Μετανάστριες από την Ανατολική Ευρώπη Μορφές κινητικότητας και πολιτική συγκρότηση Σε Πρώτο Πρόσωπο Links
Κεντρική σελίδα

Φύλο και Μετανάστευση

Φύλο και Μετανάστευση

Μορφές κινητικότητας και πολιτικής συγκρότησης

 

 

Βασίλης Βλαχάκης

Ο αιγυπτιακός ελληνισμός στον 19ο και 20ο αιώνα. Η περίπτωση των Πηλιορειτών.

Εισαγωγή: Η μετανάστευση στη σύγχρονη ελληνική ιστορία

Η μετανάστευση, ως πολυεπίπεδο φαινόμενο, κατείχε ανέκαθεν μία ιδιαίτερη θέση στην γενικότερη ιστορική διαδρομή της Ελλάδας. Με βάση τα στοιχεία, που είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, αλλά και να επιβεβαιώσουμε, ένα αρκετά μεγάλο πληθυσμιακό κομμάτι του Ελληνισμού βρισκόταν και βρίσκεται πέρα από τα όρια του ελλαδικού χώρου, όπως αυτός σταδιακά διαμορφώθηκε.

Απ’ ό,τι γίνεται αντιληπτό, η χρονική περίοδος, που στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μας απασχολήσει, είναι αυτή του 19ου και 20ου αιώνα, από την συγκρότηση δηλαδή του ελληνικού κράτους και έπειτα. Στους δύο αυτούς αιώνες εντάσσονται οι δύο τελευταίες από τις τρεις, στο σύνολο, κύριες μεταναστευτικές περίοδοι, που σημάδεψαν τη χώρα αυτή. Η πρώτη αφορά τα 400 χρόνια της Τουρκοκρατίας και ασφαλώς δεν έχει άμεσα να κάνει με την νεοελληνική μεταναστευτική δραστηριότητα, η οποία και είχε μαζικότερο χαρακτήρα άλλωστε. Θα γίνει αρχικά μία προσπάθεια να σκιαγραφηθεί τ’ όλο αυτό ιστορικό πλαίσιο, τ’ οποίο και θα μας καταδείξει ορισμένες βασικές πτυχές, που ώθησαν, εν τέλει και στην έξαρση των μεταναστευτικών ρευμάτων από την Ελλάδα προς το εξωτερικό.

Λόγω, λοιπόν, των διαφόρων πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων, αρκετοί ήταν εκείνοι οι Ελληνες, οι οποίοι στράφηκαν στην λύση και στις προοπτικές, για μια καλύτερη ζωή, που πρόσφερε ή υποσχόταν η ξενιτιά. Όσο αφορά τους πολιτικούς λόγους της ευρύτερης αυτης περιόδου, οι κυριότεροι είχαν να κάνουν με την έλλειψη σιγουριάς και ασφάλειας των πολιτών. Η Ελλάδα, μετά την απελευθέρωσή της, προσπαθούσε συνεχώς να διευρύνει τα σύνορά της και αυτό την οδηγούσε μοιραία σε πολεμικές συγκρούσεις, είτε με τους άλλωτε ΄΄δυνάστες’’ της (Τούρκους), είτε, αργότερα, με τα νεoσύστατα γειτονικά της κράτη, ως βαλκανικές δυνάμεις πλέον (Βούλγαροι και Σλάβοι). Αυτά τα έθνη, ωθούμενα ως ένα μεγάλο βαθμό από την έξαρση των επιμέρους εθνικισμών, αλλά και από την απορρέουσα μεγαλοιδεαστική τους τάση προς γιγάντωση (όπως π.χ. η ελληνική Μεγάλη Ιδέα, που προυπέθετε την απελευθέρωση του αλύτρωτου ελληνισμού ή η αντίστοιχη της ΄΄Μεγάλης Βουλγαρίας’’), εμπλέκονταν διαρκώς σε πολέμους τοπικού (Βαλκανικοί, Μικρασιατική) ή παγκοσμίου χαρακτήρα. Θα πρέπει, σ’ αυτό το σημείο, να υπενθυμιστεί, ότι το 1881 προσαρτήθηκε στην ελληνική επικράτεια η Θεσσαλία, με την ιδιαίτερα σημαντική, για την οικονομία της χώρας, γεωργική παραγωγή της και , ότι μετά το τέλος των Βαλκανικών, αλλά και του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, η Μακεδονία, η Ήπειρος και η Θράκη.

Αυτή η πολεμική ατμόσφαιρα ήταν φυσικό να έχει αντίκτυπο και στην οικονομική ζωή των εμπλεκομένων πλευρών. Οι χώρες της περιοχής από την μία προσπαθούσαν να συγκροτήσουν μία αναλογικά εύρωστη οικονομία, ευρωπαικών προτύπων και από την άλλη δαπανούσαν τεράστια, βάσει των δυνατοτήτων τους, χρηματικά και όχι μόνο ποσά, για τις επεκτατικές τους ανάγκες. Η Ελλάδα, αν και σε κάπως καλύτερη κατάσταση και παρα την χρεωκοπία της επι Τρικούπη, ήταν αναγκασμένη, εκ των πραγμάτων, ν’ ακολουθήσει. Παράλληλα, το γεγονός της ΄΄σταφιδικής κρίσης’’, στις αρχές του 20ου αιώνα, έπληξε περαιτέρω την οικονομία της, αποτελώντας άλλωστε και έναν από τους πλέον σημαντικούς λόγους, που ώθησαν τους Έλληνες προς το εξωτερικό και στην εκεί αναζήτηση των καλύτερων συνθηκών διαβίωσης.

Όλα τα παραπάνω σχετίζονται φυσικά με την δεύτερη μεταναστευτική περίοδο, της οποίας η αρχή εντοπίζεται στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, με την ίδρυση του ελληνικού κράτους ως βασιλείου και το τέλος, συμβατικά, τοποθετείται λίγα χρόνια πριν την κύρηξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά την διάρκεια αυτού του, περίπου, αιώνα οι μετακινήσεις παρουσιάζουν πλέον ορισμένες ιδιαιτερότητες και σαφώς διαχωρίζονται από τις όποιες προγενέστερες, οι οποίες και εντάσσονται στην πρώτη περίοδο. Οι χώρες υποδοχής πια είναι περισσότερες και πέρα από τις ούτως ή άλλως ΄΄παραδοσιακές ’’ της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, δεσπόζουν ως επιλογές και άλλες, που δεν ανήκουν στα όρια αυτής. Έτσι, οι σημαντικότερες και οι πλέον πολυάριθμες αποστολές έχουν ως προορισμό τους τον, λεγόμενο, Νέο Κόσμο και ειδικότερα τις Η.Π.Α. Επιπλέον, οι διάφορες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, η νότια Ρωσία και η Υπερκαυκασία αποτελούν τους νέους πόλους έλξης για τους Έλληνες μετανάστες (Ι. Κ. Χασιώτης, Επισκόπηση της ιστορίας της νεοελληνική Διασπορας, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 38).

Σ’ αυτήν την περίοδο εντάσσονται άλλωστε και οι μαζικότερες μετακινήσεις ημετέρων πληθυσμών προς την Αίγυπτο, η οποία αποτελούσε ταυτόχρονα και την πρώτη μη ευρωπαική χώρα, που δέχτηκε Έλληνες (Ευθύμιος Θ. Σουλογιάννης, Η θέση των Ελλήνων στην Αίγυπτο, Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αθηναίων, Αθήνα 1999, σελ. 17). Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί το γεγονός ότι η παρουσία του ελληνικού, τουλάχιστον, στοιχείου στην χώρα αυτή δεν ήταν κάτι το καινούργιο. Η Αλεξάνδρεια, ως πόλη και ως ένα από τα κέντρα του ελληνισμού, ανέκαθεν σχετίζονταν, άμεσα ή έμμεσα, μ’ αυτόν. Έτσι, βάσει ορισμένων σποραδικών μαρτυριών, γνωρίζουμε ότι όντως υπήρχε ένας έστω περιορισμένος αριθμός Ελλήνων στην εκεί περιοχή, για τον οποίο όμως δεν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες (Ι. Κ. Χασιώτης, Επισκόπηση της ιστορίας της νεοελληνική Διασπορας, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 25). Και κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, απ’ ό,τι είμαστε σε θέση επίσης να γνωρίζουμε, έλαβαν χώρα ορισμένες ελληνικές μετακινήσεις προς την Αλεξάνδρεια, κυρίως.

Η τρίτη μεταναστευτική περίοδος χρονολογείται στις δεκαετίες, που ακολούθησαν το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Ουσιαστικά καλύπτει ένα χρονικό πλαίσιο σαράντα ετών και το τέλος της τοποθετείται στα τέλη περίπου της δεκαετίας του 1970. Το μεγαλύτερο μεταναστευτικό κύμα εντοπίζεται στις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Η αναζήτηση των αιτιών, που όξυναν την μεταναστευτική δραστηριότητα την περίοδο αυτή είχαν ασφαλώς άμεση σχέση με τον ίδιο τον πόλεμο, αλλά και με τα γεγονότα, που ακολούθησαν.

Ο ελληνικός λαός, ο οποίος στα χρόνια της γερμανικής κατοχής υπέφερε από προβλήματα, που άπτονταν της ίδιας του της ύπαρξης (έλλειψη τροφίμων, μαζικές εκτελέσεις κ.ο.κ.) και τα οποία απείλησαν την ιστορική του συνέχεια, όπως ήταν φυσικό αναγκάστηκε να στραφεί προς την λύση της μετανάστευσης ή της προσωρινής, έστω, μετακίνησής του στις γειτονικές χώρες. Το παραπάνω έγινε ακόμα πιο έντονο με τον ελληνικό εμφύλιο, ο οποίος κράτησε ως και το 1949. Αρκετοί ήταν εκείνοι, οι οποίοι προσπάθησαν να διασωθούν και επέλεξαν τα όμορα κράτη της βαλκανικής ή τις χώρες του ανατολικού block, στ’ οποία οι πολιτικές συνθήκες, κρίνονταν ως, αν μη τι άλλο, ασφαλέστερες. Πολλοί απ’ αυτούς τους πληθυσμούς έμειναν, εν τέλει, σ’ εκείνες τις περιοχές ή, καλύτερα, αναγκάστηκαν να παραμείνουν στις εκεί εστίες τους. Το θέμα είναι ότι έφυγαν ως πολιτικοί πρόσφυγες και είναι γνωστοί ως Έλληνες της «Υπερορίας». Το παραπάνω μπορεί να μην έχει να κάνει άμεσα με τ’ όλο ζήτημα της νεοελληνικής, οικονομικής, μετανάστευσης, ωστόσο κρίνεται ως αξιομνημόνευτο και ως εμμέσως σχετικό μ’ αυτή.

Η Διασπορά

Πριν συζητηθεί εκτενέστερα η περίπτωση των ΄΄Αιγυπτιωτών’’ Ελλήνων, θα πρέπει να γίνουν ορισμένες επιπλέον εισαγωγικές αποσαφηνήσεις, σχετικά με το τι θεωρείται Διασπορά, αλλά και το ποια προβλήματα, βιβλιογραφικής κυρίως υφής, συναντά όποιος ασχολείται μ’ αυτήν.

Μέσα στα πλαίσια του ευρύτερου νεοελληνικού μεταναστευτικού πεδίου εμπίπτουν και επιμέρους ζητήματα, που έχου να κάνουν με την Διασπορά. Αυτή, σε γενικές γραμμές, ορίζεται «ως εκείνο το τμήμα του ελληνικού λαού, το οποίο αν και εκπατρίστηκε για διάφορους λόγους και εγκαταστάθηκε, έστω και με σχετική μόνο μονιμότητα, σε περιοχές πέρα από τα όρια του ελλαδικού χώρου, εξακολούθησε να συντηρεί με ποικίλους τρόπους τους υλικούς, πολιτιστικούς ή έστω τους συναισθηματικούς του δεσμούς με την χώρα, άμεσης ή έμμεσης, καταγωγής του (Ι. Κ. Χασιώτης, Επισκόπηση της ιστορίας της νεοελληνική Διασπορας, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 19)». Είναι κοινωνικές ομάδες, δηλαδή, που διατήρησαν την ιδιαιτερότητα και την διαφορετικότητά τους ηθελημένα στο νέο τους περιβάλλον. Συγκροτήθηκαν σε κοινότητες με την λογική ότι μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο θα ήταν σε θέση να προασπίσουν ορισμένα συμφέροντα τους. Πρακτικής, αφενός, υφής, όπως ν’ αλληλοβοηθηθούν και να προωθήσουν τις κοινές τους πλέον επιδιώξεις, αλλά και πολιτιστικού ή πνευματικού, αφετέρου, περιεχομένου, βάσει των οποίων θα ήταν σε θέση να διατηρήσουν την ελληνικότητα τους, με την προοπτική (ή την ελπίδα) ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψουν ή έστω για συναισθηματικούς λόγους.

Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί επιπροσθέτως, ότι παρά τον ρόλο, που διαδραμάτησε η σύγχρονη μετανάστευση στη πορεία της χώρας αυτής, οι μελέτες και οι έρευνες, που είχαν ως αντικείμενό τους αυτές ακριβώς τις πληθυσμιακές μετακινήσεις, κρίνονται αφενός ως περιορισμένες και αφετέρου ως ανεπαρκείς, τουλάχιστον όσο αφορά τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο λόγος είναι, ότι ούτε η ελληνική, αλλά ούτε και η διεθνής ιστοριογραφική δραστηριότητα, ασχολήθηκαν ενδελεχώς με τ’ όλο θέμα. Η σπουδαιότητα και η σημασία της μεταναστευτικής διαδικασίας αναδείχθηκαν, εν γένει, από τα μέσα περίπου του περασμένου αιώνα, οπότε και άρχισε η συστηματική πλέον ενασχόληση των ιστορικών μ’ αυτήν. Έτσι, ως άμεση βιβλιογραφική συνέπεια, περιορισμένες σχετικά πληροφορίες υπάρχουν για τα μεταναστευτικά ρεύματα της προπολεμικής εποχής.

Το παραπάνω, ωστόσο, δεν αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα για την πληρέστερη διερεύνηση του υπο συζήτηση αντικειμένου, που στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορά τους Πηλιορείτες, οι οποίοι μετανάστευαν στην Αίγυπτο κατά τον 19ο κυρίως αιώνα, αλλά και στις αρχές του 20ου. Ό λόγος είναι ότι κυρίως στην Αλεξάνδρεια αναπτύχθηκε και καλλιεργήθηκε μία τάση εξύμνησης και οριοθέτησης της ελληνικής εκεί κοινότητας και σχετίζεται άμεσα με την δημιούργια των επιμέρους ελληνικών κοινοτήτων ως φορέων προάσπισης και αλληλεγγύης του ελληνισμού των πόλεων της συγκεκριμένης χώρας. Εξάλλου, κατά την περίοδο 1920 – 1940 από πλευράς πνεύματος, εκπαίδευσης και γενικά πολιτισμού (βιβλία, περιοδικά,

εφημερίδες, εκδηλώσεις κλπ) η Αίγυπτος τα πήγαινε σχετικά καλύτερα από κάθε άλλη ελληνική κοινότητα του εξωτερικού Έλληνες (Ευθύμιος Θ. Σουλογιάννης, Η θέση των Ελλήνων στην Αίγυπτο, Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αθηναίων, Αθήνα 1999, σελ. 23).

Βέβαια, αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τους Πηλιορείτες, αλλά και με πληθυσμούς από πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας, οι οποίοι κατάφεραν και να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στην Αίγυπτο, αλλά και να γυρίσουν, οι περισσότεροι εξ’ αυτών, πίσω στις εστίες τους με αξιόλογες πλέον περιουσίες. Πολλοί, επίσης, αναδείχθηκαν και σ’ ευεργέτες των περιοχών, απ’ όπου κατάγονταν.

Στην προκειμένη περίπτωση, αρκετοί από τους «Αιγυπτιώτες» Πηλιορείτες, πέρα από τις επιμέρους ευεργεσίες και τα λοιπά άλλα κληροδοτήματά τους, αποτέλεσαν και σημαίνοντα πολιτικά ή και πνευματικά πρόσωπα του τόπου. Ωστόσο, πρόσωπα και πράγματα από την όλη ελληνική δραστηριότητα της Αιγύπτου θα συζητηθούν παρακάτω.

Οι «Αιγυπτιώτες» Έλληνες

Όπως προαναφέρθηκε, το ελληνικό στοιχείο στην χώρα αυτή της βορειοανατολικής Αφρικής δεν πρωτοσυναντάται αποκλειστικά στις αρχές της δεύτερης μεταναστευτικής περιόδου. Η Αίγυπτος και πιο συγκεκριμένα η Αλεξάνδρεια, ανέκαθεν αποτελούσε για τους φιλόδοξους Έλληνες έναν προσιτό και σχετικά κοντινό τόπο για ν’ αναπτύξουν τις όποιες επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.

Ωστόσο, με την συγκρότηση του νέου, περιορισμένου γεωγραφικά, ελληνικού κράτους, οι μετακινήσεις αυτές πύκνωσαν. Ο λόγος ήταν, ότι το μικρό αυτό βασίλειο, που αναζητούσε την εύρυθμη πολιτική, κοινωνική και οικονομική λειτουργία του, την ομοιογένειά του και την ίδια του την εθνική ταυτότητα, σε καμία περίπτωση, δεν ήταν ακόμα σε θέση να προσφέρει στους πολίτες του ευκαιρίες, προνόμια και δυνατότητες επαγγελματικής ανέλιξης. Έτσι, παρατηρείται το φαινόμενο της μετακίνησης σημαντικών ελληνικών και μη πληθυσμών, από τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, σε περιοχές, οι οποίες βρίσκονταν ακόμα μέσα στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκεί συναντούσαν συνθήκες και προοπτικές, που ενθάρρυναν την όλη οικονομική δραστηριότητα (Ι. Κ. Χασιώτης, Επισκόπηση της ιστορίας της νεοελληνική Διασπορας, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 89). Μία απ’ αυτές τις περιοχές ήταν σίγουρα και η Αίγυπτος.

Στην χώρα αυτή, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα και ως τα μέσα, περίπου αυτού, δέσποζε η μορφή του Muhammad Ali, αλβανικής καταγωγής (το 1801 διορίστηκε από τον Σουλτάνο κυβερνήτης της Αιγύπτου), ο οποίος ακολούθησε μία πολιτική ευρύτερων εσωτερικών μεταρρυθμήσεων με στόχο τον ΄΄εκσυγχρονισμό’’ , προώρο και πρώιμο βέβαια, της χώρας. Παράλληλα, προσπάθησε να καταστήσει την Αίγυπτο ανεξάρτητη περιοχή και γι αυτό τον λόγο κύρηξε τον πόλεμο στην Υψηλή Πύλη. Κατά την διάρκεια του πολέμου, ωστόσο, οι συνθήκες, οι οποίες επικρατούσαν στην χώρα, δεν ήταν και οι πλέον κατάλληλες, αφού η πολιτική και η οικονομική αβεβαιότητα αποτελούσαν σαφώς ανασταλτικό παράγοντα για την όλη χρηματοοικονομική δραστηριότητα (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 3).

Το 1841 επήλθε το τέλος αυτού του πολέμου, που σημαδεύτηκε από την επέμβαση των ευρωπαικών δυνάμεων υπέρ των Οθωμανών. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Muhammad Ali και οι συνεχιστές της δυναστείας του, με κυριότερο εκπρόσωπο τον Ισμαήλ Πασά, η Αίγυπτος εφάρμοσε μία πολιτική, επίσης, εκσυγχρονιστική, δίνοντας έμφαση στις υποδομές και στην περαιτέρω οικονομική της ανάπτυξη. Τα σχέδια, όμως, αυτά οδήγησαν την χώρα σε μία κατάσταση χρεωκοπίας, από την οποία έσπευσαν να επωφεληθούν οι Ευρωπαίοι και κυρίως οι Άγγλοι, οι οποίοι εξασφάλισαν έναν συνεχώς διευρυνόμενο οικονομικό και πολιτικό έλεγχο

(Εγκυκλοπαίδεια Δομή, 7η έκδοση, Τόμος 1ος , εκδόσεις Δομή Α.Ε. Αθήνα 1975, σελ. 221). Οι τελευταίοι, μετά και την παραίτηση του Ισμαήλ το 1879, βρήκαν την ευκαιρία να επέμβουν και στρατιωτικά (1882) και να εγκαθιδρύσουν επί της Αιγύπτου ένα de facto προτεκτοράτο, τ’ οποίο διατήρησαν έως και το 1936.

Στη δεκαετία του 1840 άρχισε και η διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ, της οποίας τελικά τα εγκαίνια έγιναν το 1869 (Εγκυκλοπαίδεια Δομή, 7η έκδοση, Τόμος 1ος , εκδόσεις Δομή Α.Ε. Αθήνα 1975, σελ. 221). Το θέμα, πέρα απ’ όλα αυτά, είναι ότι προσέλκυσε μεγάλο αριθμό οικονομικών μεταναστών, από την στιγμή που δημιουργήθηκαν αρκετές θέσεις εργασίας. Την ευκαιρία αυτή έσπευσαν να εκμεταλευτούν πολλοί, μη γηγενείς, εργάτες και τεχνικοί. Πιο συγκεκριμένα, τα δύο τρίτα, τουλάχιστον, των αλλοδαπών εργατών, ευρωπαικής προέλευσης, ήταν ελληνικής καταγωγής (Ι. Κ. Χασιώτης, Επισκόπηση της ιστορίας της νεοελληνική Διασπορας, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 90).

Το παραπάνω σημαντικό, για τα τότε δεδομένα της ανθρωπότητας, έργο συνδιάστηκε και με την μεγάλη ζήτηση του αιγυπτιακού βαμβακιού από την δυτική βιομηχανία, λόγω της έλλειψης, που προκάλεσε στην αγορά ο αμερικανικός εμφύλιος (Ι. Κ. Χασιώτης, Επισκόπηση της ιστορίας της νεοελληνική Διασπορας, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 90).. Το Κάιρο, η Αλεξάνδρεια και το Πορτ–Σάιτ αποτέλεσαν σημαντικά κέντρα συγκομιδής και συσκευασίας βαμβακιού. Επιπλέον, οι εκτάσεις, στις οποίες καλλιεργούνταν, κάλυπταν ένα μεγάλο μέρος της αιγυπτιακής εύφορης επικράτειας, που εκτείνονταν από τα δέλτα του Νείλου μέχρι τον Λούξορ (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 2)

Η βαμβακοκαλλιέργεια και η εμπορική κίνηση των λιμανιών της χώρας ώθησε και στην ανάπτυξη μίας εκτεταμένης χρηματοοικονομικής δραστηριότητας. Αρκετοί λοιπόν ήταν εκείνοι οι επιχειρηματίες από τα διάφορα μέρη της ελληνικής επικράτειας, όπως Ήπειρο, Μικρά Ασία, Κύπρο, Νησιά Ιονίου και Αιγαίου, Πήλιο κ.α. Οι σημαντικότερες ελληνικές οικογένειες ήταν αυτές του Αβέρωφ, του Τοσίτσα, του Καζούλη, του Στουρνάρη, του Αναστάση, του Μπενάκη, του Σαλβάγου, του Αντωνιάδη, του Ζερβουδάκη κ.α. (Ευθύμιος Θ. Σουλογιάννης, Η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας 1843 – 1993, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού & Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα 1994, σελ. 331). Αυτές γρηγορότερα και εντονότερα απ’ όλους τους υπόλοιπους Έλληνες επιχειρηματίες της εποχής αντιλήφθηκαν τις δυνατότητες, που η Αίγυπτος ήταν σε θέση να τους προσφέρει. Το γεγονός αυτό είχε επομένως και τις περισσότερο μακροπρόθεσμες και ευνοικές συνέπειες για τον αιγυπτιακό ελληνισμό. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα ιδρύθηκαν αρκετές ελληνικές εταιρείες στην Άνω και στην Κάτω Αίγυπτο, οι οποίες ήλεγχαν το 50 % περίπου στις εργασίες συγκέντρωσης, καθαρισμού, συσκευασίας και εξαγωγής του βαμβακιού και κατά ένα μεγάλο ποσοστό σε πολλούς τομείς του εσωτερικού εμπορίου (Ι. Κ. Χασιώτης, Επισκόπηση της ιστορίας της νεοελληνική Διασπορας, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 90).

Παράλληλα, θα πρέπει ν’ αναφερθεί,, ότι η ελληνική παροικία της Αλεξανδρείας είχε οργανωθεί σε φορέα, ως νομικό πρόσωπο ελληνικού ιδιωτικού δικαίου, με πολυεπίπεδη κοινωνική, κυρίως, δράση. Έτσι, στις 18/4/1843 πραγματοποιείται η πρώτη συνέλευση των συνδρομητών της ΕΚΑ (Ελλην. Κοιν. Αλεξ.) και αποφασίζεται να διωρισθεί ως προεδρός της ο Μιχαήλ Τοσίτσας (Ευθύμιος Θ. Σουλογιάννης, Η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας 1843 – 1993, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού & Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα 1994, σελ. 17). Το πρακτικό της πρώτης συνέλευσης της ΕΚΑ, αλλά και το καταστατικό της διασώζεται στο παραπάνω βιβλίο του Ευθύμιου Θ. Σουλογιάννη. Ο Μιχαήλ Τοσίτσας δώρισε τα πρώτα ιδρύματα του εκεί ελληνισμού, τα οποία ήταν ένα σχολείο (η Τοσίτσαια Σχολή), ένα νοσοκομείο και ο Ναός του Ευαγγελισμού της Αλεξανδρείας, ο οποιός λειτούργησε για πρώτη φορά στις 25/3/1956. Επιπλέον, η αποτελεσματικότητα της ΕΚΑ πιστοποιείται και από τ’ ότι έπεισε τον Muhammad Ali να της παραχωρήσει χώρο, ο οποίος και θ’ αποτελούσε τ’ ορθόδοξο νεκροταφείο της πόλης (Ευθύμιος Θ. Σουλογιάννης, Η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας 1843 – 1993, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού & Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα 1994, σελ. 29). Σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο βρίσκεται έως και σήμερα το νεκροταφείο αυτής. Έπειτα, εκδηλώσεις πολιτιστικού χαρακτήρα έλαβαν χώρα, υπό την αιγίδα της ΕΚΑ, στην Αίγυπτο με σημαντικότερες τα «Καβάφεια», από το 1984 έως και το 1989 και τον θεσμό των «Ελεύθερων Ανοιχτών Πανεπιστημίων», από το 1984 έως και το 1990 (Ευθύμιος Θ. Σουλογιάννης, Η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας 1843 – 1993, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού & Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα 1994, σελ. 317).

Όπως μας πληροφορεί ο Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης στο βιβλίο του για τους Πηλιορείτες της Αιγύπτου, οι συνθήκες, που συνάντησαν αυτοί και οι υπόλοιποι Έλληνες εκεί, κρίνονταν ως ιδιαιτέρως ικανοποιητικές και φιλόξενες (Αποστόλου Γ.

Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 18). Ο λόγος ήταν ότι συνέδεσαν την παραμονή τους εμμέσως και με τις τύχες αυτής της χώρας, διότι αποτελούσαν αφενός ένα εργατικό, αλλά και αφετέρου ένα ισχυρό επενδυτικό και επιχειρηματικό δυναμικό, που σίγουρα υποβοηθούσε στην όλη της ανάγκη για ανάπτυξη του βιωτικού και οικονομικού της επιπέδου.

Επιπροσθέτως, κατέστη, με την πάροδο του χρόνου, δυνατόν να εξαλειφθούν από την Αίγυπτο φαινόμενα ξενοφοβίας και κοινωνικού ρατσισμού εις βάρος των Ελλήνων και να μην εξαναγκαστούν αυτοί να επαναπατριστούν, εξαιτίας των κινδύνων, που δημιουργούσε η ένταση των φυλετικών συγκρούσεων, όπως συνέβαινε σε πολλές άλλες περιοχές της Μαύρης Ηπείρου (π.χ. στο Ζαίρ). Το παράδειγμα, εξάλλου, της μικρής ελληνικής κοινότητας στην πόλη Ασσιούτ της Άνω Αιγύπτου είναι γνωστό γι αυτούς, που ασχολούνται με τον αιγυπτιακό ελληνισμό. Κατά τον 19ο αιώνα αριθμούσε 300ους , περίπου, ομογενείς και οι οποίοι, αν και στα μέσα του 20ου αυτοί δεν ξεπερνούσαν τους 150, συνέχιζαν το κοινωφελές τους έργο, που ασφαλώς βοηθούσε όχι μόνο τους Έλληνες, αλλά και τους γηγενείς κατοίκους της πόλης και της ευρύτερης περιοχής (Ελληνική εν Ασσιούτ κοινότητα, Λεύκωμα από τη ζωή και τη δράση της παροικίας Ασσιούτ της Άνω Αιγύπτου, εκδ. Τυπογραφείο Ν. Μητσάνη, Αλεξάνδρεια 1948).

Στο τελευταίο κεφάλαιο θα συζητηθεί εκτενέστερα η πηλιορείτικη παρουσία στην Αίγυπτο, δίνοντας πλέον βάση στα πρόσωπα. Θα γίνει δηλαδή λόγος για ορισμένες προσωπικότητες, που με την όλη οικονομική ή την πνευματική τους δράση, συνέδεσαν τ’ όνομά τους με την χώρα αυτή.

Οι Πηλιορείτες της Αιγύπτου
α. Έμποροι, χρηματιστές και τραπεζίτες.

Σ’ αυτήν την κατηγορία συναντάμε ορισμένες προσωπικότητες, οι οποίες χάραξαν μία ξεχωριστή πορεία στην όλη οικονομική δραστηριότητα της Αιγύπτου και με την παραμονή τους εκεί κατάφεραν ν’ αποκτήσουν αξιόλογες περιουσίες. Πολλοί δε εξ’ αυτών συνέδεσαν την επιστροφή στην ιδιαίτερη τους πατρίδα μ’ ευεργεσίες και με διάφορες άλλες προσφορές, που ως στόχο είχαν είτε την βοήθεια προς το κοινωνικό σύνολο είτε την προσωπική τους, περαιτέρω, ανάδειξη. Αυτό το τελευταίο σαφώς και δεν αποτελεί μομφή εναντίον τους, από την στιγμή , που δεν αφορά και την πλειοψηφία αυτών.

Η αρχή έγινε το 1825, όταν ο Δημήτριος Ι. Κασσαβέτης μετανάστευσε εκεί (Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης, Οι Πηλιορείτες Λόγιοι στην Αίγυπτο, τόμος Ζ, τεύχος Β, Ιστορική & Λαογραφική εταιρεία Θεσσαλών εν Αθήναις – τμήμα διαλέξεων, Αθήνα 1958, σελ. 9). Με τον αδερφό του Αλέξανδρο, ίδρυσαν τον εμπορικό οίκο «Κασσαβέτη & Σία», το 1930 περίπου, επιτυγχάνοντας προνομιακή εισαγωγή χαλκού κατεργασμένου από Αγγλία, με το δικό τους κατατεθέν σήμα (Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης, Οι Πηλιορείτες Λόγιοι στην Αίγυπτο, τόμος Ζ, τεύχος Β, Ιστορική & Λαογραφική εταιρεία Θεσσαλών εν Αθήναις – τμήμα διαλέξεων, Αθήνα 1958, σελ. 11). Σύμφωνα με τον επιστολογράφο Γεώργιο Τυπάλδον Κοζάκη, «ο πρώτιστος εμπορικός οίκος της Αλεξάνδρειας και επομένως της Αιγύπτου είναι ελληνικός, ο του κ. Κασσαβέτου» (Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης, Οι Πηλιορείτες Λόγιοι στην Αίγυπτο, τόμος Ζ, τεύχος Β, Ιστορική & Λαογραφική εταιρεία Θεσσαλών εν Αθήναις – τμήμα διαλέξεων, Αθήνα 1958, σελ. 11). Το γραφείο τους σταδιακά έφτασε ν’ αριθμεί περισσότερα από 20 καταστήματα σ’ όλη την χώρα και περι τους 1000ους υπαλλήλους (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 11 & 18). Επιπλέον, η συγκεκριμένη οικογένεια με την περιουσία, που απέκτησαν τα μέλη της από τις εμπορικές τους δραστηριότητες στην Αίγυπτο, προσέφερε ορισμένες σημαντικές δωρέες στην ευρύτερη περιοχή του Πηλίου, αλλά και στον Βόλο. Σχολεία, φυλακές και δρόμοι φέρουν τ’ όνομα του Ιωάννη Κασσαβέτη (Εφημερίδα «Πρώτη», Ο Βόλος στο πέρασμα του χρόνου, ειδική έκδοση της εφημερίδας, Βόλος 2001, σελ. 96).

Τρία αδέρφια από την Τσαγκαράδα Πηλίου, τα οποία διέπρεψαν επίσης στο εμπόριο βάμβακος της Αιγύπτου ήταν ο Γεώργιος, ο Κωνσταντίνος και ο Ιωάννης Καρτάλης, με τον τελευταίο να πρωτοστατεί και να ξεχωρίζει ως προσωπικότητα με διάφορους τρόπους. Γεννήθηκε το 1842 και σε μικρή ηλικία έφυγε για την Αίγυπτο, όπου και συμπλήρωσε τις σπουδές του. Εκεί, κάνοντας περιουσία μαζί με τα δύο του αδέρφια, έστρεψε την προσοχή του προς τον αγώνα, που έκαναν οι συμπατριώτες του για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και όχι μόνο γι αυτή (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 25 - 26). Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1866, αφήνοντας πίσω τους αδερφούς του και πιο συγκεκριμένα στην Κρήτη για να βοηθήσει, δαπανώντας όλη του την προσωπική περιουσία, στην εκεί επανάσταση. Γύρισε στην Αίγυπτο και το 1978 ήρθε πάλι στο Πήλιο για τον επικείμενο ξεσηκωμό. Μετά την απελευθέρωση της Θεσαλίας το 1881 γυρίζει στην Αίγυπτο, όπου το 1888 ιδρύει εργοστάσιο εκκοκισμού βάμβακος (Εφημερίδα «Πρώτη», Ο Βόλος στο πέρασμα του χρόνου, ειδική έκδοση της εφημερίδας, Βόλος 2001, σελ. 87 - 88). Ως το πιο σημαντικό κληροδότημά του κρίνεται η δωρεά μεγάλου ποσού, προκειμένου να δημιουργηθεί στον Βόλο το κτήριο της Εμπορικής Σχολής. Επιπλέον, πρόσφερε σε διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα του αιγυπτιακού ελληνισμού μεγάλα, για την εποχή, ποσά. Επιπλέον, ως εξέχουσα πολιτική φυσιογνωμία της ΕΚΑ, ήταν πληρεξούσιος αυτής στην Ελλάδα και κατάφερε να λυθεί η διαφορά μεταξύ της ΕΚΑ και του ελληνικού δημοσίου, σχετικά με τις επαγγελίες Αβέρωφ και να καταβληθεί στην πρώτη το ποσό των 4.000 Λ. Στερλ. 1906 – 1909 (Ευθύμιος Θ. Σουλογιάννης, Η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας 1843 – 1993, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού & Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα 1994, σελ. 116). Τέλος, διετέλεσε βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου από το 1881 ως και το 1887, ενώ εκλέχθηκε και δήμαρχος Βόλου το 1905, όπου και πέθανε μετά από δύο χρόνια (Εφημερίδα «Πρώτη», Ο Βόλος στο πέρασμα του χρόνου, ειδική έκδοση της εφημερίδας, Βόλος 2001, σελ. 87 - 88). Ο Γεώργιος (1837 - 1899) έφυγε από την Αίγυπτο το 1883 και την ίδια χρονιά εκλέχθηκε ως ο πρώτος δήμαρχος του Βόλου. Η δημαρχία του κράτησε ως και το 1891 (Εφημερίδα «Πρώτη», Ο Βόλος στο πέρασμα του χρόνου, ειδική έκδοση της εφημερίδας, Βόλος 2001, σελ. 88).

Το 1959 πήγε στην Αίγυπτο ένας ακόμα σημαντικός επιχειρηματίας. Τ’ όνομα αυτού ήταν Απόστολος Πρίγκος και είχε γεννηθεί στην Ζαγορά στις 26/11/1832. Όταν έφτασε εκεί, βρήκε δουλειά στο ατμοπλοικό γραφείο «Παπαγιάννη», επίσης ζαγοριανής καταγωγής (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 24). Το 1861 ανοίγει το δικό του γραφείο, τ’ οποίο ασχολείται κυρίως με το εμπόριο βάμβακος. Μετά τον θάνατό του (1893) ο γιος του Κωνσταντίνος, γεννηθείς το 1877 στην Αίγυπτο, αναλαμβάνει την διεύθυνση του συγκεκριμένου οίκου, τον οποίο και διατήρησε, απ’ ό,τι είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τουλάχιστον ως και το 1936, (έκδοση του βιβλίου του Απ. Κωνσταντινίδη) με ανάλογη προς τον πατέρα του επιτυχία (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 24).

Ο Πανταζής Βασσάνης, γεννημένος το 1930 στην Πορταριά, μετανάστευσε το 1850, περίπου, στην Αίγυπτο και εργάστηκε στις επιχειρήσεις των αδερφών Κασσαβέτη. Μετά τον θάνατο αυτών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην περιφέρεια Τάντα, όπου και επιδίδεται στις εμπορικές και γεωργικές του δραστηριότητες (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 25 - 26). Θεωρείται εθνικός ευεργέτης και όχι μόνο τοπικός. Ο λόγος είναι ότι, πέρα από τις λοιπές άλλες δωρεές του σε διάφορα ομογενή, ιθαγενή και ελληνικά φιλανθρωπικά ιδρύματα, δώρισε το 60 % της όλης του περιουσίας στο ελληνικό έθνος, υπέρ του εθνικού Στόλου. Εξαιτίας αυτής του της δωρεάς, το 1905 ιδρύθηκε στον Πειραιά η «Βασσάνειος Ναυτική Σχολή». Με το υπόλοιπο της περιουσίας κατασκευάστηκε τ’ οδικό δίκτυο Βόλου – Πορταριάς, μήκους 14 χιλιομέτρων (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 25 - 26).

Οι αδερφοί Αλέξανδρος και Ηρακλής Βόλτου, γεννημένοι στη Ζαγορά, κρίνονται και αυτοί ως άξιοι μνείας. Ασχολήθηκαν με το εμπόριο βάμβακος στην περιοχή Καφρ – Ζαγιάτ και το ιδιαίτερο στοιχείο της περιπτωσής τους είχε να κάνει με τ’ ότι ανακάλυψαν μία ποικιλία βάμβακος, η οποία πλέον θα έφερε τ’ όνομα «Βόλτος», παρεμφερή προς την «Αμπάση», που ήταν η πλέον διαδεδομένη, προς εμπορία, ποικιλία αυτού. Ωστόσο, εξαιτίας της λευκότητάς της και τις περιορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιησής της, δεν κατάφερε να διαδωθεί περαιτέρω η καλλιέργειά της (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ.32). Ο Δήμος Βόλου τους τίμησε με την ονομασία ενός δρόμου, που ως σήμερα φέρει τ’ όνομά τους.

Από την Πορταριά προέρχονταν και ο Αλέξανδρος Αθανασάκης, γεννηθείς το 1843. Τριάντα χρονών μετανάστευσε στην Αίγυπτο. Εκεί μορφώθηκε περαιτέρω και ασχολήθηκε κι αυτός με το εμπόριο βάμβακος. Η φιλολογική αγάπη του για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό μετουσιώθηκε σε πρακτική και ο λόγος είναι ότι η κυριότερη δωρεά του χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση στην περιοχή του Αναύρου του «Αθανασάκειου» αρχαιολογικού μουσείου του Βόλου, κοντά στον ομώνυμο δρόμο (Εφημερίδα «Πρώτη», Ο Βόλος στο πέρασμα του χρόνου, ειδική έκδοση της εφημερίδας, Βόλος 2001, σελ. 88).

Ένας ακόμα εμπορικός οίκος της Αιγύπτου ήταν αυτός των αδερφών Βασδέκη. Ο Σάββας, ο Γεώργιος και ο Χρίστος από την Κερασιά Πηλίου κατάφεραν ν’ αποκτήσουν το πλέον εύρωστο οικονομικά γραφείο και ν’ αποτελέσουν μία εταιρεία, η οποία κατείχε θέση ανάμεσα στις τότε ισχυρότερες ολόκληρης της χώρας. (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ.38). Ο μεγαλύτερος από τα αδέρφια, ο Σάββας, γεννηθείς το 1868 και σε ηλικία 18 χρονών πήγε στην Αίγυπτο, όπου και δούλεψε αρχικά στις επιχειρήσεις του Ευστρ. Πανά, του Τρικόγλου και του Κότσικα. Το 1895 συνεταιρίστηκε με τον Τσολχίδη και ίδρυσαν την εταιρεία «Βασδέκης & Τσολχίδης», η εξέλιξη της οποίας, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του τελευταίου, ήταν όντως εντυπωσιακή (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ.38)..

Ο επόμενος αιγυπτιώτης, ο οποίος έκανε κι αυτός μεγάλη περιουσία στην περιοχή της Τάντα και αργότερα στην Αλεξάνδρεια ήταν ο Νικόλαος Τσιμπούκης από την Μακρυνίτσα. Στην πρώτη ασχολήθηκε με το εμπόριο βάμβακος, ενώ το 1901 ίδρυσε στην Αλεξάνδρεια μεσιτικό γραφείο χρηματιστηριακών πράξεων (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ.41).

Από την Τσαγκαράδα κατάγονταν και ο Κωνσταντίνος Κορομηλής. Έκανε κι αυτός περιουσία ασχολούμενος με διάφορες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, διατηρώντας συνεταιρικά με τον Κυριακόπουλο το γραφείο «Κορομηλής και Κυριακόπουλος» (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ.41). Εκείνο, ωστόσο, που τον έκανε γνωστό σε όλη την ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας ήταν η ενασχόλησή του με την ΕΚΑ, ως γραμματέας και ως αντιπρόεδρος της και ως προιστάμενος της Εφορείας Σχολείων, κατά την διάρκεια της οποίας και συγκεκριμένα το 1921, εκδώθηκαν ο «Κανονισμός των Σχολείων» και ο «Εσωτερικός Κανονισμός των Σχολείων» (Ευθύμιος Θ. Σουλογιάννης, Η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας 1843 – 1993, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού & Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα 1994, σελ. 164).

Από το ίδιο χωριό του ανατολικού Πηλίου κατάγονταν και τ’ αδέρφια Ευάγγελος και Σοφοκλής Αχιλλόπουλος. Ο πρώτος θεωρείται ως ένας εκ των μεγαλυτέρων ευεργετών της ελληνικής κοινότητας του Καίρου (Ευθύμιος Θ. Σουλογιάννης, Η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας 1843 – 1993, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού & Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα 1994, σελ. 336). Από τις δωρεές του στην ιδιαίτερη του πατρίδα, αλλά και στον Βόλο οι πιο σημαντικές ήταν το κτήριο στην συνοικία της Αγ. Παρασκευής Τσαγκαράδος, που σήμερα λειτουργεί ως πνευματικό κέντρο, φιλοξενώντας εκθέσεις και διάφορες άλλες εκδηλώσεις πολιτιστικού χαρακτήρα και το «Αχιλλοπούλειο» Νοσοκομείο του Βόλου. Επιπροσθέτως, όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, ήταν εκείνος, ο οποίος το 1921, διαβλέποντας την γενικότερη οικονομική παρακμή της Αιγύπτου, είχε προτείνει να συσταθεί εμπορικό μουσείο στην ευρύτερη περιοχή, καθώς επίσης να δημιουργηθούν εμπορικοί σύλλογοι και λέσχες, οι οποίοι θα προάσπιζαν την όλη της ευρωστία (Ευθύμιος Θ. Σουλογιάννης, Η θέση των Ελλήνων στην Αίγυπτο, Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αθηναίων, Αθήνα 1999, σελ. 146). Ο μικρότερος αδερφός δώρησε στην ΕΚΑ το ποσό των 10.000 Λ. Στερλ. το 1924 (Ευθύμιος Θ. Σουλογιάννης, Η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας 1843 – 1993, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού & Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα 1994, σελ. 118).

Άλλοι αξιομνημόνευτοι Πηλιορείτες έμποροι της Αιγύπτου ήταν ο Ιωάννης Γ. Κογιόπουλος, ο οποίος διετέλεσε πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας Μπένι Σουέφ, αντιπρόεδρος στο Ελληνικό Προξενείο και δημοτικός σύμβουλος της πόλης αυτής και τα αδέρφια Κωνσταντίνος και Ιωάννης Ρέτσος από το ίδιο χωρίο, οι οποίοι ήταν κάτοχοι εκκοκιστικού εργοστασίου στην περιοχή Τουχ (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ.44 - 45). Επίσης τα αδέρφια Ιωάννης, Απόστολος και Γεώργιος Πάντος από την Ζαγορά ήταν έμποροι και γαιοκτήμονες στην επαρχία Αμπού – Κερκάς της Άνω Αιγύπτου, ενώ ο τελευταίος διετέλεσε και πρόεδρος της

ελληνικής κοινότητας Μινίας (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ.44). Ο Θ. Γ. Γαλανός από το Νεοχώρι και ο Γραμμένος Ν. Γραμμενόπουλος από την Βυζίτσα ανέπτυξαν εμπορικές δραστηριότητες στην Βέγχα, ο πρώτος και στην Τάντα, όπου ήταν και επι πολλά έτη πρόεδρος της εκεί ελληνικής κοινότητας, στο Μενούφ και στην Αλεξάνδρεια, ο δεύτερος(Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ.44 - 45). Τέλος, αξίζει ν’ αναφερθεί και ο Νικόλαος Στάκος από την Τσαγκαράδα, ο οποίος, αρχικά ως βαμβακέμπορος και στην συνέχεια ως εφοπλιστής, κατάφερε να δημιουργήσει σημαντική περιουσία, μέρος της οποίας προσέφερε στο χωριό του για την ανέγερση του ναού της Αγ. Παρασκευής, αλλά και για την κατασκευή οδικού δικτύου, που θα συνέδεε την Τσαγκαράδα με τις Μηλιές (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ.45).

β. Βιομήχανοι

Όπως είδαμε παραπάνω το εμπόριο βάμβακος αποτελούσε το βασικότερο πεδίο οικονομικής δράσης της ελληνικής παρουσίας στην Αίγυπτο γενικότερα. Το αυτό ίσχυε σαφώς και στην περίπτωση των Πηλιορειτών. Ωστόσο, απ’ ό,τι οι πηγές μας πληροφορούν, δεν ήταν και το μόνο.

Παρατηρήθηκε λοιπόν το φαινόμενο ορισμένοι από αυτούς να στρέψουν την προσοχή τους προς άλλες δραστηριότητες, όπως στην ναυσιπλοία ( Ν. Στάκος ) ή στην δημιουργία εγκαταστάσεων εκκοκισμού του βαμβακιού (π.χ. ο Ι. Καρτάλης και τ’ αδέρφια Ρέτσου). Στο υποκεφάλαιο αυτό θα παρατεθούν και οι σημαντικότεροι Πηλιορείτες βιομήχανοι, οι οποίοι κατάφεραν και αυτοί να εκμεταλευτούν τα πλεονεκτήματα, που η χώρα αυτή τους προσέφερε. Στην Αίγυπτο, όπως είπαμε, το βαμβάκι ήταν το πλέον διαδεδομένο γεωργικό προιόν προς καλλιέργεια και εμπορία. Δεύτερο ερχόνταν το σιτάρι, τ’ οποίο κι αυτό εξάγονταν, αλλά σε αρκετά πιο χαμηλούς ρυθμούς. Εκείνο, που προορίζονταν για την εσωτερική κατανάλωση, αλευροποιούνταν, είτε σε χειροκίνητους μύλους, είτε σε μύλους κινούμενους από υποζύγια (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ.45).

Η κατάσταση αυτή άρχισε ν’ αλλάζει, όταν εισήχθησαν στην χώρα οι αλευρομηχανές. Ένας από τους πρώτους αλευροβιομήχανους της Αιγύπτου ήταν ο Γεώργιος Ι. Αντωνόπουλος, ο οποίος κατάγονταν από τον Κισσό Πηλίου. Οι εγκαταστάσεις του στην Ασσιούτ της Άνω Αιγύπτου τροφοδοτούσαν με μεγάλες ποσότητες σιταριού τις πολυπληθέστερες πόλεις της χώρας, όπως την πρωτεύουσα Κάιρο, την Αλεξάνδρεια και το Πορτ – Σαίτ (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ.45).

Στην αλευροβιομηχανικό τομέα της Αιγύπτου ξεχώριζαν και δύο αδέρφια από την Ζαγορά ο Νικόλαος και ο Τιμολέοντας Π. Αντωνίου. Αυτοί είχαν είχαν εγκαταστήσει ατμοκίνητο αλευρόμυλο στην πόλη Τάντα, περίπου στα 1925 και μετείχαν στον επιχειρηματικό όμιλο του Αλέξανδρου Τσολάκη (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ.51).

Παράλληλα, άρχισε ν’ αναπτύσεται και η μακαρονοποιεία, η οποία βεβαίως και έχει άμεση σχέση με την αλευροβιομηχανία. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Απόστολος Μελαχροινός, ο Ιωάννης Χρ. Αντωνίου και ο Αντώνιος Σκληθριώτης, όλοι από την Πρόπαν (το σημερινό Καλαμάκι) συνεταιρίστηκαν και ίδρυσαν την ομώνυμη εταιρεία, την οποία όμως διέλυσαν λίγα χρόνια αργότερα και ο καθένας ακολούθησε τον δικό του δρόμο (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ.51). Ο Απ. Μελαχροινός ίδρυσε το 1904 την μακαρονοποιεία «Μελαχροινός & Σας», ο Ι. Αντωνίου με τ’ αδέρφια του, τον Αντώνη και τον Απόστολο, την εταιρεία «Ιωάννου Χ. Αντωνίου & Αδελφών» το 1907 και ο Σκληθριώτης το 1918 την «Σκληθριώτης & Φάλκος», συνεταιρισθείς με τον Φίλιππο Φάλκο από τον Αγ. Γεώργιο (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 51 - 52). Όλα τα παραπάνω βρίσκονταν στην Αλεξάνδρεια, όπως επίσης και του Στέργιου Παπαθεολόγου, τ’ οποίο ήταν και το πιο πρόσφατο και ονομάζονταν « Ίρις » (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 52).

Στον τομέα της ποτοποιείας τρεις ήταν οι σημαντικότεροι Πηλιορείτες. Πιο γνωστός ο Αλέξανδρος Πανταζόπουλος από την Ζαγορά. Γεννηθείς το 1854, πήγε στην Αλεξάνρεια το 1870, όπου ήδη βρίσκονταν εκεί ο αδερφός του Κωνσταντίνος, που διατηρούσε ζαχαροπλαστείο. Περίπου στα 1880 ιδρύει το εργοστάσιο ποτοποιείας, τ’ οποίο συνέχισε να λειτουργεί έως και το 1921 (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 54). Φημίζονταν για την φιλοξενία του και γι αυτόν τον λόγο είχε μετατρέψει το σπίτι του, που βρισκόνταν ακριβώς πίσω από το εργοστάσιο, σε πραγματικό ξενώνα για όποιον Θεσσαλό πήγαινε στην Αλεξάνδρεια (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 54). Δύο ακόμα Πηλιορείτες, που διατηρούσαν μονάδα παραγωγής ποτών στην πόλη αυτή, ήταν ο Απόστολος Πανιόπουλος από τον Κισσό και ο Δημ. Κονταρόπουλος (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 54).

Πηλιορείτικη δραστηριότητα συναντάμαι και στον τομέα της καπνοβιομηχανίας. Στην Αίγυπτο, μέχρι το 1857, ο καπνός καλλιεργούνταν ελεύθερα και αφορολόγητα, ενώ από τότε και ως το 1879 εφαρμόστηκε σύστημα ελαφράς φορολόγησης. Στα χρόνια που ακολούθησαν το φορολογικό σύστημα της χώρας για τον καπνό απέφερε σημαντικά ποσά στα ταμεία αυτής και η όλη ελληνική συμμετοχή στο συγκεκριμένο πεδίο κρίθηκε ως εξαιρετικά συμφέρουσα για την εθνική της οικονομία (Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης, Οι Πηλιορείτες Λόγιοι στην Αίγυπτο, τόμος Ζ, τεύχος Β, Ιστορική & Λαογραφική εταιρεία Θεσσαλών εν Αθήναις – τμήμα διαλέξεων, Αθήνα 1958, σελ. 55 - 56).

Οι δύο πρώτοι ήταν ο Ευστ. Χαλκιόπουλος από το Ανήλιο και ο Ιωάννης Κυριαζής από τον Κισσό, οι οποίοι ίδρυσαν το 1873 την ομώνυμο εταιρεία και την διέλυσαν το 1880 (Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης, Οι Πηλιορείτες Λόγιοι στην Αίγυπτο, τόμος Ζ, τεύχος Β, Ιστορική & Λαογραφική εταιρεία Θεσσαλών εν Αθήναις – τμήμα διαλέξεων, Αθήνα 1958, σελ. 56 - 57). Ο Κυριαζής με τ’ αδέρφια Επαμεινώνδα και Ευστάθιο ίδρυσαν το 1886 την εταιρεία «Αδερφών Κυριαζή», η φήμη της οποίας ξεπέρασε τα όρια της Αιγύπτου και η απόδειξη είναι η δημιουργιά καπνεργοστασίων, μ’ αυτήν την επωνυμία, στην Ολλανδιά το 1922 και στην Γερμανία το 1925, για τις ανάγκες των εκεί αγορών (Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης, Οι Πηλιορείτες Λόγιοι στην Αίγυπτο, τόμος Ζ, τεύχος Β, Ιστορική & Λαογραφική εταιρεία Θεσσαλών εν Αθήναις – τμήμα διαλέξεων, Αθήνα 1958, σελ. 57).

Ξεχωριστή περίπτωση ήταν ο Νικόλαος Γ. Νανόπουλος από την Τσαγκαράδα. Γεννήθηκε το 1865 και σε ηλικία 15 ετών μετανάστευε στην Αλεξάνδρεια και αυτός, προκειμένου να βρει καλύτερες συνθήκες για να εργαστεί. Βρήκε δουλειά στο χαρτοπωλείο του Δροσόπουλου, τ’ οποίο μετά το θάνατο του αφεντικού του πέρασε στα δικά του χέρια και στον Κωνσταντίνο Κουταρέλλη από την Δράκεια, ιδρύοντας την εταιρεία τσιγάρων «Νανόπουλος & Κουταρέλλης» (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 58). Μετά την διάλυση αυτής, το 1890, ο Νικόλαος και ο αδερφός του ο Πέτρος ίδρυσαν την δική τους εταιρεία, η οποία έφερε την επωνυμία «Αφοι Γ. Νανόπουλου» και ασχολούνταν, μεταξύ άλλων και με το εμπόριο καπνών. Αυτή λειτούργησε έως και τον θάνατο του Νικόλαου το 1927 (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 54). Με τον συντοπίτη του Νικόλαο Στάκο ίδρυσαν το 1905 την ατμοπλοική εταιρεία «Πήλιον» με σκοπό την εξυπηρέτηση της Θεσσαλίας, επιτυγχάνοντας την δημιουργία της νέας γραμμής Αλεξάνδρεια-Πειραιάς-Βόλος, στην οποία δρομολογήθηκαν τα δύο τους ιδιόκτητα ατμόπλοια, «Βασίλισσα Όλγα» και «Στέφανος Στρέιτ» (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 60). Με τα κληροδοτήματά του ανεγέρθηκε και λειτούργησε στην Τσαγκαράδα η «Νανοπούλειος Σχολή», κατασκευάστηκε το υδραγωγείο των Αγίων Ταξιαρχών και ένα μέρος απ’ αυτά χρησιμοποιήθηκε για την αποπεράτωση της οδού Τσαγκαράδας – Μηλεών (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 54).

Η εταιρεία των αδερφών Λιβανού παρουσίασε κι αυτή μία αξιόλογη πορεία στο εμπόριο και στην συσκευασία του καπνού. Είχε ιδρυθεί το 1875 από τον Αλ. Λιβανό, που κατάγονταν από την Μακρυνίτσα και στη συνέχεια δούλεψαν σ’ αυτή τ’ αδέρφια του ο Ζήσιμος και ο Ρήγας. Το εργοστάσιο ήταν διαχωρισμένο στις εγκαταστάσεις του καπνοκοπτείου και σ’ αυτές του σιγαροποιείου, στις οποίες δούλευαν συνολικά περισσότεροι από 500 εργάτες (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 63).

Ο Κ. Κουταρέλλης, σε συνεργασία με τ’ αδέρφια του Δημήτριο και Αλκιβιάδη, ίδρυσαν κι αυτοί καπνεργοστάσιο με την επωνυμία «Αδερφοί Κουταρέλλη». Σ’ αυτό απασχολούνταν περίπου 2.000 άτομα, με ημερήσια παραγωγή πλέον των 3.000 οκάδων και αποτέλεσε την μοναδική εταιρεία, που μπόρεσε να ανταγωνιστεί την EASTERN Co. S.A.E., η οποία σταδιακά απορρόφησε σχεδόν όλες τις ελληνικές και αρμένικες καπνοβιομηχανίες της Αιγύπτου (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ.60 - 61). Πέρα απ’ αυτούς, δύο αξιοσημείωτες εταιρείες καπνών ήταν, αφενός, η «Σταμέλης Δούρας & Σία», που ιδρύθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1887 και οι συνεχιστές αυτής, Στέργιος και Αλέκος Παπαθεολόγου, με την επωνυμία « S.A. des Tabacs et Cigarettes Papatheologoy », η οποία το 1926 συγχωνεύτηκε με την EASTERN Co. S.A.E. (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 61-62).

Στο πλαίσιο λειτουργίας της εταιρείας του Στέργιου Παπαθεολόγου, εντάσσεται και ο πρώτος ελληνικός κινηματογράφος της Αλεξάνδρειας με τ’ όνομα Ίρις, τα εγκαίνια της οποίας έγιναν στις 24/10/1912 (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 62). Μετά την διακοπή λειτουργίας της «Ίριδος», τ’ όνομα αυτής και η ιδιοκτησία των εγκαταστάσεων πέρασε στην εταιρεία του Αλ. Δ. Καπαιτζή από την Ζαγορά, που θα έφερε στο εξής τον τίτλο ««Iris Farm»». Στις εγκαταστάσεις της, όπως είδαμε παραπάνω, λειτούργησε μετάπειτα εργοστάσιο μακαρονοποιείας, ενώ αρχικά ήταν ορνιθοτροφείο, τ’ οποίο κατελάμβανε έκταση 59.000 τ.μ. στην ίδια περιοχή της Αλέξάνδρειας (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 62).

Τέλος, θ’ ασχοληθούμε μ’ εκείνους, οι οποίοι εκμεταλεύτηκαν την όλη παραγωγή βάμβακος ιδρύοντας ή νοικιάζοντας εργοστάσια εκκοκισμού αυτού. Πέρα από τον Ι. Καρτάλη και τους αδερφούς Ρέτσου, για τους οποίους ήδη μιλήσαμε, υπήρχαν και άλλοι. Επιγραμματικά αναφέρονται ο Ν. Κωμανός (στη Βέγχα), οι αδερφοί Σακελλαρίδη (στην Μπίρκετ ελ Σαμπ και στην Σάλχαγκαρ), ο Γ. Δ. Κανισκέρης (Μπένι Σουέφ), ο Ε. Δ. Ευαγγέλου, συνεταιρικά με τον προηγούμενο, (Μπένι Μαζάρ), ο Θ. Νικολαίδης ( στην Τάντα ), ο Θ. Γ. Γαλανός (στην Βέγχα), ο Αλέξανδρος Κανάβας (στην Κουέσνα), ο Περικλής Κανάβας, που διαδέχθηκε τον Κωμανό στο εργοστάσιο της Βέγχα, οι αδερφοί Κασσαβέτη συνεταιρικά με τον Π. Βασσάνη στην Τάντα και με τον Σ. Σκενδεράνη στην Καφρ Ζαγιάτ, ο Θεμ. Στυλιαράς ( στην Ζαγαζίκ ) και οι Υιοί Π. Βασιλόπουλου, που διαδέχθηκαν τον Ι. Καρτάλη στο εργοστάσιο της Καφρ Γκουνεμία (Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936, σελ. 65).

γ. Διάφορες άλλες προσωπικότητες.

Εκτός των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τις προσωπικές τους χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, υπήρχαν και άλλοι, που ως παρακαταθήκη στους νεώτερους άφησαν, όχι κάποια γενναία δωρεά, αλλά το λογοτεχνικό ή το πνευματικό τους, εν γένει, έργο. Βέβαια, θα πρέπει να τονιστεί, το γεγονός ότι και ορισμένοι από τους αιγυπτιώτες του επιχειρηματικού κόσμου ασχολήθηκαν, άμεσα ή έμμεσα, με αυτό. Ωστόσο, στην τελευταία ενότητα, που ακολούθει, θα γίνει λόγος για εκείνους, που ως συγγραφείς ή ως δημοσιογράφοι, μας ‘‘ κληροδότησαν ’’ την προσπάθειά τους να καταγράψουν τα τεκτενόμενα στην χώρα αυτή της Αφρικής.

Ο Κωνσταντίνος Τσαγκαράδας από την Ζαγορά, γεννημένος εκεί το 1889, πήγε στην Αίγυπτο το 1914. Εκει άρχισε την συγγραφή των διαφόρων του λογοτεχνημάτων, διηγημάτων, χρονογραφημάτων ή και μυθιστορημάτων, με θεματολογία, που αντλούσε κυρίως από την καθημερινή ζωή των Αιγυπτίων γεωργών (Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης, Οι Πηλιορείτες Λόγιοι στην Αίγυπτο, τόμος Ζ, τεύχος Β, Ιστορική & Λαογραφική εταιρεία Θεσσαλών εν Αθήναις – τμήμα διαλέξεων, Αθήνα 1958, σελ. 10 - 11). Μέρος της δουλειάς του απαντάται στα διάφορα έντυπα της χώρας, όπως περιοδικά, εφημερίδες, ημερολόγια και λευκώματα. Διετέλεσε, επίσης, πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας Ασσιούτ.

Από την Ζαγορά κατάγονταν και ο Κωνσταντίνος Λιβανός. Μετανάστευσε στην πόλη Καφρ Ζαγιάτ της Αιγύπτου στις αρχές του 20ου αιώνα, όπου και εργάζονταν κοντά στους θείους του Αλέξανδρο και Ηρακλή Βόλτου. Στην πόλη αυτή ίδρυσε τον σύλλογο ελληνισμού «Ερμής» και μία ομάδα «Ελλήνων Προσκόπων» (Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης, Οι Πηλιορείτες Λόγιοι στην Αίγυπτο, τόμος Ζ, τεύχος Β, Ιστορική & Λαογραφική εταιρεία Θεσσαλών εν Αθήναις – τμήμα διαλέξεων, Αθήνα 1958, σελ. 13). Το 1939 κυκλοφόρισε το σύγγραμά του «John Sakellaridis and Egyptian Cotton». Γενικότερα, ασχολήθηκε κυρίως με θέματα οικονομικής και πολιτικής υφής, που, ως άρθρα, δημοσιεύονταν σε διάφορα έντυπα εθνικής και διεθνούς εμβέλειας. Η Ελληνική Κυβέρνηση τον τίμησε διορίζοντάς τον επίτιμο ακόλουθο της Βασιλικής Πρεσβείας στο Κάιρο (Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης, Οι Πηλιορείτες Λόγιοι στην Αίγυπτο, τόμος Ζ, τεύχος Β, Ιστορική & Λαογραφική εταιρεία Θεσσαλών εν Αθήναις – τμήμα διαλέξεων, Αθήνα 1958, σελ. 13 – 14).

Οι περισσότερες πληροφορίες, όπως έγινε αντιληπτό, αντλήθηκαν από τα έργα του Απόστολου Γ. Κωνσταντινίδη. Μερικά από τα βιβλία του έχουν ήδη σκιαγραφηθεί. Όπως μας πληροφορεί ο φίλος του Κώστας Τσαγκαράδας, η δραστηριότητα του συγκεκριμένου ανθρώπου ήταν ίδιαιτέρως πλούσια. Πήρε μέρος σε πολλά συνέδρια, που αφορούσαν θέματα του απανταχού ελληνισμού, όπως στα δύο «Πανελλήνια Εθνικά Συνέδρια» των Αθηνών του 1925 και του 1927 και σε πολλά άλλα. Διετέλεσε επίσης ταμίας του φιλολογικού συλλόγου «Νέα Ζωή», σύμβουλος της Ένωσης «Αισχύλος - Αρίων» και της Εθνικής Ένωσης «Ελλάς» της Αλεξάνδρειας, συντάκτης στον «Φάρο» της αλεξανδρινής βιβλιοθήκης και πρόεδρος της «Καλλιτεχνικής Ένωσης Αλεξανδρείας» (Κώστας Τσαγκαράδας, ‘‘Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης – Σκιαγραφία ή εγκώμιον πνευματικής συναλλαγής σαράντα πέντε ετών’’ , Αλεξάνδρεια 1951, σελ. 24). Οι αυτοτελείς εκδόσεις του με το «Οδοιπορικόν», το «Δεύτε Αναβώμεν εις Ιεροσόλυμα», το «Εκατονταετηρίδα του Αιγυπτιώτου Ελληνισμού», το «Ελληνική εν Αιγύπτω Δημοσιογραφίαν» κ.α. είναι μερικά μόνο από τα έργα του » (Κώστας Τσαγκαράδας, ‘‘Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης – Σκιαγραφία ή εγκώμιον πνευματικής συναλλαγής σαράντα πέντε ετών’’ , Αλεξάνδρεια 1951, σελ. 24).

Ο δικηγόρος στο επάγγελμα Νικόλαος Στρουμτζής, από την Ζαγορά κι αυτός, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1907. Σπούδασε στη Γαλλία και τα συγγράμματα του είναι γραμμένα στην ελληνική και στη γαλλική γλώσσα. Το θέμα με τ’ οποίο ασχολήθηκε ενδελεχώς ήταν αυτό του Μακεδονικού ζητήματος. Είτε από την Αλεξάνδρεια είτε από το Μονπελιέ, όπου ήταν φοιτητής, φρόντιζε να μιλάει και να συγγράφει άρθρα για τον αγώνα αυτόν. Διετέλεσε, επίσης και αντιπρόεδρος της «Ελληνικού Κοινότητας Αλεξανδρείας » (Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης, Οι Πηλιορείτες Λόγιοι στην Αίγυπτο, τόμος Ζ, τεύχος Β, Ιστορική & Λαογραφική εταιρεία Θεσσαλών εν Αθήναις – τμήμα διαλέξεων, Αθήνα 1958, σελ. 14 – 15).

Από το Μούρεσι κατάγονταν ο Κωνσταντίνος Βασιλειάδης, ο οποίος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1914. Σε ηλικία 16 ετών δημοσιεύτηκε στον «Ταχυδρόμο» το πρώτο του χρονογράφημα (Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης, Οι Πηλιορείτες Λόγιοι στην Αίγυπτο, τόμος Ζ, τεύχος Β, Ιστορική & Λαογραφική εταιρεία Θεσσαλών εν Αθήναις – τμήμα διαλέξεων, Αθήνα 1958, σελ. 24). Ήταν γνωστός με το ψευδώνυμο Φαίδων Αλεξίου. Το μοναδικό αυτοτελές βιβλίο του είχε τον τίτλο «Σύντομος Ιερά Ιστορία της Παλαιάς και Κοινής Διαθήκης» και χρησιμοποιούνταν από τις Κοινοτικές Σχολές Καίρου (Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης, Οι Πηλιορείτες Λόγιοι στην Αίγυπτο, τόμος Ζ, τεύχος Β, Ιστορική & Λαογραφική εταιρεία Θεσσαλών εν Αθήναις – τμήμα διαλέξεων, Αθήνα 1958, σελ. 24). Από το ίδιο χωριό κατάγονταν επίσης ο Δημ. Χρυσάνθης, ο οποίος συγκαταλέγονταν στους ιδρυτές του περιοδικού «Σεράπιον», καθώς και ο θείος αυτού ο Νικόλαος, η κόρη του οποίου Έυα Χρυσάνθου – Μοσχοπούλου συνέγραψε κινηματογραφικά σενάρια στα αγγλικά (Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης, Οι Πηλιορείτες Λόγιοι στην Αίγυπτο, τόμος Ζ, τεύχος Β, Ιστορική & Λαογραφική εταιρεία Θεσσαλών εν Αθήναις – τμήμα διαλέξεων, Αθήνα 1958, σελ. 25). Επιγραμματικά θ’ αναφερθούν και τα ονόματα του Στέφανου Χρίπη από την Τσαγκαράδα, της Μαίρης Σαββοπούλου από τον Κισσό, της Μαίρης Γιαννούλη, του Ευ. Κολέτσου, του Ευστρ. Νέου και του Δημήτριου Πάντου.

Επίλογος

Τα στοιχεία, που παρατέθηκαν, έχουν ως σκοπό να καταδείξουν, κυρίως, τους λόγους και τις αιτίες, που ώθησαν ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού, την εποχή εκείνη, προς την λύση της μετανάστευσης. Όπως έγινε αντιληπτό, το βασικό κριτήριο επιλογής για ν’ αναδειχθεί μία περιοχή ή μία χώρα ως τόπος υποδοχής για τους απανταχού οικονομικούς μετανάστες, ήταν οι προοπτικές και οι συνθήκες, που θα μπορούσε να τους προσφέρει.

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια λοιπόν, η Αίγυπτος αναδείχθηκε σ’ έναν από εκείνους τους κεντρικούς προορισμούς. Οι δυνατότητες, που ήταν σε θέση να τους προσφέρει, θεωρήθηκαν, προφανώς, ως ικανοποιητικές και ως συμφέρουσες και από τους Έλληνες. Γι αυτόν τον λόγο, επομένως, οι μαζικές μεταναστεύσεις από τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο προς την χώρα αυτή της βόρειας Αφρικής, κρίνονται υπό τον πρίσμα μίας γενικότερης ευνοικής συγκυρίας, την οποία και οι ομογενείς μας εκμεταλεύτηκαν για περίπου έναν αιώνα.

Σήμερα ο αιγυπτιακός ελληνισμός έχει μειωθεί ως ένα μεγάλο βαθμό, σε σχέση πάντα με τον 19ο , κυρίως, αιώνα και τις αρχές του 20ου και οι αιτίες αυτής της ΄΄υποχώρησης’’ έχουν να κάνουν και πάλι με τις δυνατότητες, που, σε οικονομικό επίπεδο, την στοιχειοθετούσαν και έως σήμερα την χαρακτηρίζουν. Επιπλέον, η Ελλάδα, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, είχε εισέλθει σε μία σχετικά καλύτερη, από άποψη οικονομικής και πολιτικής ευρωστίας, περίοδο. Και στην περίπτωση των Πηλιορειτών, απ’ ό,τι είδαμε, αρκετοί εξ’ αυτών επέστρεψαν στις εδώ εστίες τους.

Στο προηγούμενο κεφάλαιο συζητήθηκαν τα διάφορα επίπεδα οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας των Πηλιορειτών στην Αίγυπτο. Αυτοί, ως υποσύνολο της όλης ελληνικής παροικίας, κατάφεραν σ’ ορισμένες περιπτώσεις να διακριθούν και η επιστροφή τους στο Πήλιο ή στην πατρίδα γενικότερα να συνοδευτεί με τον τίτλο του ευεργέτη, τοπικού ή και εθνικού χαρακτήρα.

Τέλος, τα τελευταία χρόνια γίνεται στον Βόλο, αλλά και στο Πήλιο ειδικότερα, μία συντονισμένη προσπάθεια από διάφορους φορείς, όπως από την Νομαρχία, τους τοπικούς ιστορικούς και λαογραφικούς οργανισμούς, αλλά και από τα ίδια τα χωριά του Πηλίου. Αυτό αρθρώνεται κυρίως με την διοργάνωση συνεδρίων και με την έκδοση βιβλίων και σχετικών συγγραμμάτων, βάσει των οποίων θα ολοκληρωθεί η σκιαγράφηση της εκεί παραμονής τους.

Βιβλιογραφία

Ι. Κ. Χασιώτης, ‘‘Επισκόπηση της ιστορίας της νεοελληνική Διασπορας’’, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993.

Αποστόλου Γ. Κωνσταντινίδη, Οι Πηλιορείται εν Αιγύπτω, τόμος 1ος, εκδ. συλλόγου Ζαγοράς, Αλεξάνδρεια, Αύγουστος 1936.

Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης, Οι Πηλιορείτες Λόγιοι στην Αίγυπτο, τόμος Ζ, τεύχος Β, Ιστορική & Λαογραφική εταιρεία Θεσσαλών εν Αθήναις – τμήμα διαλέξεων, Αθήνα 1958.

Ελληνική εν Ασσιούτ κοινότητα, Λεύκωμα από τη ζωή και τη δράση της παροικίας Ασσιούτ της Άνω Αιγύπτου, εκδ. Τυπογραφείο Ν. Μητσάνη, Αλεξάνδρεια 1948).

Εφημερίδα «Πρώτη», Ο Βόλος στο πέρασμα του χρόνου, ειδική έκδοση της εφημερίδας, Βόλος 2001.

Ευθύμιος Θ. Σουλογιάννης, Η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας 1843-1993, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού & Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα 1994.

Ευθύμιος Θ. Σουλογιάννης, Η θέση των Ελλήνων στην Αίγυπτο, Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αθηναίων, Αθήνα 1999.

Κώστας Τσαγκαράδας, ‘‘Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης , Σκιαγραφία ή εγκώμιον πνευματικής συναλλαγής σαράντα πέντε ετών’’ , Αλεξάνδρεια 1951.

Εγκυκλοπαίδεια Δομή, 7η έκδοση, Τόμος 1ος , εκδόσεις Δομή Α.Ε. Αθήνα 1975.