Το δεκαπεντάμηνο ερευνητικό πρόγραμμα (Μάρτιος 2020-Μάιος 2021), υλοποιείται στο πλαίσιο της ενταγμένης στο ΕΠ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗ Πράξης με τίτλο και MIS 5048950, η οποία συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση ΕΚΤ και Εθνικούς πόρους [κωδικός έργου ΕΛΚΕ - ΠΘ: 6360]. Το πρόγραμμα επιχειρεί να αποσαφηνίσει τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ «κοσμικού» και «λατρευτικού» σε χωροταξικό επίπεδο, εστιάζοντας στις Κυκλάδες των πρώιμων ιστορικών και αρχαϊκών χρόνων (10ος-6ος αι. π.Χ.).


Αεροφωτογραφία των κτιρίων του Δεσποτικού.
Στο βάθος η Αντίπαρος.

Το δίπολο αυτό και οι δυσκολίες στην κατανόηση της εξελικτικής διαμόρφωσης των πρώιμων ιερών και ανάπτυξης των σύγχρονών τους οικισμών έχει απασχολήσει αρκετά την αρχαιολογική έρευνα που δυσκολεύεται συχνά να αποσαφηνίσει το λατρευτικό, οικιστικό, ή εν γένει δημόσιο χαρακτήρα θέσεων και αρχιτεκτονημάτων. Ειδικότερα, στο χώρο των Κυκλάδων, η οργάνωση κοσμικών και λατρευτικών χώρων παρουσιάζει ιδιαιτερότητες με την ταυτοποίηση της χρήσης και του χαρακτήρα των αρχιτεκτονικών δομών να είναι συχνά δύσκολη. Τόσο παλαιές και νέες έρευνες, αλλά και πρόσφατες ανασκαφές, αναδεικνύουν την ετερογένεια και περιπλοκότητα της διαδικασίας γέννησης και εξέλιξης των ιερών και λατρευτικών πρακτικών στις Κυκλάδες σε σύγκριση με την υπόλοιπη ηπειρωτική χώρα. Μολονότι το ζήτημα αυτό έχει απασχολήσει την έρευνα σε θεωρητικό επίπεδο, εντούτοις δεν έχει επιχειρηθεί έως σήμερα μια προσέγγισή του μέσα από τη λεπτομερή συνδυαστική αρχιτεκτονική και χωρική ανάλυση των ανεσκαμμένων οικοδομημάτων και της σχετιζόμενης σκευής τους.

Με τη χρήση τεχνολογίας αιχμής, δηλ. τη λεπτομερή χωρική ανάλυση των κινητών ευρημάτων με τη χρήση των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (ΓΣΠ) συνδυαστικά με λεπτομερείς φωτογραμμετρικές αρχιτεκτονικές αποτυπώσεις, το ερευνητικό πρόγραμμα επιδιώκει να προχωρήσει από τη θεωρητική ανάλυση στην πρακτική σύνταξη κανονιστικού πλαισίου που θα επιτρέπει στο μέτρο του δυνατού το διαχωρισμό μεταξύ κοσμικού - δημόσιου ή ιδιωτικού - και λατρευτικού. Η θέση «Μάντρα» στο Δεσποτικό της Αντιπάρου έχει επιλεγεί ως μελέτη περίπτωσης, καθώς η συστηματική ανασκαφή στη νησίδα από το 2001 έχει αποκαλύψει ένα σημαντικό αρχαϊκό ιερό αφιερωμένο στο Απόλλωνα το οποίο γύρω από το κυρίως τέμενος πλαισιώνεται από μεγάλο αριθμό πολύχωρων κτιρίων ο ρόλος των οποίων δεν έχει αποσαφηνιστεί. Ο ιδιάζων χαρακτήρας τόσο της οργάνωσης, όσο και των μνημείων στη θέση αυτή, θέτει υπό αμφισβήτηση μια «παραδοσιακή» ερμηνεία της απλά ως ιερό. Η συνθετική και συγκριτική ανάλυση ενός συνόλου αρχαιολογικών δεδομένων από το Δεσποτικό θα συνεξετασθούν με αυτά από διάφορες σύγχρονες κυκλαδικές θέσεις.

Μέσω μια αυστηρής μεθοδολογίας επωφελούμενης από τη συνδυαστική χρήση τεχνολογικών μέσων (ΓΣΠ) και αρχαιολογικών δεδομένων, η παρούσα έρευνα ευελπιστεί αφενός να διασαφηνίσει το χαρακτήρα της θέσης και αφετέρου να διαμορφώσει μια σειρά κριτηρίων που θα επιτρέπουν τη σαφέστερη δυνατή διάκριση της χρήσης κτηρίων σε χώρους λατρείας και μη, λειτουργώντας ως πρότυπο μεθοδολογίας για την ολιστική μελέτη αρχιτεκτονικών δομών και των σχετιζόμενων κινητών ευρημάτων σε εγκαταστασεις των πρώιμων ιστορικών και αρχαϊκών χρόνων στον ευρύτερο αιγαιακό χώρο.