Μετανάστριες από την Ανατολική Ευρώπη Μορφές κινητικότητας και πολιτική συγκρότηση Σε Πρώτο Πρόσωπο Links
Κεντρική σελίδα

Φύλο και Μετανάστευση

Φύλο και Μετανάστευση

Μορφές κινητικότητας και πολιτικής συγκρότησης

 

 

Μαρία Ξένια Γρηγοριάδου

Η γυναικεία μετανάστευση στις ΗΠΑ.

Η έννοια της μετανάστευσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δημιουργία των εθνικών κρατών. Η αλλαγή αυτή στη μορφή επικράτειας συντελείται κατά τον 19ο αιώνα, τότε γίνεται αντιληπτή και η αίσθηση του συνόρου. Το πρώτο μεταναστευτικό κίνημα ξεκίνησε λοιπόν από τις αρχές του 19ου αιώνα. Μόλις μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συγκροτείται αυτό που ονομάζεται μετανάστης με τον οικονομικό και πολιτικό όρο. Σε αυτό το σημείο πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός μεταξύ εσωτερικής μετανάστευσης και εκείνης εκτός των συνόρων του κράτους. Για τη δεύτερη κατηγορία γίνεται όμως λόγος. Οι αιτίες που οδηγούν κάποιο άτομο στην μετανάστευση μπορεί να είναι οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές ή συναισθηματικές. Ένα είναι πάντως το μόνο σίγουρο, ότι τέτοιου είδους μετακινήσεις δεν αναφέρονται ποτέ στους απόλυτα φτωχούς. Αφού για να μεταναστεύσει κάποιος χρειάζεται οικονομικά μέσα, τεχνογνωσία της όλης διαδικασίας, γράμματα μεταναστών που να προσκαλούν τον συγγενή/φίλο και τα μέσα διάδοσης όπως είναι ο τύπος ή η διηγηματογραφία. Επικρατεί ένα στερεότυπο γενικώς ότι οι μετανάστες είναι αποτυχημένοι που φεύγουν από τη χώρα τους επειδή δε τα κατάφερναν. Στην πραγματικότητα ωστόσο είναι άνθρωποι με αρκετές ικανότητες, με όρεξη για δουλειά και με ικανότητες για παραπάνω εκ της μιας εργασίας, ώστε να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις αντιξοότητες της ξενιτιάς.

Μια χώρα που δέχτηκε πολλά μεταναστευτικά κινήματα κατά τη διάρκεια του 19ου και 20ου αιώνα είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής . Εκείνη την εποχή προβάλλονται ως η χώρα των μεγάλων ευκαιριών και της ταχύτατης προόδου, ένα συνεχώς αναπτυσσόμενου εμπορικού κέντρου. Η εκβιομηχάνισή της σημαίνει και την αύξηση της διαφοράς της με τις άλλες χώρες που γνώριζαν πιο αργή ή και καθόλου ανάπτυξη. Οι ΗΠΑ αποτελούσαν και αποτελούν πόλο έλξης για άτομα από όλες τις ηπείρους. Ανάλογα με την περίοδο υπάρχει και η έλευση ομάδων από διαφορετικά μέρη. Τέτοιες χώρες αποστολής είναι από την Ευρώπη η Ιρλανδία, η Πολωνία, η Γερμανία, οι σκανδιναβικές χώρες, και σε μικρότερα ποσοστά η Ιταλία, Ελλάδα κα, από Ασία κυρίως Κίνα, Ιαπωνία, Κορέα, Ινδία κα, και από Αυστραλία και Αφρική σε μικρότερα ποσοστά.

Αντικείμενο όμως μελέτης της παρούσας εργασίας είναι η γυναικεία μετανάστευση κατά τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα στις ΗΠΑ. Άλλωστε δεν πρέπει να παραληφθεί η αναφορά στη δημογραφική τάση που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια κατά την οποία όλο και περισσότερες γυναίκες μεταναστεύουν με αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού( χρήση του όρου feminization). Μέσα από τη σύγκριση των ιστοριών τριών γυναικών, δύο Ιταλίδων και μιας Ελληνίδας, που οδηγήθηκαν στην υπερατλαντική μετανάστευση θα ερευνηθούν οι λόγοι που τις ωθούν σε αυτή τους την κίνηση και πώς είναι η καινούργια τους ζωή σε ένα περιβάλλον πολύ διαφορετικό σε σχέση με αυτό των δύο ευρωπαϊκών χωρών.

Η πρώτη ιστορία παρουσιάζει τη ζωή της Τζοάννα Ντόριο μιας Αμερικανίδας ιταλικής καταγωγής που ζούσε στα ανατολικά των ΗΠΑ στη περιοχή Πίτσμπουργκ την περίοδο του μεσοπολέμου. Αρχικά γίνεται αναφορά στον τρόπο στέγασης της οικογένειάς της όπου δεν είχαν σπίτι αποκλειστικά δικό τους αλλά ένα με δεκαοχτώ δωμάτια, που το μοιράζονταν οι ίδιοι και οι οικογένειες των αδελφών του πατέρα της έχοντας ο καθένας από έξι δωμάτια. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης ο ένας βοηθούσε τον άλλο στις καθημερινές ασχολίες και στην ανατροφή των παιδιών. Η πατέρας της αφηγήτριας ήταν ο πάτερ- φαμίλιας και είχε υπό τον έλεγχό του και τις τρεις οικογένειες. Ως όμως η κλασική φιγούρα πατέρα με ιταλικές ρίζες ήταν παλαιών αρχών άνθρωπος του οποίου ο λόγος έπρεπε να εισακουστεί απ’ όλους, αντίρρηση δεν μπορούσε να του φέρει κανείς. Η Τζοάννα επειδή ήταν η μοναχοκόρη του της φερόταν υπερπροστατευτικά γιατί θεωρούσε ότι τα ήθη στην Αμερική σε σχέση με την Ιταλία ήταν πολύ χαλαρά και θεωρούσε ότι η τιμή μιας κοπέλας ήταν το σημαντικότερο προτέρημα και προορισμός της κάθε Ιταλίδας γυναίκας ήταν να παντρευτεί έναν νέο επίσης ιταλικής καταγωγής και να αποκτήσει τη δική της οικογένεια. Έτσι λοιπόν την εγγράφει σε ένα παρθεναγωγείο(γυμνάσιο- λύκειο) με πολύ αυστηρούς κανόνες. Η δουλειά ήταν υπόθεση των αρσενικών μελών, γι’ αυτό το λόγο δεν της επέτρεπε ο πατέρας της ούτε εθελοντικά να δουλέψει για το σχολείο της. Ένα άλλο περιστατικό ήταν η απαγόρευση της να παρευρεθεί στον χορό των αποφοίτων με αποτέλεσμα να αρρωστήσει. Κανένας δε μπορούσε να του φέρει αντίρρηση όποιος το έκανε θα βρισκόταν αντιμέτωπος με τους ‘πέντε μεγάλους’ που τους ονόμαζε ‘Ιερά Εξέταση’ ειρωνικά. Ακόμη και η επιθυμία της Τζοάννα να εισαχθεί σε πανεπιστήμιο με αντικείμενο την κοινωνιολογία απορρίφθηκε γιατί κάτι τέτοιο διαφθείρει τα συνετά κορίτσια. Επειδή όμως ήθελε πολύ να συνεχίσει τις σπουδές της ο πατέρας της επέτρεψε να πάει σ’ ένα κολλέγιο κοντά στο σπίτι τους, σε αντίθεση με τους αδερφούς της οι οποίοι είχαν την ελευθερία να επιλέξουν οτιδήποτε. Η διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα είναι αξιοπρόσεκτη. Οι έξοδοι της όπως και τα άτομα που την συνόδευαν ελέγχονταν από τους γονείς μέχρι και το τέλος των σπουδών της, τα ραντεβού της ήταν περιορισμένα ακόμη και μετά τα είκοσι πέντε της χρόνια. Τελικά παντρεύτηκε τον Μπόμπ ιταλικής καταγωγής προς χαρά της οικογένειας. Γενικώς πάντως από την όλη της αφήγηση προκύπτει πόσο καταπιεζόταν στην καθημερινή της ζωή και πώς δε μπορούσε να φέρει αντίρρηση στον πατέρα της, τα κατάλοιπα της πατριαρχικής οικογένειας παρόλη την παραμονή σε ένα φιλελεύθερο μέρος δεν άλλαζαν τις βαθιά ριζωμένες απόψεις των μεγάλων σε ηλικία ανθρώπων όπως του πατέρα της Τζοάννα.

Η ζωή δεν ήταν καθόλου εύκολη και για ακόμη μια μετανάστρια, την Ρόζα Κασσεττάρη(το επίθετο είναι φανταστικό το πραγματικό είναι Καβαλλέρη) η οποία ξεκίνησε το ταξίδι της στα τέλη του 19ου αιώνα, από τη νότια Ιταλία και είχε ως προορισμό το Σικάγο των ΗΠΑ. Εκεί θα συναντούσε τον σύζυγο της Σαντίνο ο οποίος δούλευε στα ορυχεία του Μισσούρι και της είχε στείλει λεφτά για να εκδώσει το εισιτήριο της. Λόγω των δυσκολιών που καλούνταν να αντιμετωπίσουν στην ξένη χώρα η Ρόζα αναγκάστηκε να αφήσει τον μικρό γιο της πίσω στην γενέτειρα της αναθέτοντας την φροντίδα του στους συγγενείς. Σε αντίθεση με τους άλλους συνταξιδιώτες της που έβλεπαν την Αμερική ως τη ‘γη της επαγγελίας’ και με την άφιξη τους θα γίνονταν πλούσιοι η Ρόζα τα έβλεπε όλα κάπως καχύποπτα και έψαχνε τρόπους να αποφύγει αυτή τη μετακίνηση. Στο πλοίο με προορισμό το λιμάνι της Νέας Υόρκης, υπήρχαν γυναίκες από πολλές χώρες της Ευρώπης όπως Γερμανία, Πολωνία, Σουηδία, και Γαλλία. Οι περισσότερες πήγαιναν για να γνωρίσουν τον μελλοντικό τους σύζυγο που δεν είχαν ξανασυναντήσει και γι’ αυτό είχαν μεγάλη αγωνία. Οι συνθήκες διαμονής τους όμως δεν ήταν καθόλου εύκολες μιας που η τρίτη θέση των επιβατών σήμαινε την συνύπαρξη πολλών ατόμων μαζί με έναν βασικό διαχωρισμό ανάμεσα σε γυναίκες και άνδρες. Δύσκολες ώρες πέρασε όμως και λόγω των αντίξοων καιρικών συνθηκών, η ομίχλη, οι καταιγίδες, οι φουρτούνες έκαναν το ταξίδι στο αμπάρι ακόμη πιο ανυπόφορο. Οι αρρώστιες, που εύκολα μπορούσαν να μεταδοθούν σε ένα τόσο κλειστό περιβάλλον όπου ο αέρας ανανεωνόταν με μεγάλη δυσκολία, ήταν μια ακόμη δοκιμασία. Προσεγγίζοντας το λιμάνι ο φόβος μπροστά στο άγνωστο ήταν ζωγραφισμένος στα πρόσωπα των γυναικών. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής η Ρόζα ήρθε κοντά με την Αιμιλία μια μετανάστρια που θα γνώριζε με την άφιξη της στη Ν. Υόρκη τον σύζυγό της. Φτάνοντας λοιπόν στη πόλη το πλοίο επικρατούσαν ανάμικτα συναισθήματα χαράς, αγωνίας και φόβου. Η φίλη της η Αιμιλία στάθηκε τυχερή, ο σύζυγός της ήταν ένας πολύ ευγενικός νέος. Η τύχη όμως της Ρόζας δεν ήταν και τόσο καλή. Τα προβλήματα της στη νέα χώρα μόλις άρχισαν, είχε άλλωστε ακόμη πολλές ώρες μέχρι να φτάσει στη πόλη που βρισκόταν ο Σαντίνο. Η ζωή της ήταν επιεικώς ανυπόφορη με έναν σύζυγο που δεν ενδιαφερόταν για την οικογένεια του, που μεθούσε και σπαταλούσε τα χρήματα αριστερά και δεξιά. Ακόμη και τα λεφτά που είχε επιστρέψει πίσω στην Ιταλία να φέρει η Ρόζα για να κάνουν μια νέα αρχή τα επένδυσε για να ανοίξει οίκο ανοχής. Αυτό ήταν και το τελευταίο που ανέχτηκε. Τον εγκατέλειψε τελικά παίρνοντας μαζί τα παιδιά της και άλλαξε περιοχή για να ζήσει με τον Τζιονίν έναν άντρα ιταλικής καταγωγής που όλη τη διάρκεια της κακομεταχείρισης της από τον Σαντίνο αυτός στάθηκε δίπλα της δίνοντας της κουράγιο και ελπίδα. Οι αντιξοότητες ήταν πολλές η αγάπη που της έδειχνε ο δεύτερος της σύντροφος, τους ένωνε αν δεν έλυσε όλα τα προβλήματα τουλάχιστον τα έκανε πιο υποφερτά. Ο Τζιονίν σε αντίθεση με τον πρώην σύζυγο της είχε μεγάλη πίστη στον Θεό και όντας καθολικός σε μερικά θέματα ήταν πολύ προσκολλημένος στην πίστη. Αυτό καθυστέρησε τον γάμο της μαζί του μιας που φοβόταν μήπως ήταν αμαρτία. Οι γέννες της δεν ήταν επίσης εύκολες αλλά όλα τα παιδιά της κατάφεραν να επιζήσουν εκτός από ένα. Μοναδική της ενασχόληση ήταν η οικογένειά της και η φροντίδα του άντρα της. δεν υποχρεώθηκε ποτέ από εκείνο να συνεισφέρει χρηματικά στο σπίτι. Έτσι κάπως κυλούσε η μετέπειτα ζωή της.

Η τρίτη κατά σειρά ιστορία αφορά τους γονείς μιας ελληνικής καταγωγής μετανάστριας δεύτερης γενιάς, της Helen Papanicolas. Εδώ θα επικεντρωθεί το ενδιαφέρον στην ιστορία της μητέρας της και πώς γνωρίστηκε με τον πατέρα της. Η Αιμιλία είναι η μητέρα της συγγραφέως η οποία ξεκίνησε το μακρινό ταξίδι προς την Αμερική σε πολύ μικρή ηλικία. Δούλευε ως οικιακή βοηθός σε ένα σπίτι ευκατάστατων Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη της Μ. Ασία, δεν ήταν όμως ευτυχισμένη και πολύ συχνά έκλαιγε παρόλο που ο κύριος και η κυρία της συμπεριφέρονταν με πολύ καλό τρόπο. Την φρόντιζαν σαν παιδί τους ακόμη και ανάγνωση και γραφή της έμαθε ο κύριός της. Επιθυμία της μεγάλη ωστόσο ήταν να φύγει από την Πόλη και να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ και δεν την εμπόδισε κανένας, την βοήθησαν επιπλέον δίνοντας της ρούχα και κάποια χρήματα για να βγάλει το πολυπόθητο εισιτήριο. Αν και αρχικά θα ταξίδευε με μια εβραϊκή οικογένεια κατά την αλλαγή του πλοίου από τον Πειραιά πήγε με μια ελληνική έχοντας χάσει ένα μέρος από τα πράγματά της. Ύστερα από πολλές δυσκολίες έφτασε στο λιμάνι της Ν. Υόρκης και από εκεί με τραίνο στο Σολτ Λέικ Σίτι, που θα έμενε ως φιλοξενούμενη με την ελληνική οικογένεια Ματθαίου. Όλα της φαίνονταν πρωτόγνωρα στο νέο αυτό μέρος ψηλά κτήρια τεράστιοι δρόμοι και σπίτια εντελώς διαφορετικά από αυτά που είχε συνηθίσει να βλέπει. Η οικογένεια Ματθαίου προσπαθούσε για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα να της βρει σύζυγο( ελληνικής καταγωγής πάντα) αλλά απέρριπτε όλους τους άντρες που της γνώριζαν. Αναγκάστηκε να αλλάξει πόλη μιας που θα ερχόταν η αδερφή της και δεν μπορούσε να συντηρεί δύο άτομα ο κ. Ματθαίου. Πήγε λοιπόν στο Ποκατέλλο όπου γνώρισε τον Γιώργο τον μετέπειτα σύζυγό της. Ένα ραντεβού ήταν αρκετό για να δεχτεί να τον παντρευτεί και να ανοίξουν μαζί σπιτικό. Ο γάμος έγινε πολύ γρήγορα και σε στενό κύκλο δεν θύμιζε καθόλου τους γάμους που γνώριζε η Αιμιλία από το χωριό και την Πόλη που κρατούσαν τρεις μέρες, εδώ ήταν όλα σύντομα και τυπικά χωρίς πολυτέλειες. Έπρεπε να αποκτήσουν σύντομα χρήματα για να μπορέσουν να κατασκευάσουν το σπίτι τους. Η Helen θυμάται να έχει αλλάξει τρία σπίτια μέχρι να αποκτήσουν το τελευταίο τους κοντά στο όρος Στιμ- Μπόουτ. Και οι δύο γονείς της παρόλο που είχαν εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες εντούτοις κατάφεραν να συνυπάρξουν μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.

Και οι τρεις περιπτώσεις γυναικών που άφησαν την πατρίδα τους αναζητώντας μια καλύτερη τύχη σε ένα καινούργιο μέρος, μοιράζονται πολλά κοινά χαρακτηριστικά αλλά διαφέρουν σε ορισμένα σημεία.

Αρχίζοντας λοιπόν από τα όμοια γνωρίσματα που τις διακρίνουν, πρέπει να αναφερθεί ο τρόπος με τον οποίο γινόταν η μετανάστευση στις αρχές του αιώνα. Μοναδικός δρόμος για ένα τέτοιο υπερατλαντικό ταξίδι είναι ο θαλάσσιος. Μεγάλα κρουαζιερόπλοια ξεκινούσαν από λιμάνια είτε της Ιταλίας (η περίπτωση της Ιταλίδας Ρόζα) είτε της Ελλάδας (η Αιμιλία από τον Πειραιά) και είχαν προορισμό την Ν. Υόρκη. Τέτοιου είδους ταξίδια είναι πολύ μεγάλα σε διάρκεια, για να φτάσουν και οι δυο τους από τη Μεσόγειο στις ΗΠΑ χρειάζονταν εβδομάδες ολόκληρες. Ταξίδευαν στη τρίτη θέση που σήμαινε ότι δεν είχαν καμπίνες η καθεμιά τους ή έναν προσωπικό χώρο ώστε να μπορούν να απομονωθούν για να ηρεμήσουν, ήταν ένας ενιαίος χώρος με κρεβάτια που τα χώριζαν αυτοσχέδια διαχωριστικά από ύφασμα. Πολλές φορές εξαιτίας της έλλειψης χώρου και του μεγάλου αριθμού επιβατών μοιράζονταν το ίδιο κρεβάτι, βέβαια οι άντρες βρίσκονταν σε ξεχωριστό μέρος. Η μετάδοση ασθενειών ήταν πολύ εύκολη όταν σε έναν χώρο υπήρχαν δεκάδες άτομα και το μέρος δεν είχε αέρα που ν’ ανανεώνεται. Πολλές φορές όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Ρόζα ήταν τόσο αποπνικτικός ο χώρος που προκαλούσε πονοκέφαλο, ζαλάδες και τάσεις για λιποθυμία από την άσχημη ατμόσφαιρα του αέρα. Μοναδική τους διέξοδος μια βόλτα στο κατάστρωμα για ν’ αλλάξουν λίγο παραστάσεις ,να ξεζαλιστούν αναπνέοντας καθαρό αέρα και να επιστρέψουν στον ασφυκτικά κλειστό χώρο της διαμονής τους.

Μια άλλη ομοιότητα που παρατηρείται ανάμεσα στις τρεις περιπτώσεις είναι ότι και όλες οδηγήθηκαν στην ξενιτιά για να προσκομίσουν χρήματα και να αποκτήσουν μια καλύτερη ζωή από αυτή που είχαν στην πατρίδα τους. Αποτελούν δηλαδή φαινόμενο οικονομικών μεταναστριών. Είναι οικονομικά αδύνατες, αλλά όχι σε εξευτελιστικό σημείο που να μην μπορέσουν να τακτοποιήσουν τις προσωπικές τους υποθέσεις, να αποκτήσουν το πολυπόθητο εισιτήριο. Και η Ελλάδα και Ιταλία αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα, ελλειπτικούς προϋπολογισμούς, κρίσεις στους τομείς της γεωργικής παραγωγής, πολλές βιοτεχνίες έκλειναν αφήνοντας ένα μεγάλο ποσοστό ανέργων. Έτσι οδηγήθηκαν πολλοί άνθρωποι και οι γυναίκες αυτές στην εύρεση κάποιας δουλειάς εκτός συνόρων στέλνοντας πίσω ένα μέρος των κερδών τους, τα γνωστά εμβάσματα για να βοηθήσουν τις οικογένειές τους, να τις ξελαφρώσουν λίγο.

Η πίστη των γυναικών αυτών στο θεό ήταν ένας τρόπος άντλησης δύναμης για να μπορέσουν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που προέκυπταν. Μπορεί οι δύο πρώτες να ήταν καθολικές ενώ η Αιμιλία ορθόδοξη αλλά η πίστη ήταν κοινό γνώρισμα για πολλούς μετανάστες που τους ένωνε σε μια χώρα που η διατήρηση των παραδόσεων δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Παρόλα αυτά, όπως αναφέρει στο βιβλίο της η Papanikolas, και τις νηστείες(Σαρακοστή) κρατούσαν εκεί οι άνθρωποι και στην εκκλησία πήγαιναν τουλάχιστον τις Κυριακές, ακόμη και την προσευχή τους κάνανε πριν από το δείπνο όταν συγκεντρώνονταν όλοι μαζί. Και η Κασσεττάρη όμως αναφέρεται στο θέμα της πίστης όταν ο δεύτερος σύζυγός της φοβήθηκε να την παντρευτεί μήπως και διέπραττε αμαρτία.

Είναι κατανοητό ότι οι γάμοι των μεταναστών ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια, συνάπτονταν με κριτήριο την καταγωγή. Οι Έλληνες επιθυμούσαν Ελληνίδες συζύγους, οι Ιταλοί Ιταλίδες και ούτω καθ’ εξής. Αισθάνονταν ότι με το να παντρευτούν ίδιας εθνικότητας σύντροφο θα είχαν μια ευτυχισμένη ζωή αφού τα ήθη και τα έθιμα θα ήταν ίδια. Με αυτό τον τρόπο οι διαφορές στον χαρακτήρα περνούσαν σε δεύτερη μοίρα, το αν ήταν ένα ζευγάρι ταιριαστό θεωρούνταν αδιάφορο. Η Τζοάννα Ντόριο για παράδειγμα πιέζονταν από τους δικούς της να βρει Ιταλό σύντροφο και μπορεί να ήταν δική της επιλογή ο Μπόμπ, αλλά μεγαλώνοντας σ’ ένα περιβάλλον που κατακλύζονταν από ιταλικής καταγωγής άντρες επόμενο ήταν να παντρευτεί και έναν όμοιό της. Η περίπτωση της Αιμιλίας ήταν παρόμοια μιας που της γνώριζαν μονάχα ελληνικής καταγωγής υποψήφιους γαμπρούς. Άλλο παράδειγμα μπορεί να είναι το γεγονός κατά το οποίο θεωρούνταν αδιανόητο από την κυρία Ματθαίου ο γιος της να έχει σχέση με Αμερικανίδα χαμηλής υπόληψης ήταν αδύνατο να το δεχτεί.

Ακόμη και τα σπίτια των μεταναστών ήταν διαμορφωμένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχουν δημιουργηθεί συνοικίες ανάλογα με την εθνικότητα των κατοίκων. Υπήρχαν σπίτια πολλών δωματίων που τα μοιράζονταν δύο και τρεις οικογένειες μαζί όπου στην κάθε οικογένεια αντιστοιχούσε ένας αριθμός δωματίων. Η Τζοάννα Ντόριο μεγάλωσε σ’ ένα τέτοιο σπίτι με τ’ αδέρφια του πατέρα της. Και οι άλλες δυο γυναίκες μοιράζονταν κατά καιρούς την κατοικία τους με άτομα που δεν γνώριζαν στο παρελθόν, αλλά εξαιτίας της απουσίας χρημάτων έπρεπε να συγκατοικήσουν τον πρώτο καιρό μέχρι να συγκεντρώσουν ένα αξιόλογο χρηματικό ποσό ώστε να μπορέσουν έπειτα να δημιουργήσουν το δικό τους σπίτι.

Η γλώσσα επίσης ήταν ένα στοιχείο που ένωνε τους μετανάστες. Δυστυχώς οι γυναίκες είχαν σημαντικές ελλείψεις από άποψη γραφής και ανάγνωσης τις μητρικής τους γλώσσας πόσο μάλλον όταν καλούνται να συνεννοηθούν σε μια άλλη αυτή των αγγλικών. Η Αιμιλία μια κοπέλα που δεν προέρχεται από οικογένεια που ευκατάστατη ώστε να μπορέσει να της προσφερθεί η ανάλογη μόρφωση, γιατί αναγκάζεται να δουλέψει από μικρή για να μειώσει το οικονομικό βάρος. Υπάρχει όμως η θέληση και μαθαίνει λίγα πράγματα από τον κύριό της στην Κωνσταντινούπολη. Η επιθυμία για γνώσεις φαίνεται και στην περίπτωση της Τζοάννα η οποία δεν επαναπαύεται με την ολοκλήρωση των σχολικών ετών, αλλά παρά τις αντιδράσεις του πατέρα της ακολουθεί και πανεπιστημιακές σπουδές και θέλει να ταξιδέψει ακόμη και στην Ισπανία για να εμπλουτίσει με ακόμα περισσότερες εμπειρίες την ζωή της. Δεν είναι από τις γυναίκες που έψαχναν τον οποιοδήποτε για να φύγουν από το σπίτι τους και να ανοίξουν ένα δικό τους, είχε θέσει στόχους στη ζωή της και τους έφερε σε πέρας. Τον σύζυγό της τον παντρεύτηκε στα τριάντα πέντε της χρόνια μετά από ώριμη σκέψη, σε αυτή την ηλικία η γυναικά ξέρει τι θέλει και αισθάνεται ολοκληρωμένη ως προσωπικότητα , παύει να είναι το κοριτσάκι που λέει ‘ναι’ στον μπαμπά και στη μαμά. Άλλωστε μια γυναικά που δεν εξαρτάται οικονομικά από το σπίτι της είναι ο καλύτερος τρόπος για να σχεδιάσει το μέλλον της όπως πραγματικά το θέλει χωρίς παρεμβολές τρίτων.

Η οικογένεια είναι το παν για κάθε μετανάστη. Οι Έλληνες και Ιταλοί όμως έχουν μια ιδιαίτερη σχέση. Θέλουν να προσφέρουν όσα μπορούν περισσότερα στα παιδιά τους. Ο θεσμός της οικογένειας είναι κάτι το ιερό. Το διαζύγιο ήταν κάτι που δεχόταν πλήθος αντιδράσεων, σχολιάζονταν και κατακρίνονταν( η Ρόζα άλλαξε ακόμη και περιοχή για να ξεφύγει όχι μόνο από το μέθυσο σύζυγο που την κακοποιούσε σωματικά και ψυχικά, αλλά και από τα κακόβουλα σχόλια του περίγυρου). Επίσης η τιμή και υπόληψη τις κοπέλας ήταν ότι πολυτιμότερο είχε, έτσι τα αδέρφια και ο πατέρας αναλάμβαναν τον προστάτη της φτάνοντας και σε ακραίες περιπτώσεις υπερπροστατευτικής συμπεριφοράς. Η Τζοάννα λοιπόν δεν έχει το δικαίωμα να βγει από το σπίτι σε ραντεβού ακόμη και μετά τα είκοσι χωρίς τη συνοδεία των αδερφών της. Έπρεπε ο συνοδός της να εγκριθεί πρώτα από τη μητέρα και τον πατέρα της, αυτοί αποφάσιζαν. Η γνωριμία δεν ήταν απαραίτητη, αρκεί να τον είχε διαλέξει ο πατέρας.

Όντας μεσογειακές χώρες και η Ελλάδα και η Ιταλία, έχουν παρόμοια ήθη, έθιμα, συνήθειες γι’ αυτό και στις ιστορίες των τριών γυναικών βλέπουμε τις ζωές τους να βαίνουν σε παράλληλες ευθείες.

Πολλές φορές εντούτοις, ενώ ήταν υπερήφανες που κατάγονταν από χώρες με ένα τόσο πλούσιο πολιτισμικό παρελθόν και με γλώσσες που αποτέλεσαν τις βάσεις της δημιουργίας των μετέπειτα γλωσσών, ήθελαν κρατάνε τη μητρική τους γλώσσα εντός του σπιτιού, αλλά όταν συναναστρέφονταν με τους γνωστούς τους από το εξωτερικό περιβάλλον δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να δείχνουν ότι δεν είναι όμοιοι με τους υπόλοιπους Αμερικανούς ότι είναι κατώτεροι. Η Τζοάννα φερ’ειπείν ένιωθε αμήχανα όταν ήταν μικρή και μπροστά στις φίλες της της μιλούσαν οι γονείς της Ιταλικά. Όπως και την κόρη της Αιμιλίας, Helen την κορόιδευαν πολλές φορές στο σχολείο οι συμμαθήτριες της για τον τρόπο που μιλά και ντύνεται. Η διατήρηση όμως των παραδόσεων τους έκανε πιο Ελληνίδες και Ιταλίδες από εκείνες που ζούσαν στον τόπο τους, είχαν αντλήσει μόνο τα καλά στοιχεία και η διαιώνιση τους ήταν το πρωτεύον επίτευγμα.

Στις γειτονιές των πόλεων που ζούσαν οι μετανάστριες, πολλές φορές ερχόντουσαν κοντά και διαφορετικής καταγωγής γυναίκες με αφορμές όπως η ανταλλαγή συνταγών μαγειρικής, η βοήθεια στην φροντίδα των παιδιών, με το να προσέχει η μια τα παιδιά της άλλης όταν υπήρχε ανάγκη. Επόμενο ήταν λοιπόν να γίνεται μια μίξη μέσα από αυτή τη καθημερινότητα των διαφόρων πολιτισμών, με αποτέλεσμα την διαμόρφωση μιας χώρας με πολυπολιτισμικό χαρακτήρα.

Εκτός λοιπόν από οικογένειες της νότιας Ευρώπης υπάρχουν και άλλες που μετανάστευσαν την ίδια περίοδο. Οι Ιρλανδοί σε πολύ μεγάλο ποσοστό βρίσκονταν στα ίδια μέρη με Έλληνες. Αυτό μας το δείχνει η σχέση που είχε αναπτύξει η Αιμιλία με μια Ιρλανδέζα γειτόνισσά της την Σάρα Κιλάρνι Ρέινολντς η οποία πολύ συχνά βοηθούσε την πρώτη δίνοντας χρήσιμες συμβουλές, όπως να βαφτίσει την μια της κόρη Τζοζεφίν, ένα όνομα που να δείχνει περισσότερο αμερικάνικο και λιγότερο ελληνικό. Απώτερος σκοπός όλων των μεταναστριών έπρεπε να είναι οι αφομοίωση των παιδιών τους από την τοπική κοινωνία. Υπήρχαν και μετανάστριες από την βόρεια και κεντρική Ευρώπη όπως τη Σουηδία, Γερμανία, Πολωνία που ωστόσο λόγω των παρόμοιων συνηθειών τους ήρθαν κοντά και αντάλλαξαν στοιχεία.

Μια άλλη μεγάλη ομάδα γυναικών μεταναστριών που στη διάρκεια του 20ου αιώνα που είχε προορισμό την Αμερική ήταν Ευρωπαίες εβραϊκής καταγωγής. Αυτό το φαινόμενο έγινε έντονο με την κυριαρχία του Χίτλερ στην Ευρώπη, με την άνοδο και εξάπλωση του ναζισμού που υποστήριζε την υπεροχή της άριας φυλής. Πολλές γυναίκες βασανιστήκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, άλλες θανατώθηκαν, ενώ άλλες είτε εκδιώχθηκαν είτε κατάφεραν να ξεφύγουν από τη ναζιστική μανία βρίσκοντας τις ΗΠΑ ως μοναδικό καταφύγιο την δύσκολη περίοδο του β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ανάμεσα στις χιλιάδες αυτές γυναίκες υπήρχαν και λαμπρά μυαλά της διανόησης και της επιστήμης που η ελευθερία του λόγου στη νέα χώρα τους επέτρεπε την ανάπτυξη και παρουσίαση του έργου τους.

Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης στα τέλη της δεκαετίας του ’80οι ΗΠΑ δέχονται ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Γυναίκες όλων των ηλικιών από εκείνες τις περιοχές συνέρρεαν στη χώρα των ‘μεγάλων ευκαιριών’ με στόχο να έχουν μια καλύτερη τύχη, ξεφεύγοντας από ένα καθεστώς το οποίο δεν τους επέτρεπε την ελεύθερη έκφραση και την επικοινωνία με άλλες χώρες διαφορετικού πολιτεύματος. Για να αποκτήσουν την αμερικανική υπηκοότητα, πολύ συχνά σύναπταν γάμους με Αμερικανούς πολίτες ώστε να τους επιτραπεί η διαμονή στη χώρα.

Η γυναικεία μετανάστευση προς τις ΗΠΑ δεν αφορά όμως μονάχα τον πληθυσμό της Ευρώπης, αλλά και αυτόν της Ασίας κατά ένα ποσοστό. Η Ασιατική μετανάστευση είναι ιδιαιτέρως σημαντική μιας που αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες πληθυσμιακές μετακινήσεις και διασπορές. Η Κίνα, Ιαπωνία, και Κορέα τροφοδοτούν κυρίως τις Δυτικές ακτές των ΗΠΑ(πχ Καλιφορνία) κατά τον 19ο και 20ο αιώνα. Συνήθως οι γυναίκες ακολουθούσαν τους συζύγους τους που είχαν ήδη εγκατασταθεί και βρει δουλειά στη νέα τους χώρα. Δεν ανίκανε όλες τους στις ίδιες τάξεις άλλες ήταν γυναίκες απλών εμπόρων, ψαράδων- αλιευτών, ανειδικεύτων εργατών και άλλες σύζυγοι της αποκαλούμενης ασιατικής ελίτ, ατόμων δηλαδή που απασχολούνταν στον ταχέως αναπτυσσόμενο τομέα των τεχνολογιών. Υπήρχαν βέβαια ανά καιρούς διάφορα προβλήματα για το ποιες κατηγορίες από τους μετανάστες και μετανάστριες είχαν το δικαίωμα να της υπηκοότητας(πχ οι Κινέζοι δεν το είχαν μέχρι το1943,διαμάχη Ιαπωνίας-ΗΠΑ στον β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πόλεμος στο Βιετνάμ κτλ).

Τέλος μια άλλη μερίδα γυναικών που περνάει τα σύνορα από το Μεξικό είναι οι μετανάστριες από τη λατινική Αμερική που εξαιτίας της φτώχειας των χωρών τους αναζητούν μια καλύτερη τύχη στις ΗΠΑ, εισερχόμενες ακόμη και παράνομα. Ένα μέρος των γυναικών αυτών δουλεύει ως οικιακοί βοηθοί σε διάφορα σπίτια, τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα το φαινόμενο αυτό παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις.

Συνοψίζοντας λοιπόν, η γυναικεία μετανάστευση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ένα ευρύτατο θέμα με πολλές παραμέτρους που πρέπει να διερευνηθούν για να προκύψουν έγκυρα συμπεράσματα. Αντλώντας όμως πληροφορίες από όσα ειπώθηκαν πιο πάνω οι περισσότερες γυναίκες δεν αποφάσιζαν από μόνες τους να κάνουν ένα τόσο μακρινό και δύσκολο ταξίδι. Συνήθως ακολουθούσαν τους συζύγους τους που είχαν προηγηθεί αυτών έχοντας βρει κάποια δουλειά και κάποιο μέρος για να περάσουν τα πρώτα χρόνια τους στο νέο αυτό μέρος. Άλλες χωρίς να το επιθυμούν πραγματικά στέλνονταν ως νύφες σε ομογενείς, γιατί οι σύζυγοι για τους Έλληνες π χ ήταν σημαντικό να είναι από τον τόπο τους για να έχουν γνήσιους απογόνους και για να τους φροντίζουν με τον τρόπο που μόνο μια Ελληνίδα μπορεί να φροντίσει τον άντρα και τα παιδιά της . Οι οικονομικοί λόγοι είναι αυτοί που οδηγούν τις γυναίκες αυτές στην ξενιτιά και έπειτα οι συναισθηματικοί. Από τη μια θέλουν να φύγουν από τη χώρα που δεν τους δίνονται δυνατότητες ανέλιξης από την άλλη βάζουν στόχο να δουλέψουν για λίγα χρόνια, ν’ αποκτήσουν χρήματα ώστε να βοηθήσουν τις οικογένειες που άφησαν πίσω, αλλά μετά από κάποια να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους. Ελάχιστες κατάφεραν κάτι τέτοιο οι περισσότερες έμειναν μόνιμα στην Αμερική βλέποντας τα παιδιά τους να μεγαλώνουν και συνηθίζοντας σιγά σιγά στο νέο τρόπο ζωής. Οι γυναίκες αυτές ήταν πολύ δυνατές μιας που είχαν να συντηρήσουν το σπίτι την οικογένεια και όταν υπήρχε μεγάλη ανάγκη υποαπασχολούνταν σε κάποια δουλειά. Τέτοιου είδους γυναίκες αξίζουν τον θαυμασμό όλων μας.

Βιβλιογραφία

Helen Papanikolas: Αιμιλία και Γεώργιος (βιβλιογραφία)

Άρθρο: Joanna Dorio 'Groing up between two worlds'

Άρθρο: Rosa Casettari 'From Northern Italy to Chicago,1884-1926'

Σημειώσεις μαθημάτων