Μετανάστριες από την Ανατολική Ευρώπη Μορφές κινητικότητας και πολιτική συγκρότηση Σε Πρώτο Πρόσωπο Links
Κεντρική σελίδα

Φύλο και Μετανάστευση

Φύλο και Μετανάστευση

Μετανάστριες από την Ανατολική Ευρώπη

 

 

Θάλεια Αντωνιάδου

Προσέγγιση της γυναικείας μετανάστευσης από την παλιότερη βιβλιογραφία, τα κύρια χαρακτηριστικά της νέας μετανάστευσης, ο ρόλος των γυναικών σ' αυτό.

Η γυναικεία μετανάστευση δεν αποτελεί πρόσφατο φαινόμενο της ιστορίας, οι γυναίκες ανέκαθεν μετανάστευαν, ωστόσο, μόνο πρόσφατα η βιβλιογραφία συμπεριέλαβε το φύλο ως ξεχωριστό παράγοντα του μεταναστευτικού φαινομένου. Η χρήση της αναλυτικής κατηγορίας του φύλου δε θα πρέπει να λειτουργεί ομογενοποιητικά ως προς τη γυναικεία μεταναστευτική εμπειρία, σκοπός της είναι να βρει τους τρόπους με τους οποίους το φύλο επιδρά με άλλους κοινωνικούς παράγοντες όπως η εθνότητα, η φυλετική ταυτότητα και η κοινωνική τάξη. Οι λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι μεταναστεύουν είναι ποικίλοι και συχνά σύνθετοι, συνδέονται με το κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό καθεστώς των χωρών αποστολής και υποδοχής, με τις ατομικές προσδοκίες του κάθε μετανάστη, με το φύλο του και με μια σειρά άλλων παραγόντων που θα αναφερθούν παρακάτω. Συνεπώς, οι λόγοι μετανάστευσης μπορεί να είναι κοινοί για τους άντρες και τις γυναίκες που παίρνουν μια τέτοια απόφαση αλλά μπορεί και να έχουν και εντελώς διαφορετικά δομικά χαρακτηριστικά που δεν μπορούν να εξεταστούν αλλιώς αν δεν πάρουμε υπόψη μας την κατά φύλο διαφοροποίηση.

Στην κατανόηση αυτού του ζητήματος, σημαντική είναι και η συμβολή της προφορικής ιστορίας η οποία ανέδειξε πτυχές της μεταναστευτικής εμπειρίας - γυναικείας και αντρικής - που θα μπορούσαν να έχουν αποσιωπηθεί αν εμμέναμε μόνο στις επίσημες πηγές και τα στατιστικά στοιχεία. Μέσω της προφορικής μαρτυρίας εντοπίζονται οι τρόποι με τους οποίους λειτουργούν τα δρώντα υποκείμενα μέσα στις δομές. Η προφορική ιστορία αποτέλεσε ένα χρήσιμο εργαλείο προκειμένου να βγουν στην επιφάνεια βασικά στοιχεία που ώθησαν τους μετανάστες να πάρουν την απόφαση να μετακινηθούν από τον τόπο τους.

Οι αναλύσεις του μεταναστευτικού φαινομένου ως τη δεκαετία του '70 υπήρξαν αρκετά μονοσήμαντες και εστίαζαν το ενδιαφέρον τους στην ανεύρεση των αιτιών της μετανάστευσης. Οι νέο-κλασικιστικοί θεωρητικοί χρησιμοποίησαν το μοντέλο της «έλξης-ώθησης» (pull-push model) προκειμένου να εξηγήσουν το φαινόμενο. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία υπάρχουν παράγοντες που τραβούν και παράγοντες που ωθούν τους ανθρώπους να μεταναστεύσουν ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα αποστολής και στη χώρα υποδοχής και συνήθως σχετίζονται με τομείς της οικονομίας και της εργασιακής απασχόλησης. Αυτοί οι παράγοντες φαίνεται να επενεργούν το ίδιο σε άντρες και γυναίκες καθώς δεν λαμβάνουν υπόψη τους τη διάσταση του φύλου [1]. Οι γυναίκες, σύμφωνα με την οπτική αυτή, έχουν κοινούς στόχους με τους άντρες ή παρουσιάζονται εξαρτημένες από αυτούς και τους ακολουθούν στην μεταναστευτική τους πορεία. Επίσης, οι άνθρωποι εμφανίζονται ως ορθολογικά υποκείμενα που παίρνουν την απόφαση να μεταναστεύσουν ύστερα από ώριμη σκέψη, έχοντας σκεφτεί όλες τις παραμέτρους ενός τέτοιου εγχειρήματος. Ακόμα, η απόφαση αυτή παρουσιάζεται σε επίπεδο ατομικό - προσωπικό χωρίς να συμπεριλαμβάνει επιπλέον συνιστώσες που έχουν να κάνουν είτε με κοινωνικοπολιτικές συνθήκες είτε με οικογενειακές είτε με την ιστορία της αποικιοκρατίας και τις ιμπεριαλιστικές δομές της κυριαρχίας[2]. Έτσι, το μοντέλο αυτό αγνοεί εντελώς τους περιορισμούς που επηρεάζουν τη δράση των υποκειμένων και στην ουσία κατευθύνουν τους μετανάστες στη λήψη των αποφάσεών τους που κάθε άλλο παρά ελεύθερες είναι. Παρ' όλ' αυτά, υπήρξε αρκετά χρήσιμο καθώς συμπεριέλαβε στους παράγοντες της μεταναστευτικής διαδικασίας τόσο τις χώρες αποστολής όσο και τις χώρες υποδοχής των μεταναστών.

Από τα τέλη της δεκαετίας του '70 και αρχές της δεκαετίας του '80 αναπτύχθηκε ένα θεωρητικό ρεύμα βασισμένο στη Μαρξιστική πολιτική οικονομία και τη θεωρία των παγκόσμιων συστημάτων. Η θεωρία αυτή υποστήριζε ότι η οικονομία πρέπει να μελετάται όχι σε τοπικό ή διμερές επίπεδο αλλά σε παγκόσμιο, μέσα στο οποίο μπορούμε να διαχωρίσουμε περιοχές οικονομικής ανάπτυξης και περιοχές οικονομικής εξάρτησης. Έτσι, αναπτύχθηκε η συστημική μελέτη της μετανάστευσης σύμφωνα με την οποία οι περιοχές οικονομικής ανάπτυξης τραβούν κόσμο από τις εξαρτημένες οικονομικά χώρες γιατί επιζητούν φτηνό εργατικό δυναμικό. Με λίγα λόγια η μετανάστευση παρουσιάζεται ως ένας μηχανισμός για μετακίνηση φτηνού εργατικού δυναμικού προς το κεφάλαιο [3]. Η θεωρία αυτή αποτέλεσε το ακριβώς αντίθετο από την νεοκλασικιστική καθώς απέκλεισε τους μετανάστες από την αυτόνομη δράση και τους είδε ως άβουλα υποκείμενα υποταγμένα στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα [4]. Οι μετανάστες εδώ αποτελούν μια παγκόσμια εργατική τάξη οι οποία αγωνίζεται για την οικονομική ανέλιξη της. Υποβιβάζεται ο ρόλος του μετανάστη, γεγονός που έχει επιπτώσεις στην κατανόηση της διαφορετικότητας του φύλου ως παράγοντας που επηρεάζει την μετανάστευση. Και σ' αυτή τη θεωρία αποσιωπάται η γυναικεία οπτική καθώς το φύλο παρουσιάζεται ως κάτι ενιαίο. Οι γυναίκες, όπως και στο παραπάνω μοντέλο, παρουσιάζονται ως παθητικά υποκείμενα που ακολουθούν τους άντρες, η γυναικεία εργασία θεωρείται ως εξαρτημένη και συμπληρωματική και σε γενικές γραμμές η γυναικεία μετανάστευση θεωρείται υποστηρικτική της αντρικής. Επίσης, δίνεται μεγάλη σημασία στους οικονομικούς λόγους της μετανάστευσης με αποτέλεσμα να αγνοούνται όλοι εκείνοι οι μη οικονομικοί παράγοντες οι οποίοι αλληλοεμπλέκονται και επηρεάζουν την μεταναστευτική διαδικασία.

Οι πρώτες δομιστικές προσεγγίσεις, μέχρι τα μέσα τις δεκαετίας του '70, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του φεμινιστικού κινήματος άρχισαν να αναφέρουν την ύπαρξη της γυναικείας μετανάστευσης χωρίς όμως αυτή να αποτελεί ξεχωριστό αντικείμενο έρευνας. Παρ' όλ' αυτά είχε γίνει ένα πρώτο βήμα ανάλυσης της μετανάστευσης πέρα από τους οικονομικούς παράγοντες. Οι γυναίκες, βέβαια, και σ' αυτό το στάδιο θεωρήθηκαν εξαρτημένα άτομα τόσο στον οικονομικό τομέα όσο και σ' αυτόν των αποφάσεων. Η ιστορία τους παρουσιαζόταν σαν ένα πέρασμα από καταπιεστικές κοινωνικο - οικονομικές και πολιτιστικές δομές σε άλλες λιγότερο καταπιεστικές ή και απελευθερωτικές. Η χαμηλή στάσιμη θέση τους αποδόθηκε στις πολιτισμικές παραδόσεις των μεταναστών χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο ρόλος της διχοτόμησης της αγοράς εργασίας κατά φύλο και των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών στη Δύση. Βασικό, όμως, ήταν το γεγονός ότι η μετανάστευση έπαψε σταδιακά να θεωρείται φαινόμενο που αφορά αποκλειστικά τους άντρες [5].

Τη δεκαετία του '80 δόθηκε έμφαση στη διερεύνηση της οικογένειας και του νοικοκυριού ως βασικά στοιχεία κατανόησης της μετανάστευσης. Η παλιότερη βιβλιογραφία χαρακτήριζε το νοικοκυριό ως χώρο μέσα στον οποίο τα μέλη του λειτουργούν ομαδικά και αλτρουιστικά. Ωστόσο, αργότερα έγινε κατανοητό ότι οι αποφάσεις που σχετίζονται με τη μετανάστευση επηρεάζονται άμεσα από τις σχέσεις εξουσίας που αναπτύσσονται στην οικογένεια και επηρεάζονται τόσο από το ατομικά όσο και από τα συλλογικά συμφέροντα. Αύτη η θεωρία αν και επικεντρώθηκε λίγο παραπάνω στη σημασία του φύλου δεν μπορεί να σταθεί από μόνη της καθώς η οικογένεια δεν είναι κάτι στατικό, κυμαίνεται από την αυστηρά πυρηνική μέχρι τη διευρυμένη μορφή της και φυσικά αποτελεί μόνο έναν από τους θεσμούς που εμπλέκονται στην μεταναστευτική διαδικασία [6]. Το ίδιο ισχύει και για τα κοινωνικά και υπερεθνικά δίκτυα. Από αυτά διατίθενται ένας μεγάλος αριθμός παροχών που διευκολύνουν τους μετανάστες και τους συνδέουν ευκολότερα με τις χώρες υποδοχής αλλά και για τους διεθνείς και εθνικούς οργανισμούς που από την μια μεριά συνδέουν τους ανθρώπους που προέρχονται από χώρες του τρίτου κόσμου με τους εργοδότες των ανεπτυγμένων χωρών αλλά από την άλλη θεσμοποιούν την μετανάστευση -νόμιμη ή παράνομη- και τη συνδέουν με αρνητικά στερεοτυπικά συμφραζόμενα τα οποία περικλείουν και τη διάσταση του φύλου [7].

Με την αναθεώρηση της ερμηνείας της μετανάστευσης αναπτύχθηκε ο ισχυρισμός ότι η μετανάστευση μπορεί να αποτελέσει απελευθερωτική διαδικασία για τις γυναίκες αλλά συνοδεύεται και από ένα πλήθος περιορισμών για τις ίδιες. Ερχόμενες σε ξένα γι' αυτές περιβάλλοντα αντιμετωπίζουν διάφορες δυσκολίες που απορρέουν από μια σειρά παραγόντων που σχετίζονται με την οικονομική τους κατάσταση, την κοινωνική τους θέση, την οικογένειά τους τόσο στη χώρα προέλευσής τους όσο και στη χώρα αποστολής, με την ηλικία τους, το χρόνο μετανάστευσης. Υποστηρίχθηκε, έτσι, ότι θα έπρεπε να εξεταστούν όλοι αυτοί οι παράγοντες που διαφοροποιούν την πορεία και το βίωμα κάθε ομάδας μεταναστριών [8].

Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την έλευση πολλών μεταναστών στην Ν. Ευρώπη η οποία μέχρι πρόσφατα αποτελούσε περιοχή αποστολής μεταναστών, έφερε ξανά στην επιφάνεια το ζήτημα της μετανάστευσης και της επαναδιαπραγμάτευσής της εξετάζοντάς το, αύτη τη φορά, και μέσα από το πρίσμα της κατά φύλο διαφοροποίησης. Έτσι, λοιπόν, ενώ μέχρι τη δεκαετία του '70 οι τόποι όπου συγκεντρώνονταν τα πλήθη των μεταναστών ήταν η Β. Ευρώπη και οι Η.Π.Α., τη δεκαετία του '80 κι έπειτα παρατηρείται μια αλλαγή των προορισμών των μεταναστών προς τις χώρες της Μεσογείου. Αυτό συνδέεται με μια σειρά παραγόντων που σχετίζεται με τις χώρες αυτές όπως η γεωγραφική τους θέση, η οικονομική τους κατάσταση, η δημογραφία τους, η μεταναστευτική πολιτική τους, οι θέσεις εργασίας και οι ανάγκες τους σε εργατικό δυναμικό. Η πλειοψηφία των μεταναστών προέρχεται από χώρες της Ασίας και από τα πρώην σοσιαλιστικά καθεστώτα και ανήκει σε μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα με υψηλή μόρφωση, σε αντίθεση με προηγούμενα κύματα μετανάστευσης στα οποία τα άτομα προέρχονταν από αγροτικές περιοχές και είχαν λάβει τη στοιχειώδη εκπαίδευση [9]. Επιπλέον, αυτό το νέο είδος μετανάστευσης χαρακτηρίζεται από πολυμορφία και ετερογένεια. Οι χώρες υποδοχής μεταναστών αποτελούνται από πληθώρα διαφορετικών εθνοτήτων η οποία όμως διακρίνεται από την κατά φύλα ασυμμετρία. Οι ασιατικές καθολικές χώρες, για παράδειγμα, είναι αποστολείς γυναικείου μεταναστευτικού ρεύματος ενώ από τις μουσουλμανικές χώρες φεύγουν, κατά κύριο λόγο, άντρες μετανάστες [10].

Η συμβολή των γυναικών στην μεταναστευτική διαδικασία υπήρξε αρκετά σημαντική τόσο στην περίπτωση που αυτές παρέμειναν στη χώρα τους όσο και στην περίπτωση όσων μετανάστευσαν. Όσον αφορά στο πρώτο ζήτημα, διαπιστώθηκε πως οι ίδιες συνέβαλαν στο σχέδιο αλλαγής τόπου κατοικίας και εργασίας, παρακινώντας το σύζυγό τους, διεκπεραιώνοντας τις απαραίτητες γραφειοκρατικές διαδικασίες, αναλαμβάνοντας μόνες τους την ανατροφή των παιδιών, παρέχοντας ηθική και υλική βοήθεια. Όσες πάλι μετανάστευαν συνέβαλαν στην επιβίωση ή την κοινωνική άνοδο της οικογένειάς τους δημιουργώντας δίκτυα αλληλοβοήθειας, δουλεύοντας σκληρά, συχνά κάτω από αντίξοες συνθήκες [11]. Οι αρμοδιότητες αυτές των γυναικών που συνόδευσαν την νέα μετανάστευση, ενδυνάμωσαν το ρόλο τους σε ιδιωτικό και σε δημόσιο επίπεδο καθώς οι ίδιες άρχισαν να συμμετέχουν στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Όμως, παράλληλα, οι ίδιες αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα που είχαν να κάνουν με τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και κάθε τύπου διακρίσεις που προκαλούν τον υποβιβασμό τους είτε στον εργασιακό τομέα, μέσω χαμηλών αποδοχών, είτε σε ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο, μέσω της κατασκευής μειονεκτικών στερεοτύπων που βασίζονται στην κατά φύλα ανισότητα και τη διαφορετική εθνοτική τους ταυτότητα.

Κίνητρα μετανάστευσης

Όσον αφορά τη μετανάστευση από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι λόγοι που οδήγησαν τους ανθρώπους να μετακινηθούν συνδέονται με την κατάρρευση του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Το γεγονός αυτό έχει τόσο οικονομικές διαστάσεις όσο και πολιτικές και πολιτισμικές πράγμα που φάνηκε και μέσα από τις συνεντεύξεις. Οι προφορικές μαρτυρίες των ίδιων των ανθρώπων διαφωτίζουν τα κίνητρα της μετανάστευσης δίνοντάς μας λεπτομέρειες για τις ζωές τους τόσο πριν όσο και μετά τη εγκατάστασή τους στη χώρα υποδοχής. Οι εμπειρίες τους, άλλοτε συνάδουν με την υπάρχουσα βιβλιογραφία και άλλοτε την εμπλουτίζουν με νέα στοιχεία, που δεν έχουν ακόμα συμπεριληφθεί σ' αυτή.

Η πτώση του κομμουνισμού και η μετάβαση από μια κρατική οικονομία σε μια οικονομία της αγοράς, στην περίπτωση των περισσότερων ανατολικών χωρών, αποτέλεσε πλήγμα γι' αυτές καθώς συνοδεύτηκε από οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά προβλήματα. Συγκεκριμένα, η εισχώρηση πολυεθνικών επιχειρήσεων σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποίηση και κεφαλαιοποίηση της αγοράς δημιούργησαν νέες οικονομικές συνθήκες στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Αυτές μετασχηματίστηκαν σε εξαγωγείς πρώτων υλών και φτηνού εργατικού δυναμικού, παράνομων μεταναστών, εκδιδόμενων γυναικών και προσφύγων. Στα δέκα χρόνια που ακολούθησαν τη μετάβαση, οι χώρες αυτές βίωσαν μια ολοκληρωτική οικονομική κατάρρευση, ραγδαία αύξηση της ανεργίας, πτώση του Α.Ε.Π. (μεταξύ 25%-60%) μείωση των πραγματικών μισθών. Επιπλέον, διαμορφώθηκε μια μεγάλη διαφοροποίηση των εισοδημάτων με αποτέλεσμα τη δημιουργία τεράστιων κοινωνικών ανισοτήτων και αυξήθηκε θεαματικά η φτώχεια [12]. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 1993/4 το 30% των 414 εκ. ανθρώπων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ζούσαν σε απόλυτη φτώχεια [13].

Οι κυβερνήσεις των περισσότερων χωρών δεν είχαν σχέδιο δράσης για τη διεξαγωγή της πολιτικής αλλαγής. Γι' αυτό το λόγο είτε ακολούθησαν τις εντολές της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είτε απέφυγαν την λήψη και επεξεργασία πραγματικών αλλαγών [14]. Προκειμένου να σταθεροποιήσουν την κατάσταση, να εξοικονομήσουν χρήματα και να ισοσκελίσουν τον κρατικό προϋπολογισμό, κατέφυγαν σε λήψη δραστικών μέτρων όπως τον περιορισμό των υγειονομικών παροχών και την περικοπή κοινωνικών παροχών - δυνατότητα προσφυγής σε φτηνούς παιδικούς σταθμούς, περίθαλψη ηλικιωμένων, ρυθμίσεις για τη μητρότητα, δωρεάν εκπαίδευση, φτηνά γεύματα στο σχολείο και στο χώρο εργασίας. Οι παραπάνω περικοπές έπληξαν κυρίως τα πιο ευάλωτα μέρη της κοινωνίας, τους ανέργους, τους συνταξιούχους, τις μονογονεϊκές και πολύτεκνες οικογένειες. Ο οικονομικός μετασχηματισμός επηρέασε περισσότερο τις γυναίκες από τους άντρες καθώς οι ίδιες μέσω αυτών των αλλαγών και περιορισμών βρίσκονταν στο στόχαστρο των διακρίσεων, ανοιχτών ή συγκεκαλυμμένων.

Επίσης, οι νέες κυβερνήσεις, κατά το πλείστον συντηρητικές, καταργώντας το σύστημα των ποσοστώσεων, χαρακτηρίζοντάς το ως «ψευδή αντιπροσώπευση», απέκλεισαν τις γυναίκες από τα κοινοβούλια [15]. Έτσι πολλά μέτρα που είχαν ληφθεί για την ισότητα των φύλων έπαυσαν να ισχύουν και οι γυναίκες αδυνατούσαν να τα διεκδικήσουν.

Μέσα σ' αυτό το κλίμα πολιτικής και οικονομικής αναταραχής, ένα μεγάλο μέρος των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων των πόλεων με υψηλή μόρφωση και ειδίκευση αρχίζει να εξαφανίζεται. Η εμπιστοσύνη στο κράτος χάνεται καθώς υπάρχει αστάθεια γεγονός που έχει άμεσο αντίκτυπο στη ζωή των πολιτών.

Όλα τα παραπάνω αναδεικνύονται και μέσα από την συνέντευξη με την Τατιάνα και τον Πέτρο. Οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι δεν μετανάστευσαν για οικονομικούς λόγους. Αφού προσπάθησαν να εργαστούν στο Ουζμπεκιστάν και να οργανώσουν τη ζωή τους εκεί, συνειδητοποίησαν ότι αυτό καθίστατο αδύνατο για μια σειρά από λόγους που είχαν να κάνουν με το πολιτικό καθεστώς αλλά και με πολιτισμικές αλλαγές. Συγκεκριμένα ο Πέτρος αναφέρει: «Στην Τασκένδη δηλαδή από τρία εκατομμύρια, εξήντα, εξήντα περίπου τοις εκατό ήταν Ευρωπαίοι και όταν τελείωσε η Σοβιετική Ένωση άρχισε αυτή η μουσουλμανική πως πώς να το πω δηλαδή εποχή εποχή, η μουσουλμανική εποχή ας πούμε. [...] Σου λέω πάλι οι περισσότεροι ήταν Ευρωπαίοι, Ευρωπαίοι δηλαδή όχι μόνο χριστιανοί, ήταν εβραίοι, ήταν Γερμανοί, ήταν Έλληνες ε... πως το λένε πολιτικοί, πολιτικοί πρόσφυγες, ήταν οι περισσότεροι ήταν Ρώσοι και 40% ήταν ... Ουζμπέκοι. Και μετά όταν άρχισε αυτό, αυτό το πράγμα με μουσουλμανισμό τότε εμείς , τότε οι περισσότεροι οι Ευρωπαίοι άρχισαν να φύγουν και έτσι τώρα νομίζω δηλαδή να πούμε από την παρέα μας δεν έμεινε κανείς. Δηλαδή ήμασταν πόσο οχτώ, δέκα άτομα και όλοι φύγανε. [...] Ναι το '91 και μένα δε με νοιάζει Ουζμπέκος ή εβραίος ή κάποιος άλλος, εμένα με πειράζει επειδή αυτοί οι άνθρωποι που μένουν εκεί είναι άγριοι [...] ο πολιτισμός δεν έχει φτάσει ακόμα εκεί». Η Τατιάνα επίσης συμπληρώνει: « Το μυαλό έφυγε, έφυγε το μυαλό ... οι περισσότεροι άνθρωποι που που μπορούσαν κάτι να αλλάξουν στο Ουζμπεκιστάν έχουν φύγει, έχουν φύγει όλοι οι εβραίοι, έχουν φύγει όλοι οι Ρώσοι που που ήταν κάπου στην κυβέρνηση που ήταν υπουργοί που που μπορούσαν κάτι να βρουν να βρουν τρόπο να να με κάποιες καινούργιες ιδέες να αλλάξουν έχουν φύγει τώρα έχουν μείνει αυτοί που βλέπουν μόνο τον μουσουλμανισμό να πάνε [...] οι περισσότεροι που βλέπεις κάθε μέρα είναι έτσι». Πέτρος: « Κι αυτά τα πράγματα κάποια στιγμή σε πειράζουν».

Η πολιτική αλλαγή ανάγκασε πολλούς ανθρώπους με υψηλή μόρφωση να εγκαταλείψουν τη χώρα τους. Ενώ στο Ουζμπεκιστάν ζούσαν άνθρωποι διαφόρων εθνοτήτων και θρησκειών μετά την πτώση του κομμουνισμού το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων που συνέχισαν να κατοικούν εκεί και να συμμετέχουν στα κοινά και στην πολιτική ζωή ήταν Ουζμπέκοι, μουσουλμάνοι. Το γεγονός αυτό προφανώς προκάλεσε δυσαρέσκεια στους ανθρώπους άλλων εθνοτήτων και θρησκειών που είδαν ότι τα συμφέροντά τους πλέον δεν εκπροσωπούνταν αλλά ούτε και προστατεύονταν. Ανάμεσα σ' αυτούς βρίσκονται και η Τατιάνα με τον Πέτρο οι οποίοι ερμηνεύουν αυτή τη δυσαρέσκεια με γνώμονα την πολιτισμική διαφορετικότητα και την ανεπάρκεια του κράτους για πολιτική, πολιτισμική και οικονομική άνοδο της χώρας τους.

Η Τατιάνα επίσης τονίζει την πολιτισμική διαφορετικότητα των μουσουλμάνων, που για την ίδια είναι δείγμα πολιτισμικής οπισθοδρόμησης της χώρας, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της θέσης των μουσουλμάνων γυναικών. «Οι γυναίκες ε... παντρεύονται πολύ νωρίς στις οικογένειες κανονικές οικογένειες μουσουλμανικές 12 - 13 χρονών σε παίρνουν και σε δίνουν σ' αυτό τον άνθρωπο που δεν ξέρεις καν [...] βέβαια το κορίτσι ούτε ξέρει από σεξουαλική ζωή τίποτα δεν ξέρει γιατί κορίτσι είναι ακόμα [...] συνήθως είναι πέντε και παραπάνω παιδιά έχει η οικογένεια, οι γυναίκες βέβαια δε δουλεύουν». Η θέση αυτή των μουσουλμάνων γυναικών σύμφωνα με τα λεγόμενα της Τατιάνας επηρέασε και τη δική της ζωή καθώς θεσπίστηκαν άτυπες απαγορεύσεις για τον τρόπο που θα έπρεπε μια γυναίκα να συμπεριφέρεται. «Οι περισσότεροι Ρώσοι και Ευρωπαίοι φύγανε κι εγώ φοβόμουνα να βγω έξω, ούτε μπορούσα να φορέσω φούστα γιατί οι μουσουλμάνοι δεν αφήνουν τις γυναίκες τους να φοράνε κοντές φούστες...»

Επίσης, ένας ακόμη λόγος για να πάρουν την απόφαση να φύγουν ήταν η διαφθορά στις υπηρεσίες και ο συνεχής έλεγχος σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο. Από το 1999 κι έπειτα η κατάσταση στο Ουζμπεκιστάν έγινε ακόμα πιο ασφυκτική για τους ίδιους. Εκείνη τη χρονιά έγινε απόπειρα δολοφονίας του προέδρου του Ουζμπεκιστάν, του Καρίμωφ, στην οποία σκοτώθηκαν 19 άτομα. Το περιστατικό αυτό προκάλεσε την λήψη μέτρων ασφαλείας, τόσο αυστηρών που είχαν ως αποτέλεσμα την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος με στοιχεία έντονης αστυνομοκρατίας και εκφοβισμού.

Μέσα από τα παραπάνω είναι έκδηλο ότι τα κίνητρα της μετανάστευσης της Τατιάνας και του Πέτρου είναι ποικίλα. Και οι δυο βρέθηκαν εγκλωβισμένοι σε μια χώρα στην οποία οι δυνατότητες για βελτίωση της ζωής τους μάλλον ήταν πενιχρές. Ο οικονομικός παράγοντας δε φαίνεται να έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφαση για μετανάστευση. Στην Τασκένδη και οι δυο εργάζονταν, είχαν ιδιόκτητο σπίτι και αυτοκίνητο. Περισσότερο, επέδρασε το πολιτικό - πολιτισμικό κλίμα που φαίνεται να ήταν αρκετά περιοριστικό και καθόλου ελπιδοφόρο, τουλάχιστον για τους ίδιους. Βέβαια, το γεγονός της γενικότερης άσχημης οικονομική κατάσταση του κράτους σε συνδυασμό με το «πάγωμα» των μισθών , πρέπει να επέτεινε την αναγκαιότητα της μετακίνησης. Η Τατιάνα είναι δυσαρεστημένη με τις απολαβές των δημοσίων υπαλλήλων και θεωρεί ότι οι μισθοί και οι συντάξεις είναι πολύ χαμηλοί ώστε οι άνθρωποι να καλύψουν τις βιοτικές ανάγκες τους. « Όχι μόνο εκείνα τα χρόνια και τώρα , η αδερφή μου, η ξαδερφή μου δουλεύει στο σχολείο σαν δασκάλα, τι παίρνει, δεκαπέντε δολάρια το το το μήνα.[...] Η σύνταξη που παίρνει τώρα η μαμά μου, είναι οχτώ δολάρια το μήνα. Μπορείς να φανταστείς πώς θα ζήσεις σ' αυτά τα λεφτά;»

Η Τατιάνα ανήκει στην περίπτωση των γυναικών που μετανάστευσαν με το σύζυγό τους. Τόσο η ίδια όσο και ο Πέτρος μιλούν για την επιθυμία που είχαν να φύγουν από το Ουζμπεκιστάν. Οι λόγοι μετανάστευσης που θίγει η Τατιάνα δε διαφέρουν από αυτούς που αναφέρει ο Πέτρος, εκτός από το γεγονός των άγραφων απαγορεύσεων που θεσπίστηκαν για τις γυναίκες. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η κατά φύλο διαφοροποίηση δε φαίνεται να διαχωρίζει τα κίνητρα της μετανάστευσης. Βασικό, βέβαια, είναι το γεγονός ότι η συνέντευξη διεξήχθη παρόντων και των δυο, δηλαδή της Τατιάνας και του Πέτρου. Συνεπώς, αν η συζήτηση γινόταν σε ατομικό επίπεδο υπάρχει η περίπτωση καθένας από τους δυο να ανέφερε επιπλέον αιτίες που τον οδήγησαν στην απόφαση να μεταναστεύσει. Αυτό, ωστόσο, που θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, παίρνοντας αφορμή από τα λεγόμενα της Τατιάνας, είναι ότι το γεγονός ότι τονίζει έντονα την ύπαρξη του μουσουλμανικού στοιχείου και της κοινωνικής θέσης των μουσουλμάνων γυναικών μπορεί να ενέχει το φόβο της ίδιας για επιστροφή σε πατριαρχικές δομές όπου οι γυναίκες παραμένουν κατά κύριο λόγο στην οικιακή σφαίρα. Αν δεχθούμε αυτή την υπόθεση τότε η μετανάστευση παρουσιάζεται και ως διαδικασία απελευθέρωσης από καταπιεστικές δομές που έχουν να κάνουν με την κοινωνική θέση των γυναικών στη χώρα προέλευσης.

Η μετανάστευση για την Τατιάνα, δε φαίνεται να ήταν μια παθητική κίνηση συνοδείας του συζύγου της. Η ίδια μάλλον επιζητούσε την αλλαγή στη ζωή της η οποία δεν προσφέρονταν στη χώρα της. Αναγνωρίζει την αδυναμία της χώρας της για βελτίωση των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών συνθηκών και γι' αυτό το λόγο τη θεωρεί ακατάλληλη για να αναθρέψει την μελλοντική οικογένειά της. Χαρακτηριστικά η ίδια λέει: «Δηλαδή είχαμε σκεφτεί και πριν απλά το αφήσαμε, αφήσαμε, αφήσαμε και τα τελευταία χρόνια, τον τελευταίο χρόνο είχε ανοίξει ο Πέτρος ένα club με μπιλιάρδο και ... βεβαίως βλέπεις τους ανθρώπους που έρχονται και βλέπεις ότι οι περισσότεροι είναι Ουζμπέκοι που που δε σου αρέσουν δε σου αρέσει γιατί δεν έχει κουλτούρα και δεν έχει μυαλό, μόνο σκέφτονται να πάρουν, να πάρουν ναρκωτικά, να να χαλάσουμε εδώ λεφτά για να παίξουμε μπιλιάρδο, τίποτα άλλο δεν τους ενδιαφέρει και λες αύριο το παιδί σου θα ζήσει εδώ;» Ωστόσο, δεν μπορούμε να εντάξουμε την ίδια στην ομάδα εκείνη των γυναικών που μέσω μεταναστευτικής διαδικασίας επαναπροσδιόρισαν τη θέση και το φύλο τους. Η ίδια πριν ακόμη τη μετανάστευση εργαζόταν, ενώ προερχόταν από ένα οικογενειακό περιβάλλον το οποίο δεν χαρακτηριζόταν από αυστηρές πατριαρχικές δομές. Το μόνο ίσως στο οποίο θα μπορούσε κανείς να σταθεί είναι το ζήτημα της επαγγελματική αποκατάστασης. Η ίδια απασχολείται σε μια εργασία η οποία έχει άμεση σχέση με τις σπουδές της και αυτό την ευχαριστεί ιδιαίτερα. Αντίθετα ο Πέτρος δουλεύει ως εργάτης και δεν του αρέσει καθόλου το επάγγελμα του. Το γεγονός αυτό μπορεί να δημιούργησε κάποιες αλλαγές στο ζευγάρι και στη σχέση μεταξύ τους όσον αφορά στο ζήτημα της κοινωνικής και αξιακής αναγνώρισης.

Η ανασφάλεια που έχει δημιουργήσει το πολιτικό καθεστώς της μετάβασης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες αντικατοπτρίζεται έντονα στα λεγόμενά της. Η εγκατάλειψη μιας μόνιμης δουλειάς δικής της και του Πέτρου και η πώληση όλων των υπαρχόντων τους συμπεριλαμβανομένου και του σπιτιού τους, προκειμένου να μεταναστεύσουν σε μια ξένη χώρα με αμφίβολη τη δυνατότητα εύρεσης εργασίας και της κατοίκησης σε ένα διαμέρισμα στο οποίο πληρώνουν ενοίκιο, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της κοινωνικής και πολιτικής διαταραχής στη χώρα τους η οποία μάλλον δημιουργούσε έντονο αίσθημα ανελευθερίας και καταπίεσης.

Κλείνοντας, θα λέγαμε ότι παρόλο που η Τατιάνα με τον Πέτρο δε βίωσαν εξαρχής και εξ' ολοκλήρου την πτώση του κομμουνισμού και την μετάβαση στον καπιταλισμό κυρίως λόγω του νεαρού της ηλικίας τους, τα κίνητρα της μετανάστευσής τους είναι άμεσα συνυφασμένα με αυτή την αλλαγή. Παρόλο το γεγονός ότι έχουν παρέλθει πάνω από δέκα χρόνια από την πτώση του σοσιαλιστικού καθεστώτος, η κατάσταση στη χώρα τους δεν έχει ακόμα σταθεροποιηθεί. Οι ίδιοι αν και δεν αξιολογούν αρνητικά το νέο καθεστώς, μιλούν για κοινωνική αναταραχή και έντονη ταξική διαφοροποίηση. Η μετανάστευση, μέσα από τα λεγόμενα τους, αποτέλεσε τη μοναδική ευκαιρία για αλλαγή του τρόπου και των συνθηκών ζωής τους και συνεπώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι λειτούργησε απελευθερωτικά και για τους δυο.



Αναφορές:
  1. E. Kofman et al. 2000, Gender and International Migration in Europe, London : Routledge. Κεφ. 2, Gender and Migration Theory, σ. 22 [σ.σ. 22 - 23]
  2. F. Anthias 2000 "Metaphors of Home: Gendering New Migration to Southern Europe." Στο : Gender and Migration in Southern Europe, edited by Anthias and Lazaridis, σ.18
  3. E. Kofman et al. 2000, Gender and International Migration in Europe, London : Routledge. Κεφ. 2, Gender and Migration Theory, σ. 23
  4. F. Anthias 2000 "Metaphors of Home: Gendering New Migration to Southern Europe." Στο : Gender and Migration in Southern Europe, edited by Anthias and Lazaridis, σ.19
  5. Λ. Βεντούρα, «Μετανάστευση γυναικών: γέννηση και εξέλιξη του επιστημονικού ενδιαφέροντος», Δίνη 6 (1993), σ. 230 [σ.σ. 232 - 234]
  6. E. Kofman et al. 2000, Gender and International Migration in Europe, London : Routledge. Κεφ. 2, Gender and Migration Theory, σ. 26 [σ.σ. 26 - 28]
  7. E. Kofman et al. 2000, Gender and International Migration in Europe, London : Routledge. Κεφ. 2, Gender and Migration Theory, σ. 28 [σ.σ. 28 - 30]
  8. Λ. Βεντούρα, «Μετανάστευση γυναικών: γέννηση και εξέλιξη του επιστημονικού ενδιαφέροντος», Δίνη 6 (1993), σ. 234 [σ.σ. 234 - 235]
  9. King Russel 2000 "Southern Europe in the Changing Global Map of Migration".Στο : King, Russel et. al. Eldorado or Fortress? Migration in Southern Europe. London: Macmillan Press. σ. 5 [σσ.5-11]
  10. King Russel 2000 "Southern Europe in the Changing Global Map of Migration".Στο : King, Russel et. al. Eldorado or Fortress? Migration in Southern Europe. London: Macmillan Press. σ.12 [σσ.12-13]
  11. Λ. Βεντούρα, «Μετανάστευση γυναικών: γέννηση και εξέλιξη του επιστημονικού ενδιαφέροντος», Δίνη 6 (1993), σ. 233
  12. Σόνια Λόκαρ, «Πέντε θέσεις για την κατάσταση των γυναικών», Ost-West Gegeninformationen 1/2000:3-7, σ. 1
  13. UNICEF 1999, Women in Transition. Regional Monitoring Reports. No 6, Florence: UNICEF International Child Development Centre, σ. 10, ο.π. στο Σόνια Λόκαρ, «Πέντε θέσεις για την κατάσταση των γυναικών», Ost-West Gegeninformationen 1/2000:3-7, σ. 1
  14. Σόνια Λόκαρ, «Πέντε θέσεις για την κατάσταση των γυναικών»,, Ost-West Gegeninformationen 1/2000:3-7, σ.2
  15. Σόνια Λόκαρ, «Πέντε θέσεις για την κατάσταση των γυναικών», Ost-West Gegeninformationen 1/2000:3-7, σ.5