ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

2ο Διεθνές Συνέδριο Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας

Οι "Αγορές" και η Πολιτική
Ιδιωτικά συμφέροντα και δημόσια εξουσία (18ος-20ός αιώνας)

Βόλος, 10-12 Φεβρουαρίου 2012

To σκεπτικό του συνεδρίου Οργανωτές και χορηγοί Συμμετέχοντες Το πρόγραμμα του συνεδρίου Το πρακτικά του συνεδρίου

Περιλήψεις

Κώστας Ράπτης Μεταξύ αγοράς και πολιτικής: Ευγενείς μεγαλογαιοκτήμονες στην Κεντρική Ευρώπη από τα μέσα του 19ου αιώνα έως και τον Μεσοπόλεμο

Η ανακοίνωση διερευνά την εξέλιξη των σχέσεων και διασυνδέσεων μεταξύ των ιδιωτικών συμφερόντων και της πολιτικής εξουσίας της έγγειας αριστοκρατίας στο χώρο της Αψβουργικής μοναρχίας και των διαδόχων κρατών της (προπάντων της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας). Ειδικότερα εξετάζεται η διατήρηση ή μη του καταπιστεύματος και το ζήτημα των απαλλοτριώσεων της μεγάλης γαιοκτησίας στο πλαίσιο αγροτικών μεταρρυθμίσεων, σε σχέση με την πολιτική ισχύ/επιρροή των ευγενών μεγαλογαιοκτημόνων μέσω της συμμετοχής ή μη σε κεντρικά και περιφερειακά κοινοβούλια, της κατάληψης αξιωμάτων και υψηλών διοικητικών θέσεων και αξιοποίησης διαφόρων δυνατοτήτων πολιτικής πίεσης και διαπραγμάτευσης. Στο πλαίσιο της ανακοίνωσης αξιοποιούνται κοινοβουλευτικά έγγραφα και υλικό από οικογενειακά αρχεία.
Σε μια εποχή επικράτησης του φιλελευθερισμού (μετά το 1848) οι ευγενείς, έχοντας διατηρήσει το μεγαλύτερο τμήμα των γαιών τους που σε αρκετές περιπτώσεις ανέρχονταν σε εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα (κυρίως στη Βοημία, Κάτω Αυστρία, Μοραβία και Ουγγαρία) αντιστάθηκαν με επιτυχία στις απαιτήσεις για άνοιγμα της αγοράς γης εξασφαλίζοντας τη διατήρηση του προστατευτικού για εκείνους θεσμού του καταπιστεύματος που αποτελούσε συχνά το μεγαλύτερο τμήμα της γαιοκτησίας τους. Ταυτόχρονα όμως, προχώρησαν σε σημαντικές επενδύσεις στην αγροτική οικονομία, στο χρηματοπιστωτικό τομέα, σε εταιρείες σιδηροδρόμων, καθώς και στη βιομηχανία αγροτικών-δασικών προϊόντων.
Οι ίδιοι όμως οι ευγενείς, μέλη και της αυλικής αριστοκρατίας, έχαιραν προνομιακής πολιτικής συμμετοχής καθ’ όλη σχεδόν τη συνταγματική/κοινοβουλευτική περίοδο της Αψβουργικής Μοναρχίας (1862-1918), καθώς λόγω του περιοριστικού εκλογικού δικαιώματος και της ύπαρξης διακριτού εκλογικού σώματος (Großgrundbesitzer) με ανισοκατανομή εδρών υπέρ τους υπερεκπροσωπούνταν μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα στα περιφερειακά κοινοβούλια των αυστριακών χωρών του στέμματος και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, καταλάμβαναν υψηλές θέσεις ενώ οι καταπιστευματούχοι κατείχαν μέχρι το 1907 κληρονομική έδρα στην Άνω Βουλή του Αυτοκρατορικού Κοινοβουλίου, (Herrenhaus).
Η διάλυση της Αυστροουγγαρίας, η πτώση των Αψβούργων και οι απαρχές εκδημοκρατισμού στα διάδοχα κράτη (με εξαίρεση την Ουγγαρία) από τα τέλη του 1918 επιτάχυναν την πολιτική περιθωριοποίηση της αριστοκρατίας ως αυτόνομης κοινωνικής κατηγορίας, γεγονός που διευκόλυνε την επιβολή αρνητικών για τη μεγάλη γαιοκτησία ρυθμίσεων όπως η κατάργηση του καταπιστεύματος και η αναδιανομή της γης, αν και με διαφοροποιήσεις κατά περίπτωση (νωρίτερα και σε πολύ μεγαλύτερη έκταση στην Τσεχοσλοβακία σε σύγκριση με την Αυστρία) και με εξάντληση των περισσότερο ανεπίσημων μέσων επιρροής των άτιτλων πλέον ευγενών για εξαιρέσεις, καθυστερήσεις και κάθε δυνατή ευνοϊκή μεταχείρισή τους.


<<