Η έρευνα του 2009Ο Τομέας Αρχαιολογίας του Τμήματος ΙΑΚΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, σε συνεργασία με την ΙΓ' ΕΠΚΑ, πραγματοποίησε το καλοκαίρι του 2009 μικρής διάρκειας επιφανειακές έρευνες στη θέση «Κεφάλα» της Σκιάθου. Ως γνωστόν, πρόκειται πιθανώς για την παλαιότερη από τις δύο πόλεις της Σκιάθου, την Παλαισκιάθο των πηγών [Σκύλαξ, Περίπλους, 58. Για την ταύτιση βλ. Α. Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, «Η αρχαία Σκιάθος μέσα από τα κείμενα και τα μνημεία της», στο Αδ. Σάμψων (επιμ.), Αρχαιολογική έρευνα στις Βόρειες Σποράδες, Αλόννησος 2001, 101-103, 110-113]. Η θέση είναι γνωστή τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του '70 (βλ. δημοσιεύσεις Αδ. Σάμψων 1972 στο τοπικό μηνιαίο έντυπο «Βόρειες Σποράδες» και του ιδίου, Η Σκιάθος από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι την αρχή του 20ου αιώνα, Αθήνα 1977) και προσείλκυσε το ενδιαφέρον της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής στις αρχές της δεκαετίας του '80. Στην ίδια θέση αναφέρεται και η Α. Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου σε σειρά μελετών της (ό.π. και της ιδίας στο Αρχαιολογία. Νησιά του Αιγαίου (επιμ. Α. Βλαχόπουλος), Αθήνα 2005, 159-160). Οι εργασίες που πραγματοποιήθηκαν κατά το 2009 ήταν οι ακόλουθες:
Η θέση, είναι μια στενή χερσόνησος μήκους 140 μέτρων (Β-Ν) και πλ. 37 (στα Β) και 50 μ. (στα Ν) στη Βόρεια ακτή του νησιού. Το πλάτωμα είναι εκτεθειμένο στους βόρειους ανέμους και πλαισιώνεται από έναν όρμο (Ξάνεμο) στα Δυτικά. Οι πλευρές του υψώματος είναι απόκρημνες και έντονα διαβρωμένες, με εξαίρεση τον ισθμό που συνδέει το πλάτωμα με την ακτή, προς Νότον, όπου διακρίνονται κατάλοιπα οχυρωματικού τείχους σε αρκετά σημεία (Τ1.1-Τ1.6). Η διαμόρφωση αυτή θυμίζει τις οχυρώσεις ορισμένων Κυκλαδικών οικισμών των πρώιμων ιστορικών χρόνων, όπως τη Ζαγορά στην Άνδρο και το Βαθύ Λιμενάρι στη Δονούσα. Τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου σώζεται στις προσβάσιμες από την ξηρά Ν και ΝΑ πλευρές του οικισμού. Ένα τμήμα στα ΝΔ παρουσιάζει αλλεπάλληλες οδοντώσεις. Η τοιχοποιία στα ορατά τμήματα της οχύρωσης είναι πρώιμη (λίθοι μικρού έως μετρίου μεγέθους, αδρά κατεργασμένοι, κατά τόπους σφήνες [«βύσματα»]). Κατά τόπους (ιδιαίτερα στο σημείο Τ1.4) το σωζόμενο ύψος ξεπερνά τα 3 μέτρα και ενδέχεται να χρονολογείται ακόμη και στη γεωμετρική περίοδο. Την υπόθεση αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνει η παρουσία λίγων οστράκων της υστερογεωμετρικής-πρώιμης αρχαϊκής περιόδου που συλλέχτηκαν μέσα στο «έμπλεκτο» γέμισμα του τείχους στη θέση Τ1.4. Το καλύτερα σωζόμενο τμήμα του τείχους είναι στα ΝΔ (Τ1.1), όπου φαίνεται ότι πρέπει να αναζητηθεί και κάποια πύλη εισόδου. Στο σημείο αυτό σώζεται ικανοποιητικά τμήμα της όψης του τείχους, το «έμπλεκτο» γέμισμα, καθώς και τμήμα εγκάρσιου τοίχου που ίσως οριοθετεί την περιοχή της εισόδου ή κάποιο προμαχώνα ή πύργο. Εξωτερικά και Νότια του τείχους σώζεται ένας αναλημματικός τοίχος σε μήκος 8,80 μέτρων (Τ2). Από την ευρύτερη περιοχή αυτή προέρχονται αρκετά όστρακα και λιγοστές σκωρίες. Επιφανειακά, στο πλάτωμα της χερσονήσου που είχε αναπτυχθεί ο οικισμός, διακρίνονται ελάχιστα αρχιτεκτονικά λείψανα λόγω της πλούσιας βλάστησης και των επιχώσεων. Στη Β κορυφή, σε επαφή με την κεραία του αεροδρομίου και το υψομετρικό της ΓΥΣ (+57,22 μ.) υπάρχει λάκκος λαθρανασκαφής στο εσωτερικό του οποίου διακρίνονται λείψανα κατασκευών (Τ.5) που είχαν ερευνηθεί παλαιότερα από την ΙΓ΄ ΕΠΚΑ. Λίγο Νοτιότερα διαγράφονται τα όρια καμπυλόγραμμου οικοδομήματος (Τ4). Δεν είναι σαφές αν πρόκειται για ελλειψοειδές (;) οικοδόμημα ή για τα θεμέλια πύργου που κτίστηκε ίσως μετά την εγκατάλειψη του οικισμού. Η νεκρόπολη του οικισμού πρέπει ενδεχομένως να αναζητηθεί στα ΝΑ του οικισμού, πλησίον της ακτής, όπου διακρίνεται τουλάχιστον ένας τάφος με την καλυπτήρια πλάκα στη θέση του. Η έρευνα περιλάμβανε και συστηματική περισυλλογή ευρημάτων τόσο στο πλάτωμα εντός των τειχών, όσο και εκτός. Τα επιφανειακά ευρήματα τεκμηριώνουν ότι η θέση κατοικήθηκε νωρίς, τουλάχιστον από τους πρωτογεωμετρικούς χρόνους. Ορισμένα από αυτά, ιδιαίτερα όσα χρονολογούνται από τον 10ο έως και τον 8ο αι. π.Χ., σύμφωνα και με την προκαταρκτική μελέτη των οστράκων που περισυλλέξαμε, παραπέμπουν στην Εύβοια. Από τα επιφανειακά και πάλι ευρήματα η θέση φαίνεται ότι κατοικήθηκε έως και την κλασική περίοδο, ενώ παρατηρήθηκαν και σποραδικά ευρήματα που ανήκουν στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Τέλος καταγράφηκαν τα επιφανειακά κινητά ευρήματα, τα οποία μεταφέρθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βόλου. 156 χαρακτηριστικά όστρακα πήραν αριθμό καταλόγου, συντάχθηκαν περιγραφικά δελτία και φωτογραφήθηκαν. Στις εργασίες του 2009, από πλευράς πανεπιστημίου, συμμετείχαν, εκτός από τον υπογράφοντα, οι αρχαιολόγοι Δρ Αλεξάνδρα Αλεξανδρίδου, οι υποψήφιοι διδάκτορες Κατερίνα Τζαβελλοπούλου, Μαρία Πανάγου, οι κάτοχοι μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης Χρύσα Κουκουλίδου, Γιώργος Χιώτης, οι μεταπτυχιακοί φοιτητές Χρύσα Εμμανουηλίδου, Ελένη Καρούζου, Μαριλένα Μαλιγιάννη, Κωνσταντίνα Ντουντούμη, Δώρα Στρινοπούλου, Γιαννάκης Τιμοθέου, οι πτυχιούχοι αρχαιολόγοι Ναταλένα Ζάχου, Βούλα Θεοχαρίδου, οι προπτυχιακές φοιτήτριες Ελίνα Μουχταρέλου, Βασιλική Παπάζογλου, και η Γαλλίδα φοιτήτρια Sophie Guillotin. Οι έρευνες χρηματοδοτήθηκαν από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (ΚΑΕ 4129), ενώ τα έξοδα της διαμονής της ερευνητικής ομάδας στη Σκιάθο καλύφθηκαν από το Δήμο Σκιάθου.
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||
© 2009-2020: ΠΘ - ΙΑΚΑ |