Θέματα αρχαίας κεραμικής τεχνολογίας και
πειραματισμοί για την αναπαραγωγή της αρχαίας κεραμικής
Βόλος, 28-30 Σεπτεμβρίου 2007
Περιλήψεις ομιλιών
«Τεχνολογία και εμπόριο: η διάδοση της πρώιμης αττικής ερυθρόμορφης κεραμικής»
Δ. Παλαιοθόδωρος (Επικ. Καθ. Παν/μιο Θεσσαλίας)
H ερυθρόμορφη κεραμική αποτελεί μία μόνον από τις νεωτεριστικές τεχνικές που αναπτύχθηκαν στον αθηναϊκό Κεραμικό στο διάστημα μεταξύ 540 και 520 π.Χ., όπως για παράδειγμα η τεχνική του λευκού εδάφους, η τεχνική του κοραλλί βάθους και η τεχνική του ψευδο-ερυθρόμορφου, γνωστή ως τεχνική του Six. Όμως, η ερυθρόμορφη τεχνική αναδείχθηκε γρήγορα σε ιδιαίτερα δημοφιλή τρόπο διακόσμησης γραπτών αγγείων ανάμεσα στους Αθηναίους κεραμείς και επέτυχε να περιορίσει αισθητά όλες τις υπόλοιπες τεχνικές. Ακόμη και η ιδιαίτερα επιτυχημένη το διάστημα εκείνο αττική μελανόμορφη τεχνική, που είχε εξέλθει νικήτρια του ανταγωνισμού με τα κορινθιακά εργαστήρια για τον ανεφοδιασμό των διεθνών αγορών, σε διάστημα μίας μόνο γενιάς, ως το 500 περίπου, περιθωριοποιήθηκε.
Η ερυθρόμορφη τεχνική είναι πολύ πιο δύσκολη και απαιτεί μεγαλύτερο διάστημα εκμάθησης απ' ότι η μελανόμορφη τεχνική. Επιπλέον όσων εργαλείων χρησιμοποιούνται στον μελανόμορφο, δηλαδή του αιχμηρού αντικειμένου με το οποίο χαράσσονται τα περιγράμματα και οι λεπτομέρειες, του πινέλου με το οποίο γεμίζεται με μαύρο βερνίκι το εσωτερικό των εγχάρακτων μορφών και τα πινέλα με τα οποί προστίθενται τα επίθετα χρώματα (λευκό και ερυθρωπό), οι ζωγράφοι του ερυθρόμορφου χρησιμοποιούν και ένα άγνωστο προς το παρόν μέσον προκειμένου να επιτύχουν την περίφημη ανάγλυφη γραμμή, με την οποία αποδίδονται τα περιγράμματα, ένα πινέλο με το οποίο αποθέτουν αραιωμένη βαφή σε ανοικτόχρωμα ενδύματα και ξανθές κομμώσεις, καθώς και ένα εργαλείο με το οποίο αποθέτουν σβώλους βαφής για να δηλώσουν τους βοστρύχους στα μαλλιά και τα γένια. Επιπλέον, ζωγραφίζουν τις μορφές στο φόντο πριν αυτό λάβει το οριστικό του μαύρο χρώμα, και κατά συνέπεια η εργασία τους περιλαμβάνει και ένα ρίσκο αποτυχίας ή αστοχίας, που υπερβαίνει το αντίστοιχο ποσοστό στις άλλες τεχνικές. Τίθεται λοιπόν το θέμα γιατί οι καλύτεροι αγγειογράφοι γρήγορα επέλεξαν να απορρίψουν μια επιτυχημένη τεχνική, όπως η μελανόμορφη, προκειμένου να υιοθετήσουν μια εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία διακόσμησης.
Οι μελετητές εξετάζουν το φαινόμενο αυτό αποκλειστικά μέσα στα πλαίσια της οργάνωσης της παραγωγής των αττικών εργαστηρίων, αφήνοντας κατά μέρος την συζήτηση για τη ζήτηση των ερυθρόμορφων αγγείων εκτός Αττικής. Συνήθως, ως αιτία της επικράτησης του ερυθρόμορφου ρυθμού προβάλλεται η υπεροχή του στον τρόπο απόδοσης των μορφών: οι ερυθρές μορφές μπορούν να παραταχθούν σε περίτεχνες στάσεις και σε μερική επικάλυψη, παρέχοντας τη δυνατότητα στους ζωγράφους να επιτύχουν μεγαλύτερη ποικιλία στις συνθέσεις, αλλά και να είναι σε θέση να αποδώσουν με την παραμικρή λεπτομέρεια την μυολογία του σώματος (κυρίως του γυμνού ανδρικού) και επιμέρους στοιχεία των ενδυμάτων και των αντικειμένων που δείχνουν. Η εξέλιξη αυτή έχει αντιπαραβληθεί με το «ποικίλον έθος» της συμποτικής ποίησης της ίδιας περιόδου.
Οι μελανόμορφοι ρυθμοί της μητροπολιτικής Ελλάδας, της Ιωνίας και της Ιταλίας (ελληνικής και μη) παρήκμασαν ραγδαία μετά το 500, είτε λόγω εσωτερικών προβλημάτων (ιωνική επανάσταση και καταστροφή της Μιλήτου) είτε λόγω της έλλειψης αγορών (λακωνική και χαλκιδική κεραμική). Επιπλέον, η ερυθρόμορφη κεραμική δεν αποτέλεσε αντικείμενο αξιόλογων απομιμήσεων παρά μόνον όταν Αθηναίοι κεραμείς ίδρυσαν εργαστήρια στην Βοιωτία, την Νότια Ιταλία, την Ετρουρία, την Χαλκιδική και την Κόρινθο, μετά το 470 π.Χ. Τα δύο αυτά φαινόμενα θα πρέπει να συνδυαστούν με την καθολική σχεδόν εξαγωγή της πρώιμης ερυθρόμορφης κεραμικής στις υπερπόντιες αγορές (κυρίως στην Κεντρική Ιταλία και την Μαύρη Θάλασσα), και κυρίως με τη σπανιότητα της στα κέντρα της μητροπολιτικής Ελλάδας σε συνδυασμό με την συνεχιζόμενη παρουσία της αττικής μελανόμορφης κεραμικής ακόμη και μέχρι το 470-450 π.Χ. Ποιοτικά, όσο κυρίως ποσοτικά στοιχεία, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ερυθρόμορφη κεραμική επέτυχε κυρίως γιατί απευθύνθηκε στους αγοραστές των Ελληνικών αγγείων στην Δύση και δευτερευόντως σε άλλες πλούσιες αγορές. Όταν οι αγορές αυτές, για λόγους πολιτικής αστάθειας κυρίως, εξέλιπαν, οι αγγειοπλάστες και οι αγγειογράφοι στράφηκαν στην ικανοποίηση των αθηναϊκών προτιμήσεων, με αποτέλεσμα, από το 2ο τέταρτο του 5ου αι. και εξής να αυξηθεί ιδιαίτερα η παραγωγή τελετουργικών αγγείων (λευκές λήκυθοι) και αγγείων που απευθύνονταν στις γυναίκες της Αθήνας (υδρίες, αλάβαστρα, αρυβαλλοειδείς λήκυθοι, ερυθρόμορφες λήκυθοι, επίνητρα, μικρές πελίκες, πυξίδες κλπ.).