Μετανάστριες από την Ανατολική Ευρώπη Μορφές κινητικότητας και πολιτική συγκρότηση Σε Πρώτο Πρόσωπο Links
Κεντρική σελίδα

Φύλο και Μετανάστευση

Φύλο και Μετανάστευση

Μορφές κινητικότητας και πολιτικής συγκρότησης

 

 

Πέτρος Παρθένης

Η επίδραση του μεταναστευτικού φαινομένου στην διαμόρφωση της γαμήλιας νομοθεσίας – Το παράδειγμα της Δανίας.

Εισαγωγικά

Θέμα της προκείμενης εργασίας είναι η εξέταση των επιδράσεων του μεταναστευτικού φαινομένου στην γαμήλια νομοθεσία ενός κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Δανίας. Η μελέτη αυτή αποσκοπεί στην κατανόηση των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη στην προσπάθειά τους να προστατέψουν την οικονομία τους από την ανεξέλεγκτη εισροή μεταναστών, καθώς και στην παρουσίαση μερικών από τις μεθόδους που χρησιμοποιούν για να αντιμετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις. Συγκεκριμένα, θα εξεταστεί μερικώς η μεταρρύθμιση του Νόμου περί μετανάστευσης που ολοκληρώθηκε το 2003 στη Δανία [1], και η οποία περιλαμβάνει διατάξεις επαναπροσδιορισμού των προϋποθέσεων που οφείλει να πληροί κάποιος μετανάστης για να εισέλθει στη χώρα και να παραμείνει σε αυτή. Παράλληλα, και σε αυτό θα δοθεί ιδιαίτερη έμφαση, θα διερευνηθούν οι δραστικές επιδράσεις της εν λόγω μεταρρύθμισης σε ένα νομικό πεδίο με μεγάλη παράδοση στη Δανία, τη γαμήλια νομοθεσία, η οποία και μετατράπηκε σε παράρτημα του μεταναστευτικού νόμου. Οι λόγοι που οδήγησαν τα νομοθετικά όργανα της χώρας στη σημαντική αυτή νομική εξέλιξη αφορούν στην αλληλεπίδραση του μεταναστευτικού φαινομένου με το θεσμό του γάμου και το νομοθετικό του πλαίσιο στη Δανία, όπως και σε οποιαδήποτε χώρα υποδοχής μεγάλου αριθμού μεταναστών.

Το ζήτημα που επιχειρεί να αντιμετωπίσει η μεταρρύθμιση του δανικού μεταναστευτικού νόμου συνίσταται στη σύγκρουση της πρόθεσης του κράτους να μειώσει τον αριθμό των αλλοδαπών που εισέρχονται στη χώρα, με την επιθυμία γηγενών ή μόνιμων κατοίκων της να παντρεύονται ή να συζούν με άτομα ξενικής καταγωγής. Μολονότι το κράτος δεν δικαιούται να παρέμβει στην ιδιωτική ζωή των πολιτών, ειδικά στον τομέα της επιλογής γαμήλιου συντρόφου, έχει κάθε δικαίωμα να κρίνει και να αποφασίζει ποιος θα εισέρχεται και θα διαμένει στην επικράτειά του, και ποιος όχι. Ο έλεγχος της μετακίνησης και διαμονής μη γηγενών ατόμων εντός των συνόρων είναι μια από τις σοβαρότερες ευθύνες του κρατικού μηχανισμού, καθώς αφορά παράγοντες που σαφώς επιδρούν στην ασφάλεια και την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Ωστόσο, η κρατική μεταναστευτική πολιτική επηρεάζει παράλληλα την ιδιωτική ζωή ορισμένων πολιτών, που επιθυμούν να παντρευτούν με άτομο ξενικών καταβολών και να διαμένουν στη χώρα καταγωγής τους. Το παρόν δοκίμιο εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους η δανική νομοθεσία επιχειρεί να συγκεράσει στον εν λόγω τομέα το συλλογικό με το ιδιωτικό συμφέρον.

Το πρόβλημα προκύπτει από την αδυναμία του κράτους να ελέγξει ικανοποιητικά τις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των πολιτών του (ή ατόμων που διαμένουν μόνιμα στη χώρα) με αλλοδαπούς. Σχέσεις, όπως αυτές μεταξύ συντρόφων, συζύγων ή γονέων και τέκνων, οι οποίες στη συνείδηση των ανθρώπων περιβάλλονται από ιδιαίτερο κύρος και αφορούν μερικά από τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, συχνά χρησιμοποιούνται από μετανάστες, που έχουν λάβει ιθαγένεια ή μόνιμη άδεια παραμονής σε μια χώρα, για να επιτύχουν την έκδοση άδειας παραμονής και για άλλους ομοεθνείς τους. Με τον τρόπο αυτό, ισχυροί συγγενικοί και συναισθηματικοί δεσμοί έρχονται σε σύγκρουση με την επιθυμία του κρατικού μηχανισμού να περιορίσει τον αριθμό των αλλοδαπών που επιθυμούν να κατοικήσουν στην επικράτειά του.

Μολονότι προβλήματα αυτού του είδους προκύπτουν σε ολοένα μεγαλύτερα ποσοστά κατά τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, δεν είναι καινούργια για την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Ήδη από τη δεκαετία του 1950, ανιχνεύονται προσπάθειες ομαλής διευθέτησης ζητημάτων αυτού του είδους μέσω διεθνών θεσμικών οργάνων και συμβάσεων, που αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στην δυνατότητα παραμονής αμφότερων των συζύγων στη χώρα καταγωγής του ενός εκ των δύο [2]. Στο νομοθετικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχουν αντίστοιχες ρυθμίσεις, που βασίζονται στην πολιτική διευκόλυνσης της μετακίνησης εργατικού δυναμικού μεταξύ των κρατών – μελών. Η στενή σύνδεση οικονομικής και μεταναστευτικής πολιτικής είναι εμφανής στην νομοθεσία των περισσότερων κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης και της Δανίας, η οποία επιλέχθηκε για την προκείμενη έρευνα λόγω των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν σε αυτή, και την καθιστούν χαρακτηριστικό παράδειγμα ευρωπαϊκής χώρας που αντιμετωπίζει προβλήματα σχετικά με τη μετανάστευση [3].

Το Βασίλειο της Δανίας [4] θεωρείται από τις πλέον πλούσιες και ευημερούσες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η βιομηχανία της είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη, κυρίως στους τομείς της ναυπηγικής και της μεταλλουργίας, ενώ χαρακτηρίζεται από αυξημένη εμπορική κίνηση εξαιτίας της πλεονεκτικής γεωγραφικής της θέσης στην είσοδο της Βαλτικής θάλασσας. Αναπτυγμένος σε ικανοποιητικό βαθμό είναι και ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας της. Είναι απόλυτα λογικό μια τόσο ευημερούσα χώρα να αποτελέσει πόλο έλξης για χιλιάδες μετανάστες, κυρίως από κράτη της ανατολικής Ευρώπης. Η εισροή μεταναστών αυξήθηκε με την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, και ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 άρχισαν να προτείνονται μέτρα για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού προβλήματος, κυρίως μέσω λεπτομερέστερων νομοθετικών ρυθμίσεων. Οι προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση επιστεγάστηκαν από τη μεταρρύθμιση του 2003, την οποία και θα εξετάσουμε αδρομερώς στο παρόν δοκίμιο. Η δανική νομοθεσία ανέκαθεν εθεωρείτο, εν συγκρίσει με τη νομοθεσία των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών, ρηξικέλευθη και φιλελεύθερη, και συχνά λειτουργεί ως προπομπός των νομοθετικών εξελίξεων στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Συνεπώς, το παράδειγμα της Δανίας μπορεί να μας βοηθήσει όχι μόνο να διακρίνουμε τα πιθανά προβλήματα περί μετανάστευσης που αντιμετωπίζουν διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα όσες ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και να ανιχνεύσουμε τις τάσεις που χαρακτηρίζουν την ευρωπαϊκή νομοθεσία όσον αφορά το μεταναστευτικό φαινόμενο.

Στη Δανία το πρόβλημα των μεταναστών που προσπαθούν να εισέλθουν στη χώρα με το δικαιολογητικό της γαμήλιας σύζευξης με ένα μόνιμο κάτοικο της χώρας (Δανό και μη) έχει οξυνθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Η προσπάθεια των νομοθετικών οργάνων της χώρας να συγκεράσουν την υποχρέωση του κράτους να προστατέψει την οικονομία του με το δικαίωμα των Δανών να νυμφεύονται με όποιον ή όποια επιθυμούν, είχε ως αποτέλεσμα την προαναφερθείσα μεταρρύθμιση του νόμου περί μετανάστευσης, μεταρρύθμιση που περιέλαβε και την αναμόρφωση του γαμήλιου νομικού πλαισίου που ίσχυε στη Δανία από το 1922. Η μεταρρύθμιση του μεταναστευτικού νόμου αφορά κυρίως στις προϋποθέσεις που οφείλει να πληροί ένα άτομο ξενικής καταγωγής που είναι παντρεμένο με Δανό πολίτη, για να λάβει δανική ιθαγένεια ή άδεια παραμονής στη χώρα. Είναι στην ουσία ένα ζήτημα καθορισμού ταυτότητας και απόδοσης, ή μη, ανάλογων προνομίων. Η αίτηση δικαιολογείται από την φυσιολογική επιθυμία των συντρόφων να συζήσουν στη χώρα καταγωγής του ενός εκ των δύο, λογικά σε αυτή που ευημερεί περισσότερο. Η διαδικασία αυτή, κατά την οποία ένα διεθνικό ζευγάρι επιχειρεί να λάβει άδεια παραμονής στη χώρα καταγωγής του ενός εκ των δύο συντρόφων, περιγράφεται συνήθως στη βιβλιογραφία με τον όρο οικογενειακή επανένωση (μετάφραση του αγγλικού όρου family reunion [5]). Η αναμόρφωση του γαμήλιου νόμου αποσκοπεί κυρίως στον καθορισμό των ανθρώπων που έχουν το δικαίωμα να παντρευτούν εντός των δανικών συνόρων. Η σύντομη παρουσίαση και εξέταση των εν λόγω διατάξεων θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα το μεταναστευτικό φαινόμενο καθώς και τις διεθνικές σχέσεις [6] υπό το πρίσμα της γαμήλιας και της μεταναστευτικής νομοθεσίας.

Η μεταρρύθμιση του νόμου περί μετανάστευσης

Τα κριτήρια απόδοσης άδειας παραμονής ενός αλλοδαπού στην επικράτεια της Δανίας διακρίνονται σε «φυσικά» [7], που σχετίζονται με χαρακτηριστικά του ίδιου του μετανάστη, όπως η εθνικότητα ή η ηλικία, και «ποσοτικά», που αφορούν στον αριθμό των ανθρώπων που επιτρέπεται να εισέλθουν στη χώρα. Τα κριτήρια αυτά καθορίζουν όχι μόνο την έκδοση άδειας παραμονής, αλλά και τη διάρκειά της. Η τάση που χαρακτηρίζει την πολιτική της Δανίας σε θέματα μετανάστευσης, έτσι όπως αυτή εκφράζεται μέσω της πρόσφατης νομοθετικής μεταρρύθμισης, είναι σαφώς ανασταλτική ως προς την εισροή μεταναστών, ενώ παράλληλα στοχεύει στην κατά το δυνατόν πληρέστερη αφομοίωση όσων μεταναστών έχουν ήδη λάβει άδεια παραμονής στη χώρα [8]. Στην προκείμενη εργασία θα μας απασχολήσουν κυρίως οι διατάξεις που σχετίζονται με την οικογενειακή επανένωση, ιδιαίτερα όσες εμπίπτουν στην κατηγορία των φυσικών κριτηρίων.

Οι εν λόγω διατάξεις απαγορεύουν την οικογενειακή επανένωση και την παραμονή και των δύο συντρόφων στο κράτος της Δανίας αν οποιοδήποτε από τα δύο μέλη είναι κάτω των 24 ετών. Καθώς έχει παρατηρηθεί από στατιστικά στοιχεία της περιόδου 1994–1999 πως σχεδόν το 50% των μεταναστών που ζουν στη Δανία παντρεύονται επίσης αλλοδαπούς, συχνά ομοεθνείς τους, η προαναφερθείσα νομοθετική ρύθμιση αποσκοπεί στην αναστολή αυτού του φαινομένου, το οποίο ευθύνεται για τον σταδιακά αυξανόμενο αριθμό αιτήσεων αλλοδαπών να λάβουν άδεια παραμονής με το δικαιολογητικό της οικογενειακής επανένωσης. Το μέτρο στοχεύει παράλληλα και στην μέγιστη δυνατή μείωση των λεγόμενων «πλαστών» γάμων, μεταξύ συγγενών, γνωστών ή και αγνώστων μεταξύ τους αλλοδαπών, εκ των οποίων ο ένας διαθέτει άδεια παραμονής ή δανική ιθαγένεια, που τελούνται με στόχο την έκδοση βίζας ή την απόκτηση ιθαγένειας για ένα ακόμη μετανάστη. Συχνά, γάμοι αυτού του είδους χαρακτηρίζονται από βία και εξαναγκασμό και έρχονται σε απόλυτη αντίθεση με την παραδοσιακή δανική αντίληψη περί γαμήλιας τελετής, η οποία πολιτισμικά συμβολίζει την επιθυμία δύο ανθρώπων να δημιουργήσουν οικογένεια. Για το λόγο αυτό αυξήθηκε το κατώτατο όριο ηλικίας για την έκδοση βίζας, καθώς όσο μεγαλύτερος ηλικιακά είναι ο/η μετανάστης/στρια, τόσο μικρότερες είναι οι πιθανότητες να ενδώσει και να παντρευτεί υπό πίεση [9].

Παράλληλα, έχει διαπιστωθεί πως ζευγάρια μεταναστών που απέκτησαν το δικαίωμα διαμονής μέσω αίτησης για οικογενειακή επανένωση, είναι ελάχιστα ή μερικώς αφομοιωμένα από τη δανική κοινωνία. Για την καταπολέμηση αυτού του φαινομένου θεσπίστηκε το 2000 μία ακόμη διάταξη «φυσικών» κριτηρίων, η οποία ορίζει πως, για να επιτραπεί η επανένωση μιας οικογένειας, θα πρέπει το άτομο που αιτείται άδειας παραμονής, να έχει αθροιστικά περισσότερους δεσμούς με τη Δανία απ’ ότι με οποιαδήποτε άλλη χώρα, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας καταγωγής του [10]. Η ρύθμιση διευρύνθηκε για να περιλάβει όχι μόνο τους μετανάστες, αλλά και τους γηγενείς Δανούς, ή άτομα που απέκτησαν τη δανική ιθαγένεια μετά από χρόνια παραμονής στη χώρα. Το μέτρο αυτό καθιστά ουσιαστικά αδύνατη τη διαμονή ενός ζεύγους αλλοδαπών στη Δανία, αν το ένα από τα δύο μέλη διέμενε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο εξωτερικό. Επιπρόσθετα, βάσει της εν λόγω διάταξης, ένας Δανός που επέλεξε να παντρευτεί στο εξωτερικό αλλοδαπή, δεν έχει τη δυνατότητα να επαναπατριστεί μαζί με την οικογένειά του. Τελικά, η διάταξη κρίθηκε υπερβολική, και υπέστη προσαρμογές, ώστε να δοθεί η δυνατότητα σε άτομα που διαθέτουν την δανική ιθαγένεια για τουλάχιστον 28 χρόνια, να κατοικήσουν στη Δανία μαζί με τον/την αλλοδαπό/ή σύζυγο. Συνεπώς, στα εικοσιτέσσερα έτη που απαιτούνταν στην προαναφερθείσα διάταξη για την έκδοση άδειας παραμονής, προστίθενται άλλα τέσσερα, που θεωρούνται ότι συμβάλλουν στην ενδυνάμωση των δεσμών του μετανάστη με τη Δανία.

Η αναμόρφωση του μεταναστευτικού νόμου περιλαμβάνει, επίσης, την δυνατότητα ανάκλησης από το κράτος της προσωρινής άδειας παραμονής σε περίπτωση που ο μετανάστης αλλάξει τόπο διαμονής σε διάστημα μικρότερο των επτά χρόνων (ενώ παλαιότερα θα έπρεπε να μην αλλάξει εστία το λιγότερο για τρία χρόνια). Με λίγα λόγια, ο μετανάστης που πληροί τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, θα λαμβάνει μόνιμη άδεια εφόσον παραμείνει τουλάχιστον επτά χρόνια στην περιοχή που δήλωσε στις αρχές ως τόπο κατοικίας. Προτάθηκε μάλιστα από την κυβέρνηση η διεύρυνση αυτής της χρονικής περιόδου στα δέκα χρόνια, για άτομα που εισέρχονται στη Δανία και έχουν καταδικαστεί στο παρελθόν για πράξεις ενδοοικογενειακής βίας. Η διάταξη αυτή δυσχεραίνει τη θέση μεταναστριών που εισήλθαν στη Δανία μέσω αίτησης για οικογενειακή επανένωση, καθώς ένα διαζύγιο, που σχεδόν πάντα μεταφράζεται σε αλλαγή του τόπου κατοικίας, είναι αρκετό για να εκδιωχθούν από τη χώρα [11].

Με τις ανωτέρω περιγραφείσες διατάξεις καταδεικνύεται εμφανώς η διάθεση του δανικού κράτους να καταστήσει δυσκολότερη την έκδοση άδειας παραμονής, και συνακόλουθα να μειώσει τον αριθμό αλλοδαπών που εισέρχονται στη χώρα, ενώ, παράλληλα, να αφομοιώσει πληρέστερα όσους ήδη διαμένουν σε αυτή. Οι ρυθμίσεις αυτές αφορούν κυρίως τον μετανάστη αυτό καθ’ αυτό και έμμεσα μόνο αφορούν το θεσμό του γάμου. Οι αρχές, ωστόσο, έκριναν πως για να εξασφαλιστεί πλήρως η αποτελεσματικότητα των νέων μέτρων, ήταν αναγκαία η μερική αναμόρφωση και της γαμήλιας νομοθεσίας, την οποία και θα εξετάσουμε στην ενότητα που ακολουθεί.

Αναμόρφωση του γαμήλιου νομοθετικού πλαισίου

Ο γάμος στις αρχές του εικοστού αιώνα στη Δανία αντιμετωπίζεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για έναν ευτυχισμένο, ολοκληρωμένο κοινωνικά βίο. Σκοπός της νομοθεσίας ήταν η υποστήριξη και η προστασία του κύρους της γαμήλιας διευθέτησης, καθώς και η εξασφάλιση ενός «ευδαίμονος» βίου για το ζευγάρι, μέσω της τήρησης των κοινωνικά καθιερωμένων προτύπων συμπεριφοράς που ίσχυαν την εποχή εκείνη για τον άντρα και την γυναίκα. Η αισθηματική και σεξουαλική σχέση δυο ανθρώπων του αντιθέτου φύλου εκτός γάμου, καθώς και η μοιχεία, κατακεραυνώνονται ως σκανδαλώδης συμπεριφορά. Πρόθεση του νόμου ήταν να διασφαλίσει πως τα άτομα που θα ενώνονταν με τα δεσμά του γάμου, πληρούσαν ορισμένα κριτήρια (π.χ. κατάλληλη ηλικία, αγαμία, κ.α.), και πως αυτός καθ’ αυτός ο γάμος θα τελούνταν με σεβασμό απέναντι στις παραδόσεις και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο [12].

Η σταδιακή αποδυνάμωση του γαμήλιου θεσμού κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, που σχετίζεται άμεσα με την οργιώδη ανάπτυξη της βιομηχανίας και την συνακόλουθη μεταβολή της θέσης της γυναίκας στην κοινωνία, αντικατοπτρίζεται θαυμάσια στην εξέλιξη της γαμήλιας νομοθεσίας, η οποία σταδιακά αποσπάται από τις ενδοοικογενειακές σχέσεις (σχέσεις μεταξύ συζύγων ή μεταξύ γονέων και τέκνων, που υπάγονται πλέον αποκλειστικά στο οικογενειακό δίκαιο), ενώ παράλληλα καθιστά ολοένα και ευκολότερες τις διαδικασίες απόκτησης διαζυγίου. Συν αυτώ, εξαιτίας της αμφισβήτησης και της κριτικής που δέχτηκαν τα καθιερωμένα πρότυπα συζυγικής συμπεριφοράς, κατέστη αδύνατο για τις δικαστικές αρχές σε περιπτώσεις διαζυγίου, να αποδίδουν την ευθύνη στον ένα εκ των συζύγων λόγω εσφαλμένης διαγωγής, ακριβώς γιατί το τι είναι εσφαλμένο ή όχι δεν μπορεί πλέον να σημανθεί από καθολικά αποδεκτές νόρμες συμπεριφοράς. Οι εξελίξεις αυτές συντέλεσαν στην εξασθένηση του κύρους της γαμήλιας διευθέτησης στις συνειδήσεις των Δανών, γεγονός που επέτρεψε την μετατροπή του θεσμού σε όργανο της πολιτείας κατά της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης.

Όπως προαναφέρθηκε, ένας από τους βασικότερους στόχους της Δανικής μεταναστευτικής πολιτικής είναι η κατά το δυνατόν ολοκληρωτική εξάλειψη των «πλαστών» γαμήλιων ενώσεων, οι οποίες δεν βασίζονται σε συναισθηματικούς δεσμούς μεταξύ των συντρόφων, αλλά στοχεύουν στην απόκτηση δικαιώματος παραμονής στη χώρα [13]. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας διαμορφώθηκε νοερά και υπό την επιρροή παραδοσιακών αντιλήψεων, ή έννοια του «πρέποντος» γάμου, του γάμου δηλαδή που βασίζεται σε αμοιβαία αγάπη μεταξύ των συντρόφων και στοχεύει στην δημιουργία οικογένειας. Για τη διασφάλιση της ύπαρξης του «πρέποντος» γάμου, αλλά και την υποβοήθηση ζευγαριών που μολονότι αγαπημένα, δεν πληρούσαν τα κριτήρια των προαναφερθεισών διατάξεων και, συνεπώς, δεν μπορούσαν να κατοικήσουν μαζί στη Δανία, προτάθηκαν διάφορα μέτρα στα πλαίσια της συζήτησης για την μεταρρύθμιση του μεταναστευτικού νόμου [14]. Η συζήτηση κατέληξε τελικά στην αποδοχή της πρότασης για μερική αναμόρφωση του γαμήλιου νομικού πλαισίου, ώστε να εξυπηρετεί κατά το δυνατόν καλύτερα την δανική μεταναστευτική πολιτική, έτσι όπως αυτή εκφράστηκε μέσω των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων. Με τον τρόπο αυτό ο γάμος μετατρέπεται, από μια παραδοσιακή «πράξη αγάπης», σε όργανο της πολιτείας για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού προβλήματος. Η γαμήλια νομοθεσία υπάγεται πλέον ως παράρτημα στη νομοθεσία περί μετανάστευσης, και οι Δανοί, στην προσπάθειά τους να προστατέψουν την αλλοτρίωση της γαμήλιας διευθέτησης και την μετατροπή της σε όργανο απόκτησης κοινωνικών προνομίων, καταλήγουν τελικά οι ίδιοι να την ορίζουν, και μάλιστα νομοθετικά ως όργανο ελέγχου του μεταναστευτικού φαινομένου.

Η αναθεώρηση του νόμου περί μετανάστευσης το 2002 περιείχε διαφοροποιήσεις των διατάξεων που αφορούν στη σύναψη γάμου, τουλάχιστον σε τρία σημεία: 1) προσετέθησαν δύο νέοι όροι για την τέλεση του γάμου 2) εξουσιοδοτήθηκε το άτομο που φέρει σε πέρας την τελετή να ενημερώσει τις μεταναστευτικές αρχές αν διαπιστώσει ή υποπτευθεί πως ο γάμος ήταν πλαστός ή καταναγκαστικός 3) μειώθηκε η περίοδος ισχύος του πιστοποιητικού που εγγυάται πως οι προϋποθέσεις των γάμων έχουν τηρηθεί [15].

Η πρώτη από τις τρεις διατάξεις περιλαμβάνει δύο νέους όρους για την τέλεση ενός γάμου στην επικράτεια της Δανίας. Ο πρώτος επιτρέπει την τέλεση γάμου μόνο μεταξύ Δανών (γηγενών και μη) ή ατόμων που έχουν ήδη λάβει μόνιμη άδεια παραμονής στη χώρα. Συνεπώς, μετανάστες που κατοικούν προσωρινά στη Δανία, καθώς εξετάζεται η αίτησή τους για παραμονή, δεν έχουν το δικαίωμα να παντρευτούν εντός της δανικής επικράτειας. Με τον τρόπο αυτό επιχειρείται η αντιμετώπιση του φαινομένου των πλαστών γάμων. Από την διάταξη μπορεί να εξαιρεθούν ζευγάρια που παρέχουν κάποιες ενδείξεις πως οι σχέσεις τους είναι πράγματι ουσιαστικές, όπως, επί παραδείγματι, το αν έχουν ή περιμένουν παιδί. Ο δεύτερος όρος επιβάλλει την επιβεβαίωση εκ μέρους του ζεύγους πως έχει ενημερωθεί πλήρως για τις προϋποθέσεις της επίτευξης οικογενειακής επανένωσης. Ο όρος αυτός τονίζει στο ζεύγος πως ακόμη και αν τους επιτράπηκε να παντρευτούν, αυτό δεν σημαίνει πως τους δόθηκε το δικαίωμα να παραμείνουν ισοβίως στη Δανία. Βάσει της δεύτερης και της τρίτης διάταξης, ακόμη και μετά την τέλεση του γάμου, το κράτος διατηρεί το δικαίωμα επανεξέτασης των συνθηκών τέλεσής του, και να αρνηθεί την έκδοση άδειας παραμονής.

Οι νέες ρυθμίσεις καθιστούν σαφές πως δεν θα εκδίδεται άδεια παραμονής σε μετανάστες παντρεμένους με Δανούς ή μόνιμους αλλοδαπούς κατοίκους της Δανίας, αν προκύπτουν βάσιμες υποψίες πως ο γάμος είναι πλαστός ή καταναγκαστικός για κάποιο από τα δύο μέλη. Για την εξακρίβωση των ειδικών περιστάσεων που περιβάλλουν τον γάμο δύο αλλοδαπών, θα διενεργείται ένα είδος έρευνας από τις αρχές, όπου θα εξετάζονται μέσω μαρτύρων, ή και των ίδιων των συζύγων, η σταθερότητα και η ποιότητα της σχέσης του ζευγαριού. Θα διερευνάται, λόγου χάρη, ποιοι οργάνωσαν την τελετή του γάμου, ή αν το ζευγάρι συζούσε προτού παντρευτεί καθώς και το αν συνεχίζουν να συζούν, αν είναι συγγενείς και τίνος βαθμού, κ.α. [16]. Με τον τρόπο αυτό το κράτος επιχειρεί να υπερκεράσει τη δυσκολία σήμανσης ενός γάμου ως πρέποντος ή πλαστού, μεταθέτοντας την ευθύνη αυτή στο ίδιο το ζευγάρι. Η αποτελεσματικότητα αυτών των προσπαθειών είναι ομολογουμένως αμφίβολη, και, κατά τη γνώμη μου, απλά καταδεικνύουν την αδυναμία του κράτους να διαπιστώσει τις πραγματικές προθέσεις ενός ζεύγους μεταναστών που επιθυμεί να παντρευτεί.

Οι διατάξεις αυτές είναι ενδεικτικές του νέου τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζονται από το νόμο, αλλά και το κοινωνικό σύνολο, ο γάμος και εν γένει ο έγγαμος βίος. Ο γάμος αυτός καθ’ αυτός (δηλαδή η επίσημη ένωση του ζεύγους) παύει πλέον να έχει ουσιαστική αξία ως κοινωνικός θεσμός, καθώς, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του οικογενειακού δικαίου, έχει μετεξελιχθεί σε ζήτημα που αφορά αποκλειστικά το ζευγάρι. Η επίτευξη «ευδαίμονος» βίου δεν σχετίζεται πλέον με τη γαμήλια τελετή, αλλά αφορά αποκλειστικά τον τρόπο ζωής των δύο συντρόφων. Η αλλαγή στη συνείδηση των Δανών, αλλά και στη κρατική νομοθεσία, είναι τόσο μεγάλη, ώστε ορισμένες παλαιότερες σθεναρά καθιερωμένες απόψεις έχουν διαστραφεί απόλυτα. Επί παραδείγματι, μολονότι στο παρελθόν η συμβίωση δύο ανύπαντρων ατόμων θεωρούνταν αναξιοπρεπής και αξιόποινη συμπεριφορά, τώρα, στην περίπτωση των μεταναστών που επιθυμούν να λάβουν μόνιμη άδεια παραμονής, η συμβίωση εκτός των πλαισίων του γάμου επηρεάζει θετικά τις πιθανότητες του ζεύγους να λάβει άδεια τέλεσης γάμου στη Δανία και, πιθανόν, άδεια παραμονής. Στο σημείο αυτό είναι εμφανής η δραστική επιρροή του νόμου περί μετανάστευσης στην μεταβολή της νομικής θέσης του γάμου απέναντι στην άγαμη συμβίωση (που είναι μια άτυπη μορφή γαμήλιου βίου), η οποία αποκτά πλέον μεγαλύτερη σημασία και αξία για τον μετανάστη, αλλά και για τις αρχές που εξετάζουν την αίτησή του για παραμονή [17].

Συμπεράσματα

Ολοκληρώνοντας την εξέταση της νέας δανικής μεταναστευτικής πολιτικής, είμαστε σε θέση να εξάγουμε ορισμένα αξιόλογα συμπεράσματα όσον αφορά τη φύση του μεταναστευτικού προβλήματος στην Ευρώπη και την επιρροή που αυτό ασκεί στην νομοθεσία και σε σημαντικούς τομείς της κοινωνικής πραγματικότητας των χωρών υποδοχής μεταναστών, όπως ο έγγαμος βίος. Παραδοσιακά, στη Δανία, ο γάμος αντιμετωπιζόταν ως ένας σημαντικότατος κοινωνικός θεσμός και περιβαλλόταν με ιδιαίτερο νομικό κύρος. Θεωρούνταν «πρέπων» αν το κίνητρο των επίδοξων συζύγων ήταν να δημιουργήσουν οικογένεια, ανεξάρτητα από τη νομική τους θέση (αν ήταν μετανάστες δηλαδή ή όχι). Από αυτή την σκοπιά, η πρόσφατη νομοθετική μεταρρύθμιση θα μπορούσε να δεχθεί σκληρή κριτική. Ωστόσο, η Δανία των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα, υπό τη σκιά του μεταναστευτικού προβλήματος, θεωρεί πολυτιμότερο αυτόν καθ’ αυτόν τον οικογενειακό βίο από τους γαμήλιους τύπους και την επίσημη σύζευξη δύο ανθρώπων [18]. Η σημαντική επιρροή του μεταναστευτικού νόμου στην μεταρρύθμιση του γαμήλιου νομικού πλαισίου διαφαίνεται από την ορολογία που χρησιμοποιείται στο νομικό κείμενο, όπου γίνονται συχνές αναφορές στη μετανάστευση αυτή καθ’ εαυτή. Ο γάμος, ως νομικό καθεστώς, κατέληξε όργανο στα πλαίσια της μεταναστευτικής νομοθεσίας, όπως παλαιότερα, στις αρχές του εικοστού αιώνα, ήταν όργανο κοινωνικής πολιτικής [19]. Είναι πράγματι εκπληκτικό πως σχεδόν καταργείται η σύνδεση μεταξύ των νομικών ρυθμίσεων του γάμου με την ίδια την γαμήλια τελετή. Οι ρυθμίσεις ονομαστικά μόνο σχετίζονται με το γάμο: αφορούν στην αντιμετώπιση του μεταναστευτικού προβλήματος και στον έλεγχο των εθνικών συνόρων, προσπάθεια στην οποία ο γάμος είναι ένα απλό κρατικό εργαλείο. Η γαμήλια νομοθεσία δεν στοχεύει πλέον στην διαμόρφωση του κοινωνικού βίου, αλλά, εκμεταλλευόμενη κοινωνικούς θεσμούς όπως ο γάμος, στην επίλυση σοβαρών εθνικών προβλημάτων, όπως η αναστολή της εισροής μεταναστών. Μέσω του ελέγχου του γαμήλιου θεσμού, το κράτος καθίσταται δυνατό να διασφαλίσει με τρόπο κατά πολύ αποτελεσματικότερο τον έλεγχο των συνόρων του, δυνατότητα που θα ήταν απίθανη αν ο ίδιος ο γαμήλιος θεσμός δεν είχε αποδυναμωθεί κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, χάνοντας το παλιότερο κοινωνικό και νομικό του κύρος. Σε τελική ανάλυση η οικογένεια δεν προστατεύεται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία εξαιτίας συναισθηματικών λόγων, αλλά λόγω της ικανότητάς της να παράγει και να διατηρεί σταθερές κοινωνικές δομές, που προάγουν την οικονομική ανάπτυξη.

Όπως παρατηρήθηκε στο εισαγωγικό μέρος, η δανική νομοθεσία συχνά εκφράζει νωρίτερα με μορφή νόμου τις τάσεις που χαρακτηρίζουν την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Τι μας αποκαλύπτει, λοιπόν, η υπό εξέταση νομοθετική αναμόρφωση για την Ευρώπη του μέλλοντος; Η μεταρρύθμιση βασίστηκε σε μια θεμελιακή διάκριση ταυτοτήτων, μεταξύ Δανών ή μόνιμων κατοίκων της Δανίας και ξένων, ομογενών και επυλίδων. Μέσω των νόμων, καθορίζεται η σχέση του πολίτη ή του μετανάστη με το κράτος και συνακόλουθα τα προνόμια που οφείλουν να του αποδοθούν ή να του στερηθούν. Το χαρακτηριστικό αυτό ελλοχεύει γενικότερα σε κάθε ευρωπαϊκή νομοθεσία, και αποτελεί παρακαταθήκη της μεσαιωνικής και νεώτερης ευρωπαϊκής ιστορίας της νομοθεσίας, η οποία συνίστατο στην εκχώρηση ή στέρηση ειδικών προνομίων και δικαιωμάτων από διάφορες κοινωνικές ομάδες, χαρακτηριστικό που φαίνεται πως αναβιώνει γενικά στην ευρωπαϊκή νομοθεσία. Οι εξελίξεις αυτές, που πηγάζουν σε μεγάλο βαθμό από τη δυνατότητα κινητικότητας ανθρώπινου δυναμικού εντός των χωρών της ευρωπαϊκής Ένωσης θα έχουν σαν αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ιδιαίτερα πολύπλοκων νομικών σχέσεων μεταξύ ιδιωτών και των διαφόρων ευρωπαϊκών κρατικών μηχανισμών, σχέσεις των οποίων η παραμικρή μεταβολή θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στα νομικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός ατόμου. Ίσως υποδηλώνουν πως στην Ευρώπη του εικοστού πρώτου αιώνα οι αξίες της καθολικής ισότητας και της ελευθερίας, ουσιαστικά και όχι τυπικά, υποχωρούν κάτω από το βάρος της διατήρησης της οικονομικής ευημερίας και της κρατικής ασφάλειας [20]. Η νομοθεσία των ευρωπαϊκών κρατών τείνει να καθαγιάσει και να νομιμοποιήσει συγκεκριμένες μορφές περιθωριοποίησης και αποκλεισμού, στοχεύοντας στην προστασία της οικονομίας και της αγοράς, ενώ ταυτόχρονα καθιστούν δυσκολότερη τη νομική κατοχύρωση διεθνικών σχέσεων μεταξύ αντρών και γυναικών.

Σε τελική ανάλυση, η επισκόπηση της μεταρρύθμισης του νόμου περί μετανάστευσης στη Δανία μας βοήθησε να διακρίνουμε πως η σχέση μεταξύ μετανάστευσης και κρατικής νομοθεσίας συνίσταται σε ένα πλέγμα αλληλεπιδράσεων. Η φύση του μεταναστευτικού φαινομένου επηρεάζει την νομοθεσία, ενώ παράλληλα η νομοθεσία επιδρά αποφασιστικά στις κινήσεις των μεταναστών, και συνεπώς στο ίδιο το μεταναστευτικό φαινόμενο. Οι επιλογές των μεταναστών όσον αφορά τον τόπο μετοίκησης αλλά και τον τρόπο με τον οποίο θα επιτύχουν μόνιμη άδεια παραμονής στη χώρα που επιθυμούν, ουσιαστικά καθορίζουν τους τρόπους με τους οποίους τα νομοθετικά όργανα των χωρών υποδοχής θα επιχειρήσουν να ελέγξουν την εισροή των μεταναστών. Αφ’ ής στιγμής, όμως, εφαρμοσθούν οι νέες νομοθετικές διατάξεις, οι μετανάστες είναι υποχρεωμένοι με τη σειρά τους να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, και να διαμορφώσουν ανάλογα τις επιλογές τους. Η Δανία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα των αμφίδρομων επιρροών νομοθεσίας και μετανάστευσης, επιρροών τόσο ισχυρών που είναι ικανές να επηρεάσουν χρόνια παγιωμένες αντιλήψεις και συνακόλουθα, την πολιτιστική ταυτότητα ενός κράτους.

Βιβλιογραφία

L. Passerini, D. Lyon, E. Capussotti, I. Laliotou (eds), Women from East to West: Problematizing Internationality in Europe, London: Bergahnh, 2005



Αναφορές:
  1. Για τη νομοθετική μεταρρύθμιση βασίστηκα κυρίως στο άρθρο των I. M. Conradsen, A. Kronborg, Changing Matrimonial Law in the Image of Immigration Law, στο L. Passerini, D. Lyon, E. Capussotti, I. Laliotou (eds), Women from East to West: Problematizing Internationality in Europe, London: Bergahnh, 2005.
  2. Βλ. άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1950, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα δημιουργίας οικογένειας.
  3. Hanne Petersen, Transformations of Legal subjectivity in Europe – from the subjection of women to privileged subjects, σελ. 2, παρ. 4. Άρθρο, στο L. Passerini, D. Lyon, E. Capussotti, I. Laliotou (eds), Women from East to West: Problematizing Internationality in Europe, London: Bergahnh, 2005.
  4. Αυτή είναι η επίσημη ονομασία του δανικού κράτους, καθώς το πολίτευμα του, βάσει του συντάγματος του 1953, είναι η συνταγματική μοναρχία.
  5. I. M. Conradsen, A. Kronborg, ό. π., σελ. 6, παρ. 1.
  6. Μετάφραση το όρου cross – border relationships. Αναφέρεται στις σχέσεις συγγένειας και συντροφικότητας μεταξύ ατόμων με διαφορετική καταγωγή.
  7. Μετάφραση του όρου του qualitative, κατά τη γνώμη μου, πολύ προτιμότερη από τη μετάφραση «ποιοτικά», ό. π., σελ. σελ. 5.
  8. Οι καταβολές αυτής της πολιτικής ανιχνεύονται στις αρχές της δεκαετίας του 1990, και αποτέλεσαν ένα από τα σοβαρότερα θέματα συζήτησης κατά την προεκλογική περίοδο του 2001 – ό. π., σελ. 5.
  9. Ό. π., σελ. 6.
  10. Το μέτρο είναι σαφώς αυστηρότερο από το παρελθόν, καθώς παλαιότερα η ισοδυναμία των δεσμών θεωρούνταν αρκετή για την έκδοση βίζας.
  11. Ό. π., σελ. 11.
  12. Ό. π., σελ. 12.
  13. Ίσως έμμεσα οι νομοθετικές ρυθμίσεις μοιάζουν να διακρίνουν τους Δανούς, το «εμείς», από τους μετανάστες, τους «άλλους», όσον αφορά την κατάλληλη νοηματοδότηση της φύσης της γαμήλιας ένωσης: για «εμάς» ο γάμος είναι το επιστέγασμα της αγάπης δύο ανθρώπων, για τους «άλλους» είναι όργανο απόκτησης ειδικών προνομίων.
  14. Ένα από τα μέτρα αυτά ήταν η έκδοση της επονομαζόμενης κάρτας συντρόφου (kaerestevisum), η οποία, εν είδη προσωρινής άδειας παραμονής, θα δινόταν σε ζευγάρια άνω των δεκαοκτώ που θα επιχειρούσαν να συμβιώσουν στη Δανία επί ένα χρόνο, χωρίς αναγκαστικά να είναι νόμιμα παντρεμένα. Η κυβέρνηση απέρριψε τη πρόταση, ισχυριζόμενη πως με την τροπολογία αυτή καταστρατηγούνται οι υπόλοιπες μεταρρυθμίσεις του μεταναστευτικού νόμου. Παράλληλα τονίστηκε από διάφορους πολιτικούς παράγοντες το πόσο ρευστή και, συνεπώς ανεξέλεγκτη, είναι η έννοια της koerste (αγαπημένης/ου), γεγονός που θα δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα από όσα θα επέλυνε το προτεινόμενο μέτρο. Ό. π., σελ. 8, 9.
  15. Ό. π., σελ 13, 14.
  16. Η διάταξη που αφορά συγγενικά πρόσωπα που περνούν σε καθεστώς γάμου προστέθηκε το Δεκέμβριο του 2003, και μάλιστα με αναδρομική ισχύ, ώστε το κράτος να έχει τη δυνατότητα να επανεξετάσει περιπτώσεις τετελεσμένης οικογενειακής επανένωσης συντρόφων που είναι και συγγενείς, και σε περιπτώσεις που οι γάμοι κριθούν ύποπτοι, να ανακαλείται η άδεια παραμονής. Ό. π., σελ. 10.
  17. Ό. π., σελ. 17, 18.
  18. Μια σθεναρή κριτική των νέων διατάξεων περί γάμου θα προϋπέθετε την επανεδραίωση στη Δανική κοινωνία των παραδοσιακών αντιλήψεων για το γάμο, αντιλήψεων που ίσχυαν πριν από την εκβιομηχάνιση της δανικής οικονομίας – βλ. ό. π. σελ. 17, παρ. 1.
  19. Ό. π., σελ. 17.
  20. Hanne Petersen, ό. π., σελ. 10, 11.