Η συζήτηση για την εθνογραφική αναπαράσταση που ξεκίνησε με το Writing Culture (Clifford και Marcus, 1986) οδήγησε μεταξύ άλλων στην αναζήτηση νέων μορφών ανθρωπολογικής ανάγνωσης και ανάλυσης των πολιτιστικών δεδομένων πέρα από τα στενά όρια της κειμενικότητας. Στο πλαίσιο αυτό αναδείχθηκε και η αξία του μέχρι τότε περιθωριοποιημένου εθνογραφικού κινηματογράφου ως εναλλακτικής γραφής (μη γραμμικής και ετεροχρονισμένης) και εργαλείο πολιτισμικής κριτικής (Fischer, 1998). Έτσι οριοθετήθηκε ένας νέος κλάδος της ανθρωπολογίας που ασχολήθηκε με την οπτική αναπαράσταση και την οπτική επικοινωνία, η οπτική ανθρωπολογία, διεκδικώντας μια ταυτότητα κυρίως μέσα από μεταπτυχιακά προγράμματα και σεμινάρια. Ωστόσο, η αντίληψη ότι τα οπτικοακουστικά δεδομένα και η πιο συχνή επεξαργασμένη τους μορφή, οι εθνογραφικές ταινίες (παρόλο που έχουν απαλλαγεί από εξουσιαστικές μορφές λόγου όπως την αφήγηση ή τη μεταγλώτισση) μπορούν να συμβάλλουν σε μια πολυφωνική εθνογραφία συνυπάρχει με την προσδοκία της ρεαλιστικής καταγραφής του κινηματογράφου της παρατήρησης. Ο ρεαλισμός λοιπόν και η αξίωση της αλήθειας ως αντιστοιχίας μεταξύ εικόνας και πραγματικότητας (και ανάλογα στο κείμενο λέξης και πραγματικότητας) θεωρείται πρακτικά το κυρίαρχο πλεονέκτημα των ταινιών. Κατά πόσο μπορεί η κάμερα να γράψει και να μεταφέρει τις μη ορατές πλευρές της κοινωνικής ζωής και με ποιους σκηνοθετικούς τρόπους παραμένει στο επίκεντρο των συζητήσεων.

Στην Ελλάδα όπως και αλλού, πολλοί ανθρωπολόγοι αντιμετωπίζουν τη χρήση οπτικών μέσων με δυσπιστία. Ως αποτέλεσμα, η παραγωγή εθνογραφικών ταινιών οι οποίες έχουν κινηματογραφηθεί κατά τη διαδικασία της επιτόπιας έρευνας παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη. Παρόλα που γενικά οι ταινίες ντοκιμαντέρ βρίσκουν τα τελευταία χρόνια ενδιαφέροντες χώρους προβολής και διακίνησης, οι ανθρωπολόγοι σπάνια χρησιμοποιούν συστηματικά κάμερα στη συλλογή δεδομένων και προτιμούν να γράφουν κείμενα για να επικοινωνήσουν το έργο τους (ακόμα κι αν έχουν συγκεντρώσει κάποιο οπτικό υλικό στο πεδίο) παρά να κινηματογραφούν και να μοντάρουν. Συγχρόνως, ενώ το οπτικοακουστικό υλικό φαίνεται να ενσωματώνεται στη διδασκαλία της λαογραφίας, της ανθρωπολογίας και της κοινωνιολογίας οι ίδιοι οι διδάσκοντες σπάνια εμπλέκονται στη διαδικασία παραγωγής του.

Είναι μια αθώα έλλειψη τεχνογνωσίας δεδομένης μιας όλο και πιο οικονομικά και τεχνολογικά προσιτής κάμερας ή μήπως καλύπτει την αγωνία της ελληνικής ανθρωπολογίας να αυτονομηθεί από τη ‘σωστική' και περιγραφική λαογραφία και να θεωρητικοποιηθεί; Είναι γιατί η κάμερα θεωρείται ένα ψυχρό, περισσότερο καλλιτεχνικό ή δημοσιογραφικό παρά επιστημονικό εργαλείο και η ταινία ένα κείμενο με περιορισμένες αναλυτικές και επαγωγικές δυνατότητες που κατευθύνει περισσότερο το θεατή προς συγκεκριμένα νοήματα απ' ότι το κείμενο;

Πρόθεση του συνεδρίου ωστόσο είναι να προσπεράσει τα πολυσυζητημένα και ξεπερασμένα διλλήματα, κείμενα ή εικόνες, επιστήμη ή τέχνη αλλά να διερευνήσει την εθνογραφική ταινία ως μεθοδολογική στρατηγική, τη σχέση των εθνογραφικών ταινιών με την ελληνική λαογραφία και ανθρωπολογία και να κάνει έναν απολογισμό του οπτικοαουστικού εθνογραφικού υλικού που αφορά στον ελληνικό χώρο. Θα περιλαμβάνει προφορικές ανακοινώσεις και ταινίες.

Οι παρεμβάσεις εστιάζουν στις παρακάτω θεματικές:

  1. Διδάσκοντας με ταινίες
  2. Κινηματογραφώντας (σ)το πεδίο
  3. Συμμετέχοντας ως επιστημονικός σύμβουλος σε ταινίες ντοκιμαντέρ

Κεντρικοί ομιλητές του συνεδρίου θα είναι ο P.Loizos (L.S.E.) και η C. Piault (C.N.R.S).

Οργανωτική επιτροπή του συνεδρίου είναι η Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν και η Αθηνά Πεγκλίδου.

Downloads