Μετανάστριες από την Ανατολική Ευρώπη Μορφές κινητικότητας και πολιτική συγκρότηση Σε Πρώτο Πρόσωπο Links
Κεντρική σελίδα

Φύλο και Μετανάστευση

Φύλο και Μετανάστευση

Μορφές κινητικότητας και πολιτικής συγκρότησης

 

 

Γεωργία Κουτσομάρκου

Γυναίκες μετανάστριες στην Ευρώπη.

Ο 20ος αιώνας που διανύσαμε αποτελεί για τους σύγχρονους ιστορικούς την εποχή της μετανάστευσης. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών ο ακριβής ορισμός του μετανάστη περιλαμβάνει τους ανθρώπους εκείνους που κατοικούν σε άλλη χώρα από αυτή που γεννήθηκαν. Στατιστικά, έχουμε 125 εκατομμύρια ανθρώπων που έχουν μεταναστεύσει ανά την υφήλιο, από τα οποία 15 με 16 εκατομμύρια προέρχονται από την χώρες του 3ου κόσμου και ζούνε στην Ευρώπη. Αξιοσημείωτο είναι πως από αυτά το 45% είναι γυναίκες.

Από τον 18ο και τον 19ο αιώνα έχουμε μετακινήσεις των Ευρωπαίων στην αποικίες που είχαν δημιουργήσει οι ίδιοι στο νέο κόσμο. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, η Βόρεια Ευρώπη είχε ανάγκη από εργατικά χέρια και αυτό ευνόησε την μετανάστευση από την νότια Ευρώπη. Ακόμη, την ίδια περίοδο υπήρξε μεγάλος αριθμός προσφύγων από την Ανατολική προς την δυτική Ευρώπη. Πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οι μετανάστες ήταν μόνο άντρες με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως αυτή της Ιρλανδίας.

Η περίοδος από τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο έως και το 1975 χαρακτηρίζεται από έντονα μεταναστευτικά κινήματα. Ο αριθμός των προσφύγων αυξήθηκε και έχουμε μετακινήσεις από την Ανατολική Γερμανία προς την Δυτική, οι Ιταλοί μετακινήθηκαν κυρίως προς τον Βορρά, ενώ όσοι διώχθηκαν από την ΕΣΣΔ μετανάστευσαν στην Γαλλία, Μ. Βρετανία, και την Σουηδία. Από τα μέσα του 1950 η αναδόμηση που έγινε στην Ευρώπη λόγω των καταστροφών του πολέμου, οδήγησε στην αναζήτηση νέων εργατικών χεριών, κάτι που συνεπάγεται την αύξηση της μετανάστευσης. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1970 οι χώρες της Μεσογείου άρχισαν να αναπτύσσονται και να καταγράφονται στον μεταναστευτικό χάρτη όχι πλέον ως χώρες αποστολής αλλά ως χώρες υποδοχής μεταναστών.

Αυτό είναι το ευρωπαϊκό πλαίσιο των μεταναστεύσεων τον τελευταίο αιώνα. Είναι πολύ σημαντικό όμως να δούμε ποιοι είναι οι λόγοι που οδηγούν στην μετανάστευση και πως υποδέχεται η κάθε χώρα τους μετανάστες, τοποθετώντας σε μια ειδικότερη θέση τη μελέτη γύρω από τις γυναίκες. Μέχρι το 1970 η ιστορία της μετανάστευσης επικέντρωνε γύρω από τον αρσενικό πληθυσμό ενώ από τότε άρχισε να δίνεται σημασία στην έρευνα και για τον ρόλο των μεταναστριών. Έτσι, παρήχθηκε ο όρος «εκθήλυνση» της μετανάστευσης.

Τα δεδομένα για την γυναικεία μετανάστευση αν και συλλέγονται εδώ και πολλά χρόνια παραμένουν αδημοσίευτα. Πολλές φορές, μέσα από τις προφορικές μαρτυρίες των ίδιων των μεταναστών και τις συνεντεύξεις τους διαστρεβλώνεται η ιστορία της γυναικείας μετανάστευσης. Έγκυρες πηγές για να ξεχωρίσει η σημασία του φύλου στην μεταναστευτική εμπειρία είναι ο κινηματογράφος, οι φωτογραφίες, οι αυτοβιογραφίες γυναικών που μας δίνουν την εικόνα της αλλαγής στις κοινωνικές τάξεις και στα φύλα, τα εθνογραφικά στοιχεία καθώς και τα συγγραφικά έργα μεταναστών, που περιγράφουν τις διαφορές στην ζωή στη πατρίδα και στη χώρα υποδοχής.

οι πρώτες μελέτες για να ενσωματωθούν οι γυναίκες γράφτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του '70 από τις γυναίκες που έχουν μεταναστεύσει. Η πρόωρη φεμινιστικής προέλευσης έρευνα για τη μετανάστευση στόχευσε να αυξήσει τη διαφάνεια των γυναικών μέσα στα μεταναστευτικά ρεύματα.. Στη Γαλλία, η εργασία της Morokvasic στις γυναίκες της Γιουγκοσλαβίας , που ήταν το θέμα της διατριβής της, καινοτόμησε τις συζητήσεις σχετικά με το ρόλο του γένους στη μετανάστευση, ενώ η Leonetti - taboada, η κόρη των ισπανικών προσφύγων του εμφύλιου πολέμου, έγραψε για τις γυναίκες στην Ισπανία. Από το 1975, διάφορες διασκέψεις έχουν εστιάσει στις γυναίκες μετανάστες και οι παροχές διεθνούς οργανισμού εργασίας έχουν επεκταθεί στις γυναίκες μετανάστες. Εντούτοις, η Morokvasic υποστήριξε ότι παρά έναν πολλαπλασιασμό των μελετών, πολλές έχουν διαιωνίσει το στερεότυπο των γυναικών ως σύζυγοι και ως μητέρες. Η 1η καταγραφή έγινε στις αρχές του 1980 από την UNESCO στην δημοσίευση «women in the moon» με κεφάλαια από τον Abadan Ubat και την Morokvasic. Στη συνέχεια, η Phizacklea γράφει το «one way ticket», μια στρουκτουραλιστική ανάλυση της εργατικής μετανάστευσης το 1983. Η Morokvasic το 1984 επικέντρωσε στην μεταναστευτική εργασία, αλλά υποστήριξε πως η αποδοχή στην εργασία δεν σήμαινε και την απελευθέρωση της γυναίκας απαραίτητα. Η Simon Bretell τέλος γράφει ένα τόμο μεταναστριών όπου έδωσαν έμφαση σε πολιτισμικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν την μετανάστευση, στην οικογενειακή ζωή και στην αναπαραγωγή και αναγνώρισαν μια μεγάλη ποικιλία κατηγοριών μεταναστών, περιλαμβάνοντας και τους πρόσφυγές. Από τότε οι σπουδές για την γυναικεία μετανάστευση βασίζονται σε ανάλυση υπόθεσης και σε βιβλιογραφικό υλικό. Στα 1990 αυξήθηκαν οι αναλύσεις υπόθεσης και κάποιες από αυτές πήραν μια πιο ευρωπαϊκή προοπτική. Σε κάποιο βαθμό αυτό συνέβη εξαιτίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης και στον αντίκτυπο που είχε το ευρωπαϊκό οχυρό απέναντι στις μετανάστριες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ενθάρρυνε συμπόσια σαν αυτό που συνέβη στην Αθήνα το 1994.

Οι νέοι τομείς ενδιαφέροντος και η συσσώρευση των μελετών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι πανευρωπαϊκοί, πρέπει να έχουν ακόμα οποιοδήποτε ουσιαστικό αντίκτυπο στις διατυπώσεις θεωρίας της μετανάστευσης ή τις ευρωπαϊκές μελέτες της μετανάστευσης. Μια επιλογή των βασικών κειμένων επιβεβαιώνει αυτήν την σιωπή και την υπόθεση ότι ο μόνος μετανάστης που μετρά είναι αρσενικός. Αποκαλύπτει επίσης μια συνεχόμενη ανικανότητα να ενσωματωθεί στην ευρωπαϊκή έρευνα, που υπογραμμίζει το ρόλο των οικογενειών και των ευρύτερων κοινωνικών δικτύων στις αποφάσεις μετανάστευσης. Η λιγότερο φυλετική ερμηνεία των μεταναστευτικών μετακινήσεων αδιαφορεί επίσης για τις ευρύτερες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές αλλαγές που έχουν επίδραση στις γυναίκες και στους άνδρες, στους μετανάστες και στους γηγενείς. Η φεμινιστική εργασία έχει υπογραμμίσει ειδικά τη σημασία των οικιακών στρατηγικών και των σχέσεων δύναμης μέσα στην απόφαση πώς και πού να κινηθεί, αλλά αυτή η εργασία δεν έχει ληφθεί υπ’όψιν στην έρευνα για τη μετανάστευση στην Ευρώπη.

Πολλά από αυτά τα κείμενα εξετάζουν τις νέες μορφές μετανάστευσης και τις διαδικασίες υπηκοότητας και αποκλεισμού. Οι Wrench και Solomos, εν τούτοις που δεν ενσωματώνουν τη θηλυκή μετανάστευση σε ένα γενικό πλαίσιο, περιλαμβάνουν κεφάλαια σχετικά με τις γυναίκες μετανάστες. Η μια σημαντική εξαίρεση είναι ο όγκος στις νέες μεταναστεύσεις στην Ευρώπη όπου ένας από τους συντάκτες, η Helma Lutz είναι κύριος ερευνητής στις θηλυκές μεταναστεύσεις στην Ευρώπη. Η Morokvasic, στην επανεξέταση των επιπτώσεων της κινητικότητας από την Ανατολική Ευρώπη για την αποδημία και τη μετανάστευση έχει ενσωματώσει τους θηλυκούς και αρσενικούς πρωταγωνιστές. Ο Ackers έχει ερευνήσει για πρώτη φορά την εμπειρία των γυναικών μεταναστών που κινούνται μέσα στην Ευρώπη, και προσθέτει μια σημαντική νέα προοπτική στην υπάρχουσα λογοτεχνία.

Αυτό που έχει προκύψει ήταν μια ποικιλία των κατηγοριών μετανάστευσης, νέος και παραδοσιακός: εργασία (νόμιμη και παράνομη), οικογενειακή συγκέντρωση και σχηματισμός, γάμος, πορνεία, αναζητούντες άσυλο και πρόσφυγες. Τα αποτελέσματα της πολιτικής μετανάστευσης στη θέση και τον αποκλεισμό των γυναικών από την αγορά εργασίας και τα κοινωνικά δικαιώματα χρήζουν επίσης προσοχής . Ενώ εκεί υπάρχει μια αυξανόμενη αναγνώριση της ταχύτητας και η σημασία των αλλαγών στη μεταναστευτική εμπειρία στις πρόσφατες δεκαετίες μέσα στην Ευρώπη, και σύνθετες διατυπώσεις θεωρίας αυτών των διαδικασιών, έχει υπάρξει λίγη προσπάθεια να αναγνωρίσει ότι ρητά είναι φυσική αυτή η εμπειρία στην επικρατούσα ανάλυση.

Γενικά, το γένος έχει θεωρηθεί σπάνια σημαντική αναλυτική κατηγορία μέσα στην ευρωπαϊκή βιβλιογραφία στη μετανάστευση, η οποία έχει παραμείνει γένος που οι τυφλοί μετανάστες έχουν αντιμετωπιστεί ως άφυλες κατηγορίες και οι φεμινίστριες που ερευνούν τις γυναίκες έχουν εστιάσει συχνά στους υπηκόους παρά στις γυναίκες που έχουν μεταναστεύσει.

Όταν κανείς επιχειρεί να μιλήσει για τα ζητήματα που αφορούν τη μετανάστευση των γυναικών υποχρεούται να αναφερθεί σε όλα όσα συνδέονται με αυτή: τη μη αναγνώριση των δικαιωμάτων τους, τους πολλαπλούς αποκλεισμούς από τα κοινωνικά αγαθά που απορρέουν από την ιδιότητα του πολίτη, τη βία και τις διακρίσεις.

Η ιστορία της μετανάστευσης των γυναικών δεν είναι ούτε η ίδια για όλες τις εποχές ούτε έχει τα ίδια χαρακτηριστικά για όλες τις γυναίκες. Ωστόσο, για όλες παραμένει εν πολλοίς αόρατη κάτω από τον παραμορφωτικό φακό της οικουμενικότητας.

Η γυναίκα, κατά την είσοδο της στην μεταναστευτική εμπειρία πέρασε από πολλά στάδια και αντιμετώπισε συνολικά πολλές διαφορετικές νοοτροπίες. Οι λόγοι που την οδήγησαν σε αυτή την μετακίνηση είναι πολύ και πολλές φορές άρρηκτα συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Η ιστορία δείχνει πως οι γυναίκες μετανάστευαν για να βρεθούν κοντά στις οικογένειες τους, όπου ο άντρας είχε ήδη μεταναστεύσει, για να ανεξαρτητοποιηθούν οικονομικά και κοινωνικά, να σπουδάσουν, για πολιτικούς λόγους, όπου η χώρα τους δεν μπορούσε να τους προσφέρει ασφάλεια και ειρήνη ή ήταν διωγμένες από εκεί για πολιτικούς λόγους. Αυτή η κατηγορία αποτελεί ένα ξεχωριστό κλάδο της ιστορίας της μετανάστευσης. Οι άνθρωποι αυτοί, γυναίκες και άντρες είναι όσοι ζητούν πολιτικό άσυλο σε μια άλλη χώρα.

Ακόμη, μια άλλη αιτία της μετανάστευσης είναι και ο τουρισμός. Υπάρχουν πάρα πολλές περιπτώσεις και οι στατιστικές έχουν αποδείξει πως πολλές είναι οι γυναίκες που έχουν ταξιδέψει για τουριστικούς λόγους και κατέληξαν να παντρευτούνε στο εξωτερικό.

Στη μεταπολεμική Δυτική Ευρώπη μπορούμε να διακρίνουμε τρία καθεστώτα: το καθεστώς που θέλει τον μετανάστη εργαζόμενο- φιλοξενούμενο, το αποικιακό και το υβριδικό καθεστώς. Στις δύο προηγούμενες δεκαετίες ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς αυτά τα καθεστώτα μεταξύ τους, καθώς η σύγκλιση των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν γεγονός. Ακόμη, οι Σκανδιναβικές χώρες έχουν γίνει σημαντικές θέσεις προορισμού ειδικά για όσους αναζητούν άσυλο. Οι Νότιες χώρες της Ευρώπης την ίδια περίοδο έχουν θεωρηθεί ευκολότεροι τόποι εισαγωγής και εύρεσης εργασίας. Η Ιταλία και η Ισπανία με την νομοθεσία τους έχουν συγκεντρώσει μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών μεταναστών , που απασχολούνται ειδικά στον εσωτερικό τομέα. Σημαντικό είναι επίσης να πούμε πως στην κάθε χώρα, οι πληθυσμοί που μετανάστευαν είχαν κατά κύριο λόγο μια σχέση με την χώρα υποδοχής, όπως το παράδειγμα της Πορτογαλίας, όπου οι μετανάστες προέρχονταν κατά κύριο λόγο από την ομιλούσα πορτογαλικά Αφρική ή από την Βραζιλία.

Στην Ευρώπη διαμορφώθηκαν τρία μεταναστευτικά πρότυπα που τα χαρακτηριστικά του κάθε ενός διαμορφώθηκαν από τον τρόπο εισόδου, το δικαίωμα στη κατοικία και την θέση των μεταναστών. Οι φεμινίστριες αντιδρούσαν έντονα στο γεγονός στα μεταναστευτικά αυτά πρότυπα που καθιερώθηκαν στην Ευρώπη απουσίαζαν οι γυναίκες και η σημασία του ρόλου τους. Ας δούμε τα καθεστώτα έτσι όπως διαμορφώθηκαν και τα κράτη όπου κυρίαρχα εφαρμόστηκαν. Το καθεστώς των μεταναστών εργαζομένων φιλοξενουμένων εφαρμόστηκε πρώτιστα στην Γερμανία αλλά και στην Ελβετία μόνο που στην Γερμανία συγκέντρωσε μεγαλύτερα ποσοστά μεταναστών.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 η ομοσπονδιακή Γερμανία συγκέντρωσε μεγάλο ποσοστό μεταναστών από την Ανατολική Ευρώπη καθώς και από την Σοβιετική Ένωση συμπεριλαμβάνοντας και όσους έχουν εξοριστεί. Οι γυναίκες μπήκαν στην αγορά εργασίας στην Γερμανία την δεκαετία του 1960. Αρχικά απασχολήθηκαν στην κατασκευή καταναλωτικών αγαθών και στις υπηρεσίες. Η στρατολόγηση των γυναικών μεταναστών ποικίλε αρκετά ανάλογα με την υπηκοότητα τους-καταγωγή τους.

Σημαντικό ρόλο στην στρατολόγηση των γυναικών στην μεταναστευτική εργασία έπαιζε η οικογενειακή συγκέντρωση. Υπολογίζεται ότι περίπου το μισό από τη μετανάστευση την δεκαετία του 1970 και του 1980 προήλθε από την οικογενειακή συγκέντρωση. Βέβαια, από το 1973 έως το 1979 για τις γυναίκες και τα παιδιά -παρά το υψηλό ποσοστό της οικογενειακής συγκέντρωσης- η γερμανική κυβέρνηση απαγόρευε την μόνιμη είσοδο και χορηγούσε μόνο προσωρινές άδειες παραμονής.

Ένα άλλο μεταναστευτικό καθεστώς που εφαρμόστηκε την ίδια περίοδο στην Ευρώπη είναι το αποικιακό καθεστώς. Το μοντέλο αυτό έγινε περισσότερο ορατό στην μεταναστευτική πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου. Εκεί οι Ιρλανδοί συνέχιζαν –όπως είχε συμβεί και στο προηγούμενο αιώνα να διαμορφώνουν τα μεγαλύτερα ποσοστά μετανάστευσης και οι Ιρλανδές μετανάστριες από αυτό το ποσοστό αποτελούσαν πάνω από το μισό. Στο πλαίσιο του νόμου υπηκοότητας που εφάρμοσε το Βρετανικό κράτος το 1948, κάτοικοι από την Καραϊβική καθώς και από την Ινδία, αποικίες δηλαδή του Ηνωμένου Βασιλείου, ήταν σε θέση να εισέρθουν και να εγκατασταθούν μαζί με τις οικογένειες τους. Η ισορροπία των φύλων ποικίλε αρκετά. Μετά από μια αρχική περίοδο αρσενικής μετανάστευσης οι γυναίκες από την Καραϊβική συνόδευαν τους συζύγους τους αφήνοντας συχνά τα παιδία πίσω τους. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 50 γυναίκες από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και διαφορετικά μορφωτικά επίπεδα κινούσαν συχνά την μεταναστευτική διαδικασία και έτσι έγινε δυνατή η κινητικότητα τους ανάμεσα στις γυναίκες αυτές και των επόμενων γενεών και την Βρετανία. Η απογραφή του 1961 έδειξε ένα σημαντικό ποσοστό των γυναικών στα ειδικευμένα επαγγέλματα.

Η πρόωρη πολιτικοποίηση της μετανάστευσης οδήγησε σε μια σειρά νόμων που αρχίζουν το 1962 και περιόρισαν το δικαίωμα εισόδου και εισήγαγαν τις άδειες εργασίας για εκείνους που δεν γεννήθηκαν στην Βρετανία και για όσους δεν έχουν βρετανικά ή Ιρλανδικά διαβατήρια. Οι άδειες εργασίας διαιρέθηκαν αρχικά σε τρεις κατηγορίες ανάλογα ,με το επίπεδο ικανότητας. Μέσα στις εξαρτώμενες κατηγορίες ήταν η σύζυγος, ακόμη και αν ήταν μόνιμη σύντροφος και όχι παντρεμένη, ενώ η κατηγορία των παιδιών περιελάμβανε και αυτά που ήταν ή παράνομα ή υιοθετημένα. Από το 1973 και έπειτα, το σύστημα αυτό καταργήθηκε και όσοι ήθελαν να εισέρθουν στο Ηνωμένο Βασίλειο έπρεπε να έχουν άδεια εργασίας. Οι εξαιρέσεις σε αυτό το καθεστώς ήταν μεμονωμένες, δηλαδή πρόσωπα που είχαν το λιγότερο έναν παππού και γιαγιά γεννημένο στο Ηνωμένο Βασίλειο, εκείνοι που ήταν πολίτες της ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και για μερικές περιοχές, λόγω των ελλείψεων στον τομέα της υγείας, όπως οι γιατροί και οι οδοντίατροι. Οι ειδικές ποσοστώσεις καθορίστηκαν για το ξενοδοχείο και το τομέα εστιάσεως, τους εσωτερικούς εργαζομένους και τους νοσηλευτικούς βοηθούς, οι οποίοι ήταν όλοι τομείς της υψηλής ή αποκλειστικής γυναικείας απασχόλησης στο χρόνο. Οι αρσενικοί κάτοχοι αδειών θα μπορούσαν να φέρουν τα εξαρτώμενα μέλη της οικογένειας που είχαν το δικαίωμα να εργαστούν ενώ οι θηλυκοί κάτοχοι αδειών δεν θα μπορούσαν. Οι γυναίκες μετανάστες αντιμετωπίστηκαν έτσι όπως σε ένα σύστημα εργαζομένων φιλοξενουμένων που είδαμε παραπάνω και δεν θα μπορούσαν να φέρουν στο σύζυγο ή τα παιδιά τους. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70, η πλειοψηφία των αδειών εργασίας διατέθηκε στις ειδικευμένες κατηγορίες που προέρχονταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιαπωνία, τη Νότια Αφρική και την Ελβετία. Μεταξύ των μεμονωμένων αυτών περιπτώσεων που προέρχονταν κυρίως από την Αυστραλία και τον Καναδά , υπήρξε ένα μεγάλο μέρος των θηλυκών μεταναστών. Για πολλούς, η εργασία στη Μεγάλη Βρετανία διαμόρφωσε ένα είδος ιεροτελεστίας της μετάβασης μεταξύ του σχολείου ή του πανεπιστημίου και της τακτοποίησης. Αυτό ήταν επίσης μια περίοδος όταν επεκτεινόταν το ποσοστό των γυναικών που εισάγουν την τριτοβάθμια εκπαίδευση και που ακολουθούν μια σταδιοδρομία.

Ένα τρίτο μεταναστευτικό καθεστώς είναι αυτό που καθιερώθηκε στην Γαλλία. Η ιδιαιτερότητα της γαλλικής πολιτικής ήταν η ενθάρρυνση οικογενειακής μετανάστευσής, η οποία έγινε με την επιθυμία να φανούν οι μετανάστες να εγκατασταθούν και να συμβάλουν στη δημογραφική αύξηση. Ο οργανισμός μεταναστατευτικής πολιτικής ήταν ανίκανος να αντιμετωπίσει την επέκταση της μετανάστευσης μετά από το 1955, έτσι ώστε η γαλλική πολιτική προσέφυγε στη συστηματοποίηση ή στη νομοθεσία για εκείνους που είχαν εισαχθεί ήδη. Υπήρξε μια πολυπλοκότητα σύγχυσης των κανονισμών, που κυμαινόταν από τις υπάρχουσες αποικίες, που κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '50 και της δεκαετίας του '60 κέρδισαν την ανεξαρτησία τους, στα υπερπόντια τμήματα, τα οποία ως ένα ορισμένο βαθμό αντιμετωπίστηκαν ακόμα ως αποικίες, με τις οποίες υπογράφηκαν διμερείς συμφωνίες και ποικίλες άλλες ρυθμίσεις. Έως το 1962, η Αλγερία θεωρήθηκε μέρος της Γαλλίας, αλλά ακόμα και μετά από την ανεξαρτησία της οποιοιδήποτε Αλγερινοί με μια ταυτότητα θα μπορούσαν να πάνε στη Γαλλία χωρίς ανάγκη μιας άδειας κατοικιών ή εργασίας. Οι συμφωνίες υπεγράφησαν με την Τυνησία, το Μαρόκο, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Έως το 1974-5, εκείνοι από τις πρώην-αποικίες της Γαλλίας στην Αφρική θα μπορούσαν να εισαχθούν σχετικά εύκολα με μια σύμβαση καρτών και ταυτότητα. Το 1961, το γραφείο για τη μετανάστευση από τα υπερπόντια τμήματα ιδρύθηκε για να διοχετεύσει μια ετήσια ροή των μεταναστών από τα υπερπόντια τμήματα της Γαλλίας στις Καραϊβικές Θάλασσες και για να γεμίσει τις θέσεις εργασίας στη μητροπολιτική Γαλλία, ιδιαίτερα στα χαμηλότερα κλιμάκια των δημόσιων υπηρεσιών (ταχυδρομεία και νοσοκομεία) και για να μειώσει σταδιακά τη δημογραφική πίεση στα νησιά. Αλλά για αυτήν την ομάδα, η γαλλική υπηκοότητά τους πρόσφερε μόνο την επιφανειακή προστασία από τις κακές συνθήκες της εργασίας και της κατοικίας και την εκμετάλλευση.

Γενικά, τα αρχικά στάδια της μετανάστευσης εργασίας ήταν βαριά αρσενικά. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες τις Ευρώπης, η Ιταλία και η Ισπανία αναγνώριζαν την ανάγκη για οικονομικούς μετανάστες και γι’αυτό σε αυτές τις χώρες ήταν υψηλό το ποσοστό της γυναικείας μετανάστευσης. Η επόμενη μετανάστευση εργασίας περιείχε τους ουσιαστικούς αριθμούς γυναικών εργαζόμενων , όπως συνέβη με τις γιουγκοσλάβες. Η προέλευση των γυναικών μεταναστών, η εργασία και οι οικογενειακές ζωές τους και οι προσδοκίες ήταν ποικίλες .Η πρώτη εργασία στο εργατικό δυναμικό για πολλές γυναίκες μετανάστες ήταν στον εσωτερικό τομέα, αν και όλο και περισσότερο πολλές κινήθηκαν στις εργασίες κατασκευής. Διάφορα κράτη απέτρεπαν στις γυναίκες που έμπαιναν στην νέα χώρα να μπούνε και αυτόνομα στην αγορά εργασίας. Πολλοί Πορτογάλοι, μια από τις μεγαλύτερες αποδημητικές ομάδες προς το τέλος της δεκαετίας του '60 και της πρόωρης δεκαετίας του '70, ήρθαν ως ζεύγη. Οι γυναίκες σχολίασαν ότι ήταν τώρα αντισταθμισμένη η προηγούμενη απλήρωτη εργασία και θα μπορούσαν να οδηγήσουν μια πολύ ευκολότερη ζωή με δύο εισοδήματα και τα διάφορα επιδόματα.

Από την δεκαετία του ’70 άρχισε να κάνει έντονη την παρουσία της αυτό που ονομάστηκε οικογενειακή επανένωση. Διεθνής οργανισμοί, μη-κυβερνητικές οργανώσεις αλλά και η εκκλησία εξέφραζαν φόβους για την πορεία της οικογενειακής ζωής των μεταναστών και για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει αυτή στις χώρες υποδοχής. Οι δημογραφικές ανησυχίες της Γαλλίας σήμαναν ότι η οικογενειακή μετανάστευση ενθαρρύνθηκε και αυτό περιέλαβε όχι μόνο τη δυνατότητα της ένωσης από τα οικογενειακά μέλη αλλά και της συνοδείας από την οικογένεια Υπήρξε μια αύξηση της οικογενειακής μετανάστευσης στη δεκαετία του '60 (41,000 κατά μέσον όρο από το 1960-4, ανερχόμενος σε 55.000 το χρόνο από το 1965-9). Η σημασία της οικογενειακής μετανάστευσης ποίκιλε πάρα πολύ από χώρα σε χώρα. Καταρχήν θεωρούνταν ανθρώπινο δικαίωμα. Ήταν υψηλό το ποσοστό μεταξύ των Ιταλών και των Ισπανών, και αργότερα στη δεκαετία του '60, εμφανίστηκαν οικογένειες Πορτογάλων, αλλά υπήρξαν και λίγοι Γιουγκοσλάβοι. Πάνω από 70.000 άνθρωποι εισήχθησαν ως οικογενειακοί μετανάστες το 1972 και το 1973, ένας υψηλότερος αριθμός απ' ό,τι στα επόμενα έτη. Η οικογενειακή μετανάστευση, όπως στη Γερμανία, έγινε η σημαντικότερη πηγή επίσημης μετανάστευσης με τη διακοπή των εισροών μαζικής εργασίας, αν και πρέπει να σημειωθεί πως υπήρξαν μερικές απαλλαγές για λόγους της μετανάστευσης εργασίας που χορηγήθηκαν σε Τυνησίους και σε Μαροκινούς.

Συγκεκριμένα λοιπόν, για τις γυναίκες μετανάστριες στην Ευρώπη ποιες ήταν οι προοπτικές και οι συνθήκες ζωής και εργασίας; Αρχικά, οι γυναίκες τείνουν να αναλάβουν τις προσωπική υπηρεσίες, τη φροντίδα, και τις υπηρεσίες φιλοξενίας, και είναι λιγότερο πιθανό να πέσουν στην αντίληψη των ελέγχων της αστυνομίας. Κερδίζουν συχνά περισσότερο από τους άντρες που είναι πιθανότερο να εργαστούν στην οικοδόμηση και την κατασκευή και ως μηχανικοί. Μερικές γυναίκες έχουν οργανώσει τα κανονικά δίκτυα υποστήριξης, μια οργάνωση που δεν υπάρχει μεταξύ των ανδρών. Παραδείγματος χάριν, η Morokvasic περιγράφει τη λειτουργία ενός δικτύου στο οποίο διάφορες νοσοκόμες από την Κρακοβία της Πολωνίας εναλλάσσονται στην προσοχή τους ενός ηλικιωμένου γερμανού στο Βερολίνο. Κάθε μια από αυτές στεγάζεται , τρέφεται και κερδίζει 100 γερμανικά μάρκα ανά ημέρα, το αντίτιμο του μισθού ενός μήνα στην Πολωνία. Οι κανονικές μετακινήσεις τους μεταξύ των δύο χωρών τους επιτρέπουν να επιστρέφουν στο σπίτι για να φροντίσουν τις οικογένειές τους.

Μια άλλη κυρίως θηλυκή μετανάστευση, που υπήρξε βεβαίως πριν από την αφαίρεση των Ανατολής-Δύσης συνόρων, είναι σεξουαλικές κίνηση και πορνεία. Έχουν υπάρξει διάφορα κύματα της κίνησης. Το πρώτο κύμα αποτελούταν από τις ασιατικές γυναίκες (κυρίως από την Ταϊλάνδη και τις Φιλλιπίνες ). το δεύτερο του νότιο Αμερική (Δομινικανές και Κολομβιανές ), το τρίτο Αφρικανών (κάτοικοι της Γκάνας και Νιγηριανές ) και, από το 1992 περίπου από την κεντρική και ανατολική Ευρώπη γυναίκες. Η ολλανδική μη κυβερνητική οργάνωση, STV, ανέφερε ότι τα δύο τρίτα των 168 περιπτώσεων που εξέτασαν το 1994 περιελάμβαναν γυναίκες από αυτήν την περιοχή . Στο Βέλγιο, υπολογίζεται ότι περίπου 10-15 τοις εκατό των ξένων φτωχών χωρών είναι πόρνες, θύματα της εμπορίας. Η πλειοψηφία των εμπορευόμενων γυναικών μπορούσε να κρατήσει λίγα από τα κέρδη τους, και πολλές, ειδικά νέες, δεν πληρωνόντουσαν καθόλου. πολλές γυναίκες στερούνταν ακόμη και τα νόμιμα έγγραφά τους και αντιμετωπιζόντουσαν ως όμηροι. Ο διεθνής οργανισμός για τη μετανάστευση δήλωσε ότι η «βία και η εκμετάλλευση που υπομένουν αυτές οι γυναίκες πηγαίνουν συχνά πέρα από την εκμετάλλευση που υποφέρεται από άλλους μετανάστες». Αυτές οι γυναίκες, όχι πάντα εισάγονταν παράνομα: πολλές χώρες εκδίδουν τις θεωρήσεις για τους διασκεδαστές. Τα τεράστια κέρδη μπορούν να γίνουν από τη διεθνή μεταφορά των γυναικών που αναζητούν εργασία, ενώ οι έμποροι διώκονται σπάνια. Oι περισσότερες χώρες έχουν οποιαδήποτε ρητή πολιτική για να καταπολεμήσουν την κίνηση εκτός από το να απελάσουν τα θύματα. Βέβαια, θα πρέπει να δούμε και μια άλλη πτυχή και να παραδεχθούμε πως δεν είναι η εξέλιξη όλων των μεταναστριών η ίδια. Κάποιες γυναίκες επιλέγουν αυτή τη στροφή, βλέποντας μπροστά τους τον εύκολο δρόμο, το εύκολο χρήμα, την ελπίδα πως θα ξεφύγουν και είναι συνειδητή τους επιλογή και όχι θύματα της μετανάστευσης ή της ανθρώπινης εκμετάλλευσης.

Μερικά πρόσφατα πολιτικά μέτρα έχουν θεσπιστεί όπως η σύσφιξη στις συμβάσεις διασκεδαστών έτσι ώστε δίνονται στις γυναίκες παρά τον εργοδότη. Στο Βέλγιο και τις Κάτω Χώρες η σύμβαση πρέπει να δηλώσει ρητά το ποσό πληρωμής, και στις γυναίκες δίνονται τα βιβλιάρια που δηλώνουν τα δικαιώματα και τους όρους τους καθώς επίσης και τις διευθύνσεις στους οποίους μπορούν να γυρίσουν για τη βοήθεια. Οι Κάτω Χώρες ήταν η πρώτη χώρα για να εισαγάγουν μια προσωρινή άδεια διαμονής το 1988 για τα θύματα της κίνησης. Το Βέλγιο έχει εισαγάγει επίσης μια "περίοδο ανάπαυσης" 45 ημερών, κατά τη διάρκεια των οποίων οι γυναίκες μπορούν να αποφασίσουν να κάνουν μια δήλωση ενάντια στους εμπόρους, για την οποία μπορεί σε αντάλλαγμα να λάβουν μια αόριστη άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.

Δεν αρχίζουν όλες οι γυναίκες την ανειδίκευτη απασχόληση κατά τη διάρκεια της διεθνούς μετανάστευσης, αν και οι Ευρωπαίες γυναίκες και οι υπήκοοι τρίτων χωρών παραμένουν κατά ένα μεγάλο μέρος αόρατοι στις μελέτες της ειδικευμένης απασχόλησης .Πρέπει να σημειώσουμε ότι υπάρχουν στοιχεία από τις στατιστικές μετανάστευσης και αποδημίας ότι το ποσοστό του ειδικευμένου θηλυκού δυναμικού έχει αυξηθεί. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, παραδείγματος χάριν, το ποσοστό των αδειών εργασίας που διανεμήθηκαν στις εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης γυναίκες πολίτες ανήλθε από περίπου 16 τοις εκατό στα μέσα της δεκαετίας του '80 σε 20 τοις εκατό στις αρχές της δεκαετίας του '90. Ο αριθμός ήταν ακόμα υψηλότερος για εκείνους από την παλαιά Κοινοπολιτεία. Η εκθήλυνση της επαγγελματικής αποδημίας επιβεβαιώνεται από τις αυστραλιανές μελέτες. Έχουν υπάρξει σχετικά λίγες συγκριτικές μελέτες της θηλυκής μετανάστευσης εργασίας. Μερικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη δεν έχει καμία ανάγκη για τη λιγότερο ειδικευμένη εργασία, που υποστηρίζει ότι υπάρχει μόνο απαίτηση για τις επιλεγμένες ελλείψεις που προκαλούνται από τις ανεπάρκειες στην εκπαίδευση και την κατάρτιση στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες. Έχουμε δείξει ότι υπάρχει μια ισχυρή απαίτηση για τη γυναικεία εργασία, ειδικευμένη και ανειδίκευτη, σε διάφορους τομείς. Η μετανάστευση εργασίας, μακριά από την παύση, έχει γίνει διαφοροποιημένη και όλο και περισσότερο.

Ένα βασικό ακόμα θέμα που έπληττε και πλήττει ακόμη στις μέρες μας τους μετανάστες και ιδιαίτερα τις γυναίκες στην Ευρώπη είναι το ζήτημα της υπηκοότητας. Για τις μετανάστριες αυτό το ζήτημα έμεινε ανενεργό μέχρι και στις μέρες μας. Σε πολλά κράτη, έγινε προέκταση των επίσημων δικαιωμάτων του πολίτη αν και εξακολουθεί να υπάρχει μια έμμεση διάκριση που αφορά την εργασία στο δημόσιο τομέα και την εκπαίδευση. Οι φεμινίστριες, επικεντρώνοντας γύρω από τα γυναικεία ζητήματα, εστίαζαν στα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα του πολίτη. Λόγω του ότι οι γυναίκες ήταν για αρκετά χρόνια μακριά από την ιδέα της υπηκοότητας τους, στάθηκαν πολύ επιφυλακτικές απέναντί της. Ιστορικά, τον 19ο αιώνα οι γυναίκες είχαν περιοριστεί στην ιδιωτική σφαίρα και φρόντιζαν για την ανατροφή των παιδιών. Στα μέσα του 19ου αιώνα στη Μ. Βρετανία, επεκτάθηκε η πολιτική υπηκοότητα σε όλους τους άντρες, εύπορους και μη και δεν περιελάμβανε τις γυναίκες.

Τον 20ο αιώνα δεν παρατηρήθηκαν ιδιαίτερα προοδευτικές αλλαγές. Σε κάθε χώρα υπήρχε και διαφορετικό καθεστώς όσων αφορούσε την υπηκοότητα. Για παράδειγμα, στη Βρετανία, οι γυναίκες μετανάστριες εξαρτώνταν από τα δικαιώματα του άντρα και αυτό μπορεί να ίσχυε τα πρώτα χρόνια εισόδου έως και ευ’ορου ζωής. Επιπλέον, οι Βρετανίδες που παντρευότανε αλλοδαπό χάνανε την υπηκοότητά τους. Στη Γερμανία και στην Ιρλανδία τα δικαιώματα στην υπηκοότητα ποικιλούσαν ανάλογα με τις συνθήκες που υπήρχαν στην αγορά εργασίας.

Το 1985, γράφτηκε το “worlds Apart”,το πρώτο βιβλίο που επιχείρησε να αναλύσει την διαφορετική αντιμετώπιση των φύλων στο βρετανικό νόμο για ζητήματα όπως η μετανάστευση και η πολιτική υπηκοότητα. Οι συγγραφείς πίστευαν πως το βιβλίο αυτό θα αφυπνίσει τις φεμινίστριες και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες κάτι βέβαια που δεν έγινε.

Η διαρκώς αυξανόμενη μετανάστευση των γυναικών για λόγους φτώχειας, η παράνομη διακίνηση γυναικών και η καταναγκαστική πορνεία, η συγκαλυμμένη μετανάστευση γυναικών που κινδυνεύει η ζωή τους στις πατρίδες τους για λόγους αναχρονιστικούς αλλά δεν τους αναγνωρίζεται η ιδιότητα του πολιτικού πρόσφυγα αποτελούν μια μεγάλη πραγματικότητα για την σύγχρονη ιστορία της γυναίκας και της φυλετικής μετανάστευσης. Η γυναίκα μετανάστης απουσιάζει από τον δημόσιο διάλογο αν και είναι υποκείμενο με πολιτικό λόγο.

Στο τέλος της μεταπολεμικής εποχής, αυτό που έκανε έντονες τις συζητήσεις γύρω από την «εκθήλυνση» του εργατικού δυναμικού ήταν συνεχόμενη άνοδος των γυναικών στη πληρωμένη εργασία και η αντίστοιχη πτώση του αντρικού πληθυσμού. Παρ’όλα αυτά, από στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει πως οι γυναίκες εξακολουθούσαν να πληρώνονται κατά το 20% λιγότερο από τους άντρες.

Οι γυναίκες μετανάστριες συνήθως εργάζονται σε 4 τομείς. Όπως ήδη αναφέραμε, στην εσωτερική εργασία, σεξουαλική εργασία και στη παραγωγή ρούχων, καθώς και σε μικρές επιχειρήσεις. Στη Γαλλία και στην Αγγλία, καθώς οι δύο χώρες παρουσίαζαν μεγάλες ομοιότητες στη μεταναστευτική πολιτική που εφάρμοζαν, οι γυναίκες επιδίωκαν να δουλεύουν εσωτερικές προκειμένου να ξεφύγουν από την φτώχεια τους. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως τον 19ο αιώνα οι γυναίκες από την Ιρλανδία μετανάστευσαν για να εργαστούν ως εσωτερικές σε αγγλικές οικογένειες και στον 20ο αιώνα αυτό συνεχίστηκε και μάλιστα ενθαρρύνθηκε επίσημα από το κράτος. Για τις γυναίκες μετανάστριες, προβλεπότανε ειδικές άδειες εργασίας, εάν δεν προέρχονταν από τις πρώην αποικίες. Πολλές γυναίκες μετανάστευαν ανεξάρτητα από τις οικογένειες τους, ενώ άλλες , όπως αυτές από την Ινδία, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές σπάνια μετανάστευαν μόνες τους. Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80, οι γυναίκες εισέρχονταν πιο εύκολα στην Μ. Βρετανία, χωρίς άδεια εργασίας, γιατί ίσχυε ένα νέο καθεστώς, που τις θεωρούσε κινητή ιδιοκτησία του εργοδότη τους. Μια παρόμοια εικόνα επικρατούσε στην Γαλλία της εποχής εκείνης. Οι Γαλλίδες απέφευγαν την εσωτερική εργασία, ενώ το ποσοστό των ξένων που ζούσαν στη Γαλλία και απασχολούνταν στην ανειδίκευτη εργασία αυξήθηκε αισθητά την περίοδο 1962-1975. στη Γερμανία, σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενα παραδείγματα που αναφέραμε, το ποσοστό της οικογενειακής συγκέντρωσης μεγάλωνε όλο και παραπάνω. Οι γυναίκες εντάχθηκαν στο χώρο των κατασκευών ενώ μια δεκαετία αργότερα, δηλαδή τη δεκαετία του 1980 ο αριθμός αυτός μειωνότανε.

Το συνολικό ζητούμενο όμως είναι πως και σε πιο βαθμό οι γυναίκες μετανάστριες όλης της Ευρώπης βιώνανε την απώλεια εργασίας που σταδιακά ερχότανε όλο και περισσότερο στο προσκήνιο. Γενικά, η απάντηση σε αυτό το σημαντικό ερώτημα είναι πως όλες οι γυναίκες, μετανάστριες και μη, βιώνουν το άγχος της απώλειας εργασίας πολύ πιο έντονα από τον αρσενικό πληθυσμό της κάθε χώρας. Βέβαια, οι μετανάστριες ήταν αυτές που πλήττονταν πιο έντονα από την ανεργία. Ακόμη, οι γυναίκες που είχαν την υπηκοότητα του κάθε κράτους απολάμβαναν πάντα περισσότερα προνόμια από τις μετανάστριες. Δούλευαν με καλύτερες συνθήκες, σε πιο υγιεινά και κερδοφόρα επαγγέλματα και είχαν πλήρες ωράριο με κανονικό μισθό σε αντίθεση με τις μετανάστριες που πέφτανε θύματα της ανάγκης τους για εργασία. Χαρακτηριστικό είναι πως στη Γερμανία, στα χειρονακτικά επαγγέλματα που είναι ιδιαίτερα δύσκολα για τις σωματικές αντοχές μιας γυναίκας, δούλευαν κατά κύριο λόγο οι μετανάστριες. Η εικόνα αυτή φαίνεται να αλλάζει και το καθεστώς να βελτιώνεται προς τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

Ακόμη, καθυστέρηση και παλαιές νοοτροπίες όσον αφορά τις μετανάστριες φαίνεται να συναντάμε και στον εκπαιδευτικό τομέα. Οι ξένες γυναίκες λάμβαναν ελλιπή μόρφωση και σπάνια είχαν τις ευκαιρίες να προσπαθήσουν ενώ ο ρατσισμός στα σχολεία και στα κολέγια ήταν μεγάλος. Ακόμη, σπάνια τους δινότανε η ευκαιρία να ασκήσουν το επάγγελμα ή την τέχνη πάνω στην οποία είχαν ειδικευτεί και φυσικά αυτό ήταν μια πολύ καλή δικαιολογία για το ότι μένανε στην αφάνεια.

Συνέπεια όλων των παραπάνω είναι η παράνομη μετανάστευση και η παιδική εργασία. Οι άνθρωποι, αναζητούν την τύχη τους σε ένα άλλο κράτος, τρέφοντας ελπίδες για ευημερία και ανάπτυξη και το μόνο που συναντάνε είναι φτώχεια, ρατσισμό και ανεργία. Οδηγήθηκαν λοιπόν στην παράνομη μετανάστευση και με όρους άθλιους, αναγκάζονται να προσαρμοστούν για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Αυτό το συναντάμε πιο έντονα στην Νότια Ευρώπη, όπου τα συστήματα πρόληψης και πρόνοιας δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένα. Βλέπουμε λοιπόν την παιδική εκμετάλλευση, πορνεία και εργασία, το συμβιβασμό του κάθε ξένου εργαζόμενου σε εξευτελιστικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες προκειμένου να επιβιώσει και την ξεδιάντροπη νοοτροπία των ντόπιων ανθρώπων, που, προκειμένου να πλουτίσουν, ξεπερνούν κάθε όριο της ανθρώπινης βίας και κατάπτωσης.

Οι μετανάστες γενικά, και ακόμη πιο συγκεκριμένα οι γυναίκες έχουν να αντιμετωπίσουν και τον ρατσισμό, που στις περισσότερες «δημοκρατικές» χώρες έχει πολλά άγρια πρόσωπα: φυλετικό, ένγρωμος, εθνικιστικός, θρησκευτικός. Η πολιτική υπηκοότητα παραμένει το τελευταίο απόρθητο φρούριο των μεταναστών. Οι μη- πολίτες αποκτούν μια σειρά κοινωνικών δικαιωμάτων μέσω της εργασίας, της μόνιμης κατοικίας τους στη χώρα υποδοχής και της συλλογικής οργάνωσης. Αλλά ακόμη η πρόσβαση στην πολιτική είναι εξαιρετικά δύσκολη. Για ορισμένους μετανάστες, ειδικά για τους πρόσφυγες η πρόσβαση στην πολιτική ζωή της χώρας περιορίζεται καθώς υπάρχει έντονα ο φόβος της κρατικής καταστολής και των συνεπειών, που μπορεί να φτάσουν από την απέλαση έως και την δολοφονία. Για τις γυναίκες, η πολιτική συμμετοχή είναι ακόμη πιο δύσκολη.

Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει οργανωμένες προσπάθειες για να διεκδικήσουν οι γυναίκες τα δικαιώματα τους ως εργαζόμενες και μετανάστριες. Οι γυναίκες μετανάστες και έχουν συμμετάσχει στις ευρύτερες πολιτικές εκστρατείες στη χώρα προέλευσης και οργανώνουν επίσης τις οργανώσεις τους. Ο οργανισμός «Mouvement des Femmes Algeriennes pour la Democratie» (MFAD) καθιερώθηκε στο Παρίσι το 1990 σε απάντηση στην κατάσταση των γυναικών στην Αλγερία.. Το MFAD είναι ένα δίκτυο των γυναικών που επιδιώκει να προωθήσει τη δημοκρατία και στην Αλγερία και στη Γαλλία, που συνεργάζεται με τις γαλλικές και διεθνής μη κυβερνητικές οργανώσεις για να διευκολύνει την επικοινωνία με τις γυναίκες της Αλγερίας. Κάνει εκστρατείες για την ισότητα των ανδρών και των γυναικών στην Αλγερία καθώς και για την κοινωνική και ταξική αντιμετώπιση των μεταναστριών από την Αλγερία στη Γαλλία

Δεδομένου ότι η μεταναστευτική πολιτική διατυπώνεται όλο και περισσότερο σε επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αποδημητικές ομάδες έχουν αναπτύξει δραστηριότητες σε ευρωπαϊκό επίπεδο για να αμφισβητήσουν τις κατ' εξαίρεση επιπτώσεις της. Συγχρόνως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Κοινοβούλιο έχουν παράσχει πόρους για εκείνους που κάνουν εκστρατεία για τα αποδημητικά δικαιώματα, αν και τα κράτη μέλη έχουν προκαλέσει και έχουν περιορίσει το ρόλο της Επιτροπής στη μεταναστευτική πολιτική όπως το Κοινοβούλιο και το ευρωπαϊκό Δικαστήριο, έχει παράσχει επίσης τα φόρουμ για την πρόκληση και μερικές φορές την ανατροπή της κατ' εξαίρεση εθνικής νομοθεσίας.

Η επίσημη αντιπροσώπευση των μεταναστών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει περιοριστεί, αλλά το 1991 η ΕΕ καθιέρωσε το φόρουμ μεταναστών για να λειτουργήσει ως επίσημο κανάλι της επικοινωνίας μεταξύ των ομάδων μεταναστών και των ευρωπαϊκών οργάνων .Το φόρουμ έχει κάνει εκστρατεία για τα αποδημητικά δικαιώματα στο ευρωπαϊκό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην ελεύθερη μετακίνηση εντός της ΕΕ για τους υπηκόους τρίτων χωρών. Λίγες οργανώσεις των γυναικών αντιπροσωπεύονται μέσω του φόρουμ και ακόμα λιγότερες γυναίκες συμμετέχουν ως αντιπρόσωποι.

Το λόμπι των Ευρωπαίων γυναικών καθιερώθηκε το 1990 για να αντιπροσωπεύσει τα ενδιαφέροντα των γυναικών για την Επιτροπή και το Κοινοβούλιο. Κάθε κράτος μέλος έχει τέσσερις εθνικούς εκπροσώπους αλλά η βάση στην οποία επιλέγονται δεν διευκρινίζεται. Το λόμπι των Ευρωπαίων γυναικών είναι σε γενικές γραμμές ανθεκτικό στα ζητήματα του ρατσισμού . Προκειμένου να διευκολυνθεί πρόσβαση στις ομάδες λόμπι των κυρίαρχων γυναικών, ένα ευρωπαϊκό δίκτυο των μαύρων γυναικών προωθήθηκε το 1993. Ενεργεί ως ανεξάρτητη ομάδα πίεσης των πολιτικών κομμάτων και προσπαθεί να ενσωματώσει και να εξετάσει τα προβλήματα που προκύπτουν από όλες τις μαύρες γυναίκες, ανεξάρτητα από την υπηκοότητα.

Ενώ οι αποδημητικές ομάδες έχουν διατηρήσει την ανεξαρτησία τους από τα πολιτικά κόμματα, μερικά συμβαλλόμενα μέρη τους έχουν δώσει την υποστήριξη. Ο βαθμός στον οποίο οι γυναίκες μετανάστες έχουν χρησιμοποιήσει το ευρωπαϊκό πολιτικό διάστημα για να αντιπροσωπεύσουν τα ενδιαφέροντά τους εξαρτάται από το πλαίσιο της υπηκοότητας μέσα στο οποίο λειτουργούν, από την ιστορία μετανάστευσής τους, από τα είδη ενώσεων που διαμορφώνουν στη χώρα μετανάστευσης τους , τη τεχνογνωσία και τους πόρους που είναι σε θέση να μοιραστούν. Σε κάθε χώρα αναπτύσσονται ξεχωριστά αρκετά φόρουμ, ικανά και αρκετά δραστήρια για να ασκήσουν επιρροή στην Ε.Ε. σε κάθε χώρα αναπτύσσονται διαφορετικά φόρουμ, αρκετά ικανά για να ασκήσουν πίεση στην Ευρωπαική Ενωσησσσ Η Επιτροπή των γυναικών από τις Φιλλιπίνες, που εδρεύει στη Ρώμη, είχε κάποια πρόσβαση στα κεφάλαια της ΕΕ και είναι ένας από τον επιτυχέστερους των ομάδων των γυναικών μεταναστών που αναπτύσσουν δραστηριότητες στο επίπεδο της ΕΕ.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει παράσχει μια μοναδική ευκαιρία για τις οργανώσεις των γυναικών, αν και αυτές οι ευκαιρίες μέχρι τώρα δεν έχουν χρησιμοποιηθεί αρκετά, είτε από τις γυναίκες μετανάστες είτε τις ομάδες των γυναικών γενικότερα. Διάφορες Πανευρωπαϊκές οργανώσεις των γυναικών μεταναστών έχουν προκύψει έξω από τις δομές της ΕΕ. Αυτοί χρησιμοποιούν συχνά τη χώρα προέλευσης ως βάση για την είσοδο. Ένα παράδειγμα είναι οι γυναίκες μετανάστριες της Ευρώπης από την Τουρκία. Οι γυναίκες της νότιας Σαχάρας είναι επίσης ιδιαίτερα ενεργές σε διάφορα όργανα στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Μια άλλη επιτυχής οργάνωση είναι η «Babaylan», το δίκτυο των γυναικών από τις Φιλλιπίνες στην Ευρώπη, που ονομάζεται έτσι από μια ιέρεια που κρατούσε μια υψηλή θέση στην φιλιππινέζικη κοινωνία πριν την Ισπανική αποικία. Η πρώτη διάσκεψη των γυναικών από τις Φιλλιπίνες στην Ευρώπη έγινε τον Σεπτέμβριο του 1992 και συγκέντρωσε 68 γυναίκες από τις οργανώσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη για να συζητήσει τα προβλήματα των ανισοτήτων κατηγορίας, φυλών και φύλου και στον εργασιακό χώρο και στο σπίτι.Η οργάνωση στοχεύει να εξουσιοδοτήσει τις γυναίκες να εκστρατεύσουν για τα ζητήματα που έχουν επιπτώσεις στις ζωές τους στην Ευρώπη και στις Φιλιππίνες και μέσω της κατάρτισης, της εκπαίδευσης και της διανομής των πληροφοριών. Παρέχει ένα δίκτυο για να συνδέσει γυναίκες όλων των υπηκοοτήτων.

οι γυναίκες απέδειξαν πως έχουν την ικανότητα να επιβιώσουν οικονομικά και κοινωνικά μόνες τους κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες όπως η μετανάστευση. Σήμερα παρουσιάζεται συνεχώς αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, στη ειδικευμένη εργασία αλλά και στη πολιτική ζωή της Ευρώπης. Η μαζική είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας στην Ευρώπη έχει χαρακτηριστεί ως η κινητήρια δύναμη της οικονομίας. Αυτό που εν μέρει έχουν κερδίσει με τους αγώνες τους μα ακόμη υπάρχει πολύ μεγάλο περιθώριο για δράση των γυναικών, είναι ίσες ευκαιρίες στην εργασία και στην κοινωνική ζωή και να τερματίσει επιτέλους ο φυλετικός ρατσισμός που διακρίνει σχεδόν όλο τον ανδρικό πληθυσμό της Υφηλίου.

Τελειώνοντας, πρέπει να τονίσουμε για ακόμη μια φορά πως η γυναικεία μετανάστευση έχει αποσιωπηθεί και από τους ακαδημαϊκούς, και τους λογοτέχνες Αλλά κυρίως από τους πολιτικούς της Ευρώπης. Παρ’όλη αυτή την σιωπή, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 οι γυναίκες μετανάστριες έχουν καταφέρει και διαδραματίζουν τον δικό τους ρόλο στις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές δομές. Τα πολιτιστικά κέντρα που έχουν αναπτυχθεί πολλαπλασιάζονται και οι δράση των μεταναστών και ειδικότερα των γυναικών το ίδιο, και ας ελπίσουμε άμεσα πως σε λίγο καιρό δεν θα μιλάμε γι τον μετανάστη τόσο υποτιμητικά όσο και με οίκτο όπως σήμερα, αλλά θα μιλάμε για ανθρώπους με τα ίδια δικαιώματα και πολίτες όλου του κόσμου.

Βιβλιογραφία

Gender and international migration in Europe, employment welfare and politics. Eleonore Kofman, Annie Phizacklea, Parvati Raghuram and Rosemary Sales, Routledge,2000

Χρησιμοποίησα άρθρα από το κέντρο γυναικείων μελετών και ερευνών