Μετανάστριες από την Ανατολική Ευρώπη Μορφές κινητικότητας και πολιτική συγκρότηση Σε Πρώτο Πρόσωπο Links
Κεντρική σελίδα

Φύλο και Μετανάστευση

Φύλο και Μετανάστευση

Μορφές κινητικότητας και πολιτικής συγκρότησης

 

 

Σοφία Γιαννούλη

Η ελληνοαμερικανική λογοτεχνική παραγωγή μεταξύ 1945-1986 και οι διατυπωμένες αναφορικά με αυτήν θεωρίες.

Με το παρόν κείμενο επιχειρείται μία αδρομερής επισκόπηση των κυριοτέρων θεωριών που έχουν διατυπωθεί αναφορικά με την ελληνοαμερικανική λογοτεχνική παραγωγή της περιόδου που εκτείνεται από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1980.

Ήδη, σε αυτό το σημείο, κρίνεται αναγκαία η επισήμανση ότι επικρατεί σύγχυση ως προς το τι είδους έργα συγκροτούν τη δεδομένη κατηγορία, του ελληνοαμερικανικού μυθιστορήματος, καθώς άλλοι μελετητές - π.χ. Καλογεράς - συμπεριλαμβάνουν σε αυτό μυθιστορήματα που δεν εμπίπτουν στα είδη του μεταναστευτικού / μυθιστορήματος εθνικότητας, με το κριτήριο πως έχουν γραφτεί από ελληνοαμερικανούς, ενώ άλλοι - π.χ. Γιάνναρης - πρεσβεύουν ότι μόνον εκείνα των οποίων η θεματική έγκειται στην περιγραφή της μεταναστευτικής εμπειρίας ή των αναζητήσεων της δεύτερης ή και τρίτης γενιάς μεταναστών εμπίπτουν στο δεδομένο είδος.

Επιπλέον, το περιεχόμενο των μελετών που έχουν εκπονηθεί σε σχέση με την ελληνοαμερικανική λογοτεχνική παραγωγή καθορίζεται, όπως είναι επόμενο, από τη λογική κάθε μελετητή. Έτσι, ο Γιάνναρης ασχολείται αποκλειστικά με αγγλόγλωσσα μυθιστορήματα, ενώ ο Καρανίκας εξετάζει συγγράμματα που δεν εμπίπτουν στο είδος της λογοτεχνίας, με μοναδικό κριτήριο ότι περιγράφουν το ελληνοαμερικανικό μεταναστευτικό βίωμα.

Ειδικότερα, όσον αφορά στους επιστήμονες / καλλιτέχνες που έχουν εκπονήσει μελέτες, έχουν δημοσιεύσει άρθρα ή έχουν συμμετάσχει σε συνέδρια σχετικά με το δεδομένο ζήτημα, πρόκειται για τους ακαδημαϊκούς Βύρωνα Ραΐζη, Τσαρλς Μόσκο, Αλέξανδρο Καρανίκα, Γιώργο Καναράκη και Γιώργο Γιάνναρη, κατά μείζονα λόγο ενώ στην τρέχουσα δεκαετία οι Καλογεράς, Τζιόβας κ.α. έχουν συμβάλει στη συγγραφή του συλλογικού συγγράμματος «Σύγχρονη Ελληνική Πεζογραφία: Διεθνείς προσανατολισμοί και διασταυρώσεις». Οι δε συγγραφείς που έχουν εκφέρει λόγο δημοσίως για το έργο τους ή το ελληνοαμερικανικό μυθιστόρημα γενικότερα, είναι οι Χάρρυ Μαρκ Πετράκης, Ελίας Καζάν και Αθηνά Ντάλλα-Ντάμη, ενώ λογοτέχνες οι οποίοι επιπλέον φέρουν την ιδιότητα του επιστήμονα και έχουν αποφανθεί δημόσια για το ελληνοαμερικανικό μυθιστόρημα, συνίστανται στους Θωμά Ντούλη και Στρατή Χαβιαρά.

Οι προσπάθειες των παραπάνω συνεπικουρούνται από την - εδρεύουσα στις ΗΠΑ - Εταιρεία Νεοελληνικών Μελετών (Modern Greek Studies Association), η οποία εκδίδει, σε ετήσια βάση, το MGSA Bulletin που αναφέρεται αναλυτικά στις δραστηριότητές της.

Αναφορικά με τις κοινές παραδεκτές θεωρίες που αφορούν τόσο το ελληνοαμερικανικό όσο και το μυθιστόρημα άλλων μειονοτήτων των ΗΠΑ, συνοψίζονται στις εξής:

Διακρίνεται στις ακόλουθες κατηγορίες:

α) μεταναστευτικό, που πραγματεύεται τον τρόπο βίωσης της μεταναστευτικής εμπειρίας και, συγκεκριμένα, των πρώτων χρόνων διαβίωσης στη χώρα υποδοχής, εν προκειμένω στις ΗΠΑ, οπότε τα άτομα κινούνται μεταξύ των πόλων συναίνεσης - καταγωγής (βλ. παρακάτω θεωρία Werner Sollors), καθώς προβάλει το ερώτημα «αφομοίωση ή εσωστρέφεια;» και, συνακόλουθα, τα παρακολουθούμε, συχνότατα, να απομονώνονται κοινωνικά, με την έννοια του ότι αναζητούν ψυχολογικά ερείσματα σε τοπικιστικού χαρακτήρα οργανώσεις ή την Εκκλησία, ενώ συγχρόνως οργανώνονται συνδικαλιστικά και διεκδικούν επίμονα και συντονισμένα την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Άλλη αντίφαση που εντοπίζεται στη ζωή αυτών των πρώτης γενιάς μεταναστών, μέσα από το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος είναι η συνύπαρξη των προοπτικών επιστροφής στο γενέθλιο τόπο και ικανοποίησης προσδοκιών των γονέων, κατά μείζονα λόγο, που συνίστανται στο να πάρουν, μετά το θάνατό τους, και τους υπόλοιπους συγγενείς στη «Γη της Επαγγελίας» - φαινόμενο που επισημαίνεται σε έργο του Καζάν. Σε δεύτερο χρόνο, το συγκεκριμένο είδος μυθιστορήματος παρουσιάζει τους κεντρικούς ήρωες ως αποκατεστημένους οικονομικά ή και καταξιωμένους κοινωνικά, οπότε ανακύπτουν διαφορετικά προβλήματα, όπως η απόσταση των νοοτροπιών τους από εκείνες των απογόνων τους, ως επί το πλείστον, και

β) εθνικότητας, όπου υπάγεται, εκτός του πρώτου είδους, και οτιδήποτε άλλο πραγματεύεται ζητήματα που αφορούν την εξεταζόμενη μειονότητα στη θετή χώρα, εν προκειμένω την ελληνική στις ΗΠΑ. Και οι δύο προαναφερθείσες κατηγορίες διαχωρίζονται σαφώς από τα υπόλοιπα - λ.χ. «αστικό», «αγροτικό», «αστυνομικό», ριζοσπαστικό» - λογοτεχνικά είδη.

Αναφορικά, δε, με τη συνεισφορά της λογοτεχνικής παραγωγής των εθνικών μειονοτήτων στην εξέταση της χώρας υποδοχής, ο Werner Sollors έχει παρατηρήσει πως αυτή είναι πολύτιμη και καθίσταται εφικτή μέσα από την εξέταση της «διπλής συνείδησης» που σχηματίζουν, στο ίδιο άτομο, οι πόλοι «καταγωγή» και «συναίνεση» ανάμεσα στους οποίους αυτό κινείται κατά τα πρώτα χρόνια εγκατάστασης στη θετή χώρα.

Αναφορικά με την ένταξη σε επιμέρους κατηγορίες των διαφόρων Ελλήνων λογοτεχνών, οι περισσότερο πρόδηλοι διαχωρισμοί τους συνίστανται στους ακόλουθους:

Μια μεμονωμένη κατηγορία συνιστούν οι: Αθ. Ντάλλα-Ντάμη, Αν. Ασλάνης, Μ. Μαστρογιάννης, Ν. Γκατζογιάννης ή Γκαίητζ (Gage), Αντζ. Κατραμάδου-Πάρκερ, Στρ. Χαβιαράς και Ειρήνη Σπανίδου, καθώς εξαιτίας του ότι έχουν γεννηθεί εκτός Αμερικής, χρησιμοποιούν άψογα τόσο την ελληνική όσο και την αγγλική γλώσσα.

Το ίδιο - συγκρότηση σε ιδιαίτερη κατηγορία - ισχύει για τους εξής: Αθ. Ντάλλα-Ντάμη, Αντζ. Κατραμάδου-Πάρκερ, Ν. Μπρέλλης, Ν. Γκαίητζ και Ειρήνη Σπανίδου, καθώς προέρχονται όλοι από το χώρο της δημοσιογραφίας - κάτι που απηχεί ιδιαίτερα το έργο, κυρίως του Γκαίητζ - οι Καζάν, Μπεζερίδης και Τσαμάλης, ο οποίοι έχουν ασχοληθεί με τον κινηματογράφο - κάτι που διαφαίνεται στις αφηγηματικές τεχνικές του Καζάν, κατά κύριο λόγο - και οι Δ. Βάκα-Μπράουν, Θ. Ντούλης, Κ. Δήμα-Μπλις, Τ. Τζάρβης, Κων. Λάρδας, Θ. Σελζ και Ι. Κιζίλος, που επιπλέον φέρουν την ιδιότητα του ακαδημαϊκού / μελετητή.

Ο δε Γιάνναρης, διαχωρίζει, βάσει ειδολογικών και χρονολογικών κριτηρίων τους Ελληνοαμερικανούς μυθιστοριογράφους στις εξής ομάδες: ο Καζάν, ο Πετράκης και ο Τζάρβης συνιστούν αυτοί καθαυτοί μεμονωμένες κατηγορίες και εξετάζονται εκτενέστατα, ενώ οι υπόλοιποι άνδρες - λογοτέχνες διακρίνονται α) σε εκείνους που ασχολούνται αποκλειστικά με τον τρόπο βίωσης της μεταναστευτικής εμπειρίας από τους πρώτης γενιάς μετανάστες - Τσαμάλης, Μουντζούρης, Ασλάνης και Μαστρογιάννης β) σε εκείνους που επικεντρώνουν το ενδιαφέρον στους δεύτερης γενιάς Ελληνοαμερικανούς, τουτέστιν τους συγγραφείς μυθιστορημάτων εθνικότητας - Μπεζερίδης, Ντίλλης, Μπρέλλης, Χριστόπουλος (ή Κρίστυ), Γιάτρον και Τζωρτζ και γ) σε εκείνους που έχουν ασχοληθεί περιστασιακά με θέματα σχετικά με το φαινόμενο της μετανάστευσης - Γκατζογιάννης (ή Γκαίητζ) και Ντούλης. Αναφορικά, δε, με τη διαίρεση σε επιμέρους ομάδες των γυναικών μυθιστοριογράφων, δεν μετέρχεται κάποια τέτοια, αλλά εντούτοις υπογραμμίζει πως η Άθα και η Ντάλλα-Ντάμη είναι οι μοναδικές από τις εξεταζόμενες στο σύγγραμμα του «Οι Έλληνες μετανάστες και το ελληνοαμερικανικό μυθιστόρημα» λογοτέχνιδες που εξέδωσαν υπολογίσιμο αριθμό έργων.

Υπενθυμίζεται πως παραπάνω κατέστη σαφές πως ο Γιάνναρης δεν αναφέρθηκε παρά επιγραμματικά σε λογοτέχνες όπως ο Χαβιαράς, εξαιτίας του ότι καθενός έργου τους η θεματική δεν σχετίζεται με τη μετανάστευση ή για άλλους λόγους, και, συνεπώς, δεν τους εγγράφει σε καμία από τις προαναφερθείσες υποομάδες.

Ορισμένα «ίδια γνωρίσματα» - λ.χ. αναντιστοιχία ανάμεσα στη θεματική και τη γλώσσα της πρωτότυπης έκδοσης, υιοθέτηση ιστορικού λόγου, αναφορά σε ιστορικά γεγονότα που δεν συνδέουμε με το φαινόμενο της μετανάστευσης - που παρατηρούνται σε συγκριτικά εντυπωσιακό αριθμό έργων λογοτεχνών που υπάγονται, σαφέστατα, στην ελληνοαμερικανική εθνοτική κοινότητα καθώς και το γεγονός ότι αποσπάσματα τέτοιου είδους έργων δημοσιεύονται / μεταφράζονται σε έντυπα της «χώρας αποστολής», πιστοποιούν τη σύνδεση των προαναφερθέντων συγγραμμάτων και με τα ελληνικά - πρωτίστως πολιτιστικά και , σε δεύτερο επίπεδο, κοινωνικοπολιτικά - δρώμενα, φαινόμενο αναφορικά με το οποίο έχουν εκφερθεί απόψεις διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους.

Η περισσότερο διαδεδομένη από αυτές πρεσβεύει ότι τα δεδομένα κείμενα είναι μεταβατικά, με την έννοια ότι καταδεικνύουν μια γλωσσική αλλά όχι και θεματική υπέρβαση της χώρας καταγωγής και έχει ως κύριους εκπροσώπους της τους Tololyoun και Clifford. Ως ενδεικτικά παραδείγματα λογοτεχνικών έργων Ελληνοαμερικανών που μπορούν να υπαχθούν, βάσει της θεματικής τους τόσο στην ελληνική ή ελληνοαμερικανική όσο και στην αμερικανική ή παγκόσμια λογοτεχνική παραγωγή και, συνεπώς, ανασκευάζουν την προαναφερθείσα θεώρηση, ο Καλογεράς αναφέρει την «Ανάπαυλα» του Λώλου (1961) και το «Όταν τραγούδησαν τα δέντρα» του Χαβιαρά (1979).

Αναφέρεται, δε, αναλυτικότατα, στην περίπτωση του βιβλίου του Γκαίητζ «Ελένη» ως συνηγορούσα - όπως και εκείνη των έργων της Δήμητρας Βακά, που, ωστόσο, δεν τοποθετούνται στην εξεταζόμενη, στην παρούσα εργασία, χρονολογική περίοδο - στο ότι τα λεγόμενα μεταβατικά λογοτεχνικά έργα είναι σκόπιμο, αν όχι αναγκαίο, να συσχετίζονται με την περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα - η «Ελένη», συγκεκριμένα, αντιμετωπίστηκε ως η πιστοποίηση της «αμερικανοποίησης» των αφιχθέντων μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο στις ΗΠΑ μεταναστών που ασχολούνταν με τη λογοτεχνία, ενώ, παράλληλα, συνέβαλε στη νομιμοποίηση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ της κυβέρνησης Ρήγκαν που αφορούσε στο Ελ Σαλβαδόρ και τη Νικαράγουα - στη χώρα υποδοχής, ώστε ανακύπτει το ερώτημα κατά πόσο οι συγκεκριμένοι λογοτέχνες επιδιώκουν την επέμβασή τους στα πολιτικά δρώμενα και της χώρας αποστολής, εν προκειμένω της Ελλάδας.

Από την εξέταση των μεμονωμένων περιπτώσεων της Βακά, του Γκαίητζ αλλά και του κατά πολύ προγενέστερου Τημαγένη - του οποίου το έργο απηχεί τις πεποιθήσεις του στο ζήτημα της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους, το υπάγει στα δυτικά κράτη, εφόσον συνιστά έργο που υιοθετεί τον τρόπο γραφής των δυτικών αλλά παράλληλα, συνιστά ρήξη της γραμμικής αφήγησης της ιστορίας της λογοτεχνίας των ΗΠΑ, καθώς τις παρουσιάζει μέσα από την οπτική του μετανάστη - συνάγει το συμπέρασμα πως οι μετανάστες-λογοτέχνες εμφανίζουν την τάση επιδίωξης άσκησης επίδρασης στα πολιτικά και πολιτισμικά πράγματα τόσο της χώρας αποστολής όσο και της χώρας υποδοχής.

Αναφορικά, ειδικότερα, με την - συχνά παρατηρούμενη - ασυμβατότητα του χρόνου, της κουλτούρας και της γλώσσας της «αυθεντικής» αφήγησης με τα αντίστοιχα παραγωγής και το σχετικά περιορισμένο αριθμό κειμένων Ελληνοαμερικανών που πραγματεύονται το μεταναστευτικό βίωμα, τα αποδίδει όχι σε κάποια πρόθεση εξιδανίκευσης της χώρας προέλευσης, αλλά στην έκθεση, από πλευράς του εκάστοτε συγγραφέα, της εκτίμησής του πως τον αυτοεκτοπισμό προκαλεί ο απολεσθείς πολιτικός χρόνος, ο χρόνος, δηλαδή, εκείνος ο οποίος θα κινητοποιούσε τους μηχανισμούς εκσυγχρονισμού της γενέτειρας.

Όσον αφορά στις εκφάνσεις αυτής της θεώρησης, το φαινόμενο της απώλειας του κρίσιμου πολιτικού χρόνου έγκειται, κατά την άποψη του Χαβιαρά, όπως διαφαίνεται στο «Όταν τραγούδησαν τα δέντρα», στη μη εκμετάλλευση μιας ριζοσπαστικής, από πολιτική άποψη, ευκαιρίας, σε αντίθεση με εκείνη του Γκαίητζ που ενοχοποιεί ακριβώς την απολήγουσα στην κομμουνιστική επανάσταση ακραία πολιτικοποίηση της κοινωνίας. Τέλος, δεν λείπουν και οι περισσότερο ήπιες τοποθετήσεις όπως εκείνες της Μπρούμα («Δώδεκα όψεις του Θεού», 1977) και Σπανίδου («Το φίδι του Θεού», 1986) που, παρότι εκτιμούν πως οι μεταβολές τις οποίες επιζητούν δε δύνανται να συντελεστούν - σε πρώτη φάση, τουλάχιστον - στη χώρα καταγωγής τους, δεν ανάγουν τις «ρίζες» των κεντρικών τους ηρωίδων παρά σε εκείνες που ορίζουν η ιστορία, η μυθολογία και η γλώσσα.

Στα πλαίσια της τεκμηρίωσης των θέσεών του ο Καλογεράς παραθέτει στον επίλογο του εξετασθέντος άρθρου, απόσπασμα κειμένου του Hall, που χαρακτηρίζει λογοτέχνες όπως οι προαναφερθέντες ως «εμπροσθοφυλακή της επικείμενης αντιπροσωπευτικής όψιμης νεωτερικής εμπειρίας», έχοντες επίγνωση των μεταλλαγών που έχουν συντελεστεί στη γενέθλιά τους χώρα και της συνακόλουθης αδυναμίας επιστροφής, παρά τους ισχυρούς δεσμούς που διατηρούν με αυτόν, καθώς και της αδυναμίας απόλυτης σύνθεσης των πολιτισμών (με την παλαιά σημασία του όρου), για να τον διορθώσει ο Καλογεράς παρατηρώντας, συγκεφαλαιωτικά, πως υπάρχει δυνατότητα επιστροφής τους στο γενέθλιο τόπο, με την ιδιότητα, όμως, του αντιπροσώπου και, συνεπώς, προστάτη των συμφερόντων της μοναδικής υπερδύναμης.

Όπως κατέστη σαφές από την παραπάνω ανάλυσή τους, καμία από τις προαναφερθείσες θεωρίες δεν έχει απόλυτη ισχύ. Ιδίως τα συγγράμματα που επικαλείται ο Καλογεράς στο άρθρο του «Ζώνες επαφής και μαρτυρίες μετάβασης: οι λογοτεχνικοί κύκλοι της ελληνικής μετανάστευσης» προκειμένου να στηρίξει τη θέση του, έχουν ως χώρο εξέλιξης της δράσης τον Ελλαδικό χώρο, συνεπώς δεν αναφέρονται άμεσα, τουλάχιστον, στη μεταναστευτική εμπειρία.

Προκειμένου, λοιπόν, να καταδειχθεί η σχετικότητα της ισχύος των προαναφερθείσων προσεγγίσεων, επιβάλλεται η προσφυγή στις αδρομερείς παρουσιάσεις και έργων περιγραφικών της μεταναστευτικής εμπειρίας, οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στο σύγγραμμα του Γιάνναρη «Οι Έλληνες μετανάστες και το ελληνοαμερικανικό μυθιστόρημα», αλλά και η περισσότερο κριτική προσέγγιση ενός, τουλάχιστον, από τα μυθιστορήματα όπου αναφέρεται ο Καλογεράς και, συγκεκριμένα, του πρωτόλειου (μυθιστόρημα, διότι είχαν προηγηθεί διηγήματα) της Ειρήνης Σπανίδου «Το φίδι του Θεού» (1986).

Όπως προαναφέρθηκε, ο Γιάνναρης μελετά μεμονωμένα τους Πετράκη, Καζάν και Τζάρβη - προφανώς επειδή για μεγαλύτερο από τους υπόλοιπους χρονικό διάστημα, επιδίδονται σταθερά στη συγγραφή από αξιόλογων έως εξαίρετων μυθιστορημάτων - και αναλύει διεξοδικά όλα τα έργα τους που τοποθετεί στην κατηγορία του ελληνοαμερικανικού μυθιστορήματος.

Πρώτα αναφέρεται στον Πετράκη. Από τα εξεταζόμενα / αναφερόμενα στο σύγγραμμα του Γιάνναρη έργα του, με μία, τουλάχιστον, από τις προαναφερθείσες θεωρήσεις, μπορούν να συσχετιστούν τα ακόλουθα:

α) «Η Οδύσσεια του Κώστα Βολάκη», που εκδόθηκε το 1963 και στο οποίο εντύπωση προκαλεί η παντελής απουσία της ιστορικότητας που, προφανώς, αποσκοπεί στην εστίαση στους ήρωες, στο (παν)ανθρώπινο του φαινομένου του χάσματος των γενεών και στο γεγονός ότι το τελευταίο εκκινεί, ως επί το πλείστον, από ψυχολογικούς παραφυλετικούς παράγοντες, και, όπως κατέστη προφανές, δεν χρησιμοποιεί ιστορικό λόγο ούτε αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα, παρά περιγράφει τη μεταναστευτική εμπειρία, χωρίς, ωστόσο, να απηχεί κάποια διάθεση εξιδανίκευσης της χώρας καταγωγής

β) Το «Όνειρο βασιλιάδων», που εκδόθηκε το 1966, περιγράφει το δράμα ενός Κρητικού μετανάστη ο οποίος, πάσχοντας ο ίδιος από προγονοπληξία - χαρακτηριστική η αναλογία με το Ζορμπά του Καζαντζάκη, ότι έχει πάντα στο γραφείο του ένα κομμάτι χώμα από την Κρήτη - τρέφει την αυταπάτη πως αν καταφέρει να συγκεντρώσει το απαιτούμενο χρηματικό ποσό ώστε να ταξιδέψει με το γιο του στην Ελλάδα , ο δεύτερος θα ιαθεί από την ασθένεια που τον έχει καταβάλλει. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού - συμβόλου της φυγής από τις αμαρτίες του, αποτεφρώνεται ή το ονειρεύεται από τον σωτήριο, όπως ήλπιζε, για το γιο του ελληνικό ήλιο. Συνεπώς, πρόκειται για ένα περιγραφικό του τρόπου βίωσης της μεταναστευτικής εμπειρίας από έναν Έλληνα.

γ) Το «Στη χώρα της αυγής» (1973), που θεωρείται και το κορυφαίο έργο του, θα μπορούσε, εν μέρει, να τεκμηριώνει την άποψη του Καλογερά ότι δεν εντάσσεται αποκλειστικά στη λογοτεχνική παραγωγή της χώρας αποστολής, καθώς εκτός του μύθου των Ατρειδών παρουσιάζει αναλογίες και με τον «Άμλετ» και με το έργο του Ο’ Νηλ «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα». Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά του που, κατά βάση, προκαλούν εντύπωση και ενδιαφέρουν εδώ είναι πως, μέσω του «Γάλλου», σκιαγραφεί τον τύπο του φιλήδονου οικονομικού μεγιστάνα που αισθάνεται έντονη την ανάγκη της επανασύνδεσης με τις ρίζες του, το ότι ανάγει τις ρίζες της συνείδησης του «Άλεξ» ακριβώς στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και, συγκεκριμένα, στην πεποίθηση πως η δικαιοσύνη και η ανθρωπιά καθορίζονται από νόμους που υπερβαίνουν τις δυνάμεις του ανθρώπου και το γεγονός ότι μέσω του «παπά-Ναούμ» κάνει νύξη για την κριτική που ασκείται στους Νεοέλληνες από τους πρώτης γενιάς μετανάστες.

δ) Το «Ο Χαρτοπαίκτης» (1979) περιγράφει μεν τη ζωή του Νικ. Δάνδολου, ωστόσο αυτή συνοψίζεται στις λέξεις «τζόγος» και «υπόκοσμος» και, συνεπώς, παραλληλίζεται με άλλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας με ανάλογη θεματική, ενώ ως προς το βάθος των χαρακτήρων του συγκεκριμένου μυθιστορήματος και τον τρόπο σκιαγράφησής τους, γενικά οι Αμερικανοί κριτικοί συγκρίνουν τον Πετράκη με τον Ιταλοαμερικανό Πούζο και

ε) Ιστορικά και άλλα, μη συνδεόμενα με τη μεταναστευτική εμπειρία μυθιστορήματά του, όπως «Η ώρα της καμπάνας» (1976) όπου ο Γιάνναρης μόνον ονομαστικά αναφέρεται, δικαιώνουν, εν μέρει, τον Καλογερά.

Ο δεύτερος μυθιστοριογράφος που μελετάται είναι ο Καζάν. Εξαιτίας του γεγονότος ότι τα πρώτα τρία λογοτεχνικά έργα του - «Αμερική, Αμερική», 1962, «Ο Ανατολίτης» και «Ο Συμβιβασμός», 1967 - συνιστούν, ουσιαστικά, μια «τριλογία», δεν κρίνεται σκόπιμη η απομόνωση, στην παρούσα εργασία, του καθενός από τα συγκεκριμένα έργα, που, παρότι εξετάζουν την πορεία μιας οικογένειας Μικρασιατών για την οποία προβάλει επιτακτική η ανάγκη της μετανάστευσής τους στην Αμερική, εξαιτίας του φυλετικού μίσους των Ασιατών προς τις μειονότητες των Ελλήνων και των Αρμενίων, και των απογόνων τους, έως και την τρίτη γενιά μεταναστών, παράλληλα με τα γεγονότα που διαδραματίζονται - τουλάχιστον κατά τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης στις ΗΠΑ - στη Μ. Ασία, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως αμιγώς ιστορικά μυθιστορήματα, καθώς μετέρχονται, επίσης, πρακτικές όπως η κοινωνιολογική παρατήρηση και η ψυχολογική ανάλυση. Συνεπώς, τεκμηριώνει μόνο εν μέρει τη θεώρηση του Καλογερά περί ιστορικότητας, αλλά συγχρόνως πιστοποιεί την παρατήρηση του ιδίου πως ο λογοτέχνης επιθυμεί να εκφέρει πολιτικό λόγο, καθώς θίγει τα ζητήματα της ηθικής κατάπτωσης των επιφανών Αμερικανών κεφαλαιοκρατών, του φυλετισμού των Αγγλοσαξόνων και της αναγκαιότητας όχι μόνον της μετανάστευσης, αλλά και του ιδίου του βιομηχανικού συστήματος των ΗΠΑ (1ο, 2ο και 3ο έργο, αντίστοιχα). Η βασική διαφορά ανάμεσα στον κεντρικό ήρωα του 1ου μυθιστορήματος από εκείνον του 3ου είναι πως ενώ ο πρώτος είναι άπατρις και το μόνο «ανατολίτικο» χαρακτηριστικό που φέρει είναι η πεποίθηση και η έμφαση στην πατριαρχία, ο άλλος βρίσκει διέξοδο και επιζητά μόνον την επιστροφή στις ρίζες του, στοιχείο που εν μέρει ενισχύει τη θεώρηση του Καλογερά, από την άποψη ότι το δεδομένο σημείο παραλληλίζεται με ανάλογα του Σαρόγιαν.

Όσον αφορά στο τέταρτο λογοτεχνικό έργο του Καζάν «Πράξεις αγάπης», (1978) περιστρέφεται γύρω από τη διττότητα -πείσμα για συγκρότηση και τάση για διαλυτικότητα της ζωής- που διακρίνει τους δύο κεντρικούς, και εξίσου τραγικούς χαρακτήρες, τον μεσήλικο πρώτης γενιάς μετανάστη και τη νεαρή «προβληματική» παρολίγον νύφη του Αμερικανίδα. Ο πρώτος ομολογεί την -περιορισμένη, ωστόσο- πίστη του στο «αίμα» ως κριτήριο στο γιο του, ενώ αναμφισβήτητα πιστεύει στην πατριαρχία. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά, όπως και το γεγονός ότι σηματοδοτεί το τέλος της δραστηριότητας των Ελλήνων δυτών σφουγγαριών στη Φλόριδα, και οι ελληνικές εκφράσεις που συμπεριλαμβάνονται σε αυτό, πιστοποιούν την ελληνικότητα και αυτού του μυθιστορήματος του Καζάν.

Ο τρίτος, κατά σειρά, συγγραφέας που μελετάται είναι ο Τσαρλς Τζάρβης, του οποίου τα έργα «Ο Ζευς έχει δύο υδρίες» (1976) και «Οι Τύραννοι» (1977), επιχειρούν την ανασύνθεση του χρονικού της εισόδου των Ελληνοαμερικανών στα αμερικανικά πολιτικά δρώμενα την περίοδο αμέσως μετά την έξαρση της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης του 1929. Συνεπώς, πρόκειται τόσο για κοινωνικοπολιτικά όσο και ιστορικά έργα, που, συνακόλουθα, επιβεβαιώνουν τις απόψεις του Καλογερά περί ιστορικότητας, αλλά και επιθυμίας παρέμβασης στα δρώμενα της χώρας καταγωγής, καθώς επισημαίνει την αδιαφορία, ήδη από την περίοδο του «Διχασμού» από πλευράς της πρώτης για τους Ελληνοαμερικανούς μετανάστες. Επιπλέον, τα εμπνευσμένα επίθετα που φέρουν οι ήρωες και των δυο μυθιστορημάτων, αποτελούν τεχνική προσφιλή στο Ντίκενς, αλλά και στους αρχαίους Έλληνες, ενώ, παράλληλα και εδώ η μεταγραφή ελληνικών λέξεων / εκφράσεων, η αφιέρωση των βιβλίων σε Έλληνες, το κλείσιμο με τη λέξη «τέλος» και, ασφαλώς, η ραψωδία «Ω» της Ιλιάδας όπου παραπέμπει ο τίτλος του πρώτου, προσδίδουν και στα συγκεκριμένα έργα ιδιαίτερη ελληνικότητα.

Αναφορικά με την πρώτη ομάδα των υπόλοιπων συγγραφέων, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα εξής:

α) Όσον αφορά στον Τομ Τσαμάλη, το πρώτο μυθιστόρημά του - «Ποτέ τόσο λίγοι» (1957) εστιάζει στις πολεμικές περιπέτειες ενός στρατιώτη στη Μπούρμα, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και φέρει ελάχιστα ελληνικά στοιχεία, σε αντίθεση με το δεύτερο - «Πορεύον γυμνός στον κόσμο», 1959 - που πραγματεύεται το ζήτημα του χάσματος των γενεών, ωστόσο φέρει στοιχεία που μαρτυρούν επιδράσεις από συγγραφείς όπως οι Χέμινγουαίη, Γουλφ, Φιτζέραλντ, Τζονς και Κέρουακ.

β) Ο Χάρρυ Μουντζούρης στη «Γέφυρα» - 1972- κάνει νύξεις για το ρόλο του ελληνοαμερικανικού μυθιστορήματος στη γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στους λαούς και τις κοινωνίες της Ελλάδας και της Αμερικής.

γ) Το μυθιστόρημα του Αναστασίου Ασλάνη «Η έρημος και ο χειμώνας» συνιστά ένα αυτοβιογραφικό, πολιτικό-ιστορικό μυθιστόρημα που υπαινίσσεται πως η θετή χώρα που άλλοτε φάνταζε σαν χειμώνας, αποδεικνύεται, στα μάτια του ήρωα, έρημος, ενώ η χώρα αποστολής, με όλα τα συντηρητικά στοιχεία που επιβιώνουν και δρουν σε αυτή, εξωραΐζεται, τελικά, σε χειμώνα.

Αναφορικά με τη δεύτερη ομάδα που διακρίνει ο Γιάνναρης, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα εξής:

α) Το ανάξιο λόγου, όπως αποφαίνεται η πλειοψηφία των κριτικών, μυθιστόρημα του Μπεζερίδη «Η αγορά των κλεφτών» δεν ασχολείται ιδιαίτερα με τις μεταναστευτικές εμπειρίες των Ελληνοαμερικανών.

β) Το μυθιστόρημα του Ντίλλη «Ο καλός κλέφτης» (1959) προσιδιάζει, ως προς τον τίτλο και τη θεματική με τον «Τίμιο κλέφτη» του Ντοστογιέφσκι.

γ) Τα μυθιστορήματα των Γιάτρον «Ο παράφρων, ο εραστής και ο ποιητής» (1964) και Τζωρτζ «Ο Δήμος της 70ης οδού» (1971) είναι εμποτισμένα σε μεγάλο βαθμό από το ελληνικό στοιχείο.

Αναφορικά με τους υπαγχθέντες στην τρίτη ομάδα συγγραφείς, εκτός του ότι η ύπαρξη τέτοιων, αυτή καθ’ αυτή, πιστοποιεί τις απόψεις του Καλογερά, προς αυτές συνηγορεί και το γεγονός ότι το έργο του Θωμά Ντούλλη «Τα θηράματα της Σικελίας» που εκδόθηκε το 1969 συνιστά αλληγορία που μαρτυρά απόπειρα άρθρωσης αντιδικτατορικού λόγου.

Αναφορικά, δε, με τους μελετώμενους στο βιβλίο του Γιάνναρη μυθιστοριογράφους, κρίνεται σκόπιμο η παρούσα εργασία να περιοριστεί στα εξής:

α) Το μυθιστόρημα της Βαρδουλάκη «Χρυσός στους δρόμους» έχει ιστορικό χαρακτήρα και εντάσσεται στο είδος του «μεταναστευτικού» μυθιστορήματος ενώ παράλληλα είναι εμποτισμένο με το στοιχείο της ελληνικότητας. Ακριβώς τα ίδια στοιχεία διακρίνουν και εκείνο της Κωτσάκη «Το φτερό και το αγκάθι» (1952)

β) Το μοναδικό από τα πέντε μυθιστορήματα της Δάφνης Άθα που περιλαμβάνει Ελληνοαμερικανό μετανάστη, περιέχει νύξεις ότι εντέλει όχι απλώς αφελληνίζεται αλλά και αποανθρωποιείται, με εξαίρεση το ενδιαφέρον για τους Έλληνες φιλοσόφους που διατηρεί

γ) Η Αθηνά Ντάλλα-Ντάμη πιστοποιεί τη θεωρεία περί μη θεματικής υπέρβασης της χώρας αποστολής, καθώς έχει εκδώσει ιστορικά, κατά κύριο λόγο, μυθιστορήματα, ορμώμενη από την επιθυμία να συνεισφέρει στην ελληνική της κληρονομιά, όπως τουλάχιστον διατείνεται, παρά για να υποδηλώσει τους παράγοντες απώθησης των Ελλήνων μεταναστών, όπως πρεσβεύει ο Καλογεράς

δ) Το μυθιστόρημα της Κατραμάδου-Πάρκερ «Λυδία. Μυθιστόρημα πάθους, μίσους και αγωνίας» (1980) δικαιώνει σχεδόν όλες τις απόψεις του Καλογερά: δηλώνει τους παράγοντες απώθησης της ηρωίδας της από την Ελλάδα - οικονομικοί - και εκφέρει τις απόψεις πως η αμερικανική τηλεόραση έχει βλαπτικές επιδράσεις στην προσωπικότητα των τηλεθεατών και διακρίνεται από υποκειμενικότητα όσον αφορά στην κάλυψη πολεμικών γεγονότων - Βιετνάμ. Τέλος,

ε) το «Δύο φορές στο ίδιο ποτάμι» (1982) της Δήμα-Μπλις πραγματεύεται το δράμα πολλών δεύτερης και τρίτης γενιάς μεταναστών, του να μη γνωρίζουν τις ίδιες τους τις προσδοκίες σχετικά με τη ζωή τους.

Αναφορικά, δε, με την ανάλυση του έργου της Σπανίδου «Το φίδι του Θεού», ούτε αυτή τεκμηριώνει σε απόλυτο βαθμό καμία από τις προαναφερθείσες θεωρίες, ούτε, συνεπώς, εκείνες του Καλογερά, που το επικαλείται, αν και τείνει να επιβεβαιώσει περισσότερα σημεία της τελευταίας.

Αναλυτικότερα:

Το περισσότερο πρόδηλο γνώρισμα από όσα στοιχειοθετούν τις απόψεις του Καλογερά, είναι η αναντιστοιχία ανάμεσα α) στη θεματική και τον τόπο όπου λαμβάνουν χώρα οι περιγραφόμενες εξελίξεις και β) στον τόπο και τη γλώσσα έκδοσης του πρωτοτύπου - παρότι η δεύτερη συνιστά, σαφέστατα, μετάφραση της αυθεντικής αφήγησης.

Αναφορικά, ιδιαίτερα, με τη θεματική του εν λόγω μυθιστορήματος, παρότι δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι εκφέρεται ιστορικός λόγος, παρά γίνονται αναφορές σε ορισμένα γεγονότα - ορόσημα για τη νεοελληνική ιστορία - λ.χ. εμφύλιος πόλεμος - ο περιγραφικός λόγος που χρησιμοποιείται ευκαιριακά και μόνο, εστιάζει στον τρόπο βίωσης της μεταναστευτικής εμπειρίας και, ακόμη και στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφορά στους Αιγυπτιώτες Έλληνες, οι οποίοι διαπνέονταν από πεποιθήσεις απέχουσες σημαντική απόσταση από εκείνες της συγγραφέως, όπως αυτές διαφαίνονται στην αφήγηση της ώριμης, κυρίως, Άννας.

Αναφορικά με τα λιγότερο ευδιάκριτα γνωρίσματα α) της πρόθεσης επέμβασης στα πολιτικά δρώμενα της χώρας αποστολής ή εκφοράς αποτελεσματικού πολιτικού λόγου στη χώρα υποδοχής και β) της αναγωγής της μετανάστευσης στον απολεσθέντα πολιτικό χρόνο από το μυθιστοριογράφο, μάλλον τα φέρει και το εξεταζόμενο έργο, συμπέρασμα προς το οποίο συγκλίνει η ερμηνεία επιμέρους στοιχείων του που επιχειρείται στο παρόν κείμενο και η οποία έγκειται στα ακόλουθα:

Ο αναγνώστης παρακολουθεί, κατά βάση, μέσα από την κεντρική και διάφορες άλλες, προδρομικές ή αναδρομικές αφηγήσεις, τις σχέσεις ανάμεσα στην κεντρική ηρωίδα Άννα και τον καταπιεστικό πατέρα της και, συγκεκριμένα, τις προσπάθειές του να την σκληραγωγήσει ούτως ώστε να διαμορφωθεί, ως προσωπικότητα, σύμφωνα με το ανδρικό - και μάλιστα στρατιωτικό - πρότυπο στο οποίο τόσο πιστεύει ο ίδιος.

Σε ένα, όμως, συγκεκριμένο σημείο και, ειδικότερα, σε εγκιβωτισμένη αφήγηση του πέμπτου κεφαλαίου του μυθιστορήματος, η ώριμη, προφανώς, αφηγήτρια, επιχειρεί να ερμηνεύσει τις αξίες, τις πεποιθήσεις και, γενικώς τη στάση ζωής του πατέρα της, η οποία βρίσκεται σε αντίθεση με εκείνη της αδελφής του Εκάβης, βάσει της αντιμετώπισής τους από τον πατέρα τους πριν και μετά το θάνατο της μητέρας τους.

Συγκεκριμένα:

Ο Στέφανος - πατέρας της Άννας - ενώ ως τότε συγκέντρωνε πάνω του αρκετή από την προσοχή και τη φροντίδα των γονιών του, μετά το συμβάν του θανάτου της μητέρας του, απωθήθηκε από τον πατέρα του, εξαιτίας της προβολής της αγάπης που αισθανόταν ο δεύτερος για την εκλιπούσα στις κόρες του, και, επιπλέον, επιφορτίστηκε με το καθήκον της οικονομικής συνεισφοράς στη συντήρηση των αδελφών του, κατεύθυνση προς την οποία, προφανώς, επέλεξε να ακολουθήσει, αργότερα, και το επάγγελμα του στρατιωτικού.

Πρόκειται, δηλαδή, για ένα ατελώς κοινωνικοποιημένο άτομο, το οποίο είτε υιοθετώντας ορισμένες από τις - ετερόκλητες, στο σύνολό τους - πεποιθήσεις του, επιχείρησε να εκλογικεύσει την τροπή που προσέλαβε η ζωή του, είτε, εξαιτίας, ακριβώς, της έκβασης της ζωής του, διέθετε ικανά μέσα προκειμένου να εκλογικεύσει τις καταπιεστικές - έως αντιδραστικές, κατά περίπτωση - τάσεις του, τη μεταλλαγή, εν ολίγοις, της προσωπικότητάς του.

Συγκεκριμένα, αναφερόμενη στην ιδιοσυγκρασία του, τόσο η ώριμη αφηγήτρια (5ο κεφάλαιο, εγκιβωτισμένη αφήγηση, σελ 184) όσο και η αφηγήτρια - παιδί - (5ο κεφάλαιο, σελ 178), τον χαρακτηρίζει «κακό». Μάλιστα, η εκτίμηση της ώριμης αφηγήτριας του 1ου κεφαλαίου (σελ 33) ότι δεν την είχε αγαπήσει ποτέ παρά ως δυνητική επανέκδοση του εαυτού του, μπορεί να παραλληλιστεί και με τη διαπίστωση της αφηγήτριας-παιδιού του 5ου κεφαλαίου (σελ 178) πως τα βασανιστήρια όπου ο πατέρας της υπέβαλε το - θηλυκού γένους - σκυλί τους ήταν παράλογα, εφόσον δεν αγαπούσε ούτε εκείνο, ενώ στην ακριβώς επόμενη σελίδα - 179 - η Άννα-παιδί εμφανίζεται καχύποπτη απέναντι και στο ζήτημα - ύπαρξης και γενικότερα - του Θεού, τον οποίο επίσης παραλληλίζει με τον πατέρα της, αποκαλώντας τον κακό εξαιτίας της δυναστικότητάς του - κατηγορία που άνετα μπορεί κανείς να προσάψει στο Στέφανο.

Διαμετρικά αντίθετη εξέλιξη είχε η ζωή της αδελφής του, Εκάβης, που υπήρξε ανέκαθεν περιθωριοποιημένη από τα υπόλοιπα αδέλφια της, ως ετεροθαλής και, επομένως, ήταν παραμελημένη ούτως ή άλλως, με απότοκο την εξέλιξή της επίσης σε δύσπιστη ενήλικη, διαφοροποιούμενη, όμως, από το Στέφανο στο σημείο των προσωπικών σχέσεων, καθώς ήταν περισσότερο επαναστατημένη, αλλά και πεσιμίστρια συγχρόνως.

Άλλη έννοια που επαναλαμβάνεται στο μυθιστόρημα, είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνεται τόσο ο πατέρας όσο και τα άτομα, γενικώς, ανάλογα με το φύλο τους, την ντροπή και την υπερηφάνεια, ενώ γύρω από υπαρξιακούς και μεταφυσικούς προβληματισμούς περιστρέφονται οι εξελίξεις σε αρκετά σημεία, επίσης για να καταδείξουν τόσο τα κοινά σημεία όσο και την απόσταση που χώριζε την κοσμοθεωρία και τις ψυχικές ανάγκες του πατέρα της από δικές της, τουλάχιστον ως παιδί.

Αναφορικά με το δίπολο ντροπή - υπερηφάνεια, ενώ η ανατροφή της ως παιδιού αποσκοπεί στην εμφύσηση του θαυμασμού και της απόλυτης εμπιστοσύνης προς τους στρατιώτες - λ.χ. 1ο κεφάλαιο, σελ.19, 26 και τελευταίο κεφάλαιο, σελ. 279 - όταν ως έφηβη, πλέον, καθίσταται παρολίγον θύμα βιασμού από φερόμενο ως στρατιώτη του πατέρα της - 6ο κεφάλαιο, σελ. 203 - αντιμετωπίζει την παράλογη και ασυγκράτητη οργή του πατέρα της, όντας, μάλιστα, αδύναμη ακόμη και να αρθρώσει λέξη, ενώ, δηλαδή, ο Στέφανος διαπίστωνε εξ ιδίας πείρας αυτό που - καταχρηστικά, βέβαια - ο θείος του ονομάτισε «αναξιότητα του ανδρικού φύλου» (5ο κεφάλαιο, σελ. 159), δεν δείχνει να αισθάνεται υπαίτιος για τον κίνδυνο που διέτρεξε η κόρη του, παρά, απεναντίας, ενοχοποιεί την ίδια, αντίδραση που θα μπορούσε να παραλληλιστεί με την αντίδραση - επιφανειακά αποστροφή, κατά βάθος συστολή - των περισσότερων εραστών της στην ερώτηση που συνήθιζε να τους κάνει μετά την ερωτική πράξη (κεφάλαιο 6, σελ. 205-206) αλλά, ωστόσο, ο παρελθοντικός χρόνος - «σκεφτόμουνα» - που χρησιμοποιεί η ώριμη αφηγήτρια στο συγκεκριμένο σημείο, δηλώνει πως αναγνωρίζει ότι είχε επηρεαστεί από το φαρισαϊσμό που πρέσβευε ο πατέρας της - άλλωστε, αποκαλύπτει πως ακόμη και το ίδιο διάστημα διατηρούσε την ελπίδα πως κάπου υφίστατο ο τύπος του μη-θρασύδειλου, του πραγματικά υπερήφανου, δηλαδή, άνδρα.

Υπήρξε, επομένως η Άννα, μια «εξεγερμένη» - κατ’ αναλογία με την επίσης στερημένη από αγάπη, θεία της και, ακόμη περισσότερο, τη μητέρα της που ως παιδί απολάμβανε της στοργής και του σεβασμού της οικογένειάς της, σε αντίθεση με το διάστημα αφότου παντρεύτηκε το Στέφανο - νέα γυναίκα που, ενδεχομένως, στα πλαίσια της αναζήτησης, ακριβώς, του μη-θρασύδειλου άνδρα και, γενικώς, της «επανάστασής» της, να επιχείρησε να απομακρυνθεί από το περιβάλλον όπου μεγάλωσε, προκειμένου να ζήσει και να λάβει τις κρίσιμες αποφάσεις για τη ζωή της ανεπηρέαστη.

Σε μια τέτοια περίπτωση, η οπτική της Σπανίδου ταυτίζεται με εκείνη της Μπρούμα στο σημείο ότι αν κάπου καταστεί δυνατή η σεξουαλική επανάσταση, αυτός ο χώρος είναι, εκείνος της Βόρειας Αμερικής.

Η μετριοπάθεια της συγκεκριμένης θεώρησης στο ότι η συγγραφέας δεν είναι δυσαρεστημένη παρά με την κοινωνική κατάσταση της δεδομένης χρονικής στιγμής, της οποίας τα αίτια, άλλωστε, είναι σε θέση να εντοπίσει και να κατανοήσει, ούτως ώστε να μην απαρνείται τις ρίζες της και την καταγωγή της γενικώς, αλλά συγκεκριμένες θεωρήσεις που γνωρίζουν ιδιαίτερη απήχηση την εν λόγω περίοδο και οι οποίες καθορίζουν την έκβαση της ζωής της - η συνθετότητα και τα ετερόκλητα στοιχεία των χαρακτήρων (λ.χ. πίστη στο θεσμό του στρατού αλλά όχι και στην ύπαρξη θεού) και οι διαμετρικά (Στέφανος-Εκάβη) ή εν μέρει αντίθετες αντιλήψεις ατόμων που προέρχονται από την ίδια μητέρα ή, γενικώς, οικογένεια, καταδεικνύουν την πρόθεση της συγγραφέα να αποτυπώσει την επικρατούσα στη δεδομένη κοινωνία κατάσταση με ακρίβεια, αντί του να αποδώσει έμφαση σε συγκεκριμένα στοιχεία, και, συνεπώς, συγκλίνει προς το παραπάνω συμπέρασμα.

Σε ένα δεύτερο, επομένως, επίπεδο, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει τη συνθετότητα και τις διαφοροποιήσεις των χαρακτήρων ως συμβολισμό των πολιτικών παθών, που λειτουργούσαν, ενδεχομένως, ως παράγοντας απώθησης ορισμένων ατόμων και προσέλευσής τους από κοινωνίες στις οποίες παρότι μαίνονταν παρόμοια, φάνταζε απίθανη η απόληξή τους σε δραματικά γεγονότα ή σε τροχοπέδη για την εκπλήρωση των επιθυμιών των ατόμων.

Στο βαθμό που ισχύει κάτι τέτοιο, η Σπανίδου - που, σημειωτέον, αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα της επιτυχημένης Ελληνοαμερικανίδας λογοτέχνιδας και δημοσιογράφου - αποδίδει την ελληνοαμερικανική μετανάστευση κατά την μεταπολεμική περίοδο σε έναν απολεσθέντα πολιτικό χρόνο, πιθανώς στη συντήρηση και τον υποδαυλισμό των παθών σε βαθμό τέτοιο ώστε εντυπωσιακά μεγάλο τμήμα του πληθυσμού αγκιστρωνόταν από διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους ιδεολογίες, καθιστώντας, έτσι, επιτακτική την πολιτική τοποθέτηση και των πολιτών που πιθανόν να διέκριναν ότι, κατά κανόνα, οι ιδεολογίες λειτουργούν στην πολιτική ως επίφαση, νομιμοποιητικά και, συνεπώς, διαπίστωναν πως «ταιριάζουν» περισσότερο, σε μια κοινωνία η οποία έτεινε να είναι περισσότερο ανεκτική απέναντι στο άτομο που απαξιεί για τα πολιτικά δρώμενα.

Μια τέτοια μορφή θα προσλάμβανε, ασφαλώς, και η ελληνική κοινωνία, αλλά σαφώς αργότερα, διάστημα που ενδεχομένως να αποδεικνύουν κρίσιμο για τη ζωή πολλών εκ των συγκεκριμένων ατόμων.

Θα μπορούσε, συνεπώς, να υποθέσει κανείς πως η υπογράμμιση από την ώριμη αφηγήτρια του γεγονότος ότι ανάγει τις ρίζες της στη γενέθλιά της χώρα (τελευταίο κεφάλαιο, σελ. 279) καθώς και η συνθετότητα της κοινωνίας όπου τοποθετείται η αφηγήτρια-παιδί, δηλώνει την πρόθεση της Σπανίδου να παρέμβει αναφορικά με κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα στη χώρα καταγωγής της και, συγκεκριμένα, στην αποσόβηση πολιτικών λαθών που ενδεχομένως να στερούνταν νοήματος.

Αναφορικά με το κατά πόσο παρεμβαίνει με την ιδιότητα του «εκπροσώπου της μοναδικής υπερδύναμης» που αποδίδει / καταλογίζει ο Καλογεράς στο σύνολο των νεώτερων Ελληνοαμερικανών λογοτεχνών, η υποφαινόμενη εκτιμά πως κάτι τέτοιο ισχύει στο βαθμό και με την έννοια που ισχύει και για τη Μπρούμα ή, παλαιότερα, τη Βαρδουλάκη, ενδεχομένως, δηλαδή, η εκφορά μετριοπαθούς - Σπανίδου - καταγγελτικού - Βαρδουλάκη - ή προοδευτικού - Μπρούμα - λόγου, να προβάλλει την ανεκτικότητα των ΗΠΑ προς τη διατύπωση οποιασδήποτε άποψης από οποιονδήποτε και, συνεπώς, την πολυπολιτισμικότητα, έστω και με κάποια όρια, προκειμένου να αμβλύνει την εντύπωση της απόλυτα συντηρητικής κοινωνίας. Τα πολιτισμικά, δηλαδή, και εν γένει τα κοινωνικά δρώμενα που λαμβάνουν χώρα στη δεδομένη υπερδύναμη, μετριάζουν την αρνητική εικόνα που σχηματίζει ένας Ευρωπαίος , λ.χ., βασιζόμενος στην πολιτική - ιδίως την εξωτερική - του συγκεκριμένου κράτους, για την εκάστοτε κυβέρνησή του.

Μια πεποίθηση, αντιθέτως, που ενισχύει το «Φίδι του Θεού», είναι η αποστασιοποίηση των γυναικών από τα πολιτικά δρώμενα, καθώς και η πρακτικότητά τους - που διαφαίνεται στο πρόσωπο τόσο της Αιμιλίας (μητέρα της κεντρικής ηρωίδας) όσο και της ώριμης Άννας. Ισχυροποιείται, δηλαδή, ένα στερεότυπο έμφυλων ιδιοτήτων ή τάσεων - μετριοπάθεια, συγκαταβατικότητα.

Συγκεφαλαιωτικά, δεν μπορεί να αποφανθεί κανείς με ασφάλεια για το σύνολο των έργων που εμπίπτουν, έστω δυνητικά - καθότι επικρατεί διχογνωμία ως προς το σε τί συνίσταται αυτή - στην ελληνοαμερικανική λογοτεχνία. Αυτό διασαφηνίζεται σε περιπτώσεις έργων που φέρουν γνωρίσματα περισσότερων από μίας προσεγγίσεις - λ.χ. «Τριλογία» Καζάν. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, η μελέτη του ελληνοαμερικανικού, όπως και κάθε μυθιστορήματος μειονότητας, αποκαλύπτει πτυχές που αφορούν τόσο στο φαινόμενο της μετανάστευσης όσο και στις εκάστοτε χώρες αποστολής και υποδοχής, πολύτιμες για την έρευνα τόσο των ανθρωπιστικών όσο και των κοινωνικών επιστημών.