Θέματα αρχαίας κεραμικής τεχνολογίας και
πειραματισμοί για την αναπαραγωγή της αρχαίας κεραμικής
Βόλος, 28-30 Σεπτεμβρίου 2007
Περιλήψεις ομιλιών
«Αρχαία αγγεία και 'σουβενίρ' από τον 18ο στον 20ο αιώνα»
Ε. Αλούπη - Σιώτη (Δρ. Χημικός-Αρχαιομέτρης, ΘΕΤΙΣ authentics ΕΠΕ)
Το ενδιαφέρον για την αισθητική της κλασσικής αρχαιότητας που ακολούθησε την Αναγέννηση οδήγησε στην αναζήτηση της χαμένης τεχνικής του Αττικού Μελανού Υαλώματος. Το 1752 ο κόμης de Caylus στη μελέτη του για τα Αττικά αγγεία της Ετρουτρίας, που δημοσιεύεται στη Γαλλία, περιγράφει το μελανό υάλωμα ως ‘ενα σιδηρούχο γαιώδες υλικό που περιέχει μαγγάνιο'. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα ο γνωστός Άγγλος κεραμίστας Josiah Wedgwood εγκαινιάζοντας το νέο του εργοστάσιο στην πόλη Etruria (Staffordshire) επιχειρεί χωρίς επιτυχία να αναπαράξει τα μελαμβαφή και ερυθρόμορφα αγγεία. Αντ'αυτών δημιουργεί μια σειρά αγγείων που μιμούνται αισθητικά τα αττικά αγγεία αλλά βασίζονται σε διαφορετική τεχνολογία, τους περίφημους μαύρους βασάλτες (black basalt ware). Στους δύο αιώνες που ακολουθούν χημικοί, αρχαιολόγοι και κεραμίστες αφιερώνουν πολλές μελέτες και άρθρα στο θέμα του Αττικού ΜΥ που οδήγησαν στην κατανόηση των βασικών αρχών της τεχνικής. Οι Schumann (1942), Winter (1959) και Hoffman (1962) στη Γερμανία καθώς και ο Noble (1966) στην Αμερική, αντιμετωπίζοντας δυσκολίες στην αναπαραγωγή της βαφής εισηγούνται τη χρήση διάφορων ‘εξωτικών' υλικών όπως ούρα, κατακάθια κρασιού, αίμα, τριμμένα οστά, στάχτη φυκιών, κ.ά. Η καταληκτική απάντηση για την κατανόηση της τεχνικής δόθηκε με την χρήση μικροαναλυτικών τεχνικών που συνδυαστηκαν με εργαστηριακά πειράματα (Αλούπη 1993), συμφωνα με την οποία το μυστικό για την επιτυχία της τεχνικής έγκειται ατην επίπονη επεξεργασία με νερό προσεκτικά διαλεγμένων φυσικών αργίλων χωρίς κανένα πρόσθετο, και σε μια σύνθετη διαδικασία όπτησης κατά την οποία οι αργιλικές βαφές αποκτούν το τελικό τους μελανό ή ερυθρό χρώμα ανάλογα με τη θερμοκρασία και την ατμόσφαιρα του φούρνου. Το χρώμα, η υφή, η χημική σύσταση και η μικρομορφολογία των κεραμικών που παράγονται με τον τρόπο αυτό είναι πανομοιότυπα με αυτά των αρχαίων. Η τεχνογνωσία αυτή αποτελεί τη βάση για τη παραγωγή της ΘΕΤΙΣ authentics.
Τόσο ο Caylus όσο και ο Wedgwood στηρίχτηκαν σε πρωτότυπα τα οποία μεταφέρθηκαν στη Δύση από τους περιηγητές του 18ου αιώνα ως αναμνηστικά τεκμήρια (σουβενίρ) της επίσκεψης τους στη Μεσόγειο, κυρίως την Ιταλία. Η πρακτική αυτή συνεχίστηκε μέχρι και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα και τα αντικείμενα αυτά αποτέλεσαν την βάση των μεγάλων συλλογών πολλές από τις οποίες βρίσκονται σήμερα στα Μουσεία της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Σε αντίθεση με τα διακοσμημένα κλασσικά αγγεία που ήταν δύσκολο να αναπαραχθούν, όταν στα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίστηκαν κι έγιναν αμέσως πολύ δημοφιλείς οι «ταναγραίες», η αγορά κατακλύστηκε από κίβδηλα επειδή δεν παρουσίαζαν δυσκολίες στην παραγωγή τους.
Στην εισήγηση θα εξεταστεί η σχέση μεταξύ αυθεντικών αντικειμένων και σύγχρονων υψηλής ποιότητας αναπαραγωγών και θα συζητηθεί η συμβολή των τελευταίων στην εκπαίδευση, στην προβολή της τοπικής ιστορίας και πιθανόν στην αντιμετώπιση της αρχαιοκαληλείας.