ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

2ο Διεθνές Συνέδριο Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας

Οι "Αγορές" και η Πολιτική
Ιδιωτικά συμφέροντα και δημόσια εξουσία (18ος-20ός αιώνας)

Βόλος, 10-12 Φεβρουαρίου 2012

To σκεπτικό του συνεδρίου Οργανωτές και χορηγοί Συμμετέχοντες Το πρόγραμμα του συνεδρίου Το πρακτικά του συνεδρίου

Περιλήψεις

Ελένη Μπενέκη Εφοπλισμός και πολιτική: η περίπτωση του Επαμεινώνδα Κ. Εμπειρίκου

Η ανακοίνωση επιχειρεί να διερευνήσει τη συμπλεκτική σχέση του εφοπλισμού, ως μοχλού της ναυτιλίας, βασικού τομέα της ελληνικής οικονομίας, με την ενεργό πολιτική και να καταγράψει την αλληλεπίδραση υποκειμένων και συμφερόντων, σε επίπεδο θεσμικό και νομοθετικό.
Η οικογένεια Εμπειρίκου, πλοιοκτήτες και εφοπλιστές από την Άνδρο, είχε σημαντική παρουσία στην πολιτική: πέρασε από την τοπική αριστοκρατία στην κυρίαρχη τάξη και παρείχε στο πολιτικό προσωπικό της χώρας τρεις πληρουξεσίους, τέσσερις δημάρχους, οκτώ βουλευ-τές, τρεις υπουργούς, έναν υφυπουργό και δύο γερουσιαστές σε διάστημα περίπου ενός αιώνα.
Ο Επαμεινώνδας Εμπειρίκος (1858-1924) ήταν γιος του Κωνσταντίνου (1813-1884), θερμού υποστηρικτή της ατμοκίνητης ναυτιλίας και δημάρχου Άνδρου (1866-1870). Σπούδασε νομικά, πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο Παρίσι, υπηρέτησε στο διπλωματικό σώμα αλλά ήταν ταυτόχρονα εφοπλιστής, ιδρυτής του οίκου Επαμεινώνδα Κ. Εμπειρίκου, από τους ιδρυτές της Εθνικής Ατμοπλοΐας της Ελλάδος και της Τράπεζας Αθηνών (1893), πρόεδρος του Συνδικάτου των Τραπεζών και του Δ.Σ. της Εταιρίας Ισθμού της Κορίνθου και δραστήριο μέλος του Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού. Εισήλθε στην πολιτική με το κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη το 1890, παντρεύτηκε την κόρη του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου και διετέλεσε βουλευτής Άνδρου ή Κυκλάδων την περίοδο 1892-1922 με τα κόμματα Γεωργίου Θεοτόκη και Δημητρίου Γούναρη. Δημοσίευσε μελέτες εμποροναυτιλιακού περιεχομένου στις οποίες υποστήριζε ότι «Ναυτιλία και Γεωργία εισίν οι δύο πόδες επί των οποίων θα στηριχθή η Ελλάς… προς εκπλήρωσιν του μεγάλου προορισμού του Έθνους», περιέγραφε τη ναυτιλία ως «βιομηχανία ιδιορρύθμου φύσεως, ποικίλας υπηρεσίας προσφέρουσα εις τα Κράτη», κατήγγειλε την αβελτηρία κυβερνώντων και την αστοργία κυβερνήσεων -την οποία αντικαθιστούσε με επιτυχία η ακαταπόνητη επιχειρηματικότητα- για τον κλάδο, τον «υπό της εθνικής σημαίας διασπείροντα… επωφελή προπαγάνδαν, αναγκαίαν προς αναζωπύρησιν των μεγάλων ιδεών». Αναγόμενος στα ανάλογα των ευρωπαϊκών κρατών και μεταφέροντας τα όσα «οι εφοπλισταί υποδεικνύουσι», πρότεινε μέτρα από την ενοποίηση της ναυτικής νομοθεσίας των ναυτικών χωρών έως τη ναυτική εκπαίδευση και κυρίως την άρση επιβαρύνσεων και ποικίλων νομοθετικών διατυπώσεων που ασκούσε το κράτος, έμμεσα ή άμεσα, στους εφοπλιστές για την απόκτηση πλοίων.
Ως Υπουργός Ναυτικών (1908-1909) στην κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη συγκρότησε την Ελληνική Ένωση Ναυτικού Δικαίου, η οποία προετοίμασε τον νόμο ΓΨΙΖ΄ για την εμπορική ναυτιλία. Μεταξύ άλλων καινοτομιών, καθιερώθηκε ο θεσμός της ναυτικής υποθήκης που αντικατέστησε τον θεσμό της πώλησης «επί εξωνήσει», επιτράπηκε η συνομολόγηση ναυτικής υποθήκης επί ελληνικού πλοίου στο εξωτερικό και βελτιώθηκε ο θεσμός της συμπλοιοκτησίας. Το νέο νομοθετικό πλαίσιο θεωρείται ότι άνοιξε ευρείς ορίζοντες για την ελληνική ναυτιλία, «διότι αφόβως πλέον και το αλλοδαπόν κεφάλαιον ήλθεν αμερίστως αρωγόν εις τας ναυτιλιακάς επιχειρήσεις».


<<