Ο όρος «ανάγλυφες εικόνες» αποδίδει βυζαντινά έργα γλυπτικής και μικρογλυπτικής που τείνουν να ξεφύγουν από τη δισδιάστατη επιπεδικότητα της ζωγραφικής επιφάνειας. Περιλαμβάνει εικόνες μικρών ή μεγάλων διαστάσεων που φιλοτεχνούνται με σμίλες, ράσπες και λάμες κι όχι με προετοιμασία υφάσματος και γύψου. Αν και διαφοροποιούνται στο υλικό και τις τεχνικές κατασκευής, ωστόσο μοιάζουν να έχουν τις ίδιες χρήσεις με τις φορητές εικόνες στο ναό και στο σπίτι, στη θεία λειτουργία και στην ώρα της κατά μόνας προσευχής.
Με το βιβλίο του Reinhold Lange (1964) θεμελιώθηκε η έρευνα για μια εν πολλοίς άγνωστη έκφραση της θρησκευτικής τέχνης του Βυζαντίου, για την κατασκευή εικόνων από λίθο (κατά κανόνα από μάρμαρο, αλλά και από ασβεστόλιθο ή πωρόλιθο), από ξύλο ή και πηλό. Πρόσφατα έχουν αναθερμανθεί οι συζητήσεις σχετικά με θέματα εικονογραφίας και χρονολόγησης τέτοιων ανάγλυφων εικόνων, διακρίβωσης εργαστηρίων, μετακίνησης έργων και τεχνιτών, καθώς και των ορίων και των όρων με τα οποία λειτουργούν αυτές οι εικόνες στα πλαίσια της δημόσιας λατρείας.
Από την άλλη πλευρά, πολύτιμα υλικά χρησιμοποιούνταν εξίσου για τη φιλοτέχνηση εικόνων μικρού σχήματος για τιμή και προσκύνηση: ο στεατίτης, το ελεφαντόδοντο ή οι πολύτιμοι λίθοι ήταν τέτοια υλικά για εικόνες, εικονίδια, δίπτυχα, τρίπτυχα ή περίτεχνα εγκόλπια, τα οποία αναπαρήγαγαν ονομαστά πρότυπα και χρησίμευαν στην προσευχή για αυτοσυγκέντρωση κατά την επικοινωνία με το θείο ή ως φυλαχτά και ως αντικείμενα για προσωπικό αγιασμό. Οι θεμελιακές μελέτες των Friedrich Volbach (1952) και των Adolf Goldschmidt και Kurt Weitzmann (1930 και 1934) για τα ελεφαντοστά της παλαιοχριστιανικής και της μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου αντίστοιχα (ανατ. 19763 και 1979), καθώς και της Ιόλης Καλαβρέζου (1985) για τους στεατίτες επέτρεψαν τη συναγωγή γενικότερων συμπερασμάτων για την εικονογραφία και την τεχνοτροπία, καθώς και για τη χρήση τέτοιων εικόνων. Νέες έρευνες, όπως της Κάτιας Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, για τα οστέινα πλακίδια από το Μουσείο Μπενάκη (2000), και των Γιώτας Οικονομάκη-Παπαδοπούλου, Brigitte Pitarakis και Κάτιας Τσιγαρίδα για τα εγκόλπια της μονής Βατοπεδίου (2000) δημοσίευσαν νέο υλικό, βάθυναν τη γνώση μας, αλλά και έθεσαν νέα ερωτήματα για το ήδη γνωστό υλικό, ανοίγοντας νέους δρόμους έρευνας.
Το συμπόσιο λαμβάνει αφορμή από την παρουσία πέντε ανάγλυφων εικόνων στη Θεσσαλία, από τις οποίες οι τέσσερις προέρχονται από την περιοχή του Πηλίου. Με βάση την εκ νέου πραγμάτευση αυτών των εικόνων, θα ήταν δυνατόν η έρευνα να ανοιχθεί προς νέους ορίζοντες επαναπροσδιορίζοντας τα κριτήρια της έρευνας, επαναθέτοντας ζητήματα χρονολόγησης και καταγωγής των καλλιτεχνών, διάρκειας και δράσης των εργαστηρίων. Με μια τέτοια συζήτηση θα ήταν δυνατόν να δημιουργηθούν οι προοπτικές για έρευνες από νέες οπτικές γωνίες και με νέα ερωτήματα.
Επιπλέον, η μελέτη νέου, αδημοσίευτου, υλικού θα μπορούσε να θέσει προβληματισμούς γενικότερους και να επανεξετάσει τις παραμέτρους της τέχνης των ανάγλυφων εικόνων. Τέλος, ορισμένα ερωτήματα που θα μπορούσαν να τεθούν υπό γενικότερη συζήτηση είναι και τα ακόλουθα:
- Σχετίζονται ορισμένες ανάγλυφες εικόνες με το τέμπλο και τα προσκυνητάρια που το πλαισιώνουν; Κατά πόσον οι διαστάσεις και η εικονογραφία των ανάγλυφων εικόνων οδηγούν σε βάσιμες υποθέσεις για την τοποθέτησή τους σε συγκεκριμένα σημεία μέσα στο βυζαντινό ναό;
- Η σημερινή αντιπάθεια προς τα ανάγλυφα και ολόγλυφα αγάλματα των πρωταγωνιστών της ιερής ιστορίας και των αγίων είναι δυνατόν να μην απηχεί τη βυζαντινή αισθητική, αλλά να προέρχονται από μια πολύ μεταγενέστερη πολεμική εναντίον της πρακτικής της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας;
- Πώς συνδέεται το θεματολόγιο των εγκολπίων και των εικονιδίων ιδιωτικής λατρείας με τη λατρεία τοπικών και οικουμενικών αγίων; Ποια η σχέση τους με τα λείψανα, τις λειψανοθήκες και την τέχνη που συνδέεται με αυτά;
Αυτά τα θέματα θα βρεθούν στο επίκεντρο των ανακοινώσεων και των συζητήσεων με την ευκαιρία του διεθνούς συμποσίου που συνδιοργανώνουμε στο Βόλο, στις 13-14 Ιουνίου 2009.