Μετανάστριες από την Ανατολική Ευρώπη Μορφές κινητικότητας και πολιτική συγκρότηση Σε Πρώτο Πρόσωπο Links
Κεντρική σελίδα

Φύλο και Μετανάστευση

Φύλο και Μετανάστευση

Μετανάστριες από την Ανατολική Ευρώπη

 

 

Αλεξάνδρα Δημητρούκα

Φύλο και μετανάστευση

Α. Η μετανάστευση αν και είναι ένα φαινόμενο που συναντιέται από αρχαιότατων χρόνων, η μελέτη της ξεκίνησε σχετικά πρόσφατα, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Το ενδιαφέρον των μελετητών αρχικά επικεντρώθηκε στους λόγους εκείνους που οδηγούν τους ανθρώπους στη μετανάστευση. Οι πρώτες θεωρητικές προσεγγίσεις της μετανάστευσης άλλοτε την αντιμετώπισαν ως το αποτέλεσμα μιας ορθολογικής απόφασης (νέο- κλασικιστικό μοντέλο) και άλλοτε ως ένα μηχανισμό που εξυπηρετεί τις ανάγκες σε φτηνό εργατικό δυναμικό των οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών (νέο- μαρξιστικό μοντέλό). Η γυναικεία μετανάστευση και στα δύο αυτά θεωρητικά μοντέλα θεωρήθηκε συμπληρωματική, υποστηρικτική της ανδρικής. Οι συγκεκριμένες προσεγγίσεις αλλά και άλλες που ακολούθησαν, όπως για παράδειγμα η μελέτη του φαινομένου της μετανάστευσης με βάση το νοικοκυριό ή τα κοινωνικά δίκτυα, δε θεωρούσαν ότι οι έμφυλες σχέσεις επηρεάζουν τον τρόπο με τον όποιο κατανοείται η μεταναστευτική διαδικασία. Βέβαια υπήρξαν και κάποιοι μελετητές που αντιλήφθηκαν ότι η γυναικεία μετανάστευση διαφοροποιούταν σε κάποιο βαθμό από την ανδρική, όμως ως τα τέλη περίπου της δεκαετίας του 1970 αποτελούσαν μεμονωμένες περιπτώσεις [1]. Οι μελέτες αυτές είδαν τη γυναικεία μετανάστευση ως μια προσπάθεια διαφυγής από καταπιεστικές και πατριαρχικές δομές.

Το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, δηλαδή στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το ενδιαφέρον των μελετητών στρέφεται προς τη γυναικεία μετανάστευση. Ο ολοένα αυξανόμενος αριθμός μεταναστριών και η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι πολλές γυναίκες μεταναστεύουν μόνες οδήγησε στην αμφισβήτηση της θέσης ότι η γυναίκα απλά ακολουθεί τον άνδρα [2]. Προς αυτήν την «αλλαγή πλεύσης» συνέβαλε αποφασιστικά και η φεμινιστική σκέψη που διεκδίκησε για τη γυναίκα ένα πιο δυναμικό ρόλο, διαφορετικό από τον παραδοσιακό.

Β. Ως τις αρχές περίπου της δεκαετίας του 1970 η Ν. Ευρώπη υπήρξε ο κατεξοχήν γεωγραφικός χώρος αποστολής μεταναστών. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και του 1990 η κατάσταση αλλάζει, η Ν. Ευρώπη παύει να στέλνει μετανάστες και αρχίζει να δέχεται μεγάλο αριθμό μεταναστών κυρίως από χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου και από την Ν. Α Ευρώπη- μετά το 1989. Η μεταναστευτική αυτή κίνηση πήρε την ονομασία «νέα μετανάστευση», καθώς επρόκειτο για νέες μεταναστευτικές κινήσεις και εξαιτίας των χαρακτηριστικών της που διαφοροποιούνταν από τα χαρακτηριστικά των παλαιότερων μεταναστεύσεων προς την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Η μετατροπή των χωρών της Ν. Ευρώπης από χώρες αποστολής σε χώρες υποδοχής μεταναστών οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων που αφορούν τη δημογραφία, την οικονομία και την αγορά εργασίας, τη γεωγραφία των χωρών της Ν. Ευρώπης.

Ένα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζει τη νέα μετανάστευση είναι η πολλαπλότητα και η ανομοιογένεια των μεταναστευτικών ομάδων. Παλαιότερα ο κύριος όγκος των μεταναστών προερχόταν από τη Ν. Ευρώπη και η κάθε εθνικότητα «προτιμούσε» μια συγκεκριμένη χώρα. Σήμερα στις χώρες της Ν. Ευρώπης συναντάται πλήθος εθνικοτήτων. Στην Ελλάδα υπάρχουν μετανάστες προερχόμενοι από την Αλβανία, την Αίγυπτο, την Πολωνία, τη Βουλγαρία, τις Φιλιππίνες, τη Σρι Λάνκα, από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.

Η μετανάστευση προς τις χώρες της Ν. Ευρώπης είναι σε μεγάλη κλίμακα παράνομη. Αρχικά οι χώρες αυτές δε διέθεταν κάποια ουσιαστική μεταναστευτική πολιτική, καθώς όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα ήταν χώρες αποστολής και όχι υποδοχής μεταναστών, και οι μετανάστες δεν αντιμετώπιζαν πρόβλημα εισόδου. Η σκλήρυνση των μεταναστευτικών τους πολιτικών σε συνδυασμό με τις ανάγκες τους για φτηνό εργατικό δυναμικό, έδωσαν ένα παράνομο χαρακτήρα στη συγκεκριμένη μεταναστευτική κίνηση. Η «ποινικοποίηση» αυτή της νέας μετανάστευσης είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της παγκόσμιας βιομηχανίας της μετανάστευσης, για ευνόητους λόγους - η δυσκολία εισόδου σήμαινε και αύξηση των τιμών-, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο όλων των σύγχρονων μεταναστευτικών κινήσεων.

Ο παράνομος χαρακτήρας της νέας μετανάστευσης εξηγεί και τον κεντρικό ρόλο που παίζει η παραοικονομία στις νέες αυτές μεταναστευτικές κινήσεις. Όσοι τελικά κατορθώνουν να περάσουν τα σύνορα, απασχολούνται αναγκαστικά σε ανεπίσημες μορφές εργασίας, ενισχύοντας κατά αυτό τον τρόπο την παραοικονομία των χωρών αυτών.

Οι μεταναστευτικές κινήσεις που συνιστούν τη νέα μετανάστευση έχουν έναν έντονα έμφυλο χαρακτήρα. Με αυτό εννοώ ότι σε κάποιες μεταναστευτικές ομάδες κυριαρχεί σχεδόν αποκλειστικά το γυναικείο φύλο - μετανάστες με χώρα αποστολής τις Φιλιππίνες ή τη Σρι Λάνκα- ενώ σε κάποιες άλλες παρατηρείται το αντίθετο, αποτελούνται κυρίως από άνδρες - μετανάστες προερχόμενοι για παράδειγμα από την Αίγυπτο. Ακόμη οι «νέοι» αυτοί μετανάστες δεν προέρχονται αποκλειστικά από την ύπαιθρο ή από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, όπως συνέβαινε παλαιότερα. Σχετικά μεγάλος αριθμός μεταναστών διαθέτει υψηλό μορφωτικό επίπεδο και προέρχεται από τον αστικό χώρο.

Η μετανάστευση, όπως αναφέρθηκε ήδη, τις δύο περίπου τελευταίες δεκαετίες εκθηλύνθηκε. Μεγάλος αριθμός των μεταναστών που συνιστούν τη νέα μετανάστευση είναι γυναίκες. Πολλές φορές αυτές οι γυναίκες μεταναστεύουν μόνες τους ή φτάνουν στις χώρες υποδοχής νωρίτερα από τους συζύγους τους. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν η αγορά εργασίας και ο καταμερισμός εργασίας κατά φύλο στις χώρες υποδοχής παρουσιάζονται πιο ευνοϊκοί για τη γυναικεία εργασία. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια δραματική αύξηση του τομέα παροχής υπηρεσιών που είναι το αποτέλεσμα του τρόπου και της μορφής ανάπτυξης της οικονομίας των ανεπτυγμένων χωρών. Πρόκειται για έναν τομέα που απασχολεί παραδοσιακά γυναίκες. Σημειώθηκε αυξημένη ζήτηση εργασίας για το συγκεκριμένο τομέα και οι περισσότερες μετανάστριες σήμερα απασχολούνται σε αυτόν.

Καθώς πρόκειται όμως για έναν τομέα άμεσα συνδεδεμένο με τη γυναικεία εργασία, οι μισθοί είναι ιδιαίτερα χαμηλοί, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα επαγγέλματα που θεωρούνται κατεξοχήν γυναικεία. Παρόλα αυτά η οικονομική βοήθεια που προσέφεραν οι μετανάστριες αυτές στις οικογένειες τους υπήρξε σημαντική και είχε ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί ο ρόλος της γυναίκας μέσα στην οικογένεια, μέσα από το νέο οικονομικό ρόλο που αποκτούσε. Για πολλές μετανάστριες αυτή υπήρξε η πρώτη εμπειρία μισθωτής εργασίας και άρα και η πρώτη φορά που αποκτούσαν κάποιον οικονομικό ρόλο. Οι παραδοσιακοί ρόλοι των φύλων άρχισαν σταδιακά να αλλάζουν. Η μετανάστευση φαίνεται λοιπόν να παρέχει μια διαφυγή από τους παραδοσιακούς ρόλους της γυναίκας [3].

ΘΕΜΑΤΙΚΗ 2 - ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Η θέση των γυναικών στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, τόσο πριν όσο και μετά την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων, αποτελεί ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα. Το κομμουνιστικό- σοσιαλιστικό θεωρητικό μοντέλο διασφαλίζει την ισότητα των δύο φύλων. Σε πρακτικό όμως επίπεδο η ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα δε φαίνεται να επιτεύχθηκε. Αν και κανείς δε μπορεί να αρνηθεί το γεγονός ότι είχαν ληφθεί μια σειρά από μέτρα που διατίθενται ευνοϊκά προς τις γυναίκες και κυρίως προς τις μητέρες, παρόλα αυτά ο ισχυρισμός ότι στα συγκεκριμένα καθεστώτα είχε επιτευχθεί η ισότητα των δύο φύλων απέχει από την πραγματικότητα.

Η Αλβανία υπήρξε μια χώρα που ποτέ δε γνώρισε τη ραγδαία εκβιομηχάνιση και αστικοποίηση των υπολοίπων πρώην σοσιαλιστικών χωρών της Ν. Α. Ευρώπης και παρέμεινε μια αγροτική κοινωνία. Συνέπεια αυτού του γεγονότος υπήρξε και η διατήρηση παραδοσιακών αξιών και πατριαρχικών δομών. Μέχρι την πτώση του καθεστώτος το 1991 στην Αλβανία η γυναίκα μπορούσε να καταλάβει ανώτατες κυβερνητικές θέσεις αλλά δεν της παρεχόταν καμία προστασία σε περιπτώσεις οικογενειακής βίας. Ακόμη παρατηρούνται σημαντικές διαφορές όσον αφορά την κοινωνική θέση της γυναίκας στην ύπαιθρο και στον αστικό χώρο. Η γυναίκα της πόλης είχε σε μεγάλο βαθμό «απελευθερωθεί» από τις πατριαρχικές καταπιεστικές δομές των οποίων δέσμια ήταν η γυναίκα της υπαίθρου. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η κοινωνική θέση της γυναίκας στην Αλβανία παρουσιαζόταν αντιθετική. Αν και μετά το 1945 ίσχυε νομικά η ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα και είχε αναγνωριστεί το δικαίωμα των γυναικών στην εκπαίδευση και στην εργασία, το καθεστώς δε κατόρθωσε ποτέ να υπονομεύσει την ηγεμονική πατριαρχική νοοτροπία.

Αυτή η αντιθετική φύση της κοινωνικής θέσης της γυναίκας μέσα στην αλβανική κοινωνία γίνεται φανερή και στη συνέντευξη της Μαρίας. Η πληροφορήτρια μας παρέχει πληθώρα πληροφοριών για την κοινωνική θέση της γυναίκας, για τις έμφυλες σχέσεις. Αρχικά αναφέρεται στην εκπαίδευση. Συγκεκριμένα αναφέρει πως οι πιθανότητες να συνεχίσει ένα παιδί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μειωνόταν αισθητά αν ήταν κορίτσι. «Και όταν ήτανε κορίτσι ακόμα πιο χειρότερα γιατί ε, η οικογένεια έβλεπε που το κορίτσι δε μπορούσε να προχωρήσει στο σχολείο λόγω οικονομικών προβλημάτων, λόγω ε, η οικογένεια, η μάνα και ο πατέρας τόσο καταλάβαιναν ε, δηλαδή δεν, δεν δίνανε σημασία στη μόρφωση του παιδιού, δε το πήγαιναν το παιδί στο σχολείο». Η μόρφωση των θηλυκών μελών της οικογενείας δε θεωρούταν αναγκαία. Το κορίτσι μόλις τελείωνε το δημοτικό, εργαζόταν ως την ηλικία των δεκαέξι, δεκαεφτά, οπότε και έπρεπε να παντρευτεί. Εκείνο που είχε σημασία για την οικογένεια ήταν η αποκατάσταση του κοριτσιού και όχι η μόρφωση του. Όμως αυτό δεν ήταν πάντα ο κανόνας. Υπήρχε και κάποιος αριθμός κοριτσιών που σπούδαζαν στο πανεπιστήμιο. Η απόφαση για το αν θα συνεχίσει ένα κορίτσι την εκπαίδευση του αφορούσε την οικογένεια της και όχι την ίδια.

Όσον αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, αυτές ήταν απαγορευμένες πριν το γάμο. Όταν γινόταν αντιληπτό ότι κάποιο κορίτσι διατηρεί σχέσεις με άτομο του άλλου φύλου ή σε περιπτώσεις εγκυμοσύνης εκτός γάμου, το κορίτσι αυτό τύχαινε της αποδοκιμασίας της τοπικής κοινωνίας. Στη Β. Αλβανία τα κορίτσια αυτά απομακρυνόταν και εγκαθίστανται στα λεγόμενα πέτρινα σπίτια. Επρόκειτο για παλιά εγκαταλειμμένα σπίτια, έξω από τα όρια της κοινότητας. Η αφηγήτρια θεωρεί ότι τέτοια φαινόμενα ήταν συχνότερα στη Β. Αλβανία εξαιτίας της απομόνωσης της συγκεκριμένης περιοχής. Η Β. Αλβανία παρουσιάζεται δηλαδή να έχει πιο ισχυρές παραδοσιακές δομές. Διαβάζοντας όμως κανείς το άρθρο του Nicola Mai «Transforming Traditions: A Critical Analysis Of The Trafficking And Exploitation Of Young Albanian Girls In Italy» διαπιστώνει ότι και στον αναπτυγμένο Νότο της Αλβανίας κυριαρχούσαν πατριαρχικές καταπιεστικές δομές.

Μέσα στα πλαίσια των μέτρων που έλαβε το καθεστώς για την προστασία της εργαζόμενης μητέρας, δημιούργησε και τους κρατικούς παιδικούς σταθμούς. Ο θεσμός των παιδικών σταθμών δε φαίνεται να διαδόθηκε. Κατά την αφηγήτρια αυτό οφείλεται σε δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος αφορά το ποσοστό των εργαζόμενων μητέρων στην Αλβανία, που ήταν χαμηλό. Πολλές οικογένειες δεν έστελναν τα παιδιά τους στους παιδικούς σταθμούς για οικονομικούς λόγους. Αυτό δεν οφειλόταν τόσο στο χρηματικό ποσό που έπρεπε να καταβληθεί, που ήταν ελάχιστο, όσο στις περαιτέρω οικονομικές υποχρεώσεις που προέκυπταν : «…κάποια άλλη δε μπορούσε να αντεπεξέλθει τα πράγματα έτσι ώστε το παιδί της να είχε ρούχα για, για το πρωί, ρούχα, καλά ρούχα για να το πάει στον παιδικό σταθμό και ντρεπόταν η μητέρα και έτσι έλεγε δε θα το πάω, δε μπορώ».

Αν και όπως αναφέρθηκε και παραπάνω το δικαίωμα της γυναίκας στην εργασία ήταν κατοχυρωμένο και νομικά, ένα μεγάλο ποσοστό δεν εργαζόταν. Καθήκον της γυναίκας ήταν η φροντίδα των παιδιών και οι οικιακές εργασίες. Η εργασία ήταν ανδρική υποχρέωση. Αυτό φαίνεται να ήταν ο κανόνας στο χωριό. Στην πόλη υψηλότερα ποσοστά γυναικών εργαζόταν. Απασχολούταν κυρίως στην ελαφρά βιομηχανία και σε γεωργικές εργασίες. Στο σημείο μας πληροφορεί ότι οι μισθοί των γυναικών που εργαζόταν στη γεωργία ήταν χαμηλότεροι από τους αντίστοιχους των εργοστασίων. Υπήρχε όμως και ένα ποσοστό γυναικών που εργαζόταν ως διοικητικοί υπάλληλοι, ως γιατροί, ως πολιτικοί μηχανικοί. Ακόμη κάποιες γυναίκες κατόρθωναν να καταλάβουν υψηλόβαθμες κυβερνητικές θέσεις, όπως στην περίπτωση της Σωτηριάδη Βαγγελιώς που αναφέρει η αφηγήτρια, που υπήρξε Γ. Γ. του Κ. Κ. της Αλβανίας. Η αντιφατική φύση της κοινωνικής θέσης που κατείχε η γυναίκα μέσα στην αλβανική κοινωνία φαίνεται καθαρά εδώ.

Στη συνέχεια η αφηγήτρια θίγει το θέμα της οικογενειακής βίας. Η οικογενειακή βία ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο για ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών στην Αλβανία. Το καθεστώς δεν παρείχε καμία προστασία σε αυτές τις γυναίκες. Σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο γνωστό ως «Κανούν», που ίσχυε κυρίως στη Β. Αλβανία, αλλά και που παραλλαγές του συναντιούνται σε ολόκληρη την Αλβανία, ο άνδρας είχε εξουσία ζωής και θανάτου πάνω στη σύζυγο του [4]. Συνεπώς η κακομεταχείριση των γυναικών παρουσιάζεται νομιμοποιημένη στην Αλβανία, μέσα από την παραδοσιακή εθνική κουλτούρα.

Η ίδια φαίνεται να θεωρεί πως ακόμη και σήμερα, μετά την πτώση του καθεστώτος, η γυναίκα της Αλβανίας διαφέρει σε πολλά σημεία με την Ελληνίδα. Τις διαφορές δεν τις εντοπίζει στο επίπεδο των έμφυλων σχέσεων. Μάλιστα υποστηρίζει πως οι πατριαρχικές δομές στην Αλβανία σήμερα έχουν εξασθενίσει σε μεγάλο βαθμό, ακόμη και στη Β. Αλβανία [5]. Σήμερα στην Αλβανία «ο άνδρας ε, βοηθάει τη γυναίκα, ε, κάνουν τις δουλειές του σπιτιού ε, μεγαλώνουν τα παιδιά το ίδιο ε, νοιάζεται και ο ένας και ο άλλος το ίδιο για τα παιδιά». Η αλλαγή στους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων οφείλεται κατά τη γνώμη της, στο ότι μεγάλο ποσοστό των Αλβανών έχει μεταναστεύσει και έχει έρθει σε επαφή με διαφορετικούς τρόπους ζωής και κουλτούρες. Οι διαφορές που εντοπίζει ανάμεσα σε μια Ελληνίδα και σε μια Αλβανίδα αφορούν κυρίως τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η τελευταία στην καθημερινή της ζωή κυρίως εξαιτίας κυρίως ελλιπούς τεχνικής υποδομής - παροχή ηλεκτρικού ρεύματος με ωράριο. Εκείνο που προκαλεί εντύπωση είναι το γεγονός πως τις δυσκολίες που αναφέρει πως αντιμετωπίζει η σύγχρονη Αλβανίδα τις περιορίζει στο χώρο του σπιτιού. Ο παραδοσιακός χώρος της γυναίκας φαίνεται να είναι ακόμη το σπίτι, κάτι που αντιφάσκει με τις προηγούμενες δηλώσεις της αναφορικά με την επίτευξη της ισότητας ανάμεσα στα δύο φύλα.

Για την Μαρία η γυναίκα στην Ελλάδα έχει περισσότερες δυνατότητες και ευκαιρίες εξαιτίας της οικονομικής ανάπτυξης και του πολιτισμού της χώρας. Μάλιστα όταν αναφέρεται στο τι το θετικό κέρδισε από την απόφαση της να μεταναστεύσει υποστηρίζει πως το σημαντικότερο ήταν ότι ήρθε σε επαφή με μια «υψηλή κουλτούρα». Ακόμη θεωρεί πως η ζωή στην Ελλάδα της παρέχει ασφάλεια σε αντίθεση με την Αλβανία. Αν και αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, θεωρεί πως τα ίδια οικονομικά προβλήματα πιθανότατα να αντιμετώπιζε και στην Αλβανία.

Οι αντιφατικές πληροφορίες που μας παρέχει η Μαρία παρουσιάζουν με τον καλύτερο νομίζω τρόπο την αντιθετική θέση της γυναίκας στην Αλβανία τόσο πριν όσο και μετά την πτώση του καθεστώτος. Βέβαια πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι παράγοντες εκείνοι που κατά πάσα πιθανότητα έπαιξαν κάποιο ρόλο στον τρόπο με τον οποίο η αφηγήτρια θυμάται το καθεστώς όσο και εκείνοι που επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνει και αντιλαμβάνεται την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην Αλβανία. Το καθεστώς του Χότζα που βρισκόταν στην εξουσία για πάνω από σαράντα χρόνια, κυβέρνησε αυταρχικά. Η χώρα βρισκόταν σε απομόνωση, οι ελευθερίες είχαν κατασταλεί, όλες οι πτυχές της καθημερινότητας επιτηρούνταν. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού ένιωθε απογοήτευση και δυσαρέσκεια για την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα. Το μέγεθος της δυσαρέσκειας έγινε φανερό με την κατάρρευση του καθεστώτος και τις εκδηλώσεις που την ακολούθησαν. Η δυσαρέσκεια και η καταπίεση του αλβανικού λαού τότε μόνο έγιναν φανερές στις πραγματικές τους διαστάσεις. Είναι επόμενο η Μαρία που έζησε την καταπίεση του καθεστώτος, όταν αναφέρεται σε αυτό να είναι ιδιαίτερα επικριτική. Ακόμη είναι πολύ πιθανό προκειμένου να τονίσει την αυστηρότητα και τη σκληρότητα του συγκεκριμένου καθεστώτος να υπερτονίζει κάποια στοιχεία του. Αναφέρει συνέχεια στη συνέντευξη το πόσο δύσκολη ήταν η ζωή για τους Αλβανούς πριν την πτώση του καθεστώτος. Όταν αναφέρεται στην κατάσταση που επικρατεί σήμερα στη χώρα, σημειώνει, με υπερηφάνεια θα τολμούσε κανείς να πει, τις προόδους που έχουν γίνει στην Αλβανία. Η αφηγήτρια πιθανότατα σε μια προσπάθεια να κάνει αντιληπτό το πόσο επιζήμιο υπήρξε το καθεστώς τόσο για τους ανθρώπους όσο και για την ίδια τη χώρα, να επιθυμεί να παρουσιάσει μια «βελτιωμένη» εικόνα της σύγχρονης Αλβανίας, αν και δε διστάζει να ομολογήσει πως «υπάρχουν ακόμη δυσκολίες».

Οι παράγοντες αυτοί που επιδρούν στον τρόπο με τον οποίο η αφηγήτρια θυμάται το παρελθόν δεν πρέπει να ιδωθούν ως λόγοι που μειώνουν την αξία των πληροφοριών που παρέχει. Αντίθετα, λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες αυτούς μπορεί κάποιος να αποκτήσει μια πιο ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα των θεμάτων που θίγει. Η βιβλιογραφία σίγουρα παρέχει χρήσιμες πληροφορίες όμως αποτυγχάνει, σε μεγάλο βαθμό, να παρουσιάσει τον τρόπο που οι άνθρωποι, τα υποκείμενα βίωσαν τις διάφορες καταστάσεις. Μέσα από τις αντιφάσεις, τις υπερβολές, τις αποσιωπήσεις των αφηγητών μπορεί κανείς να αντλήσει εξίσου χρήσιμες πληροφορίες. Και η αξία της προφορικής μαρτυρίας έγκειται ακριβώς σε αυτό, ότι μπορεί κανείς να αντλήσει περισσότερες πληροφορίες από εκείνες που του λέει ο αφηγητής και να κατανοήσει καλύτερα καταστάσεις και συμπεριφορές από ότι θα του επέτρεπε η μελέτη μόνο της βιβλιογραφίας.



Αναφορές:
  1. Όπως η μελέτη του Morokvasic που αναφέρεται στο βιβλίο E. Kofman et al, " Gender and International Migration in Europe", London, Routledge, (2000), σ. 24
  2. Λίνα Βεντούρα, «Μετανάστευση γυναικών: Γέννηση και εξέλιξη του επιστημονικού ενδιαφέροντος», Δίνη 6, 1993, σ. 232-233.
  3. Στο σημείο αυτό νομίζω ότι είναι αναγκαία η παρατήρηση που κάνει η Rhacel Salazar Parreρas στο βιβλίο της "Servants of Globalization". Η γυναίκα παραδοσιακά απασχολούταν στην αναπαραγωγική εργασία, και βιολογικά αλλά και μέσα από μια σειρά δραστηριοτήτων που ήταν απαραίτητες για τη στήριξη του εργατικού δυναμικού( ανατροφή και εκπαίδευση παιδιών, οικιακές εργασίες). Οι παραδοσιακοί ρόλοι από τους οποίους θέλουν να ξεφύγουν αυτές οι γυναίκες, αναπαράγονται στη χώρα υποδοχής, μέσα από την εργασία τους ως οικιακοί βοηθοί -πρόκειται για αναπαραγωγική εργασία. Αυτή η παρατήρηση δεν πρέπει να παρανοηθεί. Απλά τονίζει ότι ο νέος ρόλος που απέκτησε η μετανάστρια στις χώρες υποδοχής συνυπάρχει με παραδοσιακές αξίες και πρότυπα συμπεριφοράς.
  4. Mai Nicola, «Transforming Traditions: A Critical Analysis Of The Trafficking And Exploitation Of Young Albanian Girls In Italy» στο King R. (Ed) The Mediterranean Passage. Liverpool: Liverpool University Press, 2001, σ. 269.
  5. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί μια παρατήρηση που κάνει ο Mai Nicola στο προαναφερθέν άρθρο του. Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί σε κάποιες περιοχές, αγροτικές κυρίως, μια αναβίωση και ένας επαναπροσδιορισμός των παραδοσιακών αξιών. Ο επαναπροσδιορισμός αυτός είναι αποτέλεσμα των νέων συνθηκών που επικρατούν στη χώρα και των νέων αναγκών που προέκυψαν, τόσο σε πολιτισμικό όσο και σε υλικό επίπεδο.

Βιβλιογραφία
  1. Βεντούρα, Λίνα «Μετανάστευση γυναικών: Γέννηση και εξέλιξη του επιστημονικού ενδιαφέροντος» Δίνη 6, 1993
  2. Ιωσηφίδης Θεόδωρος «Συνθήκες εργασίας τριών μεταναστευτικών ομάδων στην Αθήνα». Στο Μαρβάκη κ. α. Μετανάστες στην Ελλάδα, Ελληνικά Γράμματα, 2001
  3. Ψημμένος Ιορδάνης «Νέα εργασία και ανεπίσημοι μετανάστες στη μητροπολιτική Αθήνα». Στο Μαρβάκη κ. α. Μετανάστες στην Ελλάδα, Ελληνικά Γράμματα, 2001
  4. King Russell "Southern Europe in the Changing Global Map". Στο King Russell et. al Eldorado or Fortress? Migration in Southern Europe. London: Macmillan Press, 2000
  5. Kofman Elenore et al "Gender and Migration Theory". Στο Kofman Elenore et al Gender and International Migration in Europe. London: Routledge, 2000
  6. Mai Nicola "Transforming Traditions: A Critical Analysis Of The Trafficking And Exploitation Of Young Albanian Girls in Italy". Στο King Russell (Ed) The Mediterranean Passage. Liverpool: Liverpool University Press, 2001
  7. Parreρas Rhacel Salazar Servants of Globalization: Women, Migration and Domestic Work, Standford California: Standford University Press, 2001