Header image
AUTH YPPO UTH
 

Αμφιθέατρο "Δημήτρης Σαράτσης"
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Αργοναυτών και Φιλελλήνων - Βόλος
 
NV
 
 

Περιλήψεις εργασιών

ΜΠΑΣΙΑΚΟΣ Ι. και ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Μ.
Διάτρητες μεταλλουργικές κάμινοι στο χώρο του Αιγαίου: μια «καινοτομία» της 3ης π. Χ. χιλιετίας

Η άποψη ότι στο Αιγαίο της πρώιμης Χακλοκρατίας είχαν λάβει χώρα τεχνολογικές εξελίξεις που επέτρεπαν την παραγωγή μετάλλων από εγχώριες πρώτες ύλες, είχε διατυπωθεί από πρωτοπόρους αρχαιολόγους κατά τη δεκαετία του `70, μολονότι την εποχή αυτή δεν είχαν ακόμη αναληφθεί στην Ελλάδα οι αναγκαίες τεχνολογικές - αναλυτικές μελέτες, και τα τότε ανασκαφικά δεδομένα παρείχαν μόνο έμμεσες ενδείξεις. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 25 ετών, οι εκτιμήσεις αυτές επαληθεύτηκαν πλήρως, και οι γνώσεις μας για τα σχετικά θέματα διευρύνθηκαν κατά τρόπο εντυπωσιακό, με την αποκάλυψη νέων ευρημάτων και με το συνδυασμό ανασκαφικών ερευνών και αρχαιομεταλλουργικών μελετών. Τούτο συνάγεται από ένα μεγάλο αριθμό σχετικών αναλυτικών δημοσιεύσεων και από δεκάδες μονογραφιών, διατριβών και πρακτικών ειδικών συνεδρίων που πραγματοποιήθηκαν στο μεταξύ διάστημα. Οι προαναφερόμενες πρόοδοι επιτρέπουν, πλέον, τη διαχείριση περισσότερο σύνθετων ζητημάτων της πρώιμης αιγαιακής μεταλλείας, όπως αυτό της χωρικής και χρονικής διαφοροποίησης μεταλλουργικών πρακτικών εντός των ‘Ελληνικών Χωρών’ αλλά και της τεχνολογικής συσχέτισής τους με γειτνιάζοντες πολιτισμικούς χώρους αντίστοιχων εποχών, όπως η Βαλκανική, η Ανατολία, η Συρο-Παλαιστίνη κ.ά. Με την παρούσα μελέτη γίνεται για πρώτη φορά μια τεχνολογική διερεύνηση, μέσω της οποίας καταγράφονται, σχολιάζονται και αξιολογούνται οι μορφολογικές και λειτουργικές ομοιότητες και διαφορές των ‘διάτρητων μεταλλουργικών καμίνων’, η ύπαρξη των οποίων και η λειτουργία τους, κατά την 3η Χιλιετία, έχει αναγνωρισθεί σε επτά, μέχρι σήμερα γνωστές, θέσεις-εργαστήρια παραγωγής χαλκού, που εντοπίζονται μόνο στο κεντρικό και νότιο Αιγαίο. Πρόκειται για εντελώς ιδιόμορφες φρεατώδεις πήλινες καμίνους μορφής ανοικτού κόλουρου κώνου, που έφεραν περιφερειακά πολυπληθείς οπές διαμέτρου ~2cm σε αποστάσεις 2-4cm μεταξύ τους. Συστηματικές μελέτες γι’ αυτές (που ανευρίσκονται στους μεταλλουργικούς χώρους, μόνο σε θραύσματα) έχουν γίνει στη διάρκεια της τρέχουσας δεκαετίας από το Κέντρο “Δημόκριτος”, σε συνεργασία με αρχαιολόγους-ανασκαφείς και με γνωστά Πανεπιστήμια. Η παρουσία τους είναι μέχρι τώρα γνωστή σε δυο θέσεις της ΒΔ. Κύθνου, στη Ραφήνα Αττικής, στη Β. Κέα, σε δυο θέσεις της Β. Σερίφου και στο Χρυσοκάμινο της Α. Κρήτης. Οι λεπτομερείς παρατηρήσεις και μετρήσεις στα θραύσματα από τις θέσεις καμινείας οδήγησαν στην κατανόηση της προϊστορικής ιδέας, στην αναπαράσταση και τελικά στην ανακατασκευή ολόκληρης της περιφερειακώς διάτρητης πήλινης καμίνου, η οποία είχε διάμετρο κάτω βάσης ~50cm, διάμετρο άνω βάσης ~35cm και ύψος ~50cm. Οι μελέτες που έχουν γίνει ως τώρα αφορούν στις θέσεις της Κύθνου, της Σερίφου και στο Χρυσοκάμινο. Για το τελευταίο, μάλιστα, έγιναν και επιτυχείς πειραματικές προσομοιώσεις λειτουργίας της καμίνου υπό πραγματικές προϊστορικές συνθήκες. Τα πειράματα απέδειξαν ότι η κάμινος αυτού του τύπου αποτελεί μια ιδιαιτέρως αποτελεσματική τεχνολογική επινόηση-μεταλλουργική μηχανή της 3ης Χιλιετίας,, η οποία με τη διείσδυση αέρα, προερχόμενου είτε από την πνοή του ανέμου είτε από εισφύσηση μπορεί να παράγει μεταλλικό χαλκό με απόδοση μέχρι ~95%, τροφοδοτούμενη από τα αιγαιακά, χαμηλής περιεκτικότητας δευτερογενή χαλκούχα μεταλλεύματα, που θεωρούνται μη εκμεταλλεύσιμα σύμφωνα με τις σύγχρονες απόψεις. Οι επίμονες αναζητήσεις μας για τον εντοπισμό αντίστοιχων κατασκευών (δημοσιευμένων και μη) στους ομήλικους πολιτισμικούς χώρους της Α. Μεσογείου και στα Βαλκάνια δεν είχαν θετικό αποτέλεσμα, συνεπώς, βάσει των μέχρι τώρα ερευνών, οι ‘διάτρητες κάμινοι’ καταγράφονται ως μια καθαρά αιγαιακή μεταλλουργική καινοτομία της 3ης π.Χ. Χιλιετίας, και αποδεικνύονται απόλυτα προσαρμοσμένες στα τοπικά ανεμολογικά και κοιτασματολογικά δεδομένα για να λειτουργήσουν αποδοτικά. Πέραν των ομοιοτήτων, καταγράφονται, ωστόσο, μεταξύ διαφορετικών θέσεων, και αρκετές κατασκευαστικές και μορφολογικές ιδιαιτερότητες των καμίνων, οι οποίες συνεπάγονται και λειτουργικές διαφοροποιήσεις. Αυτές εντοπίζονται στα εκάστοτε πάχη των καμίνων, στην κλίση των οπών, στην τοποθέτηση των καμίνων (σε οριζόντιο ή επικλινές έδαφος) και στον τρόπο εισφύσησης αέρα, που τεκμαίρεται από την ανεύρεση σχετιζόμενων πήλινων προσαρτημάτων, όπως τα χειροκίνητα φυσερά, τα ακροφύσια και οι μεταλλουργικοί αεραγωγοί (tuyeres). Από τη συνθετική αξιολόγηση των ομοιοτήτων και διαφορών που διαπιστώνονται, προκύπτει η εκτίμηση ότι αυτές δεν είναι τυχαίες, αλλά αποτελούν αποτέλεσμα τεχνολογικών επιλογών των πρώιμων χαλκέων, οι οποίοι κατέχουν τη γνώση των τότε διαθέσιμων πρακτικών, αλλά εξαρτούν τις κατά περίπτωση εφαρμοζόμενες μεθοδολογίες τους από μερικούς ανυπέρβλητα καθοριστικούς παράγοντες, όπως η ποιότητα και η καθαρότητα της εκάστοτε διαθέσιμης μεταλλικής πρώτης ύλης. Αλλά τέτοιες εκτιμήσεις, εφ’ όσον τεκμηριώνονται από τεχνολογικές μελέτες, παραπέμπουν, πλέον, σε αμιγώς αρχαιολογικούς προβληματισμούς, με σκοπό, ίσως, τη διερεύνηση των αναγκαίων εμπορικών και, εν τέλει, πολιτιστικών επαφών και σχέσεων μεταξύ κοινοτήτων και κοινωνικών, οι οποίες προαπαιτούνται ώστε να διακινηθούν και εδραιωθούν οι τεχνικές γνώσεις που διέθεταν οι πρωτοπόροι, αυτοί, πρώιμοι χαλκείς.


<< Επιστροφή στο πρόγραμμα του συνεδρίου
<< Επιστροφή στον κατάλογο των ομιλητών


© 2008: ΠΘ, ΑΠΘ, ΥΠΠΟ