Μετανάστριες από την Ανατολική Ευρώπη Μορφές κινητικότητας και πολιτική συγκρότηση Σε Πρώτο Πρόσωπο Links
Κεντρική σελίδα

Φύλο και Μετανάστευση

Φύλο και Μετανάστευση

Μετανάστριες από την Ανατολική Ευρώπη

 

 

Συνέντευξη με τους Γκιόργκι και Τάνια

Γκιόργκι και Τάνια

Περίληψη

από τις Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν και Αλεξάνδρα Δημητρούκα.


Ο Γκιόργκι γεννήθηκε στη Σ. το1961. Είναι μοναχοπαίδι. Οι παππούδες του πέθαναν πριν γεννηθεί και δεν τους γνώρισε, αλλά γνωρίζει καλά την ιστορία του γενεαλογικού του δέντρου.

Ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Η μητέρα του είχε κυρίαρχο ρόλο στο σπίτι.

Στο σχολείο ήταν μέτριος μαθητής, στη «χρυσή τομή».

Στην εκπαίδευση ήταν υποχρεωτική η εκμάθηση της Ρώσικης γλώσσας από την Δ΄ Δημοτικού, πράγμα που δεν του άρεσε καθόλου. Οι μαθητές είχαν τη δυνατότητα να μάθουνε και Αγγλικά, για παράδειγμα, αλλά ήταν προαιρετικό.

Στις υψηλότερες βαθμίδες εκπαίδευσης διδάσκονταν Μαρξισμός και μαθήματα σχετικά με τον Κομμουνισμό. Για να φοιτήσει κανείς στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έπρεπε να δώσει εξετάσεις σ' αυτά τα μαθήματα.

Οι εχθροί του Κομμουνισμού δεν μπορούσαν να φοιτήσουν στα πανεπιστήμια.

Ο παππούς της πληροφορήτριας ήταν στη φυλακή με θανατική καταδίκη επειδή ήταν βασιλόφρονας και συγγενής του βασιλιά Συμεών, αλλά του δόθηκε αμνηστία. Είχε σπουδάσει στην Αυστρία και θεωρούνταν εχθρός του Κομμουνισμού, γεγονός που, μεταξύ άλλων, ταλαιπώρησε την Τάνια. Ο άλλος παράγοντας που δημιούργησε προβλήματα στην πληροφορήτρια ήταν η θρησκεία της. Είχε βαπτιστεί κρυφά Χριστιανή και φορούσε Σταυρό. Αυτό της δημιούργησε πρόβλημα στο σχολείο.

Στη Βουλγαρία υπήρχαν Κομμουνιστικές οργανώσεις για παιδιά και εφήβους. Πρώτη βαθμίδα ήταν η «Τσαφντάσι», μετά η «Πιονέρ» και τέλος η «Κομσομόλ».

Στη «Κομσομόλ» γινότανε πλύση εγκεφάλου και τα μέλη της γίνονταν μετέπειτα μέλη στο Κομμουνιστικό κόμμα.

Οι πληροφορητές δεν ήθελαν να είναι μέλη σ' αυτές τις οργανώσεις.

Οι οικογένειες των πληροφορητών δεν ανήκαν στη Κομμουνιστική παράταξη.

Ο Γκιόργκι έχει μια θεία η οποία έφυγε κρυφά από τη Βουλγαρία, επί Κομμουνιστικού καθεστώτος, με προορισμό την Ιταλία.

Το πρότυπο για τις κοπέλες της «Κομσομόλ» ήταν να μην καπνίζουν, να μην πηγαίνουν σε πάρτι, να μην έχουν ερωτικούς συντρόφους, να βοηθάνε τους ηλικιωμένος και να ντύνονται σεμνά.

Τα ίδια περίπου ίσχυαν και για το αντρικό πρότυπο της «Κομσομόλ».

Ο,τιδήποτε δυτικό ήταν απαγορευμένο. Μπορούσαν να βλέπουν κινηματογράφο που προέρχονταν από χώρες του Ανατολικού μπλοκ.

Η αντίδραση της νεολαίας σε όλα αυτά ήταν να κάνει ακριβώς το αντίθετο στις επιταγές του Κομμουνιστικού καθεστώτος. Καπνίζανε, ακούγανε ροκ μουσική και όταν βρίσκανε βλέπανε δυτικές κινηματογραφικές ταινίες.

Υπήρχε μεγάλος φόβος για τους ρουφιάνους, που βρίσκονταν παντού.

Τι διδάχθηκαν για την Ελλάδα: ο Γκιόργκι στο στρατό έμαθε ότι πιο άσχημο, ότι είναι εχθρός, μαζί με την Τουρκία, και σε καιρό πολέμου η Βουλγαρία κινδυνεύει από την Ελλάδα. Στο σχολείο τους μάθανε για την Ελληνική ιστορία, την αρχαία και τη Βυζαντινή. Για την αρχαία εποχή μάθανε ότι η Ελλάδα γέννησε κάθε μορφής ανωμαλία, όπως, την ομοφυλοφιλία και την παιδεραστία.

Οι εκτρώσεις ήταν απαγορευμένες, εκτός αν μια γυναίκα είχε ήδη τρία παιδιά. Το κράτος ενίσχυε τις οικογένειες που είχαν παιδιά δίνοντάς του διαμέρισμα και γενικά ενθάρρυνε τις γεννήσεις.

Οι εκτρώσεις γίνονταν κρυφά, στο σπίτι. Ο γιατρός κινδύνευε να χάσει το δίπλωμά του και οι γυναίκες θα είχαν προβλήματα αν γίνονταν γνωστή η πράξη τους.

Υπήρχαν ειδικά μέτρα στη Βουλγαρία για τις εργαζόμενες μητέρες και γενικά τις γυναίκες. Όλες οι εξετάσεις ήταν δωρεάν, κρατούσαν τη θέση εργασίας στις γυναίκες που απουσίαζαν λόγω εγκυμοσύνης, δίνανε επίδομα για τα παιδιά.

Στα προηγούμενα, που είναι λεγόμενα της πληροφορήτριας, ο πληροφορητής διαφωνεί ως προς το «δωρεάν». Όλοι πληρώνανε στα ταμεία για να έχουν δωρεάν περίθαλψη. Και το χειρότερο είναι ότι το κράτος σπατάλησε τα χρήματα των ταμείων. Το όλο σύστημα το χαρακτηρίζει ο πληροφορητής «βιτρίνα του Κομμουνισμού».

Σ' εκείνα τα δύσκολα χρόνια, στη Βουλγαρία υπήρχαν άνθρωποι που ζούσαν πολύ άνετα και υψηλό βιοτικό επίπεδο.

Τα στελέχη του Κομμουνιστικού καθεστώτος ζούσανε μια ζωή γεμάτη ανέσεις, όλα τα έξοδά τους καλύπτονταν απ' το κράτος και είχαν διαφορετική αντιμετώπιση σε σχέση με τους άλλους πολίτες.

Όταν έγινε η έκρηξη στο εργοστάσιο του Τσερνομπίλ τα μέλη του Κομμουνιστικού καθεστώτος είχαν προειδοποιηθεί και ήξεραν τι πρέπει να τρώνε και τι όχι, σε αντίθεση με τον απλό κόσμο που είχε άγνοια.

Στα σχολικά της χρόνια, η πληροφορήτρια, είχε μια στενή φίλη η οποία ήταν κόρη υπουργού, και έτσι γνώρισε από κοντά τη ζωή της υψηλής αυτής τάξης. Διηγείται διάφορα περιστατικά.

Στη Βουλγαρία υπήρχανε εμπορικά καταστήματα όπου ο απλός κόσμος δεν μπορούσε να μπει και τα οποία απευθύνονταν στους τουρίστες και στην άρχουσα τάξη.

Και οι δύο πληροφορητές σπουδάσανε στο πανεπιστήμιο. Στις μέρες της δικής τους γενιάς δεν ήταν τόσο σημαντικά τα λεγόμενα «βιογραφικά» για να εισέλθουν στο πανεπιστήμιο, σε σύγκριση με τον καιρό που οι γονείς τους ήταν στην ηλικία τους.

Ο Γκιόργκι πήγε στο πανεπιστήμιο όταν τελείωσε τη στρατιωτική του θητεία, στα εικοσιδύο του χρόνια και σπούδασε νομική, όμως ποτέ δεν ασχολήθηκε με την επιστήμη αυτή επαγγελματικά.

Η Τάνια σπούδασε πολιτικός μηχανικός (πιο κάτω στην συνέντευξη αναφέρει ότι δεν έχει πάρει πτυχίο, της λείπουν δύο μαθήματα).

Η πληροφορήτρια ήθελε να σπουδάσει Ισπανική φιλολογία ή γενικά φιλολογία αλλά ο πατέρας της την έπεισε να σπουδάσει πολιτικός μηχανικός.

Ο πατέρας της ήταν ο μοναδικός που Βούλγαρός που αν και δεν ήταν μέλος του Κομμουνιστικού κόμματος κατάφερε να βγει από την Βουλγαρία.

Η Τάνια παντρεύτηκε (με τον πρώην σύζυγό της) στα δεκαεννιά της και στα εικοσιένα είχε το πρώτο της παιδί. Τότε ήταν και πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο. Ήταν πολύ δύσκολο να τα συνδυάσει όλα.

Ο Γκιόργκι έχει ένα γιο, από προηγούμενο γάμο, που είναι δεκαεννιά ετών. Ζει στη Βουλγαρία με την μητέρα του και σπουδάσει Ελληνική Φιλολογία.

Η Τάνια, πέρα από την κόρη της που είναι δεκαπέντε ετών, έχει και ένα γιο, από τον προηγούμενό της γάμο, που είναι οχτώ χρονών. Θέλει να κάνει και ένα παιδί με τον Γκιόργκι, αλλά αυτός έχει αντιρρήσεις.

Στεναχωριούνται πολύ που τα παιδιά τους είναι μακριά τους.

Είναι δύσκολο να έρθουνε τα παιδιά στην Ελλάδα εξ' αιτίας της γραφειοκρατίας και της οικονομικής τους στενότητας.

Τα παιδιά της Τάνια μένουνε με τους γονείς της.

Μετά της αλλαγή του καθεστώτος, το '89, έφερε αναστάτωση στη χώρα. Στη Σόφια γινότανε συνέχεια διαδηλώσεις. Αλλά αργότερα αποδείχθηκε ότι η αλλαγή ήταν ψεύτικη και ότι οι πρωτεργάτες της αλλαγής ήταν πράκτορες.

Μετά από αυτό όλοι απογοητεύτηκαν. Είχανε πάθος για αυτή την αλλαγή, αλλά ξεγελάστηκαν.

Όλοι οι μηχανισμοί στην Βουλγαρία έμειναν ίδιοι. Οι ίδιοι άνθρωποι ουσιαστικά κυβερνούσαν και είχαν τις σημαντικές θέσεις.

Ο πληροφορητής λίγους μήνες μετά την αλλαγή πήγε στη Γερμανία, όπου έζησε για δυόμισι χρόνια. Ζούσανε στο Μόναχο με την οικογένειά του, την πρώην γυναίκα του και το γιο τους, και δούλευε σε διάφορες δουλειές.

Ήθελε να πάει στην Αμερική, αλλά δεν πρόλαβε. Τελικά γύρισε πάλι στη Βουλγαρία.

Η Τάνια ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το '89 και έμεινε τρεις μήνες.

To '89 που ήρθε η Τάνια στην Ελλάδα, ήταν φοιτήτρια ακόμη, δούλεψε σε μια καφετέρια στο Βόλο. Την εργασία αυτή τη βρήκε από αγγελία σε εφημερίδα της Βουλγαρίας.

Εκείνη την εποχή πολλοί Έλληνες πηγαίνανε στη Βουλγαρία με σκοπό να πάρουν κοπέλες και να της φέρουν στην Ελλάδα για πορνεία. Η πληροφορήτρια θεωρεί ότι ήταν τυχερή και έπεσε σε καλά χέρια. Με το παραπάνω σκεπτικό οι γονείς της ήταν αντίθετοι στην απόφασή της να έρθει στην Ελλάδα, έστω και για τους τρεις μήνες που είχε διακοπές απ' το πανεπιστήμιό της.

Τον 1991 ήρθε πάλι στην Ελλάδα και είχε σκοπό να φέρει και την οικογένειά της, όμως δεν κατάφερε να φέρει τα παιδιά της και ο άντρας ήρθε παράνομα. Μετά από δύο μήνες παραμονής εδώ, την συνέλαβαν και τους απέλασαν. Στο διάστημα αυτό εργάζονταν στην ίδια καφετέρια.

Εκείνη την εποχή φτιάξανε τη σχέση τους, αν και γνωρίζονταν πολλά χρόνια.

Ζούσανε μαζί, αλλά δεν είχανε τα παιδιά τους στο σπίτι τους.

Η πληροφορήτρια αναφέρει ότι οι περισσότεροι Βούλγαροι που μεταναστεύουν στην Ελλάδα είναι χαμηλού επιπέδου, από χωρία, που ή δεν μπορούν να επιβιώσουν στη Βουλγαρία ή έχουν προβλήματα με το νόμο. Θεωρεί ότι δεν έχει γνωρίσει άλλους Βούλγαρους που να έχουν το δικό τους επίπεδο και αυτό είναι ένα πρόβλημα γι' αυτούς, επειδή έτσι δυσκολεύονται να κάνουν φιλίες. Δεν έχουν κοινά ενδιαφέροντα με κανένα από τους μετανάστες που έχουν γνωρίσει εδώ στην Ελλάδα.

Τα αίτια που τους οδήγησαν στην απόφαση να μεταναστεύσουν, κατά την Τάνια, είναι το ότι ήθελαν να αποφύγουν τους γονείς τους, που τους πιέζανε σχετικά με τη σχέση τους και τα οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν μετά το κλείσιμο των εταιριών τους.

Επιλέξανε να έρθουνε στην Ελλάδα γιατί είναι κοντά στη Βουλγαρία και γιατί έχουνε γνωστούς εδώ.

Αρχικά δούλεψαν για τρεις μήνες στο νυχτερινό μαγαζί, η Τάνια στο μπαρ και ο Γκιόργκι στη λάντζα.

Οι εντυπώσεις που σχημάτισαν, ως μετανάστες πια, ήταν εντελώς διαφορετικές από αυτές που είχαν σχηματίσει όταν είχαν έρθει για τουρισμό στην Ελλάδα.

Η Τάνια αναφέρει ότι βρίσκει διαφορές στους σημερινούς Έλληνες σε σύγκριση με τους Έλληνες που είχε γνωρίσει δέκα χρόνια πριν, που είχε ξαναέρθει στην Ελλάδα.

Θεωρεί ότι οι Έλληνες σήμερα έχουνε πολλά προβλήματα. Δεν έχουνε τόσα χρήματα όσα είχαν πριν, έχουν γίνει πιο κλειστοί και αφιλόξενοι. Είναι πονηροί και σαν εργοδότες εκμεταλλεύονται τους υπαλλήλους τους, ειδικά αν αυτοί είναι ξένες γυναίκες.

Είχε πολλά προβλήματα με τους εργοδότες της και για το λόγο αυτό άλλαξε και πολλές φορές εργασιακούς χώρους.

Της έτυχε περίπτωση «σεξουαλικής παρενόχλησης». Το αφεντικό της την εκβίαζε ότι δεν θα της έβγαζε πράσινη κάρτα αν δεν πήγαινε μαζί του.

Στο θέμα της «σεξουαλικής παρενόχλησης», η πληροφορήτρια λέει, ότι έχουν ευθύνες και οι γυναίκες, γιατί αναζητούν το εύκολο χρήμα και δεν διστάζουν να υποκύψουν σε πιέσεις προκειμένου να το αποκτήσουν.

Σε αντίθεση, εκείνη προτιμά να δουλεύει σε δύο δουλειές, για να εξοικονομήσει παραπάνω χρήματα, παρά να κάνει κονσομασιόν, για παράδειγμα.

Οι μετανάστριες βρίσκουν εύκολα δουλειά, γιατί κάνουν δουλειές που οι Ελληνίδες τις σνομπάρουν.

Τώρα ο Γκιόργκι είναι οικιακός βοηθός. Δεν είναι αυτό που θέλει, αλλά είναι ικανοποιημένος. Οι εργοδότες τους εμπιστεύονται, αλλά κρατούν μια απόσταση. Δουλεύει τις καθημερινές από τις οχτώ μέχρι τις τρεις και έχει κανονική ασφάλιση. Τελευταία ξεκίνησε και απογευματινή δουλειά. μαζί με έναν Έλληνα κάνουνε μονώσεις σε σπίτια.

Και η πληροφορήτρια είναι ευχαριστημένη από την τωρινή δουλειά της.

Με όσους Έλληνες έχουνε κάνει παρέα τους λένε ότι αγαπάνε τους Βούλγαρους και ότι οι Βούλγαροι είναι καλύτεροι από τους Αλβανούς.

Οι Έλληνες έχουνε ξεχάσει τις δυσκολίες που πέρασαν στο παρελθόν. Τότε, όταν ήταν ακόμα ο Γκιόργκι μικρός, πολλοί Έλληνες πήγαιναν στη Σόφια για να πουλήσουν πράγματα και οι Βούλγαροι αγόραζαν.

Ακολουθεί μια συζήτηση όπου ο Γκιόργκι παραθέτει τις απόψεις του σχετικά με τα αρνητικά αποτελέσματα που είχε ο Κομμουνισμός στις χώρες όπου εφαρμόστηκε.

Η μετανάστευση έχει αλλάξει τη ζωή τους. Ο τρόπος ζωής τους έχει αλλάξει. Εδώ δεν έχουν φίλους. Στη Βουλγαρία πηγαίνανε στο θέατρο, στο σινεμά και συναναστρέφονταν πολλούς ανθρώπους. Η πληροφορήτρια λέει ότι έχει γίνει πολύ ευαίσθητη, πράγμα που ίσως και να οφείλεται στην έλλειψη των παιδιών της.

Της αρέσει η Ελλάδα και την αγαπάει … «Η Ελλάδα ταΐζει τα παιδιά μου». Παρόλη την γραφειοκρατία και την εργασιακή εκμετάλλευση θεωρεί ότι η Ελλάδα τους βοήθησε.

Ο Γκιόργκι έχει πρόβλημα με τα χαρτιά του και δεν μπορεί να πάει στη Βουλγαρία, γιατί δεν θα μπορεί να ξαναγυρίζει στην Ελλάδα. Δεν έχει πάρει ακόμα την άδεια παραμονής, εξ' αιτίας της γραφειοκρατίας, παρά μόνο μια βεβαίωση.

Η Τάνια ήταν τυχερή και πήρε την άδεια παραμονής.

Νιώθουν να είναι κλεισμένοι στην Ελλάδα, όπως ήταν επί Κομμουνιστικού καθεστώτος στη Βουλγαρία.

Στη Βουλγαρία οι άνθρωποι ταξιδεύουν στην Ευρώπη ελεύθερα. Μόνο στην Ελλάδα υπάρχει αυτή η αυστηρότητα. Η πληροφορήτρια τη δικαιολογεί, λέγοντας, ότι έχουν μαζευτεί πολύ ξένοι στη χώρα.

Δεν δίνουν πια άδειες παραμονής, και αν κάποιος θέλει να έρθει θα πρέπει να είναι παράνομος.

Η πληροφορήτρια πηγαίνει και βλέπει τα παιδιά της κάθε έξι μήνες. Στο διάστημα που μεσολαβεί επικοινωνούνε με τηλέφωνο και μηνύματα. Το τηλέφωνο είναι ένα μεγάλο έξοδο γι' αυτή.

Οι παρέες τους εδώ στο Βόλο είναι λίγες. Κάνουν παρέα με μια οικογένεια από τη Βουλγαρία, η πληροφορήτρια έχει δυο- τρεις φίλες, που δουλεύουν μαζί, αλλά ο Γκιόργκι δεν βρίσκει ενδιαφέρον να κάνει παρέα μαζί τους και επίσης κάνουν παρέα με το συνέταιρό του Γκιόργκι στις μονώσεις και την οικογένειά του, που είναι Έλληνες.

Η Τάνια είναι πιο κοινωνική από τον Γκιόργκι και η φύση της δουλειάς της είναι τέτοια που γνωρίζει συνέχεια κόσμο.