4-7 Δεκεμβρίου 2008 | ||||||||||||||||
Αμφιθέατρο "Δημήτρης Σαράτσης" Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Αργοναυτών και Φιλελλήνων - Βόλος |
||||||||||||||||
|
||||||||||||||||
|
Περιλήψεις εργασιώνΚΡΙΓΚΑ Δήμητρα και ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Νίκος Η θεωρία των Παγκόσμιων Συστημάτων, που αναπτύχθηκε τo 1979 από τον I. Wallerstein για τη μελέτη του σύγχρονου καπιταλισμού, έχει αποδειχθεί χρήσιμο μεθοδολογικό εργαλείο και για τους προϊστορικούς αρχαιολόγους. Αρχής γενομένης από τον A. Sherratt, πολλοί ερευνητές υιοθέτησαν τις μεθόδους μακρο-ιστορικής ανάλυσης και επιχείρησαν να ερμηνεύσουν εξελίξεις στην ευρωπαϊκή και μεσογειακή προϊστορία ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ διακριτών οικονομικών συστημάτων μεγάλης κλίμακας. Παρά την πολύπλευρη κριτική που έχει ασκηθεί (π.χ. αντιμετώπιση της οικονομίας ως αυτόνομης διαδικασίας, υπερβολική έμφαση στο μοντέλο κέντρου-περιφέρειας, ελλιπής αρχαιολογική τεκμηρίωση, χρήση θεωρητικών υποθέσεων) η θεωρία των Παγκόσμιων Συστημάτων προσφέρει δύο σημαντικά πλεονεκτήματα: α) εντάσσει τοπικές διαδικασίες σε ευρύτερο πλέγμα διεθνών εξελίξεων και αλληλεπιδράσεων, και β) επιτρέπει την πληρέστερη κατανόηση και ιστορική ερμηνεία δομικών αλλαγών και μετασχηματισμών (π.χ. το ζήτημα της εμφάνισης των μινωικών ανακτόρων). Στην ανακοίνωσή μας εξετάζουμε το παράδειγμα της 2ης χιλιετίας π.Χ., δηλαδή μιας περιόδου έντονων αλληλεπιδράσεων και επαφών σε όλη τη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής. Υποστηρίζουμε ότι η θεωρία των Παγκόσμιων Συστημάτων μπορεί να προσφέρει εναλλακτική προσέγγιση στην συνήθως α-χρονική αντιμετώπιση των «ανακτορικών» κοινωνιών της Μινωικής Κρήτης και της Μυκηναϊκής Ελλάδας, να εξηγήσει τις εμφανείς διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους, να δώσει πληρέστερη εικόνα της οικονομικής τους οργάνωσης και τέλος να ερμηνεύσει τους λόγους που επέβαλλαν την οργάνωση αυτή. Επισημαίνουμε ότι ενώ τα μινωικά ανάκτορα εμφανίστηκαν σε μία περίοδο κατά την οποία στην ανατολική Μεσόγειο κυριαρχούσαν μεγάλης έκτασης πολιτικά μορφώματα, που επιδίωκαν αυτάρκεια μέσω συγκεντρωτικών οικονομιών αναδιανεμητικού τύπου και οι επαφές μεταξύ τους ήταν περιορισμένες κυρίως σε «ανταλλαγές κύρους», τα μυκηναϊκά ανάκτορα γεννήθηκαν όταν είχε ήδη αναπτυχθεί το θαλάσσιο εμπόριο πρώτων υλών και ειδών πολυτελείας και μαζί του είχαν διαμορφωθεί μικρότερες πολιτικές οντότητες με άμεση εξάρτηση από τις εμπορικές συναλλαγές. Η διαφορά αυτή ίσως αντανακλάται στην μεγαλύτερη εξειδίκευση της μυκηναϊκής ανακτορικής οικονομίας με την παραγωγή συγκεκριμένων προϊόντων (αρωματικών ελαίων, ελαιόλαδου, κρασιού, μετάλλινων αντικειμένων, κτλ.), η οποία είναι εμφανής τόσο στις πινακίδες Γραμμικής Β όσο και στην απουσία μεγάλων αποθηκευτικών χώρων από τις ανακτορικές εγκαταστάσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας.
© 2008: ΠΘ, ΑΠΘ, ΥΠΠΟ |
|||||||||||||||