράγωνο ΚΑ και ΚΒ 19. Η έρευνα έφερε στο φως ένα εκτεταμένο στρώμα διάσπαρτων λίθων, που μάλλον είχαν ριχτεί εκεί κατά την ύστερη φάση της χρήσης του χώρου (ίσως σύγχρονα με το κτίριο Β;) - ένα είδος εξισωτικού μπαζώματος. Αμέσως από κάτω, αποκαλύφτηκε στο Βόρειο τμήμα (ΚΑ 18) ο φυσικός βράχος, ενώ στο μάρτυρα οι επιχώσεις, προς Νότον, είναι πολύ παχύτερες. Ωστόσο, οι ισχυρές καταιγίδες δεν επέτρεψαν την ολοκλήρωση της καθαίρεσης του μάρτυρα έως το φυσικό βράχο και ολόκληρη η περιοχή Δυτικά του Κτιρίου Α μπαζώθηκε για λόγους προστασίας. Ηλεκτρονικός κόμβος ανασκαφήςΟ ηλεκτρονικός κόμβος της ανασκαφής μεταφράστηκε και στα αγγλικά από την Αλεξάνδρα Αλεξανδρίδου. Συντήρηση-μελέτη-καταγραφέςΣτο αρχαιολογικό μουσείο του Βόλου συνεχίστηκε η συντήρηση των κινητών ευρημάτων των ετών 2012-14 από τους συντηρητές της ΙΓ ΕΠΚΑ. Κατά περιόδους πραγματοποιήθηκαν επίσης καταγραφές και μελέτη του υλικού, με την εποπτεία της Α. Αλεξανδρίδου. Μεταξύ άλλων πραγματοποιήθηκε η συντήρηση των ταφικών αγγείων που είχαν βρεθεί το 2013 από τον συντηρητή Μάνο Διονυσίου. Ο αμφορέας του Τάφου Ι, εκτός από ελάχιστα θρυμματισμένα οστά και μικροσκοπικά καρβουνάκια, περιείχε ως μοναδικό κτέρισμα ένα μικκύλο δίωτο σκυφίδιο της ομάδας «Λίνδου» των αρχών του 5ου π.Χ. αι. (480 π.Χ.). Τα δύο αγγεία του Τάφου ΙΙ, τα οποία ήταν τοποθετημένα αντωπά, είναι ευρύστομοι οξυπύθμενοι πιθαμφορείς, με οριζόντιες λαβές. ΣυμμετέχοντεςΣτις εργασίες του 2014, από την πλευρά του πανεπιστημίου, συμμετείχαν ο διευθυντής του προγράμματος καθηγητής Α. Μαζαράκης Αινιάν και η αρχαιολόγος Δρ. Αλέξάνδρα Αλεξανδρίδου. Συμμετείχαν επίσης οι φοιτητές της αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Κάνταρος Γιάννης, Πράππα Όλγα (μεταπτυχιακοί), Αγγέλου Δήμητρα - Ειρήνη, Ανδρονίκου Πολυξένη, Γιαννόπουλος Κωνσταντίνος, Ζμπήτα Έλενα, Καμπουρτζή Ελένη, Καραλή Δήμητρα, Κατσάνου Κυριακή, Κιούρτης Γεώργιος, Κολοφωτιά Ευαγγελία, Μαγειράκου Ελένη, Λένα Μακεδόνα, Μάκου Ελένη, Μαυρογονάτου Αγγελική, Μισαηλίδου Ελισσάβετ, Μπουνάκη Ελένη, Νίνου Σοφία, Σδρόλιας Κωνσταντίνος, Τσιμπλή Ευαγγελή, Τσίρκα Βαρβάρα, Γεωργία Φραδέλου, Χατζηνικολάου Ελένη (προπτυχιακοί), καθώς και οι φοιτητές του εξωτερικού Βλαντή Δάφνη (Paris IV), Justin Easterday και Νάνου Κατερίνα (Glasgow). Από πλευράς ΙΓ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων συμμετείχαν η προϊσταμένη Δρ Αργυρούλα Ιντζεσίλογλου, η αρχαιολόγος Ελένη Χρυσοπούλου, και δύο εργατοτεχνίτες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Οι έρευνες στηρίχτηκαν οικονομικά από τον ΚΑΕ 4129 του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, το οποίο κάλυψε τη σίτιση και στέγαση της ερευνητικής ομάδας. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλουμε και πάλι στον κύριο Βασίλη Ταμπάκη για τη βοήθεια που προσέφερε σε μια σειρά από πρακτικά ζητήματα.
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
© 2009-2020: ΠΘ - ΙΑΚΑ |