Μετανάστριες από την Ανατολική Ευρώπη Μορφές κινητικότητας και πολιτική συγκρότηση Σε Πρώτο Πρόσωπο Links
Κεντρική σελίδα

Φύλο και Μετανάστευση

Φύλο και Μετανάστευση

Μορφές κινητικότητας και πολιτικής συγκρότησης

 

 

Όλγα Μπιτζανάκη

Σωματεμπορία, πορνεία και σεξουαλική εκμετάλλευση. Μετανάστευση, σεξουαλικότητα και παγκοσμιοποίηση.

Ως σύγχρονη δουλεμπορία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την καταναγκαστική πορνεία και τη σωματεμπορία που εξελίσσεται καθημερινά σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Η πορνεία αποτελούσε ένα «κοινωνικό λειτούργημα», όπως τη χαρακτηρίζουμε παρακάτω, το οποίο αποτελούσε βιοποριστικό επάγγελμα για γυναίκες που δεν είχαν κάποιο άλλο μέσο επιβίωσης. Οι εποχές άλλαξαν, η σύγχρονη ιστορία χαρακτηρίζεται από την γρήγορη εξέλιξη, πράγμα που σημαίνει ότι διαφοροποιήθηκαν τόσο οι ανάγκες και οι απαιτήσεις της καθημερινής ζωής, όσο και οι διαδικασίες που λειτουργούν πλέον σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτές οι διαδικασίες διαπερνούν τα εθνικά σύνορα ενσωματώνοντας και συνδέοντας κοινότητες και οργανισμούς σε νέους συνδυασμούς χώρου και χρόνου, διασυνδέοντας περισσότερο τον κόσμο τόσο στη πραγματικότητα όσο και στην εμπειρία. Αυτό που ονομάζουμε δηλαδή με μία λέξη παγκοσμιοποίηση συμβάλλει στο να είναι ο κόσμος μικρότερος, οι αποστάσεις κοντινότερες και τα γεγονότα να επιδρούν αμέσως στους ανθρώπους. Οι άνθρωποι μεταναστεύουν για να βρουν εργασία χωρίς να γνωρίζουν τι τους περιμένει, όπως αυτές οι γυναίκες, που θα παρακολουθήσουμε λίγο παρακάτω, οι οποίες αναζητώντας καλύτερη τύχη πέφτουν στα χέρια «διεθνών σωματεμπόρων» που εκμεταλλεύονται το σώμα τους με στόχο τα κέρδη.

Η συγγραφέας Dennis Altman κάνει μια σύγκριση ανάμεσα στη Μπανγκόκ και στη Βιέννη [1]. Η Βιέννη αναπτύχθηκε ιδιαίτερα όσο αφορά τα φιλοσοφικά ζητήματα και τα θέματα κουλτούρας αποκτώντας έτσι το χαρακτηρισμό της βιομηχανικής πόλης του κέντρου κοινωνικής δημιουργίας και θεωρητικολογίας. Η Μπανγκόκ από την άλλη χωρίς προγραμματισμό προχώρησε στην παγκοσμιοποίηση, μέσω οικονομικών κοινωνικών αλλαγών και στηριζόμενη στις σεξουαλικές εκφράσεις της, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε κέντρο σεξουαλικής κατανάλωσης. Σημαντικός παράγοντας για την εξέλιξη μιας χώρας είναι και ο τουρισμός, αλλά δεν ήταν πάντα η έλξη, το σεξ, το μοναδικό κίνητρο. Βέβαια υπάρχει και η άποψη ότι έχει επανεμφανιστεί στην Κούβα η πορνεία με στόχο για παράδειγμα τη φροντίδα των τουριστών. Οικονομίες πολλών μικρών χωρών όπως για παράδειγμα στις καραϊβικές θάλασσες εξαρτώνται από τον τουρισμό ενώ η παράλληλη εσωτερική μετανάστευση έχει αλλάξει την εθνική ισορροπία Η άποψη για παράδειγμα ότι η Μπανγκόκ είναι ένα «σφαιρικό πορνείο» αυξήθηκε λόγω των συγκυριών, όπως για παράδειγμα ο πόλεμος στο Βιετνάμ (700.000 στρατιώτες πήραν άδεια εξόδου εκεί), ενώ οι οδηγοί ταξιδίων τη χαρακτηρίζουν ως «παγκόσμια ανοικτότερη πόλη». Η πορνεία διαδίδεται, η εύρεση γυναικών είναι τόσο εύκολη όσο και η εύρεση τσιγάρων. «Υπάρχει ένα επιχείρημα ότι η παγκοσμιοποίηση ήταν εξελίσσεται πολύ καλά το 19ο αι. τόσο μέσω της γρήγορης επέκτασης του παγκόσμιου εμπορίου, όσο και των σημαντικότερων μεταναστεύσεων από τον παλαιό στο νέο κόσμο και του αντίκτυπου των νέων τεχνολογιών όπως ο σιδηρόδρομος και ο τηλέγραφος» [2].

Η παγκοσμιοποίηση σημαίνει μια ορισμένη ομογενοποίηση των πολιτισμών. Χωρίς να καταργεί τη διαφορά, την ανακατανείμει, διεθνοποιούνται έτσι ορισμένες μορφές και καταναλωτικές μόδες. Όπως διεθνοποιούνται προϊόντα π.χ. Coca cola, McDonalds, έτσι διεθνοποιούνται και πρακτικές, π.χ. η σεξουαλικότητα. Η μετανάστευση έχει γίνει πιο σύνθετη, δεδομένου ότι το τέλος των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών σήμανε ότι μεγάλοι πληθυσμοί έχουν κινηθεί από πρώην αποικίες προς τη μητρόπολη, η αποικιακή κατηγορία έχει αντικατασταθεί από μία νέα κατηγορία, εργαζόμενοι βρίσκονται σε πολυεθνικές επιχειρήσεις. Εκατομμύρια μετανάστες και πρόσφυγες αλλάζουν χώρες κάθε έτος λόγω εργασίας. Η προσωρινή μετανάστευση έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις.

Η πορνεία αποτελεί μια δραματική πτυχή της βιομηχανίας των φύλων. Συχνά οι νέες γυναίκες στρατολογούνται στην εργασία αυτή μέσω της μετανάστευσης. Δυτικές αστικές τάξεις έρχονται ως άπληστοι τουρίστες σε εξωτικά μέρη για το κυνήγι χαρτοπαικτικών λεσχών αλλά και για να δουν όμορφα κορίτσια. Το μεγαλύτερο μέρος της πορνείας στην Ταϊλάνδη εξαρτάται από τοπικούς πελάτες. Διεθνώς η πορνεία αυξάνεται γρήγορα λόγω της διάδοσης του ταξιδιού της μετανάστευσης και της φιλελεύθερης οικονομικής ανάπτυξης σε όλη την υδρόγειο. Η Ουκρανική κυβέρνηση θεωρεί ότι τουλάχιστον 400.000 Ουκρανές έχουν μεταφερθεί στην Δύση μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής ένωσης.

Η αυξανόμενη εμπορευματοποίηση του sex είναι συχνά η απρομελέτητη συνέπεια του ανοίγματος μιας οικονομίας στο μεγαλύτερο κόσμο. Ενώ η πορνεία σχεδόν πάντα απεικονίζεται από την άποψη των γυναικών ενώ περιλαμβάνει επίσης ένα σημαντικό αριθμό ανδρών αν και η δύναμη της ανδρικής πορνείας τον τείνει κάπως διαφορετικά ( τραβεστί ομοφυλόφιλοι). Πολιτιστικά και μόνο οι εικόνες που συνδέονται με την αρσενική και θηλυκή πορνεία είναι μάλλον διαφορετικές. Το θηλυκό έχει να κάνει με το θύμα, το γοητευτικό, και το ανήθικο, από την άλλη το αρσενικό συνδέεται με το αρπακτικό και το βίαιο. Η πόρνη εκτιμάται σεξουαλικά ενώ υποτιμάται κοινωνικά. Στη πορεία της παγκοσμιοποίησης η πορνεία παραμένει ως βιομηχανία, ως μια επιχείρηση παρά ως ένα ηθικό φαινόμενο. Σε φτωχές χώρες όπως τις Ασιατικές, η βιομηχανία του sex είναι πολύ σημαντικός παράγοντας ανάπτυξης, ενώ ακόμα και σε πλούσιες χώρες η εργασία του sex είναι συχνά ο πιο διαθέσιμος τρόπος της επιβίωσης για εκείνους που περιθωριοποιούνται λόγω της εκβιομηχάνισης, της μετανάστευσης, και της κατάρρευσης της ευημερίας.

Στην κάθε κοινωνία λόγω των διαφορετικών κοινωνικών παραδόσεων αντιμετωπίζεται διαφορετικά η πορνεία. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών έχει πραγματοποιηθεί μια έκρηξη στην ανοικτή συζήτηση και απεικόνιση του sex. Τον πελάτη μπορεί όντως να τον διεγείρει η πληρωμή αλλά τον προσβάλλει η γνώση των άλλων για αυτό που κάνει. Από την άλλη η πορνογραφία έχει γίνει μεγάλη επιχείρηση. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 8000 – 9000 ταινίες πορνό γίνονται κάθε έτος στα κράτη. Οι κινήσεις προς την επικρατούσα πορνογραφία μπορούν να επισημανθούν πίσω στην έναρξη του περιοδικού Playboy το 1953 του Hugh Hefner. Η εξάπλωση της πορνείας γίνεται ολοένα και πιο αισθητή, μέσω της ανάπτυξης των ενοικιαζόμενων δωματίων, των οίκων ανοχής, των διαφόρων ινστιτούτων, του τηλεφωνικού sex, όφελος των μικροσκοπικών χωρών, αλλά ακόμα και από τις porn περιοχές που αναπτύχθηκαν στο διαδίκτυο. Σεξουαλικές επιθυμίες διεθνοποιούνται παρά ελέγχονται από κυβερνήσεις και κοινωνίες. Το 1998 η δράση της αστυνομίας έκλεισε μια ομάδα διαδικτύου γνωστή ως «χώρα των θαυμάτων» που διευκόλυνε την ανταλλαγή εικόνων παιδιών. Στην Ολλανδία όμως η πορνεία νομιμοποιείται από τον Οκτώβριο του 2000, και η πρόσληψη εκδιδομένων ατόμων επιτρέπεται. Στη Σουηδία το 1999 ποινικοποιείται η αγορά όχι όμως η προσφορά των σεξουαλικών υπηρεσιών. Η αποποινικοποίηση και ο έλεγχος της βιομηχανίας του έρωτα, η αναγκαστική πορνεία, η σωματεμπορία και η παιδεραστία είναι ζητήματα που απασχολούν ολόκληρη την υφήλιο. Η ραγδαία αύξηση της μετανάστευσης γυναικών, η ανάγκη διαφοροποιήσεων μέσα στα πλαίσια της πορνείας όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω, έδωσαν ώθηση σε διάφορα ερευνητικά πεδία να αναζητήσουν να ερευνήσουν το τι συμβαίνει και γιατί, όσο αφορά τη σωματεμπορία και την πορνεία.

Στη Ελλάδα η μελέτη του φαινομένου της πορνείας και της σωματεμπορίας ξεκινάει από το 1960. υπάρχει ένα βασικό σχίσμα όσο αφορά τις απόψεις γύρω από την ποινικοποίηση της πορνείας. Από τη μία έχουμε τους υποστηρικτές της απαγόρευσης της πορνείας- σωματεμπορίας σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και από την άλλη τους υποστηρικτές της αποποινικοποίησης σύμφωνα με το δικαίωμα των ανθρώπων να χρησιμοποιούν το σώμα τους με σκοπό το κέρδος. Γενικότερα παρουσιάζεται μια προσπάθεια να επαναοριστεί το εμπορικό σεξ ως μορφή επαγγέλματος και όχι ως χαρακτηριστικό μιας τάξης γυναικών και ανδρών. Οι περισσότεροι άνθρωποι που ασχολούνται με τη βιομηχανία του σεξ δεν θεωρούν ότι το επάγγελμά τους, το εμπορικό σεξ, συγκροτεί μια ταυτότητα κοινωνική, ότι δεν συνιστά σταθερότητα και στασιμότητα. Αντίθετα η πορνεία αποτελεί πηγή επικουρικού εισοδήματος(συμπληρώνει στο κύριο εισόδημα), όπως σε πολλές περιπτώσεις γυναικών που μεταναστεύουν με σκοπό την αποπλήρωση χρεών αλλά και την αλυσιδωτή μετανάστευση μελών της οικογένειας.

Οι εργαζόμενοι δεν είναι πάντα μια κλειστή ομάδα, εξαρτάται σύμφωνα με το τοπικό όσο και το παγκόσμιο επίπεδο της οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης. Όσο αφορά τις έμφυλες σχέσεις είναι δεδομένες ανάλογα με τα κοινωνικά πολιτισμικά εθνικά πλαίσια. Ο αριθμός των ανδρών και των αγοριών αυξάνεται στη βιομηχανία του σεξ. Η γυναίκα είναι ο παραγωγός και ο άνδρας ο καταναλωτής. Στις εργασιακές σχέσεις η σεξουαλική εργασία υπόκειται αλλαγές και επαναορισμούς ενώ φαινόμενα πορνείας υφίστανται σε κάθε ιστορικό πλαίσιο. Η σεξουαλική εργασία συνδέεται με το ρατσισμό, σε αυτό το φαινόμενο παίζουν σημαντικό ρόλο τα στερεότυπα και τα ιδεολογήματα σχετικά με τη φυλετική και την εθνική ταυτότητα του εργαζομένου στην οργάνωση της τοπικής αγοράς. Παράλληλα αφορά και την οργάνωση των διεθνών δικτύων σωματεμπορίας και σεξουαλικής εργασίας. Όσο αφορά τώρα τη παγκοσμιοποίηση η βιομηχανία του σεξ αποτελεί διεθνικό φαινόμενο. Αυτό που απασχολεί σήμερα τους ερευνητές είναι η εντατικοποίηση του διεθνικού χαρακτήρα του φαινομένου ιδιαίτερα κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ου αι.. εντατικοποίηση που δεν μπορεί να προσδιοριστεί απόλυτα λόγω της παρανομίας.

Η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας πολλαπλασιάζει τα είδη και τις πρακτικές κατανάλωσης. Από το 1970 και εξής η βιομηχανία του σεξ αναπτύχθηκε τόσο σε όγκο όσο και σε ποικιλία παρεχόμενων προϊόντων. Εμφανίζονται διάφορες μορφές σεξουαλικών υπηρεσιών π.χ. σεξ στον κυβερνοχώρο του internet. Η ανάδυση της παγκόσμιας οικονομίας σήμανε την επιδείνωση των συνθηκών ζωής και της εργασίας για μεγάλο τμήμα γυναικών (ημιαπασχόληση, εποχική, αύξηση ωρών εργασίας, πτώση μισθών) με αποτέλεσμα ένας αρκετά μεγάλος αριθμός γυναικών να καταφύγει στη πορνεία και να συμπεριληφθεί στις οργανώσεις διεθνών δικτύων σωματεμπορίας. Παράλληλα επεκτάθηκαν διάφορα αφροδισιακά νοσήματα όπως το AIDS αλλά και να επιδεινωθούν οι συνθήκες της σεξουαλικής εργασίας. Το 1993 ξεκίνησε το πρόγραμμα EUROPAP, ένα ευρωπαϊκό σχέδιο παρέμβασης για την προφύλαξη των εκδιδομένων από το AIDS. Στο πρόγραμμα συμμετείχαν χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο Ghent. Στόχος του προγράμματος ήταν η υποστήριξη η ανάπτυξη και η επέκταση προληπτικών παρεμβάσεων για εκδιδόμενες με σκοπό τη μείωση κινδύνου του HIV και άλλων σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων.

Αν κάνουμε μια αποτίμηση των ερευνητικών προγραμμάτων μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρία. Το πρώτο πραγματοποιείται το 1984-1990., και πρόκειται για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα πρόληψης του AIDS και αύξησης χρήσης προφυλακτικών. Το δεύτερο το 1989-1992 και πρόκειται για μια πιο συντονισμένη δράση. «Η επιδημιολογία του AIDS στις εκδιδόμενες γυναίκες» στο οποίο δίνεται έμφαση στη χρήση του προφυλακτικού και με το σύντροφο. Ενώ το τρίτο ερευνητικό πρόγραμμα αποτελούν οι υγειονομικές υπηρεσίες στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Το 1993 ιδρύεται το πρόγραμμα πρόληψης του HIV και σεξουαλικών νοσημάτων μεταξύ των μεταναστριών εκδιδόμενων της Ευρώπης. Στόχοι αποτελούν οι τραβεστί οι τρανσέξουαλ και οι γυναίκες της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης, νοτιοανατολικής Ασίας Αφρικής και Λατινικής Αμερικής. Στη συνέχεια ακολουθεί το δίκτυο umbrella [3] με στόχο την ανάλυση προβλημάτων σε περιοχές ευρωπαϊκών συνόρων αλλά και επίλυσής τους. Ενώ το διακρατικό ευρωπαϊκό πρόγραμμα Αφροδίτη [4] του κέντρου ελέγχου ειδικών λοιμώξεων σε συνεργασία με το υπουργείο Αλβανίας και Βουλγαρία, συνεχίζει τη πορεία του αφού το 2000 τελειώνει το umbrella network.

Λόγω του ότι δεν υπάρχουν εξαρχής έγκυρα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, αφού καμία υπηρεσία δεν ασχολήθηκε με την πορνεία εκτός από τα αντιαφροδισιακά ιατρεία(Αθήνα, Θεσσαλονίκη) και την αστυνομία, δεν είναι εύκολο να ελεγχθούν όλες οι εκδιδόμενες [5] από την πρώτη τους εμφάνιση. Εξάλλου οι εκδιδόμενες από τον Ανατολικό χώρο αλλάζουν συχνά δουλειά, ταξιδεύουν εντός της Ελλάδος, φεύγουν στο εξωτερικό και επιστρέφουν. Η έρευνα για την πορνεία δεν εστιάζεται σε ειδικό αντικείμενο-ανήλικοι εκδιδόμενοι- αντίθετα εντάσσεται στη κατηγορία των ερευνών για μια σχετικά μακρόχρονη εγκατάσταση στο πεδίο, αποτελεί μια πολυσκηνική και πολυμεθοδική προσπάθεια.

Η ερευνητική προσπάθεια είναι δύσκολη λόγω των συνθηκών. Ο τρόπος προσέγγισης του ζητήματος πρόκρινε επαφή άμεση με πρόσωπα του χώρου. Στην Ελλάδα όμως η πορνεία προσεγγίζεται μέσα από μια θεωρία περί υπονόμου, είναι ένα μολυσμένο αντικείμενο. Από την άλλη προϋποθέτει έρευνα μακράς διάρκειας και όχι μια ιδιωτική υπόθεση, ούτε ζήτημα προσωπικού χαρίσματος ή ταλέντου. Η γνώση αντλήθηκε από άτομα με εμπειρία και διάφορους τύπους ισχύος. Κανείς δεν γνωρίζει πόσα είναι τα εκδιδόμενα άτομα. Η έρευνα όμως όπως αυτή που παρακολουθήσαμε στο Γρηγόρη Λάζο [6] θα ήταν δυσκολότερη σε μια άλλη χώρα με περισσότερο πληθυσμό και λιγότερο ομοιογενή. Αν ξαναγίνει όμως η έρευνα δεν θα έχει κατά πάσα πιθανότητα τα ίδια αποτελέσματα αφού η πορνεία είναι ένα φαινόμενο που αλλάζει, μετεξελίσσεται.

Κατά τη δεκαετία του 1990 πραγματοποιήθηκαν ριζικές αλλαγές στην πορνεία της σύγχρονης Ελλάδας. Προκλήθηκαν από ένα νέο στοιχείο: τις αλλοδαπές γυναίκες, τις οποίες, προώθησαν και εκμεταλλεύτηκαν οργανωμένα δίκτυα διεθνοσωματεμπορίας. Οι γυναίκες αυτές αποτέλεσαν νέες, εξωτικές έλξεις, νέες αξίες χρήσης που προωθήθηκαν και πορνεύτηκαν με τη χρήση βίας και εξαναγκασμού. Πολυγεγονός καθοριστικής σημασίας αφού πρώτον επέτρεψε την επιβολή συνθηκών που υποχρέωναν τις γυναίκες να ζουν στα όρια της φυσικής επιβίωσης και συχνά κάτω από τα όρια αυτά και δεύτερον κατέστη δυνατή η συντριβή του ηθικού στοιχείου στη γυναίκα και την αφαίρεση του από το πορνικό μίσθωμα. Χάρη στο καθεστώς βίας και εξαναγκασμού, οι γυναίκες υποχρεώθηκαν να ικανοποιούν απαιτήσεις πορνοπελατών χωρίς διάκριση είτε ως προς τις απαιτήσεις είτε ως προς τους πελάτες.

Η αλλαγή της πορνείας στην Ελλάδα τη τελευταία δεκαετία του 20ου αι. σήμανε τόσο την αύξηση του πληθυσμού εκδιδομένων όσο και των πελατών. Η πορνεία διεκδίκησε κοινωνικούς χώρους και χρόνους για να στεγάσει τους νέους πορνικούς πληθυσμούς και έχτισε νέες πορνικές αγορές. Με λίγα λόγια η πορνεία άλλαξε ατμόσφαιρα ακόμα και ως προς το στήσιμο της εκδιδόμενης γυναίκας και του πελάτη. Τι ήταν αυτό που έφερε την αλλαγή; Οι γυναίκες από την Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια που προωθήθηκαν από τα δίκτυα της διεθνικής σωματεμπορίας (δίκτυα trafficκing). Οι γυναίκες αυτές άλλαξαν το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό σκηνικό στην πορνεία. Άλλαξαν τα αυτονόητα και τα δεδομένα, τα άτυπα δικαιώματα, τα στοιχεία σεβασμού και αξιοπρέπειας. Η απόταξή τους όμως παρέμεινε ίδια, είτε παντρεύονται, είτε καταλήγουν ως επαίτηδες, ως προαγωγοί υπενοικιάζοντας δωμάτια, είτε πεθαίνουν πρόωρα από φυματίωση από τοξικομανία ή από αφροδισιακά νοσήματα.

Οι αλλαγές αυτές που παρουσιάστηκαν, μπορούν να διαιρεθούν σε δύο χρονικές περιόδους. Το 1980-1990 έχουμε την πρωταρχική συσσώρευση στην πορνεία της Ελλάδος, ενώ το 1993-1997 το αποκορύφωμα, την ευρύτερη κρίση που αγκαλιάζει τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και της Βαλκανικής. Σε υλικούς πρακτικούς και κοινωνικούς όρους, στις αρχές του 21ου αι. μια νέα οικονομικά προσανατολισμένη πορνεία λειτουργεί, αναπαράγεται και εξελίσσεται. Ήρθε να εγκατασταθεί στην πλέον αντικοινωνική της μορφή αυτή της πορνείας του εξαναγκασμού και μετά από μια άνιση μάχη που κράτησε λίγο περισσότερο από μία δεκαετία, απώθησε τη παλαιά, δημογραφικά προσανατολισμένη πορνεία στο παρελθόν. Οι αλλαγές στη πορνεία ήταν θεμελιακές, μη αναστρέψιμες και θεαματικές αν και έμειναν αόρατες για κάποια χρόνια.

Το νομοθετικό πλαίσιο από το 1836-1980 έβαζε ως στόχους το περιορισμό της πορνείας, την περιφρούρηση της ηθικής προστασίας και της δημόσιας υγείας. Στο διακανονιστικό σύστημα η πορνεία νομιμοποιείται και ελέγχεται από το κράτος με την ίδρυση και τη λειτουργία των οίκων ανοχής όπου οι εκδιδόμενες γυναίκες προωθούνται και διαμένουν υποχρεωτικά με δικαίωμα εξόδου μόνο εφόσον έχουν άδεια από την αστυνομία και τακτικό υγειονομικό έλεγχο. Στόχος του κράτους η πορνεία να αποτελεί ένα κλειστό κύκλωμα όπου θα ελέγχεται η υγεία, θα μειωθούν οι προαγωγοί, οι βιασμοί των γυναικών, και θα μένουν οι οίκοι ανοχής μακριά από τις γειτονιές. Η αστυνομία διέκρινε τις εκδιδόμενες σε δύο κατηγορίες στις κοινές, αυτές που υποχρεούνται να διαμένουν μέσα σε οίκους ανοχής και στις ελευθέριες οι οποίες δεν μπορούσαν να φύγουν εκτός πόλης, διαμένουν σε ξενοδοχείο, και απασχολούνται και σε άλλους χώρους εργασίας. Η πορνεία αναγνωρίζεται πάντα πίσω από τα ματογυάλια του αφροδισιακού νοσήματος και της δημόσιας αιδούς, αποτελεί το ισχυρότερο ταμπού στη κοινωνία της Ελλάδος για αυτό και δεν υπάρχουν πολλές μελέτες για αυτό το θέμα ως κοινωνικό φαινόμενο.

Από το 1836-1990 ο οίκος ανοχής αποτελεί το βασικό πεδίο εκτόνωσης της ανδρικής λίμπιντο. Τα Βούρλα και η Τρούμπα αποτέλεσαν τους μεγάλους οίκους ανοχής στο Πειραιά. Σκοπός και των δύο οίκων ήταν ο περιορισμός όλων των κοινών γυναικών και η εξυπηρέτηση των πορνοπελατών με χαμηλή μίσθωση. Τα Βούρλα ήταν μια προσφορά μάλιστα του Δημοτικού Συμβουλίου των Αθηνών. Οι σωματέμποροι ήταν αυτοί που όριζαν τη διασπορά των εκδιδομένων στην αγορά αλλά και τη τιμή τους. Τα σκληρά μέτρα της Δικτατορίας δεν μπόρεσαν να μειώσουν τον αριθμό των εκδιδομένων γυναικών αλλά ανέκοψαν το ρυθμό ανανέωσης του πορνικού πληθυσμού, δημιουργώντας παράλληλα πρόβλημα ποιότητας της πορνείας ως βιομηχανίας. Τα πράγματα για την πορνεία χειροτέρεψαν μετά την μεταπολίτευση. Μειώθηκαν τα έσοδα ενώ τα έξοδα παρέμεναν σταθερά. Η αναζήτηση λύσης στα προβλήματα οδήγησαν στον εκμοντερνισμό των ήδη υπαρχουσων εκδιδομένων και των εγκαταστάσεων αλλά και στη πιθανότητα εισαγωγής γυναικών από το εξωτερικό.

Η διεθνική σωματεμπορία εμφανίστηκε στην Ελλάδα από το 1980. Δύο περιόδους έχουμε όσο αφορά την ανάπτυξη αυτού του φαινομένου. Τη δεκαετία 1980-1990 και 1990-2000. Στη δεκαετία 1980-1990 η εξαναγκαστική πορνεία ήταν ισχυρή αλλά περιφερειακή, αποτελεί προπομπό για μια έφοδο κατάληψης της πορνείας από την διεθνική σωματεμπορία και εξαναγκασμό στη δεύτερη δεκαετία 1990-2000.

Η πορνεία του 1980 εμφανίζει αλλαγές όσο αφορά τις πορνικές προτιμήσεις, παρατηρείται μια απόσυρση από τη παραδοσιακή προσφορά υπηρεσιών και απο τον ελληνικό τύπο γυναίκας εκδιδομένης. Απαιτούνται νέα φυσικά χαρακτηριστικά της πόρνης μακριά από αυτά της μεσογειακής γυναίκας, πορνεία που να τους παρέχεται σε σύγχρονο περιβάλλον μακριά από το λιτό και τόσο άμεσο οίκο. Απαιτήσεις όπου τα αντικειμενικά συμφέροντα των εκδιδομένων δεν συνέπιπταν με τη προσαρμογή στις απαιτήσεις της νέας πελατείας. Πέρα από κάποιες επιφανειακές αλλαγές τεχνικοδιεγερτικού χαρακτήρα η εκδιδόμενη δεν μπορούσε, δεν έβλεπε το λόγο και δεν επιθυμούσε να εκθέσει μεγαλύτερο μέρος του πολύτιμου ψυχικού κόσμου της στον πορνοπελάτη.

Ο αριθμός των εκδιδομένων που προωθούνται στη πορνεία μιας χώρας προορισμού εξαρτάται από δύο παράγοντες, τον τύπο της πορνείας που επικρατεί στη συγκεκριμένη χώρα, και το νομικό πλαίσιο που αφορά την πορνεία στη συγκεκριμένη χώρα. Αυτοί οι παράγοντες καθορίζουν το μέγεθος του πληθυσμού που είναι δυνατόν να προωθηθεί, τις γενικές συνθήκες και τις μορφές μετακίνησης, αλλά και την επίδραση που θα έχει αυτή η κίνηση στη πορνεία της χώρας. Η κατάσταση και η φάση της κοινωνίας των πολιτών, η κατάσταση και η φάση του γυναικείου ζητήματος, η προτεραιότητα του κρατικού μηχανισμού και της κυβέρνησης είναι τρεις παράγοντες που παρεμβαίνουν ρυθμιστικά επιταχύνοντας ή επιβραδύνοντας την κίνηση της πορνείας προς μια χώρα.

Η διερεύνηση στράφηκε και πέρα από την Ελλάδα. Οι εκδιδόμενες της Δυτ. Ευρώπης και της Β. Αμερικής έπρεπε να αποκλεισθούν αφού οι οικονομικές τους απαιτήσεις ήταν πολύ υψηλές για τους πορνοπελάτες. Ο αφορισμός σε αυτές έδινε το προβάδισμα σε γυναίκες του δεύτερου και του τρίτου κόσμου. Στη λειτουργία τους τα δίκτυα εμπορίας γυναικών αξιοποιούσαν διάφορες μεθόδους, παράνομη είσοδο γυναικών στην Ελλάδα, αλλαγή εργασίας και τόπου παραμονής χωρίς ενημέρωση αρχών, εικονικούς γάμους, πλαστές άδειες εισόδου, ψεύτικα δικαιολογητικά και βεβαιώσεις. Φαινόμενα με λίγα λόγια διεφθαρμένης σταδιακά υπαλληλίας.

Αλλοδαπές γυναίκες που ήδη εργάζονταν στην Ελλάδα κυρίως από Φιλιππίνες και Πολωνία (λόγω σχέσης Ελλάδος αποστολής εργαζομένων) προσεγγίζονταν αρχικά μέσω κάποιου γραφείου ευρέσεως εργασίας, από μεσάζοντες για μπαρ για κέντρα νυχτερινής διασκέδασης. Κεντρικό στοιχείο εκτροπής γυναικών στη πορνεία ήταν η εστίαση στη προσωπική τους θέληση. Τονίζονταν ότι τα έσοδά της θα είναι πολύ περισσότερα σε σύγκριση με αυτά από νόμιμη δουλειά έτσι ώστε να μπορέσει να βοηθήσει τους δικούς της στη πατρίδα της ή να επιστρέψει αποκατεστημένη. Στην Ελλάδα θα ήταν άγνωστη μεταξύ αγνώστων, επομένως δεν θα έφερε το στίγμα της πόρνης. Σταδιακά οι μεσάζοντες έπαψαν να περιμένουν νέες εργαζόμενες και να προσπαθούν για την εκτροπή τους στη πορνεία, για αυτό το λόγο άρχισαν να τις καλούν από τις χώρες τους(1984-1996). Το στοιχείο αυτό το δανείστηκαν από τα δίκτυα των διεθνοσωματεμπόρων που είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους. Πολωνές και Φιλιππινέζες που προωθήθηκαν στη πορνεία από τη νόμιμη αγορά εργασίας καθώς και αυτές που ήρθαν στη πορνεία από τη χώρα τους υπέστησαν ποικίλους εξαναγκασμούς και εκμεταλλεύσεις από τα δίκτυα της μαστροπείας. Παρόλα αυτά εντάσσονται στις παράνομα εκδιδόμενες αλλοδαπές γυναίκες και όχι στις εξαναγκαστικά εκδιδόμενες. Τα τοπικά δίκτυα μαστροπείας παρέμεναν προσδεδεμένα στις αντιλήψεις της παλαιάς πορνείας που σχετιζόταν με μια νωχελική εκμετάλλευση των εκδιδομένων γυναικών και λειτουργούσαν χωρίς την κρατική παρέμβαση, ενώ η κοινωνία απουσίαζε από θέματα πορνείας με εξαίρεση του γιατρού, του αστυνομικού και του πελάτη. Από τα δίκτυα μαστροπείας οι γυναίκες που προωθήθηκαν δεν έτυχαν ομοιόμορφης και ενιαίας πορνολόγησης. Η ένταξή τους διακρίνεται σε δύο πόλους. Από τη μία έχουμε τις πλήρως και αποκλειστικά εκδιδόμενες, και από την άλλη έχουμε τις μερικά εκδιδόμενες ή εφεδρικά εκδιδόμενες.

Εκτός από αγορά Ελλάδος όπως προαναφέρθηκε η έρευνα για αλλοδαπές στράφηκε και εκτός Ελλάδος σε χώρες της Ασίας της Αφρικής της Λατινικής Αμερικής της Ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης. Η έρευνα δεν έγινε από δίκτυα μαστροπών αλλά από δίκτυα διεθνοσωματεμπόρων. Η διαφορά είναι ουσιαστική και ποιοτική «τα δίκτυα της μαστροπείας – χωρίς τη βία και την κάθετη εξαπάτηση ως μέσα πορνολόγησης γυναικών- δεν ήταν σε θέση να επιτύχουν μια υπολογίσιμη πρωτογενή πορνολόγηση- τουλάχιστον στη συγκεκριμένη φάση και στις συγκεκριμένες συνθήκες» [7].

Κατά τη δεκαετία του 1980 διεθνοσωματέμποροι με αφετηρία την Ελλάδα πορνολόγησαν γυναίκες από τρία διαφορετικά γυναικωρυχεία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 οι νεοσχηματισμένες ομάδες διεθνοσωματεμπόρων έδειχναν να έχουν σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα προβλήματά τους, τους έδιναν την ευκαιρία να σχηματίσουν τη δική τους αυτόνομη παρουσία στο πορνικό χώρο, οι διαφορές των διεθνοσωματεμπόρων από τους μαστροπούς ήταν η εισαγωγή γυναικών από το εξωτερικό, η ακύρωση της ελεύθερης θέλησης γυναικών. Οι συγκεκριμένοι διεθνοσωματέμποροι δεν ήταν καταρτισμένοι τεχνοκράτες, αυτή την ανικανότητα την εξέφραζαν μέσα από τη βία. Το ένα από τα πρώτα γυναικωρυχεία ήταν ο Άγιος Δομίνικος, αν και διαφημίστηκαν πολύ οι εκδιδόμενες σύμφωνα με τα χολιγουντιανά πρότυπα δεν συνιστούσαν αυτό που περίμενε ο πελάτης. Για αυτό μεταφέρθηκαν οι σε κέντρα νυχτερινής διασκέδασης, όμως τα δίκτυα των διεθνοσωματεμπόρων δεν είδαν να ρέει χρήμα. Στα γυναικωρυχεία της Πολωνίας δεν υπήρχαν οργανωμένα δίκτυα μαστροπείας όπως στη Ταϊλάνδη με αποτέλεσμα οι διεθνοσωματέμποροι να προσεγγίζουν άμεσα ή σχεδόν άμεσα τους στόχους τους.

Φυσικά αντιμετώπισαν προβλήματα και δυσκολίες και ίσως αυτος να είναι λόγος που η εξαναγκαστική πορνεία στην Ελλάδα άργησε να απογειωθεί τη δεκαετία του 1980. Περιορισμένοι πόροι και αδυναμίες όσο αφορά την εξασφάλιση θέσεων στη πορνική αγορά αποτέλεσε ένα από τα εμπόδια που αντιμετώπισαν. Εισήγαγαν νέο ήθος ή μάλλον μηδένιζαν το ηθικό στοιχείο στην πορνεία πράγμα που φόβιζε τους μαστροπούς και προαγωγούς της παλαιάς σχολής. Δεν επένδυαν στη καλή θέληση του πελάτη αλλά στην ανάγκη τους. Διέθεσαν απόθεμα γυναικών με ιδιαίτερο παρουσιαστικό από ευρύτατους πληθυσμούς και από κατάλληλους πληθυσμούς. Οι γυναίκες αποκόπτονταν από το οικείο και το ευρύτερο περιβάλλον ενώ τύχαιναν ιδιαίτερης βίας, προκειμένου να αποσυντεθούν ψυχικά και να ανασυντεθούν με σκοπό να συναινέσουν στη προώθησή τους.

Οι διεθνοσωματέμποροι της δεκαετίας του 1980 γίνονται φορείς της πιο βάρβαρης κίνησης στην ιστορία της πορνείας στην Ελλάδα, τα δίκτυα της μαστροπείας αρχίζουν να δανείζονται στοιχεία από τα πρότυπα δράσης των διεθνοσωματεμπόρων. Αυτοί οι δύο φορείς της πορνείας απέκτησαν μια συμβιωτική σχέση. Τα δίκτυα της τοπικής μαστροπείας δεν θα είχαν αναπτύξει μεγέθη το 1985-1986 αν δεν είχαν τη συνδρομή και τη συνεκμετάλλευση γυναικών από τους διεθνοσωματέμπορους.

Μια αυξανόμενη μερίδα πελατών άρχισε να αδιαφορεί και να απομακρύνεται από τη πορνεία της εκτόνωσης και να αποζητά τη πορνεία της απόλαυσης. Αυτή τη πορνεία της απόλαυσης κινήθηκαν να οικοδομήσουν με τις αλλοδαπές γυναίκες. Οι νέες γυναίκες που έφερναν ήταν αλλοδαπές μεν αλλά δεν σήμαινε ότι θα ήταν και ευπαρουσίαστες. Αυτό που μετρούσε ήταν ότι ήταν Βορειοευρωπαίες. Αυτό σήμαινε ότι συνδεόταν με ιστορικοπολιτικά σχήματα ανωτερότητας η κατωτερότητας οι Πολωνές για παράδειγμα αποδείχτηκαν το πλέον πετυχημένο πρότυπο. Πήραν το τίτλο της πλέον κοινής γυναίκας στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδος. Η Ρωσίδα και η Ουκρανή της επόμενης δεκαετίας επρόκειτο να διαδεχτεί τη Πολωνή. Η Ταϊλανδέζα και Φιλιππινέζα εισήγαγαν το πρότυπο της Ασιάτισσας γυναίκας αν και δεν πέτυχε στη νέα πορνεία της σύγχρονης Ελλάδας. Δύο κοινά πελατών απευθύνθηκαν σε αυτό το τύπο γυναίκας το πρώτο εντυπωσιαζόταν από το σωματικό τύπο της γυναίκας της Ασίας το οποίο παρέπεμπε σε εφηβικό κορμί ευρωπαίας και από την άλλη γοητεύονταν από τους χολιγουντιανούς μύθους περί μιας πιστής Ασιάτισσας γυναίκας που υπηρετεί Ευρωπαίο αφέντη. Ο αφροαμερικανικός τύπος γυναίκας παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα ζήτησης που ήταν αδιάφορος για τον πορνοπελάτη.

Με την εγκατάσταση της αλλοδαπής γυναίκας στην Ελλάδα η Ελληνίδα εκδιδόμενη έπαψε να είναι ο μοναδικός πληθυσμός πορνολόγησης για την Ελλάδα. Η πολυεθνικοποίηση του πορνικού πληθυσμού αποτέλεσε το πρότυπο της κοινής γυναίκας, της παγκόσμια εκδιδόμενης χωρίς διακρίσεις και περιορισμούς. Τη δεκαετία του 1990 θα δείξει μια διεύρυνση ως προς τις εθνικότητες. Το πρώτο κύμα αλλοδαπών του 1980 εγκαταστάθηκε και πορνεύτηκε σε νέες μορφές πορνείας. Η αύξηση του πληθυσμού της πορνείας ήταν ανάλογη με την αύξηση του πληθυσμού κυρίως του σεξουαλικά ενεργού ανδρικού πληθυσμού. Η πορνεία αποτελούσε ένα κοινωνικό λειτούργημα. Προκειμένου να σωθούν οι πολλές γυναίκες από τον ανδρικό βιασμό και να αποκαθίσταται μια ηρεμία και τάξη στην κοινωνία, ήταν αναγκαίο κακό να θυσιαστούν κάποιες γυναίκες , για αυτό και η μέριμνα για βελτίωση ζωής των εκδιδομένων γυναικών ήταν περιορισμένη στο ελάχιστο. Μετά το 1985 προέκυψαν προβλήματα, η εξαναγκαστική πορνεία παρουσίαζε αναντοιστοιχεία μεταξύ της μορφής και του περιεχομένου οργάνωσης και στελέχωσης της ποσότητας και της ποιότητας. Οι νέες μορφές προσφοράς πορνείας βρέθηκαν σε ανταγωνιστική σχέση, μεταξύ τους υπαναπτύσσονταν και αλληλοαναιρούνταν. Η κρίση που εντείνονταν από μια σύγκρουση προώθησης εθνικοτήτων στο επίπεδο των δικτύων. Μετά το 1985 οι Πολωνές απωθούσαν τις Φιλιππινέζες. Τα δίκτυα προωθούσαν λιγότερες αλλοδαπές από μαστροπούς αλλά υπερτερούσαν όσο αφορά τα φυσικά τους χαρακτηριστικά όμως όταν άρχισαν να αυξάνουν τον αριθμό των γυναικών τόσο έπεφτε και η ποιότητα. Σε αυτές τις οριακές συνθήκες συνέβαλε και η αστυνομία στην αύξηση των προβλημάτων. Η αραίωση των εκδιδομένων γυναικών η εξάρθρωση μιας ομάδας διεθνοσωματεμπόρων ή μαστροπών η απέλαση μιας ομάδας γυναικών είχε σημασία και βαρύτητα για την εύρυθμη λειτουργία της πορνικής αγοράς. Η ρυθμιστική μορφή παρέμβασης της αστυνομίας συνέβαλλε στις βελτιώσεις ως προς τις τακτικές παράκαμψης και τρόπους αποφυγής, τα μέσα δράσης και λειτουργίας.

Η πελατεία δεν ενδιαφερόταν να εντοπίσει τις δομές βίας και εξαναγκασμού δεν την απασχολούσε η εσωτερική διαχείριση της πορνείας. Η προώθηση αλλοδαπών ήταν όχι μόνο βιώσιμη αλλά και κερδοφόρα σε καθεστώς εκμετάλλευσης. Από το 1989 παρουσιάζεται μείωση trafficking γυναικών από δίκτυα Ταϊλάνδης. Τα δίκτυα διεθνοσωματεμπορίας θεώρησαν πιο προσοδοφόρο να προωθούν γυναίκες σε πιο κοντινές και αναπτυσσόμενες χώρες όπως τη Γερμανία. Το γυναικωρυχείο της Πολωνίας μειώθηκε ραγδαία για την Ελλάδα, όμως η χρυσή δεκαετία της διεθνικής σωματεμπορίας και εξαναγκασμού μόλις άρχιζε για την Ελλάδα. Τα δίκτυα της τοπικής μαστροπείας ευνοήθηκαν από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ επομένως θα είχαν την ευκαιρία μιας αυτόνομης διαχείρισης μερικών δεκάδων αλλοδαπών. Το 1990 τελείωσε η πρώτη φάση της πορνείας η μόνη υποθήκη της πρώτης φάσης στη δεύτερη ήταν οι αλλοδαπές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο δύο δικτύων.

Η δεκαετία του 1990 έδωσε μια αποφασιστική προώθηση στην εξαναγκαστική πορνεία. Κινητήρια δύναμη των εξελίξεων ήταν η εξαναγκαστική πορνεία των αλλοδαπών γυναικών αλλά και των ανήλικων παιδιών. Η ανάπτυξη της πορνείας του 1990-2000 ήταν θεαματική αλλά όχι σταθερή. Όσο αφορά την παλαιά και τη νέα πορνεία (στελεχωμένες από ελληνίδες και εξαναγκαζόμενες αλλοδαπές) στη πρώτη φάση 1990-1992, η εξαναγκαστικά εκδιδόμενη ξεπέρασε τη μη εξαναγκαστικά εκδιδόμενη στη πορνική αγορά. Στη δεύτερη φάση 1993-1996 ο πληθυσμός των εξαναγκαστικά εκδιδόμενων πραγματοποίησε ένα άλμα. Στη τρίτη φάση 1997-2000 οι εκδιδόμενες ολοένα και επιτρέπεται να έχουν κάποιο προσωπικό εισόδημα. Στη παλαιά πορνεία εξακολουθούσε να ισχύει η διατήρηση των κεκτημένων ενώ παράλληλα ελέγχεται από το κράτος με αποτέλεσμα να μη μπορεί να αναδιοργανωθεί. Όσο αφορά των αριθμό τις μορφές οργάνωσης προσφοράς πορνικών υπηρεσιών. Το 1980 τα δίκτυα της διεθνοσωματεμπορίας κατέρρευσαν λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού ωστόσο τη θέση τους την πήραν κάποια άλλα δίκτυα. Αναπτύχθηκε λοιπόν το δίκτυο που είχε ως βάση την Αθήνα και πόρους τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, (ρωσικό δίκτυο), το δίκτυο της Ουκρανίας με βάση την Αθήνα και πόρο το Κίεβο και το Αλβανικό δίκτυο που είχε ως βάση τη Θεσσαλονίκη και πόρο τη Φιλιππούπολη και τη Σόφια. Οι ηλικίες των εκδιδομένων κυμαίνονταν από 8-41ετών. Για τα δίκτυα της διεθνοσωματεμπορίας τα ανήλικα παιδιά ήταν πιο ευνοϊκά όσο αφορά τη χειραγώγησή τους. Οι εξαναγκαστικά εκδιδόμενες βρέθηκαν να εκδίδονται σε κάθε τομέα και τόπο πορνικής αγοράς, σε μπαρ, σε οίκους μασάζ, στο πεζοδρόμιο, σε οίκους ανοχής ενώ παράλληλα αναπτύχθηκε η κατ΄οίκον πορνεία η οποία είχε δυσκολίες αλλά εξασφάλιζε μια ελεύθερη πρόσβαση στην πορνική πελατεία σε αντίθεση με το πεζοδρόμιο που ήταν παράνομο και πιο εύκολος στόχος για την αστυνομία.

Το 1997-2000 εμφανίζεται πιο έντονα το σύνδρομο της ψευδαίσθησης του ελέγχου της κατάστασης. Η άποψη για παράδειγμα ότι η κατ οίκων πορνεία δεν θα αποτελούσε τρόπο ζωής, ότι η πορνεία αποτελεί ένα εύκολο τρόπο άντλησης χρημάτων και μάλιστα υψηλών εισοδημάτων. Η απόλυτη ελευθερία κινήσεων, η επιλογή των πελατών, η επιλογή των πορνικών υπηρεσιών, ο καθορισμός των τιμών, το αδιαπραγμάτευτο της φυσικής ψυχικής υγείας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ανήκουν σε μία ψευδαίσθηση. Η πραγματικότητα στα τέλη του 1990 ήταν διαφορετική. Το 1993 διαπιστώνεται ότι υπάρχει πλέον και μια ειδική κατηγορία πελατών με έφεση στη παραπορνεία παιδιων κάτω των 13 ετών. Σύμφωνα με το Γρηγόρη Λάζο το 1997 υποχωρεί λόγω αδυναμίας σχηματισμού πιάτσας και περιορισμένου εύρους παιδιών.παρόλα αυτά κατά την τριετία του 1998-2000 η πορνεία των παιδιών γνώρισε αύξηση μέσω της εξοικείωσης με το κυβερνοχώρο.

Είναι εύκολο πλέον να αντιληφθούμε την αλυσιδωτή αυτή σχέση που δημιουργούν οι σταθμοί της μετανάστευσης, της παγκοσμιοποίησης και της σωματεμπορίας. Σταθμοί με μία αμφίδρομη σχέση. Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι η παγκοσμιοποίηση ανοίγει τα σύνορα με αποτέλεσμα να ενισχύεται το μεταναστευτικό ρεύμα κι αυτό με τη σειρά του να τροφοδοτεί τα δίκτυα της σωματεμπορίας που δρουν ανεξέλεγκτα. Οι παράνομα διακινούμενες γυναίκες αποτελούν ένα μικρό κομμάτι της εμπορίας ανθρώπων. Η βιομηχανία του σεξ κατέχει το πρώτο ρόλο πια ενώ η σεξουαλική εκμετάλλευση των παιδιών αποτελεί τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Για τις γυναίκες υπάρχουν στοιχεία για τα παιδιά όμως δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα η χώρα μας δεν βρίσκεται έξω από όλες αυτές τις διαδικασίες αντίθετα κατέχει σοβαρή θέση με ιστορικό βαρυσήμαντο όσο αφορά αυτό το θέμα. Η Ελλάδα αποτελεί τόπο προορισμού αλλά και διακίνησης. Το οικονομικό και το κοινωνικό πρόβλημα που υπάρχει στις χώρες προέλευσης δεν είναι εύκολο να διευθετηθεί και να λυθεί από τη μία μέρα στην άλλη, ωστόσο η εκτόπιση της πορνείας στην παρανομία θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε ως ένδειξη ψεύτικης ευλάβειας και διπρόσωπης ηθικής της κοινωνίας. Για αυτό και μόνο θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται οι παράνομα διακινούμενοι όχι ως εγκληματίες αλλά ως θύματα στη θέση των οποίων μπορεί να βρεθεί ο οποιοσδήποτε.

Βιβλιογραφία

Πορνεία και διεθνική σωματεμπορία στη σύγχρονη Ελλάδα: Η εκδιδόμενη. Γρηγόρης Λάζος, εκδόσεις Καστανιώτη Αθήνα 2002

Κέντρο ερευνών για θέματα ισότητας (Κ.Ε.Θ.Ι) «Σωματεμπορία γυναικών, πορνεία, σεξουαλική εκματάλλευση» Ερευνήτριες Ντίνα Λάζαρη, Ιωάννα Λαλιώτου, Αθήνα 2001

Global sex, Dennis Altman pp 86-121, (the many faces of globalization , the new commercialization of sex: From forced prostitution to cybersex).



Αναφορές:
  1. Global sex, the many faces of globalization σελ 10
  2. Global sex, Dennis Altman, pg 14
  3. Πορνεία και διεθνική σωματεμπορία, Γρηγόρης Λάζος, σελ 36
  4. Πορνεία και διεθνική σωματεμπορία, Γρηγόρης Λάζος σελ 40
  5. Ρουμελιώτου Α.Κ Κορνάρου Ε. Έκθεση για την Ελλάδα ( country report of Greece)
  6. Πορνεία και διεθνική σωματεμπορία στη σύγχρονη Ελλάδα 1 Η Εκδιδόμενη, εκδόσεις Καστανιώτη 2002
  7. Γρηγόρης Λάζος, πορνεία και διεθνική σωματεμπορία στη συγχρονη Ελλάδα, σελ 131